τοῦ Ἀρχιμ. Βαρλαὰμ Μετεωρίτου
Ἡ Μεγάλη Πέμπτη δὲν εἶναι μιὰ ἡμέρα ὅπως οἱ ἄλλες. Εἶναι ἡ ἡμέρα ποὺ ὁ κόσμος στέκεται στὸ χεῖλος τοῦ γκρεμοῦ, ἕτοιμος νὰ ῥίξῃ στὴν ἄβυσσο τὴν ἴδια τὴ σωτηρία του. Ἡ μέρα ποὺ ἡ ἀγάπη δίνεται ὡς τροφή, καὶ τὸ μίσος τὴν ἀρπάζει γιὰ νὰ τὴν καρφώσῃ σὲ ξύλο.
Ἡ νύχτα πέφτει, καὶ στὴν Ἱερουσαλὴμ κανεὶς δὲν ἀκούει τὸν στεναγμὸ τῶν ἀγγέλων. Μόνο ἕνα ἀνώδυνο ἀεράκι περνᾷ ἀνάμεσα ἀπὸ τὰ σοκάκια, μιὰ δροσιὰ ποὺ θὰ γίνῃ παγωνιὰ σὲ λίγο, ὅταν ὁ ἥλιος θὰ δύσῃ γιὰ πάντα στὰ μάτια τοῦ Διδασκάλου.
Τὸ τελευταῖο τραπέζι
Μέσα σὲ μιὰ σκιερὴ αἴθουσα, δεκατρεῖς ἀνθρώποι κάθονται γύρω ἀπὸ ἕνα τραπέζι. Ὁ Χριστὸς τοὺς κοιτᾷ ὅλους. Στὰ μάτια Του καθρεφτίζονται ὅλες οἱ στιγμές τους μαζί: ὁ θαυμασμός τους, οἱ φόβοι τους, ἡ ἀνυπομονησία τους. Ξέρει τί θὰ γίνῃ. Ἀλλὰ ὅμως, ὡς τελευταῖο δῶρο, τοὺς δίνει τὸ ἀνεκτίμητο: τὸ Σῶμα Του καὶ τὸ Αἷμα Του.
«Λάβετε, φάγετε… Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες…»
Οἱ μαθητὲς δὲν καταλαβαίνουν. Ἐκεῖνος, ὅμως, ξέρει. Τοῦτο δὲν εἶναι ἕνα ἀπλὸ δεῖπνο· εἶναι ἡ θυσία Του ποὺ ἀρχίζει.
Καὶ ξαφνικά, ἡ σιωπὴ διαλύεται. Ἕνα ὄνομα ὑψώνεται πάνω ἀπὸ τὸ τραπέζι, βαρύ, ὡς κατάρα: Ἰούδας.
Ὁ προδότης σκύβει τὸ κεφάλι. Τὰ ἀργύρια τὸν καῖνε σὲ κάθε βῆμα του, ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ γυρίσῃ πίσω. Φεύγει μέσα στὴ νύχτα.
Τὸ σκοτάδι τοῦ Κήπου
Ὁ Χριστὸς προχωρεῖ στὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν. Οἱ μαθητὲς ὀκνοῦν. Δὲν ξέρουν τί νὰ περιμένουν, ἀλλὰ μέσα τους ἀναδεύεται ἕνας φόβος ποὺ τοὺς βαραίνει.
Καὶ ἐκεῖ, μέσα στὸν Κῆπο τῆς Γεθσημανῆ, γίνεται τὸ ἀδιανόητο: ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ κλαίει.
«Πάτερ μου, εἰ δυνατόν ἐστι, παρελθέτω ἀπ’ ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο…»
Τρέμει, ὁ Ἀνίκητος. Στὸ πρόσωπό Του κυλᾷ ἱδρῶτας καὶ αἷμα. Δὲν φοβᾶται τὸ ξύλο, δὲν τρέμει τοὺς στρατιῶτες. Φοβᾶται τὴν ὥρα ποὺ θὰ φωνάξῃ: «Θεέ μου, Θεέ μου, ἱνατί με ἐγκατέλιπες;»
Ἐνῶ ὁ κόσμος κοιμᾶται, ὁ Χριστὸς ξαγρυπνᾷ σὲ μία νύχτα ποὺ θὰ εἶναι ἡ πιὸ ἀβάσταχτη ποὺ γνώρισε ὁ κόσμος.
Καὶ τότε, ὁ θόρυβος ἀκούγεται. Πλήθος ἀνθρώπων, ὅπλα ποὺ λαμπυρίζουν στὸ φῶς τῶν δαυλῶν. Καὶ μιὰ μορφὴ μπροστά, μὲ βλέμμα σκοτεινό. Ὁ Ἰούδας πλησιάζει. Δὲν λέει τίποτα. Ἕνα φιλὶ δίνει, καὶ ἡ ἱστορία ἀνατρέπεται. Ὁ Φιλάνθρωπος γίνεται ὁ Ἄνθρωπος τῆς θλίψεως.
Ἡ φυγή
Οἱ μαθητές, τρομαγμένοι, φεύγουν. Ὁ Πέτρος θὰ Τὸν ἀρνηθῇ, ὁ Ἰωάννης θὰ κρυφτῇ. Ὁ κόσμος θὰ Τὸν καταδικάσῃ. Ὁ λαὸς ποὺ τὸν ὑποδέχθηκε μὲ βαΐα, τώρα θὰ φωνάζῃ «Σταύρωσον Αὐτόν!»
Καὶ ὁ Χριστὸς μένει μόνος.
Στὴν Ἱερουσαλήμ, ἕνα-ἕνα τὰ κεριὰ σβήνουν. Μόνο στὴ Γεθσημανῆ παραμένει ἕνα φῶς ἀνάμεσά τους: τὰ μάτια τοῦ Χριστοῦ, ποὺ κοιτοῦν τοὺς σταυροφόρους Του ὄχι μὲ ὀργή, ἀλλὰ μὲ ἀγάπη.
Διότι ὁ Θεὸς ἦρθε γιὰ νὰ σωθῇ ὁ κόσμος, καὶ γι’ αὐτὸ πρέπει πρῶτα νὰ τὸν σκοτώσουν.