Aρχιμ. Αλεξίου Ιστρατόγλου Ανχη (ΣΙ)
Στρατιωτικού Ιερέως Αρχηγείου Στόλου – Ναυστάθμου Σαλαμίνας
Κατά την έρευνα μας στα αρχεία που αφορούν τους Στρατιωτικούς Ιερείς της περιόδου που εξετάζουμε, βρίσκουμε αρκετές αναφορές Ιερέων, που ζητούν να τους χορηγηθεί κανονική άδεια από την υπηρεσία τους, προκειμένου να μεταβούν στον τόπο καταγωγής των ή σε κάποια άλλη πόλη, για την διεκπεραίωση προσωπικών τους υποθέσεων. Οι αναφορές αυτές εγκρίνονταν με τον συνήθη υπηρεσιακό τρόπο που ακολουθείτο την εποχή εκείνη και έτσι χορηγούσαν κανονική άδεια στον Ιερέα, ο οποίος με την λήξη αυτής, καλείτο και πάλι να βρίσκεται στη θέση του και στην εκπλήρωση των ποιμαντικών του καθηκόντων.
Σε αυτό το σημείο, μεταξύ των πολλών αναφορών που έχουν να κάνουν με άδειες που ζητούν οι Ιερείς, θέλουμε να παρουσιάσουμε μια ιδιαίτερη αναφορά θα μπορούσαμε να την χαρακτηρίσουμε, χωρίς βεβαίως και να μπορούμε να την ερμηνεύσουμε, γιατί δεν έχουμε στη διάθεση μας περισσότερα στοιχεία, του Ιερέως Παπαχρήστου, με ημερομηνία 19 Απριλίου 1848, με την οποία ζητά άδεια, από την Διοίκηση του 5ου Τάγματος που υπηρετεί. Η αναφορά αυτή διαβιβάζεται υπηρεσιακά και έρχεται στη συνέχεια το Υπουργείο των Στρατιωτικών με έγγραφό του, με ημερομηνία 27 Απριλίου 1848, που αποστέλλει στο Ελαφρύ Τάγμα της Οροφυλακής, με το οποίο γνωστοποιεί ότι δεν εγκρίνει την άδεια του εν λόγω Ιερέως, χωρίς να αναφέρει τους λόγους που δεν εγκρίνεται. Ένα μήνα μετά και συγκεκριμένα στις 14 Μαΐου 1848, ο Αρχιμανδρίτης Άνθιμος Αδάμ, ζητά τρίμηνη άδεια, η οποία εγκρίνεται, με το σχετικό έγγραφο του Υπουργείου Στρατιωτικών, στις 2 Ιουνίου 1848.
Ένας από τους πιο αξιόλογους Στρατιωτικούς Ιερείς που έχουμε μέχρι σήμερα παρουσιάσει είναι ο Αρχιμανδρίτης Ρωμανίδης. Ένας κληρικός με αξιόλογη και πλούσια εκκλησιαστική, αλλά και εθνική δράση. Ένας χαρισματικός άνθρωπος, με πολλά ταλέντα και χαρίσματα, τα οποία τόσο ο Στρατός, όσο και η Εκκλησία, ανεγνώρισε και τα αξιοποίησε, τοποθετώντας τον σε θέσεις πολύ υψηλές και υπεύθυνες, στις οποίες ανταποκρίθηκε με τον καλύτερο τρόπο και άφησε μια πλούσια παρακαταθήκη για τους επομένους.
Σε μια αναφορά την οποία υποβάλλει στις 23 Οκτωβρίου 1842, αναφέρει τα προβλήματα υγείας τα οποία αντιμετωπίζει, επισυνάπτοντας παράλληλα και μία ιατρική έκθεση. Πρέπει να σημειώσουμε σε αυτό το σημείο, ότι ήδη βρίσκεται σε μια σχετικά μεγάλη ηλικία ο εν λόγω Ιερέας, αλλά και οι κακουχίες και οι δυσκολίες παλαιοτέρων εποχών και καταστάσεων που αντιμετώπισε, είναι φυσικό να έχουν κλονίσει την υγεία του και να αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα, τα οποία αναφέρονται μέσα σε αυτή την ιατρική έκθεση, όπου μεταξύ των άλλων αναφέρει ότι το κλίμα του Ναυπλίου επηρεάζει πολύ σοβαρά την υγεία του εν λόγω Ιερέως και πρέπει να μετακινηθεί, προτείνοντας να του χορηγηθεί τρίμηνη άδεια, για να πάει όπου επιθυμεί, προκειμένου να αποφευχθεί η οποιαδήποτε επιδείνωση της υγείας του. Η ιατρική αυτή έκθεση υπογράφεται από τον Στρατιωτικό Ιατρό του Ναυπλίου και στη συνέχεια στέλλεται στην αρμόδια θα λέγαμε σήμερα υγειονομική επιτροπή, όπου ο γνωματεύων ιατρός, με έγγραφο της 13ης Δεκεμβρίου 1842,συμφωνεί με αυτά τα οποία αναφέρονται στην έκθεση.
Επομένως χορηγείται στον Αρχιμ. Ρωμανίδη, τρίμηνη αναρρωτική άδεια και κατά τη διάρκεια της απουσίας του, καλείται ο βοηθός Ιερέας που είχε, να καλύψει και τα δικά του κενά, κατά το χρονικό διάστημα που θα ορίσει η υπηρεσία. Έτσι το Πυροβολικό Τάγμα αμέσως, σε επιστολή του προς το Φρουραρχείο του Ναυπλίου, γνωστοποιεί ότι ο Ιερέας Σακελλίων, δηλαδή ο βοηθός, θα είναι αυτός που θα καλύπτει πλέον τις λειτουργικές και λοιπές ανάγκες του Τάγματος, μέχρι την επιστροφή του Ρωμανίδη.
Αφήνοντας το έτος 1842, στις 17 Φεβρουαρίου 1843, η Γραμματεία των Στρατιωτικών, με έγγραφό της, προς το Φρουραρχείο της Τριπόλεως, αναφέρει ότι ο Ιερέας του 5ου Τάγματος Πεζικού, θα μετατεθεί στη Φρουρά της Μεθώνης, καθ’ ότι την θρησκευτική υπηρεσία στην Τρίπολη θα αναλάβει ένας άλλος Ιερέας ονόματι Αναστάσιος, αλλά το επίθετό του είναι δυσανάγνωστο και το οποίο θα το συναντήσουμε πιστεύουμε στη συνέχεια για να το αναφέρουμε. Παρ’ όλο που το Υπουργείο των Στρατιωτικών, αναφέρει με το ανωτέρω έγγραφό του, ότι θα τοποθετηθεί Ιερέας στη Φρουρά της Μεθώνης, παρά ταύτα η εν λόγω Φρουρά, συνεχίζει να καταθέτει αναφορές με τις οποίες ζητά να σταλεί εκεί Ιερέας, τονίζοντας στην τελευταία της αναφορά, ένα χρόνο μετά το ανωτέρω έγγραφο, δηλαδή στις 12 Ιανουαρίου 1844, ότι οι Ιερείς της πόλεως, αδυνατούν να εκτελέσουν τα θρησκευτικά καθήκοντα και να καλύψουν τις ποιμαντικές ανάγκες της Φρουράς.
Άρα από το πρώτο έγγραφο που μνημονεύσαμε, φαίνεται ότι ένας νέος κληρικός της Ορθοδόξου Εκκλησίας, προστίθεται στο δυναμικό της υπηρεσίας των κληρικών που υπηρετούν στο Στρατό, χωρίς να αγνοούμε, ότι εκείνη την εποχή υπήρχαν και κάποιοι Ρωμαιοκαθολικοί κληρικοί, για την κάλυψη των πνευματικών αναγκών των Δυτικών που βρίσκονταν κατά κύριο λόγο στο Ναύπλιο. Μπορεί να τοποθετήθηκε ένας νέος κληρικός σε μια θέση, όμως δυστυχώς τα κενά δεν καλύπτονται όπως φαίνεται μέσα από τη σχετική αλληλογραφία που υπάρχει, με αποτέλεσμα και οι ανάγκες συνεχώς να αυξάνονται και καλείται όπως αναφέραμε και στο προηγούμενο άρθρο μας, Στρατός-Πολιτεία και Εκκλησία, να συνεργαστούν για την λύση αυτού του θέματος, που ήταν μπορούμε να πούμε άμεσης προτεραιότητας.
Το Φρουραρχείο του Ναυπλίου, με έγγραφο του στις 9 Φεβρουαρίου 1843, προς τη Γραμματεία της Επικρατείας, αναφέρει ότι στο Ναύπλιο παρουσιάστηκε ένας Ιερέας, ονόματι Νικόλαος Ρούσσος, σε αντικατάσταση του Γεωργίου Δουνάβη και ο οποίος πήγε εκεί για τις ανάγκες των Καθολικών του Ναυπλίου.
Γνωρίζοντας οι Ιερείς, ότι υπάρχουν κενά στα οποία θα μπορούν να τοποθετηθούν ως Στρατιωτικοί, καταθέτουν αναφορές προς τα Φρουραρχεία στα οποία ανήκουν και επιθυμούν να τοποθετηθούν. Ο Ιερέας Κωνσταντίνος Κυριαζής, με επιστολή του στο Φρουραρχείο του Μεσολογγίου, στις 15 Απριλίου 1844, ζητά να προσληφθεί, προσκομίζοντας και τα απαραίτητα δικαιολογητικά, μεταξύ αυτών και εκείνα που αποδεικνύουν το κανονικό της χειροτονίας του. Στις 27 Απριλίου 1844, ο Ιερέας Ευστάθιος Κυριαζής, ζητά και αυτός να διορισθεί ως Στρατιωτικός Ιερέας, γνωρίζοντας μέσα από την αναφορά του, ότι από το 1839, διορίστηκε κατά διαταγή της Κυβερνήσεως ως Ιερέας της Φρουράς της Λαμίας και του Στρατιωτικού Νοσοκομείου, μέχρι τον Ιούνιο του 1843. Μετά τη διάλυση του Νοσοκομείου και του Φρουραρχείου του αφαιρέθηκε ο μισθός, ενώ ο ίδιος συνέχισε να εκτελεί τα ιερατικά του καθήκοντα μια φορά την εβδομάδα, επισκεπτόμενος ασθενείς, σε διάφορα θεραπευτήρια. Τέλος ζητά να επανέλθει στη Φρουρά, ως Ιερέας αυτής.
Ο ανωτέρω Ιερέας συναισθανόμενος το χρέος και την αποστολή του, δεν σταμάτησε να διακονεί τον πονεμένο άνθρωπο ακόμα και όταν διαλύθηκε το Νοσοκομείο, ακόμα όταν και στον ίδιο δεν έδιδαν το μισθό που του έδιναν παλαιότερα. Πρέπει να γνωρίζουμε, αν και το γνωρίζουμε όλοι και το ξέρουμε και δεν χρειάζεται να το γράφουμε εδώ και να το αναφέρουμε, ότι υπάρχουν πράγματα που δεν κοστολογούνται, που δεν μετρούνται, ούτε πωλούνται, αλλά ούτε και αγοράζονται. Μεταξύ αυτών είναι το χρέος και η αποστολή κάποιου, που έχει ταχθεί στην υπηρεσία ή καλύτερα στη διακονία του άλλου ανθρώπου.
Το χρέος και η αποστολή του Ιερέως ξεκινά μέσα από την αγάπη του προς τον Θεό και επεκτείνεται προς το ποίμνιό του, σύμφωνα με την διδασκαλία τη Εκκλησίας μας. Επεκτείνεται και προσφέρεται χωρίς καμία εξαίρεση, χωρίς να κάνει διακρίσεις και χωρίς να εξαντλείται. Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, φέρνοντας παραδείγματα και χαρακτηριστικές εικόνες αγάπης, προβάλλει τη μητρική αγάπη τονίζοντας: «Αν οι μητέρες δείχνουν τόση φιλοστοργία στα τέκνα τους πολύ περισσότερο πρέπει ο ιερεύς να δείχνει μεγάλη φροντίδα και επιμέλεια για το ποίμνιό του».Επομένως, ο ανωτέρω κληρικός, εφαρμόζοντας την προτροπή του ιερού Χρυσοστόμου, μένει με το ποίμνιό του, δεν το αποχωρίζεται, δεν στέκεται στον τύπο και στο γράμμα του νόμου ή και σε άλλα υλικά πράγματα, που στερούν την ουσία της ζωής και τον θέτουν έξω από την αποστολή και το έργο του. Μένει αμετακίνητος στις αξίες, στις παραδόσεις, μα πάνω από όλα στην πίστη του, στο υπούργημα το οποίο υπηρετεί με ενθουσιασμό και προσήλωση. Μένει αμετακίνητος στη θέση του, δείχνοντας ότι είναι ο καλός ποιμήν που προβάλλει ο Κύριός μας, που δεν εγ-
καταλείπει τα πρόβατά του και να βρει έτσι ευκαιρία για να τα κατασπαράξει ο λύκος. Δεν εφαρμόζει την τακτική του «μισθωτού», την οποία ο Κύριος καταδικάζει. Πίσω από ένα άψυχο χαρτί που παρουσιάσαμε, μπορούμε να δούμε και κάτι άλλο με τα μάτια της ψυχής, και αυτό είναι μια ζεστή καρδιά που χτυπά αδιάκοπα για το Χριστό και την Ελλάδα, που αυτά τα δύο δεν μπορούν να χωρίσουν μέσα σε αυτή την καρδιά, από αυτόν τον άνθρωπο που είναι έτοιμος να δώσει τα πάντα, ακόμη και την ίδια του την ζωή για αυτά.
Διαβάζοντας αυτή την αναφορά του Ιερέως Κυριαζή, καταλαβαίνουμε και κάτι άλλο που ο ίδιος το ένοιωθε, το βίωνε, το πίστευε και το εφάρμοζε. Ένοιωθε ως διάκονος και υπηρέτης των άλλων. Οι λέξεις αυτές δεν πρέπει να εκλειφ-φθούν υποτιμητικά και αρνητικά, όπως ο κόσμος σήμερα τις ερμηνεύει. Τις λέξεις αυτές θα τις δούμε ως καταστάσεις και τρόπο ζωής, μέσα στο πνεύμα της θυσιαστικής αγάπης του ιερέως για την ποιμαντική του διακονία, που προσφέρεται μέσα στην κοινωνία, μέσα στην καθημερινή ζωή του ανθρώπου. Ο Ιερέας είναι μια λαμπάδα που καίει, φωτίζει, καθοδηγεί, στηρίζει, παρηγορεί, αλλά και καίγεται πολύ γρήγορα, προσφέροντας τον εαυτό του, χωρίς να φείδεται κόπου, μόχθου, ωραρίου, που ο καθημερινός άνθρωπος όλα αυτά τα μελετά και τα υπολογίζει.
Επισκεπτόμενος τους ασθενείς, ακόμα και όταν δεν είχε καμία υπηρεσιακή υποχρέωση, βλέποντάς τον οι πονεμένοι αυτοί άνθρωποι έπαιρναν κουράγιο. Μύριζαν τον παράδεισο, έβλεπαν τον ουρανό, όχι ως το τέλος της επίγειας ζωής των, αλλά ως μια ευκαιρία για νέους αγώνες για την αποκατάσταση της υγείας των και επιστροφής των στα καθήκοντα και στις υποχρεώσεις τους, ζώντας και βιώνοντας ουράνιες και παραδεισένιες καταστάσεις, που θα τους δώσουν άλλο χρώμα στη ζωή τους και θα τους απαλλάξουν από την μονοτονία της καθημερινότητας.
Βλέποντας τον Ιερέα, τον δικό τους άνθρωπο να τους παραστέκεται, να τους παρηγορεί, ζούσαν τη σταυρωμένη ζωή, που στο τέλος πάντα για τον χριστιανό ακολουθεί η ανάσταση. Τέλος βλέποντας το τίμιο ράσο ανάμεσα τους, άκουγαν να σαλπίζει στα αυτιά τους, το εμβατήριο εκείνο για την ελευθερία και για του Χριστού την πίστη την αγία, αγωνιζόμενοι μέχρι το τέλος, κρατώντας και αυτοί Ελλάδα και Ορθοδοξία, Χριστό και Ελλάδα, πίστη και ιστορία και διατηρώντας άσβεστο το φώς εκείνο που χρειάζεται, για να πορεύεται ο άνθρωπος στο δρόμο εκείνο που θα του χαρίσει την πρόοδο.
Συνεχίζεται {23}