Μητροπολίτου Φαναρίου Ἀγαθαγγέλου
Γενικοῦ Διευθυντοῦ τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
† Μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Τίτου τοῦ Θαυματουργοῦ.
῾Ο Ὅσιος Τίτος ὁ Θαυματουργός εἶχε ἔνθεο ζῆλο πρός τή μοναχική πολιτεία ἀπό νεαρά ἡλικία. Ἔτσι προσῆλθε σέ κοινόβιο καί ἐπιδόθηκε στήν ἄσκηση, στήν ὁποία διέπρεψε μεταξύ τῶν συνασκητῶν του γιά τήν ἐγκράτεια, τήν καθαρότητα τοῦ βίου καί τίς ἀρετές του, πού τόν ἀνέδειξαν καί ἡγούμενο τῆς μονῆς. Ἀξιώ-θηκε δέ νά λάβει ἀπό τόν Θεό καί τό χάρισμα τῆς θαυματουργίας.
Ἔτσι ἀφοῦ ἔζησε ὁ Ὅσιος Τίτος καί διέλαμψε στήν ἐνάρετη πολιτεία, ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Αἰδεσίου καί Ἀμφιανοῦ, τῶν αὐταδέλφων.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἀπφιανός καί Αἰδέσιος ἔζησαν κατά τούς χρόνους τοῦ βασιλέως Μαξιμιανοῦ (286-305 μ.Χ.). Ἦσαν ἀδελφοί ἀπό τήν ἴδια μητέρα καί κατάγονταν ἀπό τή χώρα τῆς Λυδίας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας[1]. Ὅταν εὑρίσκονταν στή Βηρυτό, ἐδιδάχθηκαν ἀπό τόν Μάρτυρα Πάμφιλο († 5 Νοεμβρίου) τήν πίστη στόν Χριστό. Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ, ἀφοῦ συνελήφθησαν, ἐπαρουσιάσθηκαν στόν ἄρχοντα τῆς πόλεως Οὐρβανό. Καί ὁ μέν Ἀπφιανός, ἀφοῦ διεκήρυξε πρῶτος μέ παρρησία ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ μόνος Ἀληθινός Θεός, ἐδέχθηκε πληγές κατά τοῦ προσώπου καί ἐκρεμάσθηκε. ῞Ομως ὁ Ἅγιος Ἀμφιανός ὑπέμενε καρτερικά τά βασανιστήρια καί ἔμεινε σταθερός καί ἀκλόνητος στήν πίστη του στόν Χριστό. Γιά τό λόγο αὐτό οἱ εἰδωλολάτρες τόν ἔρριψαν στή θάλασσα, ὅπου καί ἐτελειώ-θηκε καί ἔλαβε ἀπό τόν Κύριο τό στέφανο τοῦ μαρτυρίου.
Ὁ Αἰδέσιος, ἀφοῦ καταδικάσθηκε νά τιμωρηθεῖ στά μεταλλεῖα χαλκοῦ, ἀπεστάλη στήν Ἀλεξάνδρεια. Καί μία ἡμέρα, ὅταν εἶδε τόν ἄρχοντα τῆς Ἀλεξάνδρειας Ἱεροκλῆ νά τιμωρεῖ τούς ἐκεῖ Χριστιανούς, ἔτρεξε καί τόν ἐκτύπησε μέ τή ράβδο. Ἀποτέλεσμα ἦταν νά βασανισθεῖ παραδειγματικά καί τέλος νά τόν ρίψουν στή θάλασσα. Ἔτσι ἐκέρδισε τό στέφανο τῆς ἀθανασίας καί τῆς οὐράνιας δόξας.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ἁγίας παρθενομάρτυς Θεοδώρας.
Ἡ Ἁγία Θεοδώρα καταγόταν ἀπό τήν Τύρο τῆς Φοινίκης. Ἐπειδή ἦταν Χριστιανή, συνελήφθη σέ ἡλικία δέκα ἑπτά χρόνων καί ὁδηγήθηκε στόν ἄρχοντα τῆς χώρας τῆς Παλαιστίνης Οὐρβανό, ὅπου ὁμολόγησε τόν Χριστό. Κατά συνέπεια αὐτοῦ τήν ἐκτύπησαν στά πλευρά καί στό στῆθος. Ἐπειδή ὅμως δέν ἐπείσθηκε, ἐκλείσθηκε στή φυλακή. Ὁ δεσμοφύλακας εἶχε διαταγή ὄχι μόνο νά τή φυλάσ-σει μέ ἀσφάλεια, ἀλλά νά μήν εἰσέρχεται κανείς γιά νά τήν ἐπισκεφθεῖ, παρά νά μεταφέρει σέ αὐτή τά σχετικά μέ τήν τροφή, μέχρις ὅτου ἀρνηθεῖ τόν Χριστό καί θυσιάσει στούς λεγόμενους θεούς. Μετά τό πέρασμα πολλῶν ἡμερῶν βγῆκε ἀπό τή φυλακή καί ἐξαναγκαζόταν νά θυσιάσει στούς ἀκάθαρτους δαίμονες. Ἡ Ἁγία Θεοδώρα δέν ἀνεχόταν οὔτε νά τό ἀκούσει. Γι’ αὐτό ἐτιμωρήθηκε χωρίς ἔλεος καί στή συνέχεια, ἀφοῦ ἐρρίφθη στή θάλασσα, παρέδωσε τό πνεῦμα της στόν Κύριο καί ἔλαβε τόν ἀμαράντινο στέφανο τῆς δόξας.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Πολυκάρπου, τοῦ ἐν Ἀλεξανδρείᾳ ἀθλήσαντος.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Πολύκαρπος ἔζησε κατά τούς χρόνους τῆς βασιλείας τοῦ ἀσεβοῦς Μαξιμιανοῦ (286-305 μ.Χ.) καί καταγόταν ἀπό τήν πόλη τῆς Ἀλεξάνδρειας. Ὄντας Χριστιανός καί ἔχοντας πολύ ζῆλο γιά τόν Θεό καί παρατηρώντας κάθε ἡμέρα τούς φυλακισμένους νά ὁμολογοῦν τόν Χριστό καί νά δοκιμάζονται μέ διάφορα βασανιστήρια, δέν ὑπέμεινε. Ἀλλά ὅταν εἶδε τόν ἄρχοντα νά κάθεται καί τό αἷμα τῶν ἀνθρώπων νά χύνεται σάν νερό, ἀφοῦ ἐστάθηκε μπροστά του, τόν ἔλεγξε καί εἶπε: «Γιατί τόσο πολύ ἐλησμόνησες τήν ἀνθρώπινη φύση, ἀκόρεστε σκύλε, καί κατακομματιάζεις τούς συγγενεῖς καί ὁμοεθνεῖς ἀνθρώπους μέ τά ξίφη σάν ξύλα, ἐπειδή κηρύττουν τόν ἀληθινό Θεό καί ἐλέγχουν τήν πλάνη τῶν εἰδωλολατρῶν, ὅπως καί ἐγώ πού εἶμαι δοῦλος τοῦ Χριστοῦ;». Ἐξ αἰτίας αὐτῶν, καί ἐπειδή ἐξόργισε τόν ἄρχοντα, συνελήφθη καί ἐβασα-νίσθηκε. Καί ἀφοῦ μέχρι τέλους εἶχε τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ στά χείλη, ἀποκεφαλίσθηκε.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Νικητίου, ἐπισκόπου Λυών.
Ὁ Ἅγιος Νικήτιος ἔζησε τόν 4ο αἰώνα μ.Χ. καί ἐγεννήθηκε στή Γαλλία ἀπό εὐσεβεῖς καί φιλόθεους γονεῖς. Ἀνατράφηκε ἀπό τήν οἰκογένειά του μέ παιδεία καί νουθεσία Κυρίου. Ἡ ταπείνωση, ἡ ἁπλότητα καί ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή ἦσαν χαρακτηριστικά τῆς ψυχῆς του καί τοῦ βίου του. Τό ἔτος 551 μ.Χ. ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Λυών εἰς διαδοχήν τοῦ θείου του Ἁγίου Σακέρδου († 12 Σεπτεμβρίου) καί ἐποίμανε τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἐπί εἴκοσι δύο ἔτη μέ ἱερό ζῆλο καί αὐταπάρνηση. Ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 573 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Στεφάνου τοῦ Θαυματουργοῦ, τοῦ ἐν Ἀσκάλωνι τῆς Παλαιστίνης ἀσκήσαντος.
Ὁ Ὅσιος Στέφανος ἀσκήτεψε στόν Ἀσκάλωνα τῆς Παλαι-στίνης[2] καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 778 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ἁγίας ὁσιοπαρθενομάρτυρος Εὔας τῆς Νέας καί τῶν σύν αὐτῇ.
Ἡ Ἁγία Ὁσιοπαρθενομάρτυς Εὔα ἔζησε κατά τόν 9ο αἰώνα μ.Χ. καί ἦταν ἡγουμένη τῆς μονῆς τοῦ Κόλτινγκχαμ, τῆς μεγαλύτε-ρης μονῆς τῆς Σκωτίας. Ἡ μονή αὐτή εἶχε ἱδρυθεῖ ὑπό τῆς ὁσίας Εὔας τῆς Πρεσβυτέρας († 25 Αὐγούστου), ἀδελφῆς τῶν βασιλέων τῆς Νορθάμπερλαντ Ὀσβάλδου καί Ὄσγουϊ.
Τό ἔτος 870 μ.Χ., κατά τή διάρκεια εἰσβολής Δανῶν πειρατῶν στίς ἀκτές τῆς μονῆς, ἡ Ὁσία ἀνήσυχη ὄχι γιά τή σωτηρία τῆς ζωῆς της, ἀλλά γιά τή διατήρηση τῆς ἁγνότητός της, ὡς καί τῶν ἀλλων μοναζουςῶν, μόλις οἱ ἐπιδρομεῖς εἰσέβαλαν στόν περίβολο τῆς μο-νῆς, συγκέντρωσε τίς μοναχές στό ἡγουμενεῖο καί μετά ἀπό συγκι-νητικές συμβουλές, ἀπέκοψε μέ λεπίδα τή μύτη καί τό ἄνω χεῖλος αὐτῆς. Τήν πράξη της ἐμιμήθησαν ὅλες οἱ ἀδελφές καί οἱ εἰσβολεῖς, ὅταν εἰσῆλθαν στό χῶρο ὅπου οἱ μοναχές ἦσαν συναγμένες, εὑρέθη-σαν μπροστά σέ ἕνα φρικιαστικό θέαμα. Αὐτό δέν τούς ἐμπόδισε νά πυρπολήσουν τή μονή καί νά κάψουν ζωντανή τήν Ὁσία Εὔα μαζί μέ ὅλες τίς μοναχές[3].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Γρηγορίου, τοῦ ἐν Νικομηδείᾳ ἀσκήσαντος.
Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος ἐγεννήθηκε περί τό ἔτος 1190 σέ κάποιο χωριό τῆς Βιθυνίας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἀπό ἐπιφανεῖς γονεῖς. Ἀπό τήν παιδική του ἡλικία ἔδειξε μεγάλη φιλομάθεια καί κλίση πρός τό μοναχικό βίο. Ἀφοῦ ἐσπούδασε πολύ τήν ἑλληνική παιδεία καί τή θεολογία, ἀποσύρθηκε σέ μονή τῆς Βιθυνίας καί στή συνέχεια ἀνῆλθε σέ κάποιο ὄρος, τοῦ Προφήτου Ἠλία ἐπονομαζόμενο, ὅπου ἔκτισε μικρό κελλί καί ἐπιδόθηκε στήν προσευχή καί τή μελέτη διδάσκοντας τούς πιστούς πού προσέρχονταν κοντά του.
Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη κατά τό ἔτος 1240.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Γεωργίου, ἐπισκόπου Ἀζκουρίας τῆς Γεωργίας.
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος (Μαζκουερέλι) ἔζησε κατά τόν 9ο καί 10ο αἰώνα μ.Χ. στή Γεωργία καί ἦταν Ἐπίσκοπος Ἀζκουρίας. Ἐκοιμή-θηκε ὁσίως μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Σάββα, ἀρχιεπισκόπου Σουρώζ.
Ὁ Ἅγιος Σάββας ἔζησε κατά τόν 12ο αἰώνα μ.Χ. στήν Κριμαία καί ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Σουρώζ, τό σημερινό Σουδάκ. Ὅ,τι γνωρίζουμε γι’ αὐτόν ἔχει διατηρηθεῖ σέ ὑποσημειώσεις σέ ἕνα Ἑλληνικό Μηναῖο τοῦ 12ου αἰῶνος. Πέντε χιλιόμετρα ἀπό τήν πόλη τοῦ Σουρώζ, ὑπάρχει ἕνα ὅρος, τό ὁποῖο καλεῖται Ἅγιος Σάββας, ὅπου διατηροῦνται τά ὑπολείμματα μιᾶς ἐκκλησίας καί μιᾶς σπηλιᾶς. Ἐκεῖ προφανῶς ὁ Ἅγιος ἀπέθανε καί ἐνταφιάσθηκε. Τό ἔτος 1872 εὑρέθηκε μία εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Σάββα.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!
[1] Χώρα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, πού παλαιότερα ὀνομαζόταν Μαιονία. Ὀνομάσθηκε ἔτσι ἀπό τόν Λυδό, υἱό τοῦ Ἄτυος. Στά παράλιά της, πρός τό Αἰγαῖο, ὡς καί στά βόρεια τῆς γειτονικῆς της Καρίας, ἐκτεινόταν ἡ Ἰωνία μέ τήν ἰωνική δωδεκάπολη, στήν ὁποία ἐνωρίς εἶχε προστεθεῖ καί ἡ πρότερον αἰολική ἀποικία Σμύρνη.
[2] Ἀσκάλων: μία ἀπό τίς πέντε ὁμόσπονδες πόλεις τῶν Φιλισταίων, πού κεῖται στήν πεδιάδα Σεφηλά μεταξύ Γάζας καί Ἀζώτου. Ἀναφορά στόν Ἀσκάλωνα γίνεται ἀπό τούς Προφῆτες Ἀμώς, Σοφονία, Ἱερεμία καί Ζαχαρία, οἱ ὁποῖοι προανήγγειλαν τήν καταστροφή καί ἐρήμωσή του. Ἀργότερα κατέστη ἕδρα Ἐπισκόπου.
[3] Χριστοφόρου Κων. Κομμοδᾶτου, Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν Νήσων, σελ. 107.