Μητροπολίτου Φαναρίου Ἀγαθαγγέλου
Γενικοῦ Διευθυντοῦ τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
† Μνήμη τῆς ὁσίας μητρός ἡμῶν Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας.
Τό Βίο τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας συνέγραψε ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος Πατριάρχης Ἱεροσολύμων († 11 Μαρτίου), ὁ ὁποῖος συνέγραψε διάφορα ἀσκητικά καί ὑμνογραφικά κείμενα πού δια-ποτίζονται ἀπό τό πνεῦμα τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας καί τῆς ἀσκη-τικῆς παραδόσεως.
Ἡ Ὁσία Μαρία ἐγεννήθηκε στήν Αἴγυπτο καί ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουστινιανοῦ (527-565 μ.Χ.). Ἀφοῦ ἐπέρασε ἀπό τά δώδεκα χρόνια της στήν Αἴγυπτο μιά ζωή ἀσωτίας, ἀφοῦ ἀπό τήν μικρή αὐτήν ἡλικία διέφθειρε τήν παρθενία της καί εἶχε ἀσυγκράτητο καί ἀχόρταγο τό πάθος τῆς σαρκικῆς μίξεως. Ζώντας αὐτή τήν ζωή δέν εἰσέπραττε χρήματα, ἁπλῶς ἱκανοποιοῦσε τό πάθος της. Ὅπως ἡ ἴδια ἐξαγορεύθηκε στόν Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ «διετέλεσα δημόσιον προκείμενη τῆς ἀσωτίας ὑπέκκαυμα, οὐ δό-σεώς τινος, μά τήν ἀλήθειαν, ἕνεκεν», ἀλλά ἔκανε τό ἔργο της δω-ρεάν «ἐκτελοῦσα τό ἐμοί καταθύμιον». Καί ὅπως τοῦ ἀπεκάλυψε εἶχε ἀκόρεστη ἐπιθυμία καί ἀκατάσχετο ἔρωτα νά κυλίεται στόν βόρβορο πού ἦταν ἡ ζωή της καί σκεπτόταν ἔτσι ντροπιάζοντας τή φύση.
Λόγῳ τῆς ἄσωτης ζωῆς καί τῆς σαρκικῆς ἐπιθυμίας πού εἶχε, ἀκολούθησε τούς προσκυνητές πού πήγαιναν στά Ἱεροσόλυμα, γιά νά προσκυνήσουν τόν Τίμιο Σταυρό. Καί αὐτό τό ἔκανε ὄχι γιά νά προσκυνήσει τόν Τίμιο Σταυρό, ἀλλά γιά νά ἔχει πολλούς ἐραστές πού θά ἦταν ἕτοιμοι νά ἱκανοποιήσουν τό πάθος της. Περιγράφει δέ ἡ ἴδια ρεαλιστικά καί τόν τρόπο πού ἐπιβιβάσθηκε στό πλοιάριο. Καί, ὅπως ἡ ἴδια ἀπεκάλυψε, κατά τήν διάρκεια τοῦ ταξιδιοῦ της δέν ὑπάρχει εἶδος ἀσέλγειας ἀπό ὅσα λέγονται καί δέν λέγονται τοῦ ὁποίου δέν ἔγινε διδάσκαλος σ’ ἐκείνους τούς ταλαίπωρους ταξιδιῶτες. Καί ἡ ἴδια ἐξέφρασε τήν ἀπορία της πῶς ἡ θάλασσα ὑπέφερε τίς ἀσωτίες της καί πῶς ἡ γῆ δέν ἄνοιξε τό στόμα της καί δέν τήν κατέβασε στόν ἅδη, πού παγίδευσε τόσες ψυχές. Κατά τήν διάρκεια τοῦ ταξιδίου αὐτοῦ δέν ἀρκέσθηκε στό ὅτι διέφθειρε τούς νέους, ἀλλά διέφθειρε καί πολλούς ἄλλους ἀπό τούς κατοίκους τῆς πόλεως καί τούς ξένους. Καί στά Ἱεροσόλυμα πού πῆγε κατά τήν ἑορτή τοῦ Τιμίου Σταυροῦ περιφερόταν στούς δρόμους «ψυχάς νέων ἀγρεύουσα».
Αἰσθάνθηκε, ὅμως, βαθειά μετάνοια ἀπό ἕνα θαυματουργικό γεγονός. Ἐνῶ εἰσερχόταν στό ναό νά προσκυνήσει τό Ξύλον τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, κάποια δύναμη τήν ἐμπόδισε νά προχωρήσει. Στή συνέχεια ἐστάθηκε μπροστά σέ μία εἰκόνα τῆς Παναγίας, ἔδειξε μεγάλη μετάνοια καί ἐζήτησε τήν καθοδήγηση καί βοήθεια τῆς Παναγίας. Μέ τή βοήθεια τῆς Θεοτόκου εἰσῆλθε ἀνεμπόδιστα αὐτή τή φορά στόν ἱερό ναό καί προσκύνησε τόν Τίμιο Σταυρό. Στή συνέχεια, ἀφοῦ εὐχαρίστησε τήν Παναγία, ἄκουσε φωνή νά τήν προτρέπει νά πορευθεῖ στήν ἔρημο πέραν τοῦ Ἰορδάνου. Ἐκείνη, ἀφοῦ ἐζήτησε τή συνδρομή καί τήν προστασία τῆς Θεοτόκου, πῆρε τόν δρόμο πρός τήν ἔρημο, ἀφοῦ προηγουμένως πέρασε ἀπό τήν ἱερά μονή τοῦ Βαπτιστοῦ στόν Ἰορδάνη ποταμό καί ἐκοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Στήν ἔρημο ἔζησε σαράντα ἑπτά χρόνια, χωρίς ποτέ νά συναντήσει ἄνθρωπο.
Κατά τά πρῶτα δέκα ἑπτά χρόνια στήν ἔρημο ἐπάλεψε πολύ σκληρά γιά νά νικήσει τούς λογισμούς καί τίς ἐπιθυμίες της, οὐσια-στικά νά νικήσει τό διάβολο πού τήν ἐπολεμοῦσε μέ τίς ἀναμνήσεις τῆς προηγούμενης ζωῆς της.
Ἡ Ὁσία ἐζοῦσε δέκα ἑπτά χρόνια στήν ἔρημο «θηρσίν ἀνημέ-ροις ταῖς ἀλόγοις ἐπιθυμίαις πυκτεύουσα». Εἶχε πολλές ἐπιθυμίες φαγητῶν, ποτῶν καί «πορνικῶν ἀσμάτων» καί πολλούς λογισμούς πού τήν ὠθοῦσαν πρός τήν πορνεία. Ὅμως, ὅταν ἐρχόταν κάποιος λογισμός μέσα της, ἔπεφτε στή γῆ, τήν ἔβρεχε μέ δάκρυα καί δέν ἐσηκωνόταν ἀπό τή γῆ «ἕως ὅτου μέ τό φῶς ἐκεῖνο τό γλυκύ περιέλαμψεν, καί τούς λογισμούς τούς ἐνοχλοῦντας μοι ἐδίωξεν». Συνεχῶς προσευχόταν στήν Παναγία, τήν ὁποία εἶχε ἐγγυήτρια τῆς ζωῆς τῆς μετανοίας πού ἔκανε. Τό ἱμάτιό της ἐσχίσθηκε καί καταστράφηκε καί παρέμεινε ἔκτοτε γυμνή, ἐκαιγόταν ἀπό τόν καύσωνα καί ἔτρεμε ἀπό τόν παγετό καί «ὡς πολλάκις με χαμαί πεσοῦσαν ἄπνουν μεῖναι σχεδόν καί ἀκίνητον».
Ὕστερα ἀπό σκληρό ἀγώνα, μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ καί τή συνεχῆ προστασία τῆς Παναγίας, ἐλευθερώθηκε ἀπό τούς λογισμούς καί τίς ἐπιθυμίες, ὁπότε μεταμορφώθηκε τό λογιστικό καί τό παθη-τικό μέρος τῆς ψυχῆς της, καθώς ἐπίσης ἐθεώθηκε καί τό σῶμα της.
Λόγῳ τῆς μεγάλης πνευματικῆς καταστάσεως στήν ὁποία ἔφθασε ἡ Ὁσία Μαρία ἔλαβε ἀπό τόν Θεό τό διορατικό χάρισμα.
Ἦταν γυμνή, ἀλλά τό σῶμα της ὑπερέβη τίς ἀνάγκες τῆς φύ-σεως. Λέγει ἡ ἴδια: «γυνή γάρ εἰμί, καί γυμνή, καθάπερ ὁρᾶς, καί τήν αἰσχύνην τοῦ σώματός μου ἀπερικάλυπτον ἔχουσα». Τό σῶμα ἐτρεφόταν ἀπό τή Χάρη τοῦ Θεοῦ: «τρέφομαι γάρ καί σκέπτομαι τῷ ῥήματι τοῦ Θεοῦ διακρατοῦντος τά σύμπαντα». Στήν περίπτωσή της, ὅπως καί σέ ἄλλες περιπτώσεις Ἁγίων, παρατηροῦμε ὅτι ἀνα-στέλλονται οἱ ἐνέργειες τοῦ σώματος. Αὐτή ἡ ἀναστολή τῶν σω-ματικῶν ἐνεργειῶν προερχόταν ἀπό τό ὅτι ἡ ψυχή της ἐδεχόταν τήν ἐνέργεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καί αὐτή ἡ θεία ἐνέργεια διαπορθμευ-όταν καί στό σῶμα της. «Ἀρκεῖν εἰποῦσα τήν χάριν τοῦ Πνεύματος, ὥστε συντηρεῖν τήν οὐσίαν τῆς ψυχῆς ἀμίαντον».
Κάποτε σέ ἕνα μοναστήρι ἀσκήτευε ὁ ἱερομόναχος Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς († 4 Ἀπριλίου), πού ἦταν κεκοσμημένος μέ ἁγιότητα βίου, ἔβλεπε θεῖα ὁράματα, τοῦ εἶχε δοθεῖ τό χάρισμα τῶν θείων ἐλλάμ-ψεων, γιατί ἐζοῦσε μέχρι τά πενήντα τρία του χρόνια μέ μεγάλη ἄσκηση καί ἦταν φημισμένος στήν περιοχή του. Τότε, ὅμως, εἰσῆλθε μέσα του ἕνας λογισμός κάποιας πνευματκῆς ἀνωτερότητος, ἄν, δηλαδή, ὑπῆρχε ἄλλος μοναχός πού θά μποροῦσε νά τόν ὠφελήσει ἤ νά τοῦ διδάξει κάποιο καινούριο εἶδος ἀσκήσεως. Ὁ Θεός, γιά νά τόν διδάξεο καί νά τόν διορθώση, τοῦ ἀπεκάλυψε ὅτι κανένας ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά φθάσει στήν τελειότητα. Καί στήν συνέχει-α τοῦ ὑπέδειξε νά πορευθεῖ σ’ ἕνα μοναστήρι πού εὑρισκόταν στόν Ἰορδάνη ποταμό.
Ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς ὑπάκουσε στή φωνή τοῦ Θεοῦ καί πῆγε στό μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ, πού τοῦ ὑποδείχθη-κε. Συνάντησε τόν ἡγούμενο καί τούς μοναχούς, καί διέκρινε ὅτι ἀκτινοβολοῦσαν ἀπό θεωρία καί πράξη, ἐζοῦσαν ἔντονη μοναχική ζωή μέ ἀκτημοσύνη, μέ μεγάλη ἄσκηση καί ἀδιάλειπτη προσευχή.
Στό μοναστήρι αὐτό ὑπῆρχε ἕνας κανόνας σύμφωνα μέ τόν ὁποῖο τήν Κυριακή τῆς Τυρινῆς, πρό τῆς ἐνάρξεως τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς, ἀφοῦ οἱ μοναχοί κοινωνοῦσαν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, προσεύχονταν καί ἀσπάζονταν μεταξύ τους, ἔπειτα ἐλάμβαναν ὁ καθένας τους μερικές τροφές καί ἔφευγαν στήν ἔρημο πέραν τοῦ Ἰορδάνου, γιά νά ἀγωνισθοῦν κατά τήν περίοδο τῆς Τεσσαρακοστῆς τόν ἀγώνα τῆς ἀσκήσεως. Ἐπέστρεφαν δέ στό μοναστήρι τήν Κυριακή τῶν Βαΐων, γιά νά ἑορτάσουν τά Πάθη, τόν Σταυρό καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Εἶχαν κανόνα νά μή συναντᾶ κανείς τόν ἄλλο ἀδελφό στήν ἔρημο καί νά μήν τόν ἐρωτᾶ, ὅταν ἐπέστρεφε, γιά τό εἶδος τῆς ἀσκήσεως πού ἔκανε τήν περίοδο αὐτή.
Αὐτό τόν κανόνα ἐφάρμοσε καί ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς. Ἀφοῦ ἔλαβε ἐλάχιστες τροφές βγῆκε ἀπό τό μοναστήρι καί ἐπορεύθηκε στήν ἔρημο, ἔχοντας τήν ἐπιθυμία νά εἰσέλθει ὅσο μποροῦσε πιό βαθειά σέ αὐτή, μέ τήν ἐλπίδα μήπως συναντήσει κάποιον πατέρα πού θά τόν ἐβοηθοῦσε νά φθάσει σέ αὐτό πού ἐποθοῦσε. Ἐπορευόταν προσευχόμενος καί τρώγοντας ἐλάχιστα. Ἐκοιμόταν δέ ὅπου εὑρι-σκόταν.
Εἶχε περπατήσει μιά πορεία εἴκοσι ἡμερῶν καί, ὅταν ἐκάθισε νά ξεκουρασθεῖ καί ἔψελνε, εἶδε στό βάθος μιά σκιά πού ὁμοίαζε μέ ἀνθρώπινο σῶμα. Στήν ἀρχή θεώρησε ὅτι ἦταν δαιμονικό φάντα-σμα, ἀλλά ἔπειτα διεπίστωσε ὅτι ἦταν ἄνθρωπος. Αὐτό τό ὄν, πού ἔβλεπε, ἦταν γυμνό, εἶχε μαῦρο σῶμα, –τό χρῶμα αὐτό προερχόταν ἀπό τίς ἡλιακές ἀκτίνες–, καί εἶχε στό κεφάλι του λίγες ἄσπρες τρί-χες πού δέν ἔφθαναν πιό κάτω ἀπό τό λαιμό. Ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς ἔβλεπε τήν Ὁσία Μαρία τήν ὥρα πού προσευχόταν. Ἡ Ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία εἶχε ἀδιάλειπτη προσευχή καί μάλιστα ὁ Ἀββᾶς Ζωσι-μᾶς τήν εἶδε ὅτι ὕψωσε τά μάτια της στόν οὐρανό καί ἅπλωσε τά χέρια της καί «ἤρξατο εὔχεσθαι ὑποψιθυρίζουσα· φωνή δέ αὐτῆς οὐκ ἠκούετο ἔναρθρος». Καί σέ κάποια στιγμή, ἐνῶ ἐκεῖνος καθό-ταν σύντρομος, «ὁρᾶ αὐτήν ὑψωθεῖσαν ὡς ἕνα πῆχυν ἀπό τῆς γῆς καί τῷ ἀέρι κρεμαμένην καί οὕτω προσεύχεσθαι».
Ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς προσπάθησε νά πλησιάσει, γιά νά διαπι-στώσει τί εἶναι αὐτό πού ἔβλεπε, ἀλλά τό ἀνθρώπινο ἐκεῖνο ὄν ἀπομακρυνόταν. Ἔτρεχε ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς, ἔτρεχε καί ἐκεῖνο. Ἐκραύγαζε ὁ Ἀββᾶς μέ δάκρυα νά σταματήσει, γιά νά λάβει τήν εὐλογία του. Ἐκεῖνο ὅμως δέν ἀνταποκρινόταν. Μόλις ἔφθασε ὁ Ἀββᾶς σέ κάποιο χείμαρρο καί ἀπόκαμε, ἐκεῖνο τό ἀνθρώπινο ὄν, ἀφοῦ τόν ἀποκάλεσε μέ τό μικρό του ὄνομα, πρᾶγμα πού προεκά-λεσε μεγάλη ἐντύπωση στόν Ἀββᾶ, τοῦ εἶπε ὅτι δέν μπορεῖ νά γυρίσει καί νά τόν δεῖ κατά πρόσωπο, γιατί εἶναι γυναίκα γυμνή καί εἶχε ἀκάλυπτα τά μέλη τοῦ σώματός της. Τόν παρεκάλεσε, ἄν θέλει, νά τῆς δώσει τήν εὐχή του ἀφοῦ ρίξει ἕνα κουρέλι ἀπό τά ροῦχα του, γιά νά καλύψει τό γυμνό σῶμα της. Ὁ Ἀββᾶς ἔκανε ὅ,τι τοῦ εἶπε καί τότε ἐκείνη ἐστράφηκε πρός αὐτόν. Ὁ Ἀββᾶς ἀμέσως ἐγονάτισε, γιά νά λάβει τήν εὐχή της, τό ἴδιο ἔκανε καί ἐκείνη. Καί παρέμειναν καί οἱ δύο γονατιστοί «ἕκαστος ἐξαιτῶν εὐλογῆσαι τόν ἕτερον».
Ἐπειδή ὁ Ἀββᾶς ἐσκεπτόταν μήπως ἦταν κάποιο ἄϋλο πνεῦμα, ἐκείνη, πού μποροῦσε νά διακρίνει τούς λογισμούς του, τοῦ εἶπε ὅτι εἶναι ἁμαρτωλή πού ἔχει περιτειχισθεῖ ἀπό τό ἅγιο Βάπτισμα καί εἶναι χῶμα καί στάχτη καί ὄχι ἄϋλο πνεῦμα.
Ἡ Ὁσία Μαρία κατά τήν συνάντηση αὐτή, ἀφοῦ ἀποκάλυψε ὅλη τήν ζωή της, ἐζήτησε ἀπό τόν Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ νά ἔλθει τήν ἑπό-μενη χρονιά, κατά τή Μεγάλη Πέμπτη, σ’ ἕναν ὁρισμένο τόπο στήν ὄχθη τοῦ Ἰορδάνου ποταμοῦ, κοντά σέ μιά κατοικημένη περιοχή, γιά νά τήν κοινωνήσει, ὕστερα ἀπό πολλά χρόνια μεγάλης μετα-νοίας, πού μεταμόρφωσε τήν ὕπαρξή της. «Καί νῦν ἐκείνου ἐφίεμαι ἀκατασχέτῳ τῷ ἔρωτι», τοῦ εἶπε, δηλαδή εἶχε ἀκατάσχετο ἔρωτα νά κοινωνήσει τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς ἐπέστρεψε στό μοναστήρι χωρίς νά πεῖ σέ κανένα τί ἀκριβῶς συνάντησε, σύμφωνα, ἄλλωστε, καί μέ τόν κανόνα πού ὑπῆρχε σ’ ἐκείνη τήν ἱερά μονή. Ὅμως, συνεχῶς παρα-καλοῦσε τόν Θεό νά τόν ἀξιώσει νά δεῖ καί πάλι «τό ποθούμενον πρόσωπον» τήν ἑπομένη χρονιά, καί μάλιστα ἦταν στενοχωρημένος γιατί δέν περνοῦσε ὁ χρόνος, ἐνῶ θά ἤθελε ὅλος αὐτός ὁ χρόνος νά ἦταν μιά ἡμέρα.
Τό ἑπόμενο ἔτος ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς ἀπό κάποια ἀρρώστια, ὅπως τοῦ τό εἶχε προείπει ἡ Ὁσία Μαρία, δέν μπόρεσε νά βγεῖ ἀπό τό μοναστήρι στήν ἔρημο, ὅπως ἔκαναν οἱ ἄλλοι πατέρες στήν ἀρχή τῆς Σαρακοστῆς, καί ἔτσι παρέμεινε στό μοναστήρι. Ὅταν τήν Κυριακή τῶν Βαΐων εἶχαν ἐπιστρέψει οἱ ἄλλοι πατέρες τῆς Μονῆς, ἐκεῖνος ἑτοιμάσθηκε νά πορευθεῖ στόν τόπο πού τοῦ εἶχε ὑποδείξει ἡ Ὁσία, γιά νά τήν κοινωνήσει.
Τή Μεγάλη Πέμπτη πῆρε μαζί του σ’ ἕνα μικρό ποτήρι τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, πῆρε μερικά σύκα καί χουρμάδες καί λίγη βρεγμένη φακή καί βγῆκε ἀπό τό μοναστήρι, γιά νά συναντή-σει τήν Ὁσία Μαρία. Ἐπειδή ἐκείνη ἀργοποροῦσε νά ἔλθει στόν καθορισμένο τόπο ὁ Ἀββᾶς προσευχόταν στόν Θεό μέ δάκρυα νά μή τοῦ στερήσει, λόγῳ τῶν ἁμαρτιῶν του, τήν εὐκαιρία νά τή δεῖ ἐκ νέου.
Μετά τή θερμή προσευχή τήν εἶδε νά ἔρχεται ἀπό τήν ἄλλη πλερά τοῦ Ἰορδάνου ποταμοῦ, νά κάνει τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, νά πατᾶ ἐπάνω στό νερό τοῦ ποταμοῦ «καί περιπατοῦσαν ἐπί τῶν ὑδάτων ἐπάνω, καί πρός ἐκεῖνον βαδίζουσαν». Στή συνέχεια ἡ Ὁσία τόν παρακάλεσε νά πεῖ τό Σύμβολον τῆς Πίστεως καί τό «Πά-τερ ἡμῶν». Ἀκολούθως ἀσπάσθηκε τόν Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ καί ἐκοινώ-νησε τῶν ζωοποιῶν Μυστηρίων. Ἔπειτα, ὕψωσε τά χέρια της στόν οὐρανό, ἀναστέναξε μέ δάκρυα καί εἶπε: «Νῦν ἀπολύεις τήν δούλην σου, ὦ Δέσποτα, κατά τό ῥῆμά σου ἐν εἰρήνῃ· ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλ-μοί μου τό σωτήριόν σου».
Στή συνέχεια, ἀφοῦ τόν παρακάλεσε νά ἔλθει καί τό ἑπόμενο ἔτος στόν χείμαρρο, πού τήν εἶχε συναντήσει τήν πρώτη φορά, ἐζήτησε τήν προσευχή του. Ὁ Ἀββᾶς ἄγγιξε τά πόδια τῆς Ὁσίας, ἐζήτησε τήν προσευχή της καί τήν ἄφησε νά φύγει «στένων καί ὀδυ-ρόμενος», διότι ἐτολμοῦσε «κρατῆσαι τήν ἀκράτητον». Ἐκείνη, ἔφυγε κατά τόν ἴδιο τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἦλθε, δηλαδή πατώντας πάνω στά νερά τοῦ Ἰορδάνου ποταμοῦ.
Τό ἑπόμενο ἔτος, σύμφωνα μέ τήν παράκληση τῆς Ὁσίας, ὁ Ἀββᾶς ἐβιαζόταν νά φθάσει «πρός ἐκεῖνο τό παράδοξον θέαμα». Ἀφοῦ ἐβάδισε πολλές ἡμέρες καί ἔφθασε στόν τόπο ἐκεῖνο, ἔψαχνε «ὡς θηρευτής ἐμπειρότατος» νά δεῖ «τό γλυκύτατον θήραμα», τήν Ὁσία τοῦ Θεοῦ. Ὅμως, δέν τήν ἔβλεπε πουθενά. Τότε ἄρχισε νά προσεύχεται στόν Θεό κατανυκτικά: «Δεῖξόν μοι, Δέσποτα, τόν θησαυρόν σου τόν ἄσυλον, ὅν ἐν τῆδε τῇ ἐρήμῳ κατέκρυψας· δεῖξόν μοι, δέομαι, τόν ἐν σώματι ἄγγελον, οὗ οὐκ ἔστιν ὁ κόσμος ἐπάξιος». Γιά τόν Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ ἡ Ὁσία Μαρία ἦταν ἄθικτος θη-σαυρός, ἄγγελος μέσα σέ σῶμα, καί τόν ὁποῖο θησαυρό δέν ἦταν ἄξιος ὁ κόσμος νά τόν ἔχει. Καί προσευχόμενος μέ τά λόγια αὐτά εἶδε «κειμένην τήν Ὁσίαν νεκράν, καί τάς χεῖρας οὕτως ὥσπερ ἔδει τυπώσασαν, καί πρός ἀνατολάς ὁρῶσαν κειμένη τῷ σχήματι». Εὑρῆκε δέ καί δική της γραφή πού ἔλεγε: «Θᾶψον, ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, ἐν τούτῳ τῷ τόπῳ τῆς ταπεινῆς Μαρίας τό λείψανον, ἀπόδος τόν χοῦν τῷ χοΐ, ὑπέρ ἐμοῦ διά παντός πρός τόν Κύριον προσευχόμενος, τελειωθείσης, μηνί Φαρμουθί (κατ’ Αἰγυπτίους, ὅπως ἐστι κατά Ρωμαίους Ἀπρίλιος), ἐν αὐτῇ δέ τῇ νυκτί τοῦ πάθους τοῦ σωτη-ρίου, μετά τήν τοῦ θείου καί μυστικοῦ δείπνου μετάληψιν». Τήν εὑρῆκε, δηλαδή, νεκρή, κείμενη στή γῆ, μέ τά χέρια σταυρωμένα καί βλέποντας πρός τήν ἀνατολή. Συγχρόνως εὑρῆκε καί γραφή της πού τόν παρακαλοῦσε νά τήν ἐνταφιάσει.
Ἡ Ὁσία ἐκοιμήθηκε τήν ἴδια ἡμέρα πού ἐκοινώνησε, ἀφοῦ εἶχε διασχίσει σέ μιά ὥρα ἀπόσταση τήν ὁποία διήνυσε τό ἑπόμενο ἔτος ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς σέ εἴκοσι ἡμέρες. Γράφει ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος: «καί ἥνπερ ὥδευσεν ὁδόν Ζωσιμᾶς διά εἴκοσι ἡμερῶν κοπιῶν, εἰς μίαν ὥραν Μαρία διέδραμεν, καί εὐθύς πρός τόν Θεόν ἐξεδήμησεν». Τό σῶμα της εἶχε ἀποκτήσει ἄλλες ἰδιότητες, εἶχε μεταμορφωθεῖ.
Στή συνέχεια ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς, ἀφοῦ ἔκλαψε πολύ καί εἶπε ψαλμούς κατάλληλους γιά τήν περίσταση, «ἐποίησεν εὐχήν ἐπιτά-φιον». Καί μετά, μέ μεγάλη κατάνυξη, «βρέχων τό σῶμα τοῖς δάκρυ-σι» ἐπιμελήθηκε τά τῆς ταφῆς. Ἐπειδή, ὅμως, ἡ γῆ ἦταν σκληρή καί ὁ ἴδιος ἦταν προχωρημένης ἡλικίας καί γι’ αὐτό δέν μποροῦσε νά τήν σκάψει εὑρισκόταν σέ ἀπορία. Τότε «ὁρᾷ λέοντα μέγαν τῷ λειψάνῳ τῆς Ὁσίας παρεστῶτα, καί τά ἴχνη αὐτῆς ἀναλείχοντα», δηλαδή εἶδε ἕνα λιοντάρι νά στέκεται δίπλα στό λείψανο τῆς Ὁσίας καί νά γλείφει τά ἴχνη της. Ὁ Ἀββᾶς ἐτρόμαξε, ἀλλά τό ἴδιο τό λιοντάρι «οὐχί τοῦτον τοῖς κινήμασι μόνον ἀσπαζόμενον, ἀλλά καί προθέσει», δηλαδή τό ἴδιο τό λιοντάρι καλόπιανε τόν Γέροντα καί τόν παρακινοῦσε καί μέ τίς κινήσεις του καί μέ τίς προθέσεις του νά προχωρήσει στόν ἐνταφιασμό της. Λαμβάνοντας ὁ Ἀββᾶς θάρρος ἀπό τό ἥμερο τοῦ λιονταριοῦ, τό παρακάλεσε νά σκάψει ἐκεῖνο τόν λάκκο, γιά νά ἐνταφιασθεῖ τό ἱερό λείωανο τῆς Ὁσίας Μαρίας, ἐπειδή ὁ ἴδιος ἀδυνατοῦσε. Τό λιοντάρι ὑπάκουσε. «Εὐθύς δέ ἅμα τῷ σώματι θαπτόμενο», δηλαδή, μέ τά μπροστινά του πόδια ἔσκαψε τόν λάκκο, ὅσο ἔπρεπε, γιά νά ἐνταφιασθεῖ τό σκήνωμα τῆς Ὁσίας Μαρίας.
Ὁ δέ ἐνταφιασμός τῆς Ὁσίας ἔγινε προσευχομένου τοῦ Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ καί τοῦ λιονταριοῦ «παρεστῶτος». Μετά τόν ἐνταφιασμό ἔφυγαν καί οἱ δύο «ὁ μέν λέων ἐπί τά ἔνδον τῆς ἐρήμου ὡς πρόβατον ὑπεχώρησεν. Ζωσιμᾶς δέ ὑπέστρεψεν, εὐλογῶν καί αἰνῶν τόν Θεόν ἡμῶν».
Καί ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος, Πατριάρχης Ἱεροσολύμων, καταλήγει ὅτι ἔγραψε αὐτό τό βίο «κατά δύναμιν» καί «τῆς ἀληθείας μηδέν προτιμῆσαι θέλων».
Ὁ βίος τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας δείχνει πῶς μιά πόρνη μπορεῖ νά γίνει κατά Χάριν Θεός, πῶς ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά γίνει ἄγγελος ἐν σώματι καί πῶς ἡ κατά Χριστόν ἐλπίδα μπορεῖ νά ἀντικαταστήσει τήν ὑπό τοῦ διαβόλου προερχομένη ἀπόγνωση. Στό πρόσωπο τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας βλέπουμε τόν ἄνθρωπο πού ἀναζητᾶ τήν ἡδονή καί κυνηγᾶ τούς ἀνθρώπους γιά τήν ἱκα-νοποίησή της, ἀλλ’ ὅμως μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νά ἐξα-γιασθεῖ τόσο πολύ ὥστε νά φθάσει στό σημεῖο νά τήν κυνηγοῦν οἱ Ἅγιοι γιά νά λάβουν τήν εὐλογία της καί νά ἀσπασθοῦν τό τετιμη-μένο της σῶμα, καθώς ἐπίσης νά τή σέβονται καί τά ἄγρια ζῶα.
Ἡ Ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία μέ τήν μετάνοιά της, τήν βαθειά της ταπείνωση, τήν ὑπέρβαση ἐν Χάριτι τοῦ θνητοῦ καί παθητοῦ σώματός της, ἀφ’ ἑνός μέν προσφέρει μιά παρηγοριά σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἀφ’ ἑτέρου δέ ταπεινώνει ἐκείνους πού ὑπερηφανεύ-ονται γιά τά ἀσκητικά τους κατορθώματα. Δέν ἡμέρωσε μόνο τά ἄγρια θηρία πού ὑπῆρχαν μέσα της, δηλαδή τά ἄλογα πάθη, ἀλλά ὑπερέβη ὅλα τά ὅρια τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως καί ἡμέρωσε ἀκόμη καί τά ἄγρια θηρία τῆς κτίσεως.
Αὐτός εἶναι ὁ σκοπός καί ὁ πλοῦτος τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ πού φυλάσσεται μέσα στήν Ἐκκλησία. Μέ τήν ἀποκαλυ-πτική θεολογία καί τήν ἐν Χριστῷ ζωή ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά μεταμορφωθεῖ ὁλοκληρωτικά[1].
Ἡ Ἐκκλησία τιμῆ τή μνήμη τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας καί τήν Ε΄ Κυριακή τῶν Νηστεῶν.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου Ἄχαζ τοῦ Δικαίου.
Ὁ Ὅσιος Ἄχαζ ὁ Δίκαιος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Ἀλεξάνδρου, Διονυσίου, Ἰνγενιανῆς, Παντέρου ἤ Πανταίνου, Παρθενίου καί Σατουρνίνου.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἀλέξανδρος, Διονύσιος, Ἰνγενιανή, Πάντερος ἤ Πάνταινος, Παρθένιος καί Σατουρνίνος, ἐμαρτύρησαν στή Θεσσαλονίκη, ὅπως ἀναγράφεται στό Ἱερωνυμικό Μαρτυρο-λόγιο.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Βασιλείδου καί Γεροντίου.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Βασιλείδης καί Γερόντιος ἐτελειώθησαν διά ξίφους. Ναός τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Γεροντίου[2] ἐσωζόταν στήν Κωνσταντινούπολη μέχρι τά τέλη τοῦ 14ου αἰῶνος μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Πολυνίκου[3].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Ἑρμοῦ καί Θεοδώρας, τῶν αὐταδέλφων.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἑρμῆς καί Θεοδώρα κατάγονταν ἀπό ἐπιφανή οἰκογένεια τῆς Ρώμης. Ὑπέστησαν μαρτυρικό θάνατο τό ἔτος 132 μ.Χ., ἐπί αὐτοκράτρος Ἀδριανοῦ (117-138 μ.Χ.)[4].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Μακαρίου, ἡγουμένου τῆς μονῆς Πελεκητῆς.
Ὁ Ὅσιος Μακάριος, κατά κόσμον Χριστοφόρος, ἐγεννήθηκε στήν Κωνσταντινούπολη. Σέ νεαρά ἡλικία ἔμεινε ὀρφανός καί ἀπό τούς δύο γονεῖς του καί τήν ἀνατροφή του ἀνέλαβε ἕνας εὐλαβής θεῖος του, ὁ ὁποῖος ἐφρόντισε γιά τήν κατά Θεόν ἀνατροφή του καί τήν ἐκπαίδευσή του. Ἐπειδή εἶχε κλίση πρός τή μοναχική πολιτεία, ἐγκατέλειψε τόν κόσμο καί κατέφυγε στή μονή τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, τήν ἐπιλεγόμενη Πελεκητή, στά Τρίγλεια τῆς Προύσσας. Ἐκεῖ ἐκάρη μοναχός καί μετονομάσθηκε σέ Μακάριο.
Ὁ νέος μοναχός ἄρχισε νά ἐπιδίδεται στήν ἄσκηση καί τήν προσευχή. Ἡ κατά Θεόν προκοπή του τόν ἀνέδειξε σέ ἡγούμενο τῆς μονῆς. Ὁ Ὅσιος Μακάριος ἔγινε πνευματικός πατέρας γιά ὅλους, ὄχι μόνο γιά τούς μοναχούς, ἀλλά καί γιά τούς πιστούς πού κατέφευγαν σ’ αὐτόν, γιά νά τόν συμβουλευθοῦν, νά λάβουν τήν εὐχή του καί νά θεραπευθοῦν στήν ψυχή καί τό σῶμα, ἀφοῦ ὁ Ἅγιος Θεός τόν ἄμειψε καί μέ τό χάρισμα τῆς θαυματουργίας.
Ἡ φήμη τοῦ Ὁσίου ἔφθασε μέχρι τόν Πατριάρχη Ταράσιο (784-806 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος ἔστειλε τόν πατρίκιο Παῦλο, θεραπευμένο παλαιότερα ἀπό τόν Ὅσιο, γιά νά κάνει καλά καί τή γυναίκα τοῦ πατρικίου, ὅπως καί τόν ἴδιο. Μετά ἀπό αὐτό ὁ Πατριάρχης Ταρά-σιος μετεκάλεσε τόν Ὅσιο στήν Κωνσταντινούπολη καί τόν ἐχειρο-τόνησε πρεσβύτερο.
Ὅταν ἐξέσπασε ἡ αἵρεση τῶν εἰκονομάχων στήν Ἐκκλησία, ἐπί αὐτοκράτορος Λέοντος Ε΄ τοῦ Ἀρμενίου (813-820 μ.Χ.), ὁ Ὅσι-ος, ἐπειδή ἦταν ὑπερασπιστής τῆς πατρώας εὐσέβειας καί, ἐκλείσθη-κε στή φυλακή στήν ὁποία παρέμεινε μέχρι τό θάνατο τοῦ αὐτοκρά-τορος. Τόν ἐλευθέρωσε ὁ αὐτοκράτορας Μιχαήλ ὁ Τραυλός (820-829 μ.Χ.), διάδοχος τοῦ Λέοντος, ὁ ὁποῖος ὅμως, ἀφοῦ δέν κατάφερε νά μεταβάλει τό εὐσεβές φρόνημα τοῦ Ὁσίου ὑπέρ τῶν ἁγίων εἰκό-νων, ἐξόρισε αὐτόν στή νῆσο Ἀφουσία στή θάλασσα τοῦ Μαρμαρᾶ. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος Μακάριος, μέσα σέ κακουχίες καί στερήσεις, ἐκοιμή-θηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 820 μ.Χ.
Μετά τήν κοίμηση τοῦ Ὁσίου οἱ μοναχοί τῆς μονῆς Πελεκητῆς ἀνέδειξαν ἡγούμενο τό μοναχό Σέργιο τόν ἔγκλειστο[5].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρα, μνήμη τοῦ ἁγίου νεομάρτυρος Ἀβρααμίου, τοῦ ἐκ Βουλγαρίας.
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ἀβραάμιος καταγόταν ἀπό τή Βουλγα-ρία καί ἐζοῦσε στή Ρωσία. Ἀρχικά ἦταν Μουσουλμᾶνος, ἀλλά, ὅταν ἄκουσε τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, ἀσπάσθηκε τήν ὀρθόδοξη πίστη. Ἦταν φιλάνθρωπος καί ἐλεήμων πρός τούς πτωχούς. Στήν πόλη Βολγάρα, στίς κατώτερες ἐκβολές τοῦ ποταμοῦ Βόλγα, ὁ Ἅγιος Ἀβραάμιος ἄρχισε νά διδάσκει τούς συμπατριῶτες του γιά τόν Ἀληθινό Θεό. Τότε τόν συνέλαβαν καί προσπάθησαν νά τόν ἐξαναγκάσουν νά ἀρνηθεῖ τόν Χριστό. Ὁ Ἅγιος ἔμεινε σταθερός στήν ὁμολογία τῆς πατρώας εὐσέβειας. Ἔτσι, τό ἔτος 1229, ἐτεμάχισαν τόν Ἅγιο καί ἔπειτα ἀπέκοψαν τήν τιμία κεφαλή του. Οἱ Ρῶσοι Χριστιανοί, πού ἐζοῦσαν στήν πόλη, ἐνταφίασαν τό ἱερό λείψανο τοῦ Ἁγίου στό χριστιανικό κοιμητήριο.
Ἡ ἀνακομιδή τῶν ἱερῶν λειψάνων αὐτοῦ ἔγινε στίς 6 Μαρτίου τοῦ ἔτους 1230 ἀπό τό μεγάλο πρίγκηπα τοῦ Βλαντιμίρ Γεώργιο († 4 Φεβρουαρίου), ὁ ὁποῖος τά ἐναπέθεσε στόν ἱερό ναό τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τῆς μονῆς τοῦ Κνυατζινίν.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Εὐθυμίου τοῦ Θαυματουργοῦ, τοῦ ἐν Σουζδαλίᾳ τῆς Ρωσίας.
Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος ὁ Θαυματουργός ἐγεννήθηκε τό ἔτος 1316 στήν πόλη Νίζνϊυ- Νόβγκοροντ τῆς Ρωσίας, μία μικρή πόλη τοπο-θετημένη στή συμβολή τῶν ποταμῶν Βόλγα καί Ὄκα, στό πρι-γκηπάτο τῆς Σουζδαλίας. Ἦταν τά χρόνια του ταταρικοῦ ζυγοῦ καί τῶν ἐσωτερικῶν πολέμων ἀνάμεσα στούς Ρώσους πρίγκιπες. Ἡ Ρωσία ἔπρεπε νά ὑποστεῖ πολέμους, πυρκαγιές καί ὀλέθρους. Οἱ εἰδωλολάτρες ἐλεηλατοῦσαν πόλεις καί μονές, ἐσκότωναν τούς φιλή-συχους κατοίκους ἤ τούς ἐσκλάβωναν, ἐνῶ οἱ Χριστιανοί πρίγκηπες, ἀντί νά ὑπερασπισθοῦν τούς ὑπηκόους τους ἀπό τούς καταπιεστές, ἐσήκωναν ὁ ἕνας ἐναντίον τοῦ ἄλλου τό ἀδελφοκτόνο χέρι, καλώ-ντας συχνά σέ συνδρομή τούς εἰδωλολάτρες, ὥστε νά μπορέσουν, μέ τή βοήθεια τῶν Ταταρο-μογγολικῶν δυνάμεων, νά προσθέσουν στήν κυριαρχία τούς νέα ἐδάφη πού τά ἅρπαζαν ἀπό τούς γειτονικούς πρίγκιπες. Οἱ νέοι ἀσκητές σέ ἐκείνη τή δύσκολη περίοδο συνεισέ-φεραν μέ τή σοφία καί τή ψυχική τους δύναμη καί συμπαραστέ-κονταν στήν πνευματική στέρηση τοῦ Ρωσικοῦ λαοῦ.
Ὁ Ὅσιος ἀπό τήν παιδική του ἡλικία ἐξεδήλωσε τή δίψα του γιά τά γράμματα καί τήν ἀγάπη του πρός τό μοναχικό βίο. Στήν παιδική του ἡλικία, ὑπό τήν καθοδήγηση τοῦ ἐφημέριου τοῦ χωριοῦ του, ἄρχισε νά μαθαίνει νά διαβάζει καί νά γράφει, γιά νά εἶναι σέ θέση νά διαβάζει τίς Θεῖες Γραφές καί τά ἔργα τῶν Ἁγίων Πατέρων. Τά παιγχνίδια δέν τόν ἐνδιέφεραν.
Τό δεύτερο σχολεῖο τοῦ μικροῦ Εὐθυμίου ἦταν ὁ οἶκος τοῦ Κυρίου, ὅπου συχνά ἐπήγαινε. Ἀποσυρόμενος σέ μία σκοτεινή γωνιά τῆς ἐκκλησίας, γιά νά μήν ἀπασχολεῖται μέ ἀνούσιες συζητήσεις, συγκεντρωνόταν στήν προσευχή καί τήν ἀνάγνωση τοῦ Ψαλτηρίου, τοῦ Εὐαγγελίου καί τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων. Καταλάβαινε βαθύτατα τή σκέψη τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ὅταν ἐκεῖνος γράφει ὅτι ὁ Χριστιανός πρέπει νά εἶναι παιδί ὡς πρός τήν ἁγνότητα καί ἄνδρας ὡς πρός τή λογική. Ἀπό αὐτούς πού τόν περιέβαλαν ἄκουγε διηγήσεις γιά Ἁγίους ἀνθρώπους, πού, μιμούμενοι τήν ἀγγελική ζωή, ἀποσύρονταν ἀπό τόν κόσμο καί τίς πολυτέλειες, γίνονταν ἐρημίτες καί ἐζοῦσαν σέ ἡσυχία καί μετάνοια. Στήν ψυχή τοῦ νεαροῦ ὡρίμασε ἡ ἀπόφαση νά ἀφιερώσει τελείως τή ζωή τοῦ στόν Θεό. Ἀνεζήτησε, λοιπόν, ἕνα πνευματικό καθοδηγητή πού νά μποροῦσε νά τόν ὁδηγήσει στήν ὁδό τῆς τελειώσεως.
Τήν πνευματική καθοδήγησή του ἀνέλαβε ὁ Ἅγιος Διονύσιος, μοναχός στή μονή τῶν Σπηλαίων τοῦ Νιζνέγκοροντ καί μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπος Σουζδαλίας († 26 Ἰουνίου καί † 15 Ὀκτωβρίου). Πῶς ὅμως συνδέθηκε μέ τόν Ἅγιο Γέροντά του;
Περί τό ἔτος 1330 ἔφθασε στό Νίζνϊυ-Νόβγκοροντ ἕνας εὐσε-βής μοναχός μέ τό ὄνομα Διονύσιος. Αὐτός ἔσκαψε μία σπηλιά σέ μία ἀπόκρημνη ὄχθη τοῦ Βόλγα καί ἐγκαταστάθηκε ἐκεῖ, ἀφοσιω-μένος στόν ἀσκητικό βίο. Οἱ φῆμες σχετικά μέ τίς ἀσκητικές του πρακτικές σύντομα διαδόθηκαν στά περίχωρα καί ὁ κόσμος ἄρχισε νά ἀπευθύνεται σ’ αὐτόν ζητώντας συμβουλές καί νά προσευχηθεῖ γι’ αὐτούς. Ἔτσι ἐδημιουργήθηκε μία ὁμάδα μαθητῶν καί δίπλα στήν ἀρχική σπηλιά ἐκτίσθηκε ἕνα μοναστήρι καί μία ἐκκλησία ἀφιερωμένη στήν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου. Ἀλλά καί ὁ Εὐθύμιος εἶχε ἀκούσει πολύ νά ὁμιλοῦν γιά αὐτόν τόν ἀσκητή. Μία ἡμέρα, λοι-πόν, ἀπεφάσισε νά ἐπισκεφθεῖ τό μοναστήρι, γιά νά τόν συναντήσει. Ἀφοῦ τελικά ἔφθασε, ἔπεσε στά πόδια του, βρέχοντάς τα μέ δάκρυα, ἀλλά δέν κατόρθωνε νά ἐκφράσει αὐτό πού ἡ καρδιά του ἐπιθυμοῦ-σε. Ὁ Στάρετς τοῦ εἶπε νά σηκωθεῖ καί τόν ἐρώτησε: «Γιατί, παιδί μου, ἦλθες σέ ἐμένα τόν ἄθλιο καί εὐτελῆ; ». Ὁ νέος ἀπάντησε: «Πά-τερ, πάρε με στό ἅγιο καί ἐκλεκτό σου ποίμνιο. Ἐπιθυμῶ, ὤ μακάριε καί ἅγιε ἄνθρωπε, ὁ Θεός, μέ τή μεσολάβησή σου, νά μοῦ ἐπιτρέψει νά ζήσω τή μοναστική ζωή καί νά εἶμαι προσανατολισμένος ἀπό σένα στήν ὁδό τῆς σωτηρίας ».
Ὁ Ἅγιος Διονύσιος ἔμεινε ἔκπληκτος ἀπό τήν ἐπιθυμία τοῦ νέου καί τοῦ ἔδωσε κουράγιο, δοξάζοντας τήν ἀπόφασή του νά ἀρνηθεῖ τίς πολυτέλειες τοῦ κόσμου καί νά ἀναλάβει στούς ὤμους του τό θεῖο ζυγό.
Ἀφοῦ ἄφησε τό νέο νά μπεῖ στό κελλί του, εἶχε μαζί του μιά πνευματική συζήτηση μέ σκοπό νά ἐξετάσει τίς πραγματικές προθέσεις του καί ἀφοῦ ἐπείσθηκε γιά τήν εἰλικρίνεια τοῦ χαρα-κτῆρος τοῦ νεαροῦ Εὐθυμίου τόν ἔκειρε, λίγο ἀργότερα, μοναχό καί τοῦ ἔδωσε τό ὄνομα Εὐθύμιος.
Ἡ καρδιά τοῦ μοναχοῦ Εὐθυμίου ἐπλημμύρισε ἀπό μεγάλη χαρά καί ἀπηύθυνε στόν Κύριο δοξαστική ἱκεσία: «Σέ εὐλογῶ, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Θεέ, γιά τή σωτηρία μου, ἐπειδή ἔκρινες ἐμένα, τόν ἁμαρτωλό καί εὐτελῆ, ἄξιο νά λάβει τήν πολυπόθητη σωτηρία».
Ὁ Εὐθύμιος ἀφιερώθηκε στήν ἄσκηση τῆς ἀδιάλειπτης προ-σευχῆς καί στή νηστεία, γιά νά δαμάσει τίς ἐπιθυμίες του. Τήν ἡμέρα ἐκτελοῦσε μέ ὑπακοή καί ζῆλο τά καθήκοντα πού τοῦ ἀνέθεταν οἱ -πατέρες τῆς μονῆς. Τή νύκτα ἀποσυρόταν σέ μία σπηλιά μόνος καί προσευχόταν φλογερά πρός τόν Κύριο, σχεδόν δίχως νά κοιμᾶται ποτέ. Ἀγαποῦσε ἰδιαίτερα τήν τήρηση τῆς νηστείας καί ἐζήτησε ἀπό τόν Ἅγιο Διονύσιο τήν εὐλογία νά τρώγει κάθε δυό ἤ τρεῖς ἡμέρες. Ὁ Στάρετς, δαμάζοντας τόν ὑπερβολικό ζῆλο τοῦ νεαροῦ μοναχοῦ, δέν τοῦ ἔδωσε τήν εὐλογία καί τόν ἐπιτίμησε νά τρώγει κάθε ἡμέρα μαζί μέ τή μοναχική κοινότητα.
Ὁ Εὐθύμιος ὑπάκουσε, ἀλλά ἔτρωγε μόνο γιά νά μήν πεθάνει ἀπό τήν πείνα. Καμμιά φορᾶ ἔκανε ὅτι ἔτρωγε, γιά νά μήν προκαλεῖ τήν προσοχή τῶν ἀδελφῶν του γιά τήν ὑπερβολική του ἀσιτία. Ἔπινε μόνο νερό καί μονάχα ὅταν ἡ δίψα γινόταν ἀνυπόφορη. Ἐκοιμόταν στή γῆ καί ὁ ὕπνος του διακοπτόταν ἀπό ὁλονυκτίες προσευχές. Θεωρώντας τα ὅλα αὐτά ἀκόμα ἀνεπαρκῆ, ἐκουβαλοῦσε ἐπάνω του σιδερένιες ἁλυσίδες. Οἱ ἀδελφοί του τόν ἀγαποῦσαν γιά τήν πραότητα καί τήν ταπείνωσή του καί ὁ ἀσκητικός του βίος προκαλοῦσε τό γενικό θαυμασμό. Μέ τή συναίνεση τοῦ Ἁγίου Διονυσίου ἐργαζόταν στήν κουζίνα, στήν προετοιμασία τοῦ ἄρτου, ἐκουβαλοῦσε τό νερό καί ἔκοβε ξύλα. Ἀντέχοντας τή θερμότητα τοῦ πύρινου φούρνου, ὁ Ὅσιος ἔλεγε: «Ἄντεξε αὐτή τή φωτιά, Εὐθύμιε, γιά νά μήν χρειασθεῖ νά ἀντέξεις τή φωτιά τῆς κολάσεως».
Ὁ μεγάλος του ἀσκητικός ἀγώνας τοῦ χάρισαν ἀπό τό Θεό τό μεγάλο δῶρο τῶν δακρύων. Ἔτσι διέσχισε πολλά ἔτη στήν ἐργασία καί τήν ἄσκηση, μέχρι τή στιγμή πού ἔφθασε ἡ ὥρα νά άλλάξει τόπο ἀσκήσεως.
Οἱ πρίγκιπες τῆς Σουζδαλίας ἐκείνη τήν ἐποχή εἶχαν μεγάλη ἐπιρροή καί δύναμη καί ἡ πόλη τοῦ Βλαντιμίρ, ἕδρα τοῦ μεγάλου πρίγκιπος γιά μικρό χρονικό διάστημα, ἦταν κάτω ἀπό τήν ἐπιρροή τους. Σιγά-σιγά, ὅμως, οἱ πρίγκιπες τοῦ Σουζδαλίας καί τοῦ Βλαντιμίρ ἔπρεπε νά ὑποταχθοῦν στή Μόσχα καί ἀπό καιρό σέ καιρό νά θέτουν τίς στρατιωτικές τους δυνάμεις στή διάθεση τῶν Μοσχοβιτῶν πριγκίπων. Παρ’ ὅλα αὐτά οἱ πρίγκιπες τῆς Σουζδαλίας δέν παρέδωσαν τήν αὐτονομία τούς δίχως νά ἀγωνισθοῦν. Ὁ πρίγκιπας Κωνσταντίνος Βασίλεβιτς μετέφερε, κυριολεκτικά, τήν πρωτεύουσά του ἀκόμα πιό μακριά ἀπό τή Μόσχα, στό Νίζνϊυ, ἀλλά στά τέλη τοῦ 14ου αἰῶνος μ.Χ. ὁ πρίγκιπας τῆς Μόσχας Βασίλειος Ντιμιτρίεβιτς, μέ τή συγκατάθεση τοῦ χάνη Τοχτάμυ, κατέβαλε τήν πόλη βάζοντας ἔτσι τέλος στήν ἀνεξαρτησία τοῦ πριγκιπάτου τῆς Σουζδαλίας καί τοῦ Νίζνϊυ, πού ἀπό ἐκείνη τή στιγή ὑπήχθησαν στή Μόσχα.
Ὁ τελευταῖος πρίγκιπας τῆς Σουζδαλίας, Μπόρις, τό ἔτος 1351, ἀπεφάσισε νά ἱδρύσει στή γενέτειρά του ἕνα μοναστήρι καί γιά τό σκοπό αὐτό ἐπιθυμοῦσε νά λάβει τήν εὐλογία τοῦ ἡγουμένου τῆς μονῆς τῆς Ἀναλήψεως Ἁγίου Διονυσίου. Ἀφοῦ ἔλαβε τήν εὐλογία, ὁ πρίγκιπας ἐζήτησε νά τοῦ ἀποστείλουν ἕνα μοναχό, γιά νά ἐπιτηρεῖ τήν κατασκευή καί τήν ὀργάνωση τοῦ μοναστηριοῦ. Ὁ πρίγκιπας ἐπέστρεψε στήν Σουζδαλία μέ τήν εὐλογία καί τήν ὑπόσχεση τοῦ Ἁγίου Διονυσίου ὅτι θά τόν βοηθήσει.
Στό μεταξύ, ὁ Ἅγιος Διονύσιος ἐπέλεξε ἀνάμεσα ἀπό τούς μαθητές του ὄχι μόνο αὐτόν πού θά ἔστελνε στή Σουζδαλία, ἀλλά καί ἄλλους μοναχούς, γιά νά τούς στείλει σέ ἄλλα μέρη, γιά νά διακονήσουν τήν Ἐκκλησία καί τό λαό, ἀλλά καί γιά νά διαδοθεῖ ὁ μοναχισμός. Ἀφοῦ ἐκλήθηκε ἡ ἀδελφότητα, ὁ Ἅγιος Διονύσιος ἐδιάλεξε δώδεκα μοναχούς ἀπό τούς πιό δυνατούς στήν πίστη καί ζηλωτές καί τούς ἀπέστειλε σέ ὅλες τίς βορειοανατολικές περιοχές τῆς Ρωσίας. Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος, πού ἦταν ἐκείνη τήν ἐποχή τριάντα ἕξι ἐτῶν, ἀνέλαβε τήν ὑποχρέωση νά πάει στή Σουζδαλία, στόν πρίγκιπα Μπόρις, ἀλλά ἐξέφρασε τήν ἀμφιβολία του ἄν εἶχε τή δύναμη, γιά νά φέρει εἰς πέρας ἕνα τόσο μεγάλο ἔργο. Ὁ Ἅγιος Διονύσιος τοῦ εἶπε: «Μήν πέφτεις στήν ἀνυπακοή, ἀλλά νά εἶσαι ὑπάκουος στόν Χριστό. Πήγαινε ἔχοντας τόν Θεό στήν ὁδό σου, ζῆσε ἤρεμος καί μήν στενοχωρεῖσαι. Ἄν καί θά εἴμαστε χωρισμένοι σωματικά, θά εἴμαστε ἑνωμένοι πνευματικά μέ τήν προσευχή».
Ἔτσι ὁ Στάρετς Διονύσιος ἔδωσε κουράγιο στό μαθητή του καί γιά νά τόν παρηγορήσει τοῦ ἀπεκάλυψε ὅτι ὁ Θεός θά τοῦ ἐχάριζε τό προνόμιο τῆς διορατικότητος. Ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος Διονύσιος εἶχε αὐτό τό χάρισμα ἀπό τόν Θεό, καί τώρα, βλέποντας τό τί θά συνέβαινε στήν ἱστορία τοῦ πριγκιπάτου τῆς Σουζδαλίας καί τοῦ Νίζνϊυ-Νόβγκοροντ, δακρύζοντας εἶπε στόν Εὐθύμιο: «Ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν μας καί τῆς αὐξανόμενης ἀνυπακοῆς στό νόμο τοῦ Θεοῦ, ἡ πόλη μας θά ἀφανισθεῖ, οἱ ἅγιες ἐκκλησίες τοῦ Θεοῦ καί τά μοναστήρια θά καταστραφοῦν ἀπό τούς εἰδωλολάτρες καί τούς ἄπιστους».
Ἡ φοβερή πρόβλεψη ἔγινε πραγματικότητα καί τό πριγκιπάτο τοῦ Νίζνϊυ-Νόβγκοροντ καταστράφηκε ἀπό τούς Τατάρους τό ἔτος 1375, πυρπολήθηκε δυό φορές, τό 1377 καί τό 1378, ἐνῶ τό 1445 ἡ Σουζδαλία ἔγινε πεδίο μάχης ἀνάμεσα στό μεγάλο πρίγκιπα Βασί-λειο Βασίλεβιτς καί τίς Ταταρικές δυνάμεις. Οἱ Ρῶσοι ἡττήθηκαν καί ὁ πρίγκιπας ἐφυλακίσθηκε. Οἱ δέ Τάταροι ἐλαφυρώγησαν τή μονή τῆς Ἀναλήψεως.
Τή στιγμή τοῦ ἀποχαιρετισμοῦ, ὁ Ἅγιος Διονύσιος προειδο-ποίησε τόν Ὅσιο Εὐθύμιο γιά μία συνάντηση πού θά εἶχε στή Σουζδαλία: «Ὅταν θά ἔχεις φτάσει στή Σουζδαλία καί στή λαμπρή ἐκκλησία τῆς Θεοτόκου, ἐκεῖ θά συναντήσεις τόν Ἅγιο Ἐπίσκοπό τῆς πόλεως». Ἔτσι ἀνάπαυσε τό μαθητή τοῦ λέγοντάς του ὅτι θά ἐτύγχανε ἀπό τόν πρίγκιπα καί τόν Ἐπίσκοπο εὐνοϊκῆς ὑποδοχῆς, προστασίας καί ὑποστηρίξεως.
Κατά τή διάρκεια τοῦ ταξιδίου του πρός τή Σουζδαλία ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος εὑρῆκε ἕνα μέρος, σέ ἀπόσταση 5 χιλιομέτρων ἀπό τήν πόλη Γκοροχόμπεβο, μέ μία λίμνη περιβαλλόμενη ἀπό ἕνα πυκνό δάσος, πού τοῦ ἄρεσε πολύ. Ὁ Ὅσιος ἀπεφάσισε ὅτι ἔπρεπε νά κτίσει ἐκεῖ ἕνα ναό ἀφιερωμένο στόν Μέγα Βασίλειο καί ὅτι ἔπρεπε, στό ἴδιο σημεῖο, νά ἱδρύσει ἕνα μοναστήρι.
Φθάνοντας στή Σουζδαλία εἰσῆλθε, ὅπως τοῦ εἶχε πεῖ ὁ Ἅγιος Διονύσιος, στό ναό τῆς Θεοτόκου καί ἐκεῖ συνάντησε τόν Ἐπίσκοπο τῆς πόλεως Δανιήλ. Ὁ Ἐπίσκοπος τόν ἐδέχθηκε ἐγκάρδια, τόν ὁδήγησε στήν κατοικία του καί συζήτησε πολύ μαζί του. Σύντομα καί ὁ πρίγκιπας Μπόρις Κωνσταντίνοβιτς θέλησε νά τόν συναντή-σει. Ἔτσι, λοιπόν, ἐπισκέφθηκε τόν Ὅσιο Διονύσιο καί τοῦ ἐξέθεσε τά σχέδιά του, προτείνοντάς τον στόν Ἐπίσκοπο ὡς τόν μέλλοντα ἡγούμενο τοῦ μοναστηριοῦ. Ὁ Ἐπίσκοπος ἐνέκρινε τό σχέδιο τοῦ πρίγκιπος καί ἔδωσε τήν εὐλογία του.
Ὁ πρίγκιπας ἐσηκώθηκε, εὐχαρίστησε τόν Ἐπίσκοπο καί πρότεινε νά πᾶνε ἀμέσως καί οἱ τρεῖς νά ἐπιλέξουν τό σημεῖο γιά τήν κατασκευή τοῦ μοναστηριοῦ. Ὄχι μακριά ἀπό τήν πόλη, στίς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Καμένκα, ἐντόπισαν ἕνα ὑψίπεδο καί ἐκεῖ ἀπεφάσισαν νά θεμελιώσουν τό ναό καί τή μονή. Λίγο καιρό ἀργότερα ἐτοπο-θέτησαν, μέ κάθε ἐπισημότητα, τό θεμέλιο λίθο τοῦ ναοῦ, πού ἀφιε-ρώθηκε στή Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου. Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος ἀμέσως ἄρχισε τήν ἐργασία, γιά νά προετοιμάσει τό μέρος τῆς ἀναπαύσεώς του καί, ἀφοῦ ἔκοψε μέ τά χέρια του τρεῖς πέτρες, κατασκεύασε ἀπό αὐτές, κτισμένα ἐπάνω στά τείχη, στή βορεινή θύρα, ἕνα τάφο ὅπου ἀργότερα τοποθετήθηκε τό ἱερό λείψανό του.
Ἡ κατασκευή τοῦ ναοῦ ὁλοκληρώθηκε τό ἔτος 1352 καί ἦταν τόσο περίλαμπρος πού προκαλοῦσε τό θαυμασμό ὅλων. Ὁ πρίγκι-πας Μπόρις διακόσμησε εἰκονογραφικά τό ναό μέ δικά του ἔξοδα. Ὁ ναός ἐγκαινιάσθηκε ἐπίσημα, ἀλλά ἡ κατασκευή του ἦταν μονάχα ἡ ἀρχή τοῦ καθήκοντος πού εἶχε ἀνατεθεῖ στόν Ὅσιο Εὐθύμιο. Πράγματι, ἀπέμενε νά κατασκευασθοῦν τά κελλιά γιά τούς μονα-χούς, ἡ τραπεζαρία, διάφορα ἄλλα προσκτίσματα καί τά τείχη πού θά ἐώριζαν τή μονή ἀπό τό λοιπό κόσμο. Μέχρι ἐκείνη τή στιγμή ὁ Εὐθύμιος ἦταν ἕνας ἁπλός μοναχός, ἀλλά τώρα, πού θά γινόταν ὁ πνευματικός ὁδηγός τῆς μονῆς, ἐχειροτονήθηκε ἀπό τόν Ἐπίσκοπο πρῶτα διάκονος καί ἔπειτα πρεσβύτερος, γιά νά τοποθετηθεῖ ἀργό-τερα ἀρχιμανδρίτης τῆς μονῆς.
Ὁ πρίγκιπας Μπόρις συνεισέφερε μέ γενναιοδωρία στήν κατασκευή τῆς μονῆς δωρίζοντας χρυσό καί ἀσήμι γιά τό ἐπιχρύσω-μα τῶν τρούλλων τοῦ ναοῦ καί ἄλλα ὑλικά. Ὁ Ὅσιος ἐφρόντιζε γιά τό ἵερό αὐτό ἔργο μέ τήν ἐργασία, τήν ἄσκηση, τά δάκρυα καί τήν ἀδιάλειπτη προσευχή.
Κατά τήν ἑορτή τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου, στή Θεία Λειτουργία, ὁ εὐσεβής πρίγκιπας Μπόρις, ἐνῶ προσευχόταν μέ θέρμη, εἶδε ἕνα ὅραμα. Ἀνάμεσα στούς παριστάμενους εἶδε ξαφνικά ἕναν ἄγνωστο, πού ἐξέπεμπε ἕνα ὑπέρλαμπρο φῶς καί τοῦ ὁποίου τά ἄμφια ἔλαμπαν ἐκτυφλωτικά. Ὁ πρίγκιπας ἔκπληκτος, στό τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας, διηγήθηκε στόν Ὅσιο Εὐθύμιο αὐτό τό παράξενο ὅραμα καί τοῦ ἐζήτησε κάποια ἐξήγηση. Ὁ Ὅσιος ἀπάντησε: «Ἄν ὁ Κύριος θέλησε νά σοῦ τό ἀποκαλύψει, σίγουρα δέν μπορῶ ἐγώ νά σοῦ τό κρατήσω κρυφό. Αὐτός πού εἶδες ἦταν Ἄγγελος τοῦ Θεοῦ μαζί μέ τόν ὁποῖο, δίχως νά εἶμαι ἄξιος καί μέ τή θεία φιλευσπλαγχνία, ἐλειτουργοῦσα, ὄχι μόνο σήμερα, ἀλλά πάντοτε. Ἀλλά νά μήν διηγηθεῖς ὅσο ζεῖς σέ κανέναν τίποτα γιά τό ὅραμά σου».
Ἀπό ταπείνωση ὁ Ὅσιος δέν ἤθελε νά μάθει ὁ κόσμος γιά τίς ἀρετές του. Μία φορά, ὅταν ἐρωτήθηκε ποιά εἶναι ἡ ἀνώτερη ἀπ’ ὅλες τίς ἀρετές, ἀπάντησε: «Αὐτή πού ἀσκεῖται κρυφά».
Τό ἔργο στό μοναστήρι προχωροῦσε ἀκατάπαυστα. Ἐκτί-σθηκε ἕνας πέτρινος ναός ἀφιερωμένος στόν Ὅσιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, στόν ὁποῖο προστέθηκε μία τραπεζαρία καί κάτω ἀπό αὐτήν τό ἀρτοποιεῖο. Οἱ ἀδελφοί τῆς μοναστικῆς κοινότητοςς ἐπλήθαιναν συνεχῶς καί στά μέσα τοῦ 14ου αἰῶνος ἡ ἀδελφότητα ἀριθμοῦσε περί τούς τριακόσιους μοναχούς. Ὑπῆρχε ἄμεση ἀνάγκη νά κτισθοῦν νέα κελλιά. Ὅλα ἐτακτοποιήθησαν μέ τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Ἕνας τρίτος ναός ἀφιερώθηκε στόν Ἅγιο Νικόλαο, Ἐπίσκο-πο Μύρων τῆς Λυκίας, καί κατασκευάσθηκε ἀναρρωτήριο γιά τούς μοναχούς καί τούς προσκυνητές. Σύμφωνα μέ τήν παράδοση, ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος πού ἔσκαψε τό πηγάδι τῆς μονῆς, ἀπό τό νερό τοῦ ὁποίου ἀντλοῦσε νερό ὁλόκληρη ἡ ἀδελφότητα. Ὡς καλός ποιμένας, ὁ Ὅσιος ἐπέβλεπε μέ διάκριση, καθοδηγοῦσε μέ σοφία καί μέ τό δικό του παράδειγμα ἐκαλλιεργοῦσε στή μονή τό φρόνημα τῆς ὑπακοῆς καί ἐνίσχυε τήν ἐκκλησιαστική τάξη.
Τό ἔτος 1364 ἔπρεπε νά ἱδρύσει ἕνα καινούριο μοναστήρι, πάντα στήν πόλη τῆς Σουζδαλίας. Ὁ μεγαλύτερος ἀδελφός τοῦ πρίγκιπα Μπόρις, Ἀνδρέας, μεγάλος πρίγκιπας τοῦ Νίζνι-Νόβγκο-ροντ καί τῆς Σουζδαλίας, λίγο προτοῦ πεθάνει ἐξέφρασε τήν ἐπιθυ-μία νά οἰκοδομήσει ἕνα καινούργιο μοναστήρι, γιά νά πραγμα-τοποιήσει ἕνα τάμα πού εἶχε κάνει στόν Θεό. Ὁ πρίγκιπας φθάνο-ντας στή Σουζδαλία ἐζήτησε τήν εὐλογία τοῦ Ἐπισκόπου γιά τήν ἀνέγερση τῆς μονῆς καί αὐτός ἐπικαλέσθηκε τόν Ὅσιο Εὐθύμιο. Ὁ πρίγκιπας διηγήθηκε μέ κάθε λεπτομέρεια στόν Ἅγιο πῶς εἶχε, μέ θαυματουργό τρόπο, διασωθεῖ ἀπό καταιγίδα, πού τόν εἶχε σταμα-τήσει στό ποτάμι, καί γιά τό τάμα πού εἶχε κάνει, γιά νά εὐχαρι-στήσει τόν Θεό. «Δῶσε μου ἕνα μέρος ἀπό τήν ἄλλη πλευρά τοῦ ποταμοῦ, μπροστά ἀπό τό μοναστήρι σου», εἶπε ὁ πρίγκιπας. Ὁ Ὅσιος ἀμέσως συμφώνησε καί εὐθύς διάλεξε μία τοποθεσία στήν ὄχθη τοῦ ποταμοῦ Καμέλκα, μπροστά ἀπό τή μονή τοῦ Σωτῆρος, ὅπου μέ ἐπισημότητα ἐτοποθετήθηκε ὁ θεμέλιος λίθος τῆς μονῆς τῆς Προστάτιδος Θεοτόκου. Ὅταν ὁλοκληρώθηκε τό μοναστήρι, ὁ Ἐπί-σκοπος ὅρισε ὡς ἡγουμένη μία ἀνεψιά τοῦ Ὁσίου Εὐθυμίου, μοναχή της γυναικείας μονῆς τοῦ Ἀλεξάνδρου τῆς Σουζδαλίας.
Ἐπισκεπτόμενος τό μοναστήρι, πού μόλις εἶχε ἐγκαινιασθεῖ, ὁ Ὅσιος, γιά νά συζητήσει μέ τήν ἀδελφότητα, ὁμίλησε προφητικά γιά τή μελλοντική δόξα τῆς μονῆς τῆς Προστάτιδος. Πράγματι, σ’ αὐτό θά κατέληγαν πολλές χῆρες μεγάλων πριγκίπων καί Μοσχοβιτῶν τσάρων, πού ἐπιθυμοῦσαν νά ἐνδυθοῦν τό μοναχικό ἔνδυμα.
Ὅσο αὐστηρός ἦταν μέ τόν ἑαυτό του ὁ Ὅσιος, τόσο φιλεύ-σπλαγχνος ἦταν πρός τούς τούς ἄλλους. Τό μοναστήρι του, τοποθε-τημένο στά περίχωρα μιᾶς μεγάλης πόλεως, πού ἦταν σταυροδρόμι πολλῶν ὁδῶν, ἦταν ἀνοικτό γιά ὅλους. Ὁ ἡγούμενος δέν ἀρνιόταν ποτέ νά βοηθήσει ὅποιον τοῦ τό ἐζητοῦσε. Ὁ ξένος εὕρισκε κοντά του καταφύγιο, ὁ πρωχός ἐλεημοσύνη, ὁ πεινασμένος τροφή. Ἡ ἐλεημοσύνη καί γενναιοδωρία του σέ ὁρισμένους ἐφαινόταν ὑπερβο-λική καί ἔτσι ἀναγκαζόταν νά ἐλεεῖ στά κρυφά, γιά νά μήν διεγείρει παράπονα ἐκ μέρους τῆς ἀδελφότητος καί τήν ὁδηγήσει σέ πειρα-σμούς. Ἐξαγόρασε τά χρέη αὐτῶν πού δέν εἶχαν τά μέσα ν’ ἀποπλη-ρώσουν τούς ὀφειλέτες τους καί συχνά ἐχάριζε τά χρέη πού ἄλλοι ὄφειλαν στή μονή. Ἐξέθετε τούς ἄδικους καί διεφθαρμένους δικα-στές, προστατεύοντας ἀπό καταχρήσεις ὅλους ὅσοι εἶχαν ἄδικα καταδικασθεῖ καί παρακαλοῦσε νά συμπεριφέρονται στούς ἀληθι-νούς ἐγκληματίες μέ ἐπιείκεια καί φιλευσπλαγχνία. Κάθε ἁμαρτωλός πού ἀναζητοῦσε τή σωτηρία εὕρισκε σέ αὐτόν τόν ὁδηγό τῆς μετάνοιας. Μέ τήν προσευχή του ἐθεράπευε ἀσθενεῖς καί ἐδίωκε τά δαιμόνια.

Ὅταν ὁ Ὅσιος ἔνιωσε ὅτι τό τέλος του εἶναι πλέον κοντά, ἐκάλεσε ὅλους τούς μοναχούς καί εὐλόγησε τόν καθένα ξεχωριστά. Τούς ἐμπιστεύθηκε ὅλους στά χέρια τοῦ Θεοῦ. Τούς ἀσπάσθηκε πατρικά καί ἐζήτησε συγγνώμη ἀπό ὅλους. Στή συνέχεια ἐκοινώ-νησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καί παρέδωσε τήν ψυχή του στόν Ἅγιο Θεό.
Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1404, σέ ἡλικία ὀγδόντα ὀτώ ἐτῶν. Οἱ μοναχοί ἐνταφίασαν τό ἱερό λείψανό του κάτω ἀπό τά τείχη τοῦ ναοῦ τῆς Μεταμορφώσεως, στό μνῆμα τό ὁποῖο κατά τήν κατασκευή τοῦ ναοῦ ὁ Ὅσιος εἶχε κτίσει μέ τά ἴδια του τά χέρια.
Μετά τήν κοίμησή του, ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος συνέχισε νά προ-στατεύει τό μοναστήρι, ὅπως μαρτυροῦν τά πολλά θαύματα πού ἔλαβαν χώρα πλησίον τοῦ τάφου του. Στίς 4 Ἰουλίου 1507, μέ τήν εὐκαιρία τῆς ἀνακατασκευῆς τοῦ ναοῦ τά ἱερά λείψανά του εὑρέ-θησαν ἄφθαρτα.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Γεροντίου τοῦ Κανονάρχου, τοῦ ἐν τῇ Λαύρᾳ τοῦ Κιέβου ἀσκήσαντος.
Ὁ Ὅσιος Γερόντιος ἔζησε κατά τόν 14ο αἰώνα μ.Χ. καί ἀσκή-τεψε στή Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου, ὅπου τοῦ εἶχε ἀνατεθεῖ τό διακόνημα τοῦ Κανονάρχου. Διακρίθηκε γιά τόν ἀσκητικό βίο καί τήν ὑπακοή του.
Ὁ Ὅσιος Γερόντιος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη καί ἐνταφιάσθηκε στή Λαύρα τοῦ Κιέβου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἰωάννου τοῦ Φιλοσόφου, τοῦ ἐκ Γεωργίας.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης (Σκιαβτέλι) ἔζησε τόν 12ο καί 13ο αἰώνα μ.Χ. στή Γεωργία. Ἐσπούδασε θεολογία, φιλοσοφία καί ἱστορία στήν ἀκαδημία τοῦ Γελατᾶ (βόρεια Γεωργία). Ὁ Ὅσιος ἔπειτα ἔγι-νε μοναχός καί γιά πολλά χρόνια ἀσκήτεψε στό περίφημο μονα-στήρι τοῦ Μπάρτζια (νότια Γεωργία), σέ ἕνα ἀπομονωμένο κελλί. Ἐδῶ, ἔχοντας πολλές ἀσχολίες, ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἔζησε μία αὐστη-ρή ἀσκητικὴ ζωή, συνεχῶς ἀφιερωμένος σέ θεολογικές ἀναζητήσεις διά τῆς προσευχῆς καί ἐντρύφησε στήν ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Μέσα ἀπό τίς συνεχεῖς πνευματικές προσπάθειές του κατόρθωσε νά φθάσει σέ ἕνα ὑψηλό βαθμὸ πνευματικῆς τελειώσεως καί ἐδέχθηκε τό χάρισμα τοῦ λόγου, τό ὁποῖο ἐφανερώθηκε στήν ποιητική του δημιουργικότητα.
Στό μοναστήρι τοῦ Μπάρτζια, κατά τά ἔτη 1210-1214, ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἔγραψε μία ἀξιοσημείωτη ὠδή, ὑπό τόν τίτλο «Δοῦλος Χριστοῦ», στήν ὁποία σκιαγραφεῖται ἡ εἰκόνα τοῦ Χρι-στιανοῦ, πού εἶναι πιστός στούς Κανόνες τῆς Ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Στὴν ὠδή ὁ μοναχός αὐτοαποκαλεῖται συχνά περιπλα-νώμενος καί δοῦλος Χριστοῦ. Μεγάλο μέρος τῆς ὠδῆς ἀφιερώνεται στόν Γεωργιανό αὐτοκράτορα Ἅγιο Δαυῒδ Γ΄, τόν Ἀποκαταστάτη († 26 Ἰανουαρίου) καί στήν Γεωργιανή αὐτοκράτειρα Ταμάρα τήν Μεγάλη († 1 Μαΐου καί Κυριακή τῶν Μυροφόρων).
Ἡ θεολογική σημασία τῆς ὠδῆς «Δοῦλος Χριστοῦ» εἶναι εἰδικά ἐμφανής σέ ἐκείνους τούς στίχους, ὅπου ὁ ποιητὴς ἀφιερώνει προσευχές στό Ὄνομα τῆς Ὑπεραγίας Τριάδος, γιά νά εὐχαριστήσει τήν Θεία Παντοδυναμία καί τήν Θεία Πρόνοια πού ἐχάριστε στούς ἀνθρώπους τό μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας. Μιλώντας γιά τή σειρά τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου ἀπό τόν Θεό, ὁ Ὅσιος Ἰωάννης γράφει, σέ ἀντιστοιχία μέ τά ἔργα τοῦ Ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου, σχετικά μέ τίς Θεῖες καί Ἐκκλησιαστικές Ἱεραρχίες.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἐκοιμήθηκε σέ βαθύ γῆρας μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Εὐλογίου, τοῦ διά Χριστόν σαλοῦ, τοῦ ἐκ Γεωργίας.
Ὁ Ὅσιος Εὐλόγιος ἐγεννήθηκε στή Γεωργία καί ἔζησε κατά τούς χρόνους τῆς βασίλισσσας Ταμάρα (1184-1213). Ἐπειδή ἀγαποῦ-σε τόν Θεό καί τή μοναχική πολιτεία, ἔγινε μοναχός. Ὁ Θεός εὐλό-γησε τήν πνευματική του προσπάθεια καί τή σαλότητά του καί τοῦ ἐχάρισε τό προορατικό χάρισμα.
Μαζί μέ τόν Ὅσιο Ἰωάννη (Σκιαβτέλι), τόν Φιλόσοφο, ἀκο-λούθησε τή βασίλισσα Ταμάρα στή μάχη ἐναντίον τοῦ σουλτάνου Ρούκν-ἔντ-Δίν στό Μπασιάνι, τό ἔτος 1203.
Ὁ Γεωργιανός στρατός, καθοδηγούμενος ἀπό τό βασιλέα Δαυῒδ Σοσλάν, ἔφθασε στό μοναστήρι τοῦ Μπαρντζία, ὅπου οἱ Ὅσιοι Εὐλόγιος καί Ἰωάννης, μαζί μέ τή βασίλισσα, προσευχήθηκαν γιά τή νίκη τῶν Χριστιανῶν. Κατόπιν, οἱ Γεωργιανές δυνάμεις μετα-φέρθηκαν στό Μπασιάνι, ὅπου εὑρισκόταν ὁ σουλτάνος μέ τό στρα-τό του, πού τόν ἀποτελοῦσαν 400.000 στρατιῶτες. Ἡ βασίλισσα, στή συνοδεία τῆς ὁποίας ἦταν καί οἱ Ὅσιοι, κατέλυσε κοντά στό χωριό Κόζρχε καί ἐκεῖ σταμάτησε, ἐνῶ ἡ προσευχή της ἦταν ἀδιάλειπτη.
Μιά ἡμέρα, ἐνῶ οἱ Ὅσιοι Εὐλόγιος καί Ἰωάννης ἦταν μαζί μέ τή βασίλισσα, ὁ Ὅσιος Εὐλόγιος ἐκοίταξε ψηλά, μετακινήθηκε ἀπό τή θέση του καί βγῆκε ἀπό τή σκηνή φωνάζοντας «Ἰδού ἡ Χάρη τοῦ Κυρίου», καί ἀνηφόρισε πρός τήν κορυφή ἑνός λόφου. Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης, πού εἶχε παραμείνει μέ τή βασίλισσα, εἶπε: «Ὁ σαλός εἶχε ἕνα ὅραμα, καί νομίζω ὅτι ἦταν καλό!». Φέρνοντας, ἐκ τῶν ὑστέρων, στή μνήμη αὐτή τήν ἡμέρα καί ὥρα, προκύπτει ὅτι ἐκείνη ἀκριβῶς τή στιγμή οἱ Γεωργιανοί πολεμιστές εἶχαν κατατροπώσει τό στρατό τοῦ σουλτάνου, πού ἦταν δέκα φορές μεγαλύτερος.
Ὁ Ὅσιος Εὐλόγιος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Βαρσανουφίου τῆς Ὄπτινα.
Ὁ Ὅσιος Βαρσανούφιος ἐγεννήθηκε στίς 5 Ἰουλίου 1845 στή Ρωσία. Ἀσκήτεψε στήν ἔρημο τῆς Ὄπτινα καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1913.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Μακαρίου τοῦ Νέου, τοῦ ἐν Ρωσίᾳ μαρτυρήσαντος.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Μακάριος ἐμαρτύρησε στή Ρωσία τό ἔτος 1944[6].
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!
[1] Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου, Ἡσυχία καί Θεολογία, σελ. 310-319.
[2] Μανουήλ Γεδεών, Βυζαντινόν Ἑορτολόγιον, σελ. 88.
[3] Ἀνδρέου Ν. Παπαβασιλείου, Μητρῷον Ἁγιωνυμίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, σελ. 75.
[4] Ρωμαϊκό Μαρτυρολόγιο, σελ. 77.
[5] Κατά τό Ἱεροσολυμιτικό Τυπικό ἡ Ἀκολουθία τοῦ Ὁσίου Μακαρίου ἐψαλλόταν στίς 19 Αὐγούστου.
[6] Ἀνδρέου Ν. Παπαβασιλείου, Μητρῷον Ἁγιωνυμίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, σελ. 75.