† Μνήμη τῆς συνάξεως τοῦ Ἀρχαγγέλου Γαβριήλ.
Τό ὄνομα Γαβριήλ σημαίνει τήν ἰσχύ τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἄρχων Γαβριήλ εἶναι ἕνας ἐκ τῶν τριῶν Ἀγγέλων τῶν ἀναφερομένων στήν Ἁγία Γραφή. Ὁ Γαβριήλ ἀπεστάλη ἀπό τόν Θεό στόν Ζαχαρία, γιά νά τοῦ ἀναγγείλει τή γέννηση τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου[1], στήν Παρθένο Μαριάμ, γιά νά χαιρετίσει αὐτή γιά τήν ἐπικείμενη γέννηση τοῦ Λυτρωτοῦ[2], καί στόν Προφήτη Δανιήλ, γιά νά ἐξηγήσει τά ὁράματα τά ὁποῖα εἶχε δεῖ αὐτός[3] καί νά ἀποκαλύψει τό χρόνο τῆς ἐλεύσεως τοῦ Μεσσίου[4].
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τή Σύναξη τοῦ Ἀρχαγγέλου Γαβριήλ, ἐπειδή προανήγγειλε τή Σάρκωση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Μοντανοῦ καί Μαξίμης τῆς συζύγου αὐτοῦ.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Μοντανός καί Μαξίμη[5] ἐμαρτύρησαν τό ἔτος 304 μ.Χ. ἐπί αὐτοκράτρος Διοκλητιανός.
Ὅταν ἄρχισε ὁ διωγμός κατά τῶν Χριστιανῶν ὁ πρεσβύτερος Μοντανός ἀνεχώρησε ἀπό τό Σιντζινδοῦνο[6] μέ προορισμό τό Σίρ-μιον[7]. Ἐκεῖ τόν συνέλαβαν καί τόν ὁδήγησαν ἐνώπιον τοῦ ἡγε-μόνος τῆς Κάτω Παννονίας Πρόβου. Ἐκεῖνος ἔδωσε ἐντολή νά θυσιάσει ὁ Ἅγιος Μοντανός στά εἴδωλα. Ὁ ἱερεύς τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου τοῦ εἶπε: «Κάνε ὅ,τι θέλεις καί θά δεῖς τί ὑπομονή θά μου χαρίσει ὁ Κύριος καί Θεός μου». Βλέποντας ὁ ἡγεμόνας τή σταθε-ρότητα τοῦ Μοντανοῦ καί τῆς Μαξίμης ἔδωσε ἐντολή νά ρίχθοῦν στόν ποταμό Σαῦο. Οἱ δήμιοι ἔδεσαν στόι λαιμό τοῦ κάθε Ἁγίου ἀπό μία πέτρα καί ἑτοιμάζονταν νά τούς ρίψουν μέσα στό νερό. Τότε ὁ ἱερεύς Μοντανός παρεκάλεσε νά τοῦ ἐπιτρέψουν νά προσευχηθεῖ γιά λίγο στόν Θεό. Ὕψωσε τά χέρια τοῦ στόν οὐρανό καί παρεκάλεσε τόν Κύριο καί Θεό του νά δεχθεῖ τίς ψυχές τους καί νά προστατεύει τό λαό Του.
Ἔτσι ἐμαρτύρησαν οἱ μακάριοι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ Μοντανός καί Μαξίμη. Τά ἱερά λείψανά τους τά παρέλαβαν οἱ Χριστιανοί ἀπό τίς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ καί τά ἐνταφίασαν μέ τιμή καί εὐλάβεια.
† Τῇ αὐτῆ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Εἰρηναίου, ἐπισκόπου Σιρμίου.
Ὁ Ἅγιος Εἰρηναῖος θεωρεῖται ὅτι ἦταν σλαυϊκῆς καταγωγῆς. Ἐνυμφεύθηκε καί ἀπέκτησε τέκνα, πρό τῆς εἰς Ἐπίσκοπον χειροτο-νίας αὐτοῦ. Ἀργότερα ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Σιρμίου καί ἐκήρυττε μέ παρησσία τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Συνελήφθη κατά τούς χρό-νους τοῦ αὐτοκράτορος Μαξιμιανοῦ (286-305 μ.Χ.) καί τοῦ ἄρχοντος Πρόβου, ὁ ὁποῖος τόν ἐβασάνισε ἀλύπητα. Κατά τίς στιγ-μές τοῦ φρικτοῦ μαρτυρίου του οἱ δικοί του ἔκλειγαν γύρω του καί τόν παρακαλοῦσαν νά λυπηθεῖ τόν ἑαυτό του καί νά ἀρνηθεῖ τόν Χριστό. Ἀλλά ὁ Ἅγιος Εἰρηναῖος ἀγαποῦσε τόν Κύριο μέ ὅλη του τήν ψυχή καί τήν καρδιά καί τή διάνοια περισσότερο ἀπό ὅλα τά πλούτη τοῦ κόσμου. Ἐγνώριζε, ὅτι «ὁ θυσιάζων θεοῖς θανάτῳ ἐξο-λοθρευθήσεται, πλήν Κυρίῳ μόνῳ»[8]. Ὁ ἡγεμόνας Πρόβος ἐδοκίμα-σε νά τόν κλονίσει λέγοντάς του νά σκεφθεῖ τήν οἰκογένειά του. Ἀλλά ὁ Ὁμολογητής τοῦ Χριστοῦ ἀπάντησε: «Τά παιδιά μου ἔχουν τόν ἴδιο τόν Θεό Πατέρα, τόν Ὁποῖο ἔχω καί ἐγώ, καί Αὐτός μπορεῖ νά τά σώσει. Τώρα ἐσύ κάνε αὐτό πού διατάχθηκες». Ταραγμένος ὁ Πρόβος ἐπέμενε καί πάλι. Ὁ Ἅγιος τοῦ εἶπε νά κάνει ὅ,τι θέλει.
Στούς λόγους αὐτούς ὁ ἡγεμόνας ἐξοργίσθηκε. Δέν μπόρεσε νά κρατηθεῖ. Ἔτσι διέταξε νά ἀποκεφαλίσουν τόν Ἅγιο Εἰρηναῖο καί νά ρίψουν τό ἱερό λείψανό του στόν ποταμό Σαῦα. Ὁ Ἅγιος Εἰρηναῖος ἐδέχθηκε μέ χαρά τό μαρτυρικό θάνατο προσευχόμενος καί λέγων: «Σέ εὐχαριστῶ, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ μου, διότι μέσα ἀπό διάφορες τιμωρίες καί βάσανα μοῦ ἔδψσες τή δύνασμη τῆς ὁμολογίας καί μέ ἀξίωσες νά κληρονομήσω τή Βασιλεία Σου. Σλε παρακαλῶ, Κύριε, κάνε νά ἀνοίξουν οἱ οὐρανοί καί ἀγαθοί Ἄγγε-λοι νά ἔλθουν νά παραλάβουν τήν ψυχή τοῦ δούλου σου Εἰρη-ναίου».
Ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει, ἐπίσης, τή μνήμη αὐτοῦ στίς 23 Αὐγού-στου καί στίς 6 Ἀπριλίου (Ρουμανική Ἐκκλησία).
† Τῇ αὐτῆ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Δομνίνου καί Φιλήμονος, τῶν ἐκ Θεσσαλονίκης.
(† 21 Μαρτίου).
† Τῇ αὐτῆ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Θεοδώρου, Εἰ-ρηναίου διακόνου, Σεραπίωνος καί Ἀμμωνίου τῶν ἀναγνωστῶν.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Θεόδωρος ἐμαρτύρησε τό ἔτος 304 μ.Χ. στήν Πεντάπολη τῆς Λιβύης μετά τοῦ διακόνου του Εἰρηναίου καί τῶν ἀναγνωστῶν Σεραπίωνος καί Ἀμμωνίου[9].
† Τῇ αὐτῆ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Πέτρου, Μαρκιανοῦ, Ἰωάννου, Θέκλας, Κασσιανοῦ καί τῶν σύν αὐτοῖς μαρτυρησάντων.
Οἱ Ἅγιοι αὐτοί Μάρτυρες ἐμαρτύρησαν στή Ρώμη[10].
† Τῇ αὐτῆ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Κοδράτου.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Κοδρᾶτος ἦταν Ἐπίσκοπος στήν Ἀνατολή. Ἀφοῦ ἐκδιώχθηκε ἀπό τούς εἰδωλολάτρες ἀπό τήν πόλη, στήν ὁποία ἐχειροτονήθηκε, καί ἀφοῦ τοῦ παρήγγειλαν νά μή διδάσκει στό Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ἄν ἤθελε νά ζεῖ, ὄχι μόνο δέν ἐσταμάτησε νά κάνει αὐτό, ἀλλά περιδιαβαίνοντας ὅλη τήν πόλη, ὅσους κατηχούμενους ἔβρισκε τούς ἐβάπτιζε. ’Επισκεπτόταν δέ καί τούς κρατούμενους στίς φυλακές, ὄχι μόνο τούς Χριστιανούς ἀλλά καί τούς εἰδωλολάτρες. Καί ἄλλους μέν τούς προθυμοποιοῦσε νά μένουν σταθεροί στήν πίστη στόν Χριστό, ἄλλους δέ τούς ἔπειθσε μέ διδασκαλίες νά ἀπομακρυνθοῦν ἀπό τά εἴδωλα, λέγοντας σέ αὐτούς· ἀφοῦ πρόκειται νά χάσετε τή ζωή σας ἀπό αὐτούς πού σᾶς ἔκλεισαν στή φυλακή αὐτή, γιατί νά μήν πεθάνετε γιά τό Χριστό, γιά νά κερδίσετε τή Βασιλεία Του; Ἀφοῦ ἔγινε ἀντιληπτός, λοιπόν, ἀπό τούς εἰδωλολάτρες καί συνελήφθη, μετά ἀπό πολλές τιμωρίες καί κακώσεις, ἐσφαγιάσθηκε μέ μαχαίρι καί ἔτσι ἐτελειώθηκε ὁ βίος του.
† Τῇ αὐτῆ ἡμέρᾳ μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Ἐμμανουήλ καί Θεοδοσίου, καί ἑτέρων τεσσαράκοντα.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἐμμανουήλ καί ὁ Θεοδόσιος κατάγονταν ἀπό τήν Ἀνατολή. Ἐπειδή ἔβλεπαν κάθε ἡμέρα τούς Χριστιανούς νά φονεύονται ἀπό τούς εἰδωλολάτρες, συνασπίσθηκαν μεταξύ τους, γιά νά ὁμολογήσουν μέ παρρησία τόν Χριστό καί νά μαρτυρή-σουν γιά τό Ὄνομα Αὐτοῦ. Καί ἀφοῦ ἦλθαν κρυφά ἀπό μόνοι τους στόν ἄρχοντα τῆς χώρας, ὁ ὁποῖος τότε ἔλεγχε πολλούς Χριστιανούς καί τούς ἐσκότωνε, στάθηκαν μπροστά του. Καί εὐθαρσῶς, ἀφοῦ διεκήρυξαν τόν Χριστό καί ὁμολόγησαν τούς ἑαυτούς τους ὡς Χριστιανούς, προεκάλεσαν ἔκπληξη ὄχι μόνο στούς παρευρισκόμενους ἀλλά καί στόν ἄρχοντα μέ τήν ἀνδρεία τους καί τήν τόλμη τῆς γνώμης τους. Συνελήφθησαν ὅμως καί ἐκλείσθηκαν στή φυλακή. Μετά κάποιες ἡμέρες, ἀφοῦ τούς ἔβγαλε ὁ ἄρχοντας ἀπό τή φυλακή, τούς ἐξανάγκαζε νά ἀρνηθοῦν τόν Χριστό καί νά θυσιάσουν στά εἴδωλα. Ἐπειδή δέν τούς ἔπεισε, ἀφοῦ τούς ὑπέβαλε σέ πολλά βασανιστήρια, τούς ἐκρέμασε σέ ξύλο καί τούς ἔγδαρε τά πλευρά. Στή συνέχεια τούς κατέβασε ἀπό τό ξύλο καί τούς ἐτοποθέτησε πάνω σέ κοφτερή ἁλωνιστική μηχανή μέ τρεῖς αἰχμές καί τέλος τούς ἀποκεφάλισε.
Ἔτσι οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες ἐμαρτύρησαν καί ἔλαβαν τόν ἀμα-ράντινο στέφανο τῆς δόξας.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Εὐτυχίου τοῦ ὑποδιακόνου.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Εὐτύχιος ἦταν ὑποδιάκονος στήν Ἐκκλησία τῶν Ἀλεξανδρέων καί ὑπέρμαχος τῶν δογμάτων τῆς Α΄ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἐτιμᾶτο πολύ ὑπό τοῦ Μεγάλου Ἀθανα-σίου καί ἐμαρτύρησε ἀπό τούς αἱρετικούς Ἀρειανούς καί τόν αἱρε-τικό Ἐπίσκοπο Γεώργιο τό ἔτος 356 μ.Χ[11].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν εἴκοσι ἕξ μαρτύρων, τῶν ἐν Γοτθίᾳ μαρτυρησάντων.
Οἱ Ἅγιοι αὐτοί Μάρτυρες ἔζησαν κατά τούς χρόνους τοῦ βασιλέως τῶν Γότθων Ἰουγγουρίχου καί αὐτοκράτορος Γρατιανοῦ (375-383 μ.Χ.). Ἐνῶ ἔψαλλαν ὅλοι στήν Ἐκκλησία, συνελήφθησαν καί ἐρρίφθησαν ζωντανοί στήν πυρά ἀπό τόν βασιλέα τῶν Γότθων. Τότε συνέβη καί κάποιος ἄνθρωπος Χριστιανός, φέρνοντας προσφορά στήν Ἐκκλησία, νά συλληφθεῖ καί νά ριχτεῖ στή φωτιά, ἀφοῦ ὁμολόγησε τόν Χριστό καί νά θυσιασθεῖ καί ὁ ἴδιος στόν Χριστό ἀντί προσφορᾶς. Τά λείψανα αὐτῶν περισυνέλεγε ἡ συμβία ἄλλου ἄρχοντα τοῦ ἔθνους τῶν Γότθων, πού ἦταν Χριστιανή, μαζί μέ πρεσβυτέρους καί λαϊκούς. Καί ἀφοῦ ἐγκατέλειψε τήν ἐξουσία στόν υἱό της, περιδιαβαίνοντας ἀπό τόπο σέ τόπο, ἦλθε μέχρι τή γῆ τῶν Ρωμαίων μαζί καί μέ τή θυγατέρα της. Στή συνέχεια ἀνεχώρησε γιά τή χώρα της, ἀφοῦ ἐκληροδότησε στή θυγατέρα της τά ἱερά λείψανα. Αὐτή, φεύγοντας γιά τήν Κύζικο, ἔδωσε ἀπό αὐτά μέρος στήν πόλη καί μέ αὐτό τόν τρόπο ἐτελειώθηκε ὁ βίος της.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες εἶναι: Βαθούσης ἤ Ἀαθούσης, πρεσβύτε-ρος, Οὐῒρκας, πρεσβύτερος, μετά τῶν δύο υἱῶν καί τριῶν θυγατέ-ρων αὐτοῦ, μοναχός Ἀρπύλας, Ἀβίππας, Ἁγνάς, Ἡγάθραξ, Ἡσκόος, Θέρμας ἤ Θέρθας, Ρύαξ ἤ Ρύϊας, Σεῒμβλας ἤ Σουῒμβλας, Σιγήτζας ἤ Σίδητζας, Σίλας, Σουηρίλας, Φίλγας, καί οἱ γυναῖκες Ἀλλάς, Ἀνιμαῒς, Ἄννα, Βάρις ἤ Βάρκα, Λαρίσσα, Μαμύκα, Μωϊκώ, καί Οὐϊρκώ.
Τό μαρτύριό τους συνέβη μεταξύ τῶν ἐτῶν 375-383 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Στεφάνου τοῦ Ξυλινίτου.
Ὁ Ὅσιος Στέφανος, ὁ ἐπονομαζόμενος Ξυλινίτης, ἀγάπησε τήν ὁδό τῆς ἀσκήσεως καί τῆς μοναχικῆς πολιτείας. Περιερχόταν διάφορους τόπους ἀνυπόδητος καί γυμνός τό σῶμα καί δέν ἐκοιμόταν καθόλου. Ἔτσι ἀξιώθηκε τοῦ προφητικοῦ χαρίσματος καί προεῖδε τό τέλος αὐτοῦ. Ἀφοῦ ἦλθε στό ὄρος τοῦ Λάτρου καί ὁδήγησε πολλούς μοναχούς καί ἀδελφούς πρός τή σωτηρία, ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Βασιλείου τοῦ Νέου.
Ὁ Ὅσιος Βασίλειος ἦταν ἀδελφός τοῦ Ὁσίου Παύλου († 15 Δεκεμβρίου) καί ἀσκήτεψε στό ὄρος Λάτρος. Ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 944 ἤ 952 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου νεομάρτυρος Γεωργίου, τοῦ ἐκ Βουλγαρίας.
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Γεώργιος καταγόταν ἀπό τή Σόφια τῆς Βουλγαρίας καί ἀπό ἐκεῖ μετέβη στήν Ἀδριανούπολη τῆς Θράκης. Ἐκεῖ ἐπισκέφθηκε κάποιο Τοῦρκο τοξοποιό, γιά νά διορθώσει τό τόξο του. Ὅταν κάποια στιγμή ὁ Τοῦρκος ἐξύβρισε τό Ὄνομα τοῦ Κυρίου, ὁ Γεώργιος ἀντέδρασε καί ὁμολόγησε τήν πίστη του στόν Χριστό. Τότε οἱ παριστάμενοι Τοῦρκοι τόν συνέλαβαν καί, ἀφοῦ τόν ἔδειραν ἀλύπητα, τόν ὁδήγησαν στόν κριτή, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου ὁ Ἅγιος μέ παρρησία καί πνευματική ἀνδρεία ἔμεινε σταθερός στήν πατρώα εὐσέβεια. Μετά ἀπό φρικώδεις βασάνους, τόν ἔκαψαν ζωντανό τή Μεγάλη Τρίτη τοῦ ἔτους 1437.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, διήγησις ὠφέλιμος Μάλχου μοναχοῦ αἰχμα-λωτισθέντος.
Κάποιος μοναχός, ὁ ὁποῖος ὀνομαζόταν Μάλχος, ἔκανε παρακοή στό γέροντά του καί ἐξεκίνησε χωρίς νά λάβει εὐλογία γιά τή γενέτειρά του, τή Μαρώνεια τῆς Συρίας, προκειμένου νά τακτο-ποιήσει τά κληρονομικά θέματα τῆς οἰκογένειάς του μετά τό θάνατο τῶν γονέων του. Κατά τό ταξίδι τόν συνέλαβαν οἱ Σαρακηνοί καί μαζί μέ μιά γυναίκα τούς ἐπούλησαν σέ ἕνα Αἰθίο-πα. Ἐκεῖ ὁ μοναχός Μάλχος ὑπῆρξε ὑπόδειγμα ὑπηρέτου. Καί ὁ κύριός του, γιά νά τόν ἀνταμείψει, τοῦ ἐπρότεινε νά νυμφευθεῖ ὡς σύζυγό του τή συναιχμάλωτό του γυναίκα. Ὁ Μάλχος τοῦ ἐξήγησε ὅτι εἶναι μοναχός καί δέν ἦταν δυνατόν νά νυμφευθεῖ. Ὁ Αἰθίοπας ὅμως τόν ἀπείλησε καί ἔτσι ὁ μοναχός ἔκανε εἰκονικό γάμο μέ τή γυναίκα αὐτή.
Κάποια νύκτα ὁ Μάλχος ἐδραπέτευσε μαζί μέ τή γυναίκα. Ὁ κύριός του τό ἀντιλήφθηκε καί ἄρχισε νά τούς κυνηγᾶ μέ ἕνα ὑπηρέτη. Τότε ἐκεῖνοι ἐκρύβησαν μέσα σέ μιά σπηλιά πού ἦταν γεμάτη ἄγρια θηρία. Ὁ Μάλχος ἔκανε τό σημεῖο τού Σταυροῦ. Τά ἄγρια ζῶα δέν τούς ἐπείραξαν καθόλου. Μόλις ὅμως μπῆκε στή σπηλιά ὁ Αἰθίοπας μέ τόν ὑπηρέτη μιά λέαινα ὅρμησε καί τούς κατεσπάραξε. Τότε ὁ Μάλχος εὐχαρίστησε τό Θεό γιά τή σωτηρία τους καί ἐπέστρεψε στό γέροντά του ἀναλογιζόμενος σέ πόσες περιπέτειες τόν ὁδήγησε ἡ παρακοή, ἐνῶ ἡ γυναίκα κατέφυγε σέ γυναικεῖο μοναστήρι.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!