† Μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Ἡσυχίου τοῦ συγκλητικοῦ.
Ὁ Ἅγιος Ἡσύχιος ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτο-ρος Μαξιμιανοῦ (286-305 μ.Χ.) καί κατεῖχε το ἀξίωμα τοῦ Συγκλητικοῦ. Ὅταν διά διατάγματος τοῦ Μαξιμιανοῦ ἐξέσπασε ὁ διωγμός κατά τῶν Χριστιανῶν καί οἱ κατέχοντες ἀνώτερα ἀξιώματα Χρι-στιανοί ἀπαγορεύθηκε νά φέρουν ζώνη καί στολή, τότε ὁ Ἅγιος προτίμησε νά περιφρονήσει ὅλες τίς τιμές τῆς πρόσκαιρης δόξας, ἀπέβαλε τά ἐνδύματα καί τή ζώνη τοῦ ἀξιώματος καί ἐνδύθηκε τα-πεινά καί ἄσημα.
Ὅταν ὁ αὐτοκράτορας ἔμαθε τί εἶχε γίνει ὀργίσθηκε καί διέ-ταξε νά δέσουν στό λαιμό του βαρειά πέτρα καί νά τόν ρίψουν στό ποτάμι.
Ἔτσι ὁ Ἅγιος Ἡσύχιος ἔλαβε τό στέφανο τῆς μακάριας δόξας τοῦ Θεοῦ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Νέστορος καί Τριβιμίνου.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Νέστωρ καί Τριβιμίνος ἤ Τριβίμιος κατά-γονταν ἀπό τήν πόλη Πέργη τῆς Παμφυλίας, χώρα τῶν Κιβυρραιωτῶν καί ἔζησαν κατά τούς χρόνους τοῦ ἀσεβοῦς βασιλέως Δεκίου (249-251 μ.Χ.). Ἐπειδή ἦσαν Χριστιανοί καί ἐκήρυτταν μέ πνευμα-τική ἀνδρεία τόν Χριστό, κατηγορήθηκαν στόν ἄρχοντα τῆς Πέρ-γης. Αὐτός, ἀφοῦ ἀμέσως ἔστειλε πλῆθος στρατιωτῶν, τούς συνέλα-βε καί τούς ὁδήγησε δεμένους στό δικαστήριο καί ἔθεσε ἐνώπιόν τους ὅλα τά ὄργανα τῶν βασανιστηρίων. Οἱ Μάρτυρες ὅμως περιφρονοῦσαν τίς ἀπειλές καί ὁμολογοῦσαν μέ γενναιότητα τόν Χριστό. Γι’ αὐτό τούς ἐγύμνωσαν καί τούς ἐκτυποῦσαν μέ σκληρά σχοινιά ἀπό νεῦρα βοδιῶν. Ἔπειτα τούς ἐκρέμασαν, τούς καταξέσκισαν τίς σάρκες καί, τέλος, τούς ἀποκεφάλισαν.
Ἔτσι ἀφοῦ ἐτελειώθηκε ὁ βίος τους, μέ εὐχαρίστηση παρέλαβε τίς ψυχές τους ὁ μισθαποδότης Κύριος.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Τρῳαδίου καί τῶν σύν αὐτῷ.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Τρωάδιος ἐτελειώθηκε διά ξίφους ἐπί αὐτο-κράτορος Δεκίου (249-251 μ.Χ.) μαζί μέ ἄλλους Χριστιανούς στή Νεοκαισάρεια τό ἔτος 251 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς παρθενομάρτυρος Εὐθαλίας.

Ἡ Ἁγία Μάρτυς Εὐθαλία καταγόταν ἀπό τή Σικελία καί ζοῦσε στούς Λεοντίνους[1]. Ἡ μητέρα της, πού ὀνομαζόταν καί αὐτή Εὐθαλία, ἔπασχε ἀπό αἱμορραγία. Μιά ἡμέρα ἐφάνησαν στόν ὕπνο της οἱ Ἅγιοι Ἀλφειός, Φιλάδελφος καί Κυπρίνος († 10 Μαῒου) καί εἶπαν σέ αὐτήν, ὅτι θά θεραπευθεῖ μόνο ἐάν πιστέψει στόν Χριστό καί βαπτισθεῖ. Ἡ γυναίκα πραγματικά ἐπίστεψε καί ἐβαπτίσθηκε. Ὁ εἰδωλολάτρης υἱός αὐτῆς Σιρμιλιανός, ἀφοῦ ἄκουσε αὐτό, ἐπιτέθηκε κατά τῆς μητέρας του, γιά νά τήν πνίξει, ἀλλά ἐκείνη διέφυγε μέ τή βοήθεια τῆς δούλης αὐτῆς. Τότε ἡ Μάρτυς Εὐθαλία ἔλεγξε μέ δριμύτητα τόν ἀδελφό της γιά τήν πράξη του αὐτή. Ἐκεῖνος, μόλις ἄκουσε, ὅτι καί αὐτή ἦταν Χριστιανή, τήν παρέδωκε σέ ἕνα ὑπηρέτη, γιά ἀτιμία, καί στή συνέχεια μέ τά ἴδια του τά χέρια τήν ἀποκεφάλισε.
Ἔτσι ἡ Μάρτυς Εὐθαλία εἰσῆλθε στή χαρά τοῦ Κυρίου της[2]. Ἤταν τό ἔτος 252 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη ἁγίου μάρτυρος Κοῒντου, τοῦ Ὁμολογη-τοῦ καί Θαυματουργοῦ.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Κοῒντος ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτο-κράτορος Αὐρηλιανοῦ (270-275 μ.Χ.). Καταγόταν ἀπό τή Φρυγία καί ἐγεννήθηκε ἀπό εὐσεβεῖς καί φιλόθεους γονεῖς. Ἀπό μικρός ἀσκήθηκε στήν ἐλεημοσύνη καί τήν ἀγάπη πρός τούς πάσχοντες. Ὅταν ἦλθε στήν πόλη τῆς Αἰολίδος καί ἔγινε γνωστό στόν ἡγεμόνα Ροῦφο, ὅτι διεμοίραζε ἐλεημοσύνη στούς πτωχούς Χριστιανούς, συνελήφθηκ ἀπό αὐτόν καί ἐκβιαζόταν νά θυσιάσει στά εἴδωλα θυσία. Ἀλλ’ ἐπειδή ὁ Ἅγιος τόν ἐθεράπευσε ἀπό τήν ἀσθένεια πού εἶχε, τόν ἄφησε ἐλεύθερο καί ἀπό ἐκεῖ μετέβη σέ ἄλλη πόλη, τήν Κύμη, ὅπου οἱ ἐθνικοί τόν συνέλαβαν καί τόν ὁδήγησαν σέ εἰδω-λολατρικό ναό πιέζοντάς τον νά ἀρνηθεῖ τήν πίστη του καί νά προ-σκυνήσει τά εἴδωλα. Ξαφνικά ἔγινε μεγάλος σεισμός καί ὁ ναός κατέπεσε. Οἱ εἰδωλολάτρες ἔφυγαν ἔντρομοι καί ἄφησαν ἐκεῖ τόν Ἄγιο. Σαράντα ἡμέρες μετά ἀπό τό σεισμό, ὁ ἄρχοντας τῆς περιοχῆς Κλέαρχος, ἄνθρωπος δεισιδαίμονας καί σκληρός, ἔδωσε ἐντολή νά τόν συλλάβουν καί νά τοῦ συντρίψουν τά σκέλη. Μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ ὁ Ἅγιος ἔγινε καλά καί ἐπέζησε ἀκόμη δέκα χρόνια. Ὅλο αὐτό τόν καιρό διερχόταν τίς πόλεις καί τά χωριά θεραπεύοντας τούς ἀσθενεῖς καί ἐλεώντας τούς πτωχούς.
Ἔτσι ἀφοῦ ἔζησε ὁ Ἅγιος Κοῒντος, ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Θεοδότου, ἐπισκόπου Κυρηνείας τῆς Κύπρου.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Θεόδοτος ἔζησε τόν 4ο αἰώνα μ.Χ. τότε πού τό νησί τῆς Κύπρου ἦταν ὐποδουλωμένο στούς Ρωμαίους. Ὁ Ἐπίσκοπος Θεόδοτος, ἄνθρωπος ταπεινός καί φλογερός στήν πίστη, φιλόεθος καί φιλάνθρωπος, ἦταν ἕνα αληθινό δῶρο Θεοῦ γιά τό πολυβασανισμένο νησί. Στό ἱερό πρόσωπό του ὅλοι ἔβλεπαν τόν οἰκεῖο πατέρα καί τοῦ πραοτάτου Χριστοῦ τό γνησιώτατο μιμητή.
Ὅμως οἱ Ἐθνικοί δέν μποροῦσαν νά ἀντέξουν τήν παρουσία καί τή δράση τοῦ Ἁγίου. Ἔτσι μέ διαταγή τοῦ ἐπάρχου Σαβίνου ὁ Ἅγιος συλλαμβάνεται καί ὁδηγεῖται ἐνώπιόν του. Ὁ ἡγεμόνας τόν καλεῖ νά ἀρνηθεῖ τήν πίστη του στόν Χριστό καί νά θυσιάσει στά εἴδωλα. Ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἁγίου χαρακτηρίζεται ἀπό ἀνδρεία: «Ἄρχοντα, τήν πίστη μου πρός τόν Χριστό δέν τήν ἀρνοῦμαι. Τό χρυσάφι ποτέ δέν τό ἀνταλλάσουμε μέ τό χῶμα. Χῶμα ἄχρηστο καί τά εἴδωλα πού λατρεύετε ἐσεῖς. Σέ λίγο καιρό ἡ βασιλεία τῶν θεῶν σου θά ἐκλείψει. ἡ Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ εἶναι αἰώμια καί ἄφθαρ-τη καί θά ἐξαπλωθεῖ σέ ὅλο τόν κόσμο. Σ’ αὐτή τή Βασιλεία ὑπάρ-χει θέση καί γιά σένα καί γιά ὅλους».
Ἐξοργισμένος ὁ ἔπαρχος διατάσσει νά ἀρχίσουν τά βασανι-στήρια. Οἱ στρατιῶτες ἀπεκδύουν τόν Ἅγιο καί τόν κτυποῦν μέ τά μαστίγια ἀπό νεῦρα βοδιοῦ. Ἡ σιωπή καί ἡ καρτερία τοῦ Ἱερο-μάρτυρος ἐξοργίζει περισσότερο τόν ἀνάλγητο ἡγεμόνα, ὁ ὁποῖος δίδει ἐντολή γιά δεύτερο βασανιστήριο. Οἱ δήμιοι βυθίζουν στό σῶ-μα τοῦ Ἁγίου σιδερένια νύχια καί τό ξεσκίζουν. Καί ὁ Ἅγιος ἀνοί-γει τό στόμα του, γιά νά ψελλίσει: «Κύριέ μου, συγχώρησε τους…». Τά λόγια του συγκλονίζουν τίς καρδιές τῶν δημίων, πού ὁμολο-γοῦν: «Εἴμαστε καί ἐμεῖς Χριστιανοί». Ὁ ἡγεμόνας ἔντρομος καί βλέποντας τό λαό ἀγανακτισμένο δίδει ἐντολή νά κλείσουν τόν Ἅγιο στή φυλακή πού σέ λίγες ἡμέρες μεταποιεῖται σέ οἶκο Θεοῦ. Ἡ ἀρετή τοῦ Ἁγίου ἐδάμασε τήν κακία. Ἐνίκησε τήν ἁμαρτία. Οἱ φυ-λακισμένοι ἔχουν τώρα δεχθεῖ στήν καρδιά τους τήν ἐπίσκεψη τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ.
Μέ τήν ἀνάρρηση στό θρόνο τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου καί τήν ἀνακήρυξη τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως ὡς ἐπίσημης θρησκείας τοῦ κράτους ὁ Ἅγιος Κόνων ἐλευθερώνεται καί ἐπιστρέφει στό ποίμνιό του. Μετά δυό χρόνια θεοφιλοῦς ἀρχιερατείας ὁ Ἅγιος Θεόδοτος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη καί Ἄγγελοι παρέλαβαν τήν ψυχή του, γιά νά τήν ὁδηγήσουν μπροστά στό θρόνο τοῦ Θεοῦ[3].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρα, μνήμη τῶν ἁγίων Ἀνδρονίκου καί Ἀθανασίας.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἀνδρόνικος καί Ἀθανασία ἦσαν ἐνάρετοι σύζυγοι καί κατάγονταν ἀπό τήν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας. Ζοῦσαν πάντοτε κατά Θεόν καί ὁ πλοῦτος πού τούς εἶχε χαρίσει ὁ Κύριος δέν εἶχε γεμίσει τήν καρδιά τους ὑπερηφάνεια καί οἴηση. Ὁ Ἅγιος Ἀνδρόνικος, πού ἦταν ἀργυραμοιβός, ἀπέκτησε ἀπό τό γάμο του δύο παιδιά, τά ὁποῖα καί ἀπέθαναν. Τό γεγονός αὐτό κατέθλιψε τούς Ἁγίους πού ἐζήτησαν παρηγοριά στό προσκύνημά τους στούς Ἁγίους Τόπους. Ἀπό ἐκεῖ ἔφθασαν στήν Αἴγυπτο, ὅπου μέ κοινή ἀπόφαση εἰσῆλθαν σέ μονή καί ἔγιναν μοναχοί. Ὁ μέν Ὅσιος Ἀν-δρόνικος στή μονή τοῦ Ἀββᾶ Δανιήλ, ἡ δέ Ὁσία Ἀθανασία στή γυναικεία μονή τῶν Ταβεννησιωτῶν. Ἐκεῖ, ἀφοῦ ἔζησαν θεοφιλῶς, ἐκοιμήθησαν μέ εἰρήνη.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τή μνήμη τους καί στίς 9 Ὀκτωβρίου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Τσάντ, τοῦ ἐκ Σκωτίας.
Ὁ Ἅγιος Τσάντ ἦταν ἀδελφός τοῦ Ἁγίου Σέντ, Ἐπισκόπου Λονδίνου. Ἐσπούδασε στή μονή Λίντισφερν, ὑπό τήν καθοδήγηση τοῦ Ἁγίου Ἀϊδανοῦ. Ἐκλήθηκε ἀπό τόν ἀδελφό του νά τόν βοη-θήσει στήν ἵδρυση τῆς μονῆς Λάστινγκχαμ, κοντά στά ὄρη τῆς Γιόρ-κσάϊρ. Μετά τήν ἐκλογή τοῦ Ἁγίου Σέντ ὡς Ἐπισκόπου Λονδίνου ἀνέλαβε ὁ ἴδιος τήν ἡγουμενία τῆς μονῆς. Ὁ βασιλεύς Ἄλσφριντ τόν ἐκάλεσε νά ἀναλάβει τήν ἐπισκοπική θέση τοῦ βασιλείου του καί ἡ χειροτονία ἔγινε ἀπό ἕνα μόνο Ἐπίσκοπο. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Καντουαρίας Θεόδωρος δέν ἀνεγνώρισε τήν ἐκλογή καί διέταξε νά ἐγκατασταθεῖ ἐκεῖ ὁ κανονικός Ἐπίσκοπος τῆς περιοχῆς. Ἐπειδή ὅμως ἐντυπωσιάσθηκε ἀπό τήν ταπείνωση καί τήν ἁγιότητα τοῦ βίου τοῦ Ἁγίου Τσάντ τόν ἐγκατέστησε ὡς Ἐπίσκοπο τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας τῆς Μερσία.
Ὁ Ἅγιος Τσάντ ἐκοιμήθηκε ὁσίως μέ εἰρήνη τό ἔτος 673 μ.Χ. κατά τή διάρκεια μεγάλης ἐπιδημίας. Ἐνταφιάσθηκε στό ναό τῆς Παναγίας τοῦ Λίτσφιλντ καί ἐπί τοῦ τάφου του ἔγιναν πολλά θαύ-ματα[4].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἀρσενίου, τοῦ ἐκ Ρωσίας.
Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος ἐγεννήθηκε στήν πόλη Τβέρ τῆς Ρωσίας καί ἔζησε κατά τόν 14ο καί 15ο αἰώνα μ.Χ. Ἀσκήτεψε στή μονή τῆς Λαύρας τοῦ Κιέβου καί τή μονή Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Ζελτί-κοβο. Ἐκοιμήθηκε ὁσίως μέ εἰρήνη[5].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἀβραμίου, τοῦ ἐκ Ρωσίας.
Ὁ Ὅσιος Ἀβράμιος τοῦ Σπάσκ ἔζησε καί ἀσκήτεψε στή Ρωσία κατά τόν 16ο αἰώνα μ.Χ. στή μονή τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ Κοργι-αζέμ. Ἐκοιμήθηκε ὁσίως μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἀρέθα, τοῦ ἐγλείστου.
Ὁ Ὅσιος Ἀρέθας ἔζησε κατά τόν 14ο καί 15ο αἰώνα μ.Χ. Κατάγοταν ἀπό τήν πόλη Τβέρ τῆς Ρωσίας καί ἔγινε μοναχός στή Λαύρα τοῦ Κιέβου. Ἐξελέγη Ἐπίσκοπος, ἀλλά λίγο ἀργότερα ἀποσύρθηκε, γιά νά ἀκολουθήσει τήν ἡσυχαστική ὁδό τοῦ ἐγκλεί-στου μοναχικοῦ βίου.
Ὁ Ὅσιος Ἀρέθας ἐκοιμήθηκε με΄εἰρήνη τό ἔτος 1409 καί ἡ ἀνακομιδή τῶν ἱερῶν λειψάνων αὐτοῦ ἔγινε τό 1483.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Ἀρσενίου, ἐπισκόπου Τβέρ τῆς Ρωσίας.
Ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος ἔζησε στή Ρωσία κατά τόν 14ο καί 15ο αἰώνα μ.Χ. Ἀπό ἐνωρίς εἰσῆλθε στή μοναχική πολιτεία τῆς Λαύρας τοῦ Κιέβου καί ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Τβέρ.
Ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος ἐκοιμήθηκε ὁσίως μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ὁσίων πατέρων ἡμῶν Βαρσανουφίου, Σάββα, Σαββατίου καί Εὐφροσύνου, τῶν ἐκ Ρωσίας.
Οἱ Ὅσιοι Βαρσανούφιος, Σάββας, Σαββάτιος καί Εὐφρόσυνος ἔζησαν στή Ρωσία κατά τόν 15ο αἰώνα μ.Χ. καί ἀσκήτεψαν στήν περιοχή τοῦ Τβέρ.
Οἱ Ὅσιοι ἐκοιμήθησαν μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἰωακείμ τοῦ Ἰθακησίου.
Ὁ Ὅσιος Ἰωακείμ, κατά κόσμον Ἰωάννης Πατρίκιος, ἐγεννή-θηκε στόν οἰκισμό Καλύβια τῆς Ἰθάκης ἀπό εὐσεβεῖς καί ἐνάρετους γονεῖς, τόν Ἄγγελο καί τήν Ἁγνή.
Ὁ Ἰωάννης σέ μικρή ἡλικία ἔχασε τή μητέρα του. Ὁ πατέρας του ἐνυμφέυθηκε καί πάλι, ἀλλά ἡ μητρυιά τοῦ Ἰωάννου τόν ἐταλαιπωροῦσε καί τόν ἐβασάνιζε. Ὁ Ἅγιος, τά δύσκολα αὐτά χρό-νια, ἀσκήθηκε στήν ὑπομονή καί τήν ταπείνωση, βρίσκοντας κατα-φύγιο στήν προσευχή, στό ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος, καί στή μέλέτη τῶν ἱερῶν βιβλίων.
Στήν ἐφηβική του ἡλικία ἐργάσθηκε ὡς ναυτικός στό καῒκι τοῦ πατέρα του προκαλώντας τό σεβασμό καί τήν ἐκτίμηση τοῦ πληρώματος γιά τίς ἀρετές καί τό ἦθος του.
Σέ κάποιο ἀπό τά ταξίδια του βρῆκε καταφύγιο στό Ἅγιον Ὄρος. Ἐκεῖ, στή μεγίστη μονή Βατοπαιδίου κείρεται μοναχός καί λαμβάνει τό ὄνομα Ἰωακείμ.
Μέ τήν ἔναρξη τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς ἐπιλέγει τόν Ὅσιο καί τόν ἀποστέλλει ἱεροκήρυκα στήν Πελοπόννησο. Ἐκεῖ ὁ Ἅγιος διδάσκει, καθοδηγεῖ, στηρίζει καί ἐν-θαρύννει τούς Ἕλληνες. Ἐπιπλέον, μέ τό καῒκι τοῦ ἐκ Κεφαλληνίας παπα-Γιάννη Μακρῆ μεταφέρει ἀπό τήν Πελοπόννησο στά Ἑπτάνη-σα γέροντες καί γυναικόπαιδα, σώζωντάς τους ἀπό τίς ἐπιδρομές τοῦ Ἰμπραήμ.
Περί τό 1827 ὁ Ὅσιος Ἰωακείμ φθάνει στήν ἀγγλοκρα-τούμενη πατρίδα του Ἰθάκη. Γιά 49 χρόνια διακονεῖ μέσα στόν κόσμο καί προφυλάσσει ἀπό τήν ἁμαρτία, τήν πλάνη, τήν αἵρεση. Ἀναφέρονται περιπτώσεις πού ὁ Ἅγιος προσευχόταν καί βρισκόταν ἐπάνω ἀπό τό ἔδαφος, πλημμυρισμένος ἀπό οὐράνιο φῶς. Ὁ Θεός τοῦ χα-ρίζει τό διορατικό χάρισμα καί ἔτσι γίνεται ὁ σύμβουλος, ὁ παιδα-γωγός εἰς Χριστόν καί ὁ ἰατρός τῶν Ἰθακησίων.
Ἔτσι ἀφοῦ ἔζησε ὁ Ὅσιος Ἰωακείμ, ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1868[6].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Ἀμβροσίου, πατριάρχου Γεωργίας.
Ὁ Ἅγιος Ἀμβρόσιος (Τσελάϊα) ἐγεννήθηκε τό ἔτος 1861 στό χωριό Μαρτβίλι τῆς ἐπαρχίας Σαμεγκρέλο τῆς Γεωργίας. Ἐσπού-δασε στό ἐκκλησιαστικό σεμινάριο τῆς Τυφλίδος καί τήν ἐκκλησια-στική ἀκαδημία τοῦ Καζάν. Ἐμόνασε στή μονή τοῦ Σελίσκι καί τό 1906 ἔγινε ἡγούμενος τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ. Στίς 14 Ὀκτωβρίου 1921 ἐξελέγη Καθολικός Πατριάρχης Γεωργίας καί ἐποίμανε τό ποίμνιό του θεοφιλῶς.
Ὁ Ἅγιος Ἀμβρόσιος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη στίς 27 Μαρτίου 1927.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Νικολάου τοῦ Πλανᾶ.
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ἐγεννήθηκε στή νῆσο Νάξο τῶν Κυκλά-δων τό ἔτος 1851 μ.Χ., ἀπό τόν Ἰωάννη καί τήν Αὐγουστίνα, τό γέ-νος Μελισσουργοῦ. Οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς τόν ἀνέθρεψαν μέ παιδεία καί νουθεσία Κυρίου.
Ἀπό τήν παιδική του ἡλικία ἐξέφρασε τήν ἔφεση καί τήν ἀγάπη του πρός τά ὅσια καί τά ἱερά. Ἦταν φιλακόλουθος καί δια-κονοῦσε πάντοτε στό ἱερό τόν παπποῦ του ἱερέα Γεώργιο Μελισ-σουργό. Προορισμένος ἀπό τό Θεό νά γίνει λειτουργός τῶν ἁγίων μυστηρίων Αὐτοῦ μετεῖχε ἀδιάλειπτα στή λειτουργική ζωή τῆς Ἐκ-κλησίας μέ νηστεία, προσευχή καί ἀγρυπνία.
Μετά τό θάνατο τοῦ πατέρα του ἦλθε μέ τή μητέρα του καί τήν ἀδελφή του στην Ἀθήνα καί εὑρέθη προστάτης αὐτῶν. Ἀφοῦ ἐνυμφεύθηκε, ἐχήρευσε ἐνωρίς. Ἡ πρεσβυτέρα του ἀπεβίωσε μόλις ἐγεννήθηκε τό παιδί τους, ὁ Γιαννάκης, πού τό ἐμεγάλωσε μόνος.
Ὁ Κύριος δέν ἐβράδυνε νά τόν ἀναδείξει λειτουργό τῆς Ἐκ-κλησίας του καί τόν κατέστησε εὔθετο καί εὔχρηστο στό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Χειροτονεῖται διάκονος στίς 28 Ἰουλίου 1879, στό ναό Μεταμορφώσεως τῆς Πλάκας καί μετά ἀπό πέντε χρόνια, στίς 2 Μαρτίου 1884, χειροτονεῖται Πρεσβύτερος στό ταπεινό ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Ἐλισαίου, στό Μοναστηράκι. Διακονεῖ στό ἱερό θυσια-στήριο ἐπί πενῆντα χρόνια περίπου (1884-1932), στούς ναούς καί τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, κοντά στόν Ἰλισσό ποταμό, καί τῆς ἀκόμη πτωχότερης καί ἀπόμερης τότε ἐκκλησίας τοῦ Ἁγίου Ἰωάν-νου τοῦ Προδρόμου τοῦ λεγόμενου «Κυνηγοῦ», στή σημερινή ὁδό Βουλιαγμένης. Διακρίθηκε ὡς ὁ λειτουργικώτερος ἱερεύς, ἄνθρωπος προσευχῆς, τοῦ ὁποίου ἡ ζωή ὑπῆρξε ἀναδείχθηκε συνεχής διακονία τοῦ Θυσιαστηρίου. Ἀπό φυλακῆς πρωίας μέχρι νυκτός παρέμενε στό ναό. Ἀφιλάργυρος τόν τρόπο καί πλήρης ἔργων ἀγαθῶν καί ἐλεη-μοσύνης. Τοῦ ἀρκοῦσε γιά τροφή λίγο ψωμί καί λίγα χόρτα, τά ὁποῖα συνέλεγε ὁ ἴδιος, καί, κάποιες φορές, λίγο γάλα πού τοῦ προ-σέφεραν βοσκοί στήν ἐρημική τότε περιοχή τῆς ἐνορίας του. Ἀλη-σμόνητες παρέμειναν οἱ ἀγρυπνίες τίς ὁποῖες ἐτελοῦσε στό ναό τοῦ Ἁγίου Ἐλισσαίου Ἀθηνῶν. Ἀναφέρονται καί μαρτυρίες παιδιῶν, ὅτι τόν ἔβλεπαν κατά τή διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας μεταρσιω-μένο καί κείμενο ὑπεράνω τῆς γῆς. Μαρτυρίες δέ περιφανῶν λογίων, ὅπως τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη καί Ἀλέξανδρου Μωραϊτίδη, πού ἔψαλλαν στίς ἀγρυπνίες πού ἐτελοῦσε, ἐξαίρουν τή σπάνια καί ἁγία ἱερατική αὐτοῦ προσωπικότητα.
Ὁ παπα-Νικόλας, ὁ λεγόμενος «ἁπλοῦς», ζοῦσε μέσα στή χα-ρά τῆς Θείας Εὐχαριστίας τήν ὁποία τελοῦσε ἀνελλιπῶς κάθε ἡμέρα πού τήν ὥριζαν οἱ λειτουργικοί κανόνες καί τήν παρέτεινε ἐπί πολ-λές ὧρες, γιά νά ἔχει τήν πνευματική της ἀπόλαυσι. Πάντα ἀντα-ποκρινόταν στό γνήσιο ὀρθόδοξο φρόνημα καί ἐτελοῦσε πανηγυρι-κά τό Μυστήριο τῆς ἐλεύσεως καί παρουσίας τοῦ Ἀναστημένου Κυρίου, πού ἀποκαλύπτει τόν ἑαυτό Του ὅπως τότε στό Μυστικό Δεῖπνο. Ἡ χαρά τῆς Ἀναστάσεως πού βρίσκεται στήν καρδιά τῆς Εὐχαριστίας, ἐγινόταν ὀντολογική ἀναψυχή καί ἀγαλλίαση στό φλεγόμενο ἀπό θεία Ἀγάπη Γέροντα. Ἡ μέθεξή του στήν πασχάλια χαρά τόν συνέπαιρνε. Δέν ἦταν γι’ αὐτόν ἁπλό ἐφημεριακό καθῆ-κον. Πρόφαση ἦταν τό ἐπί ὧρες παρατεινόμενο μνημόσυνο τῶν ζωντανῶν καί κοιμηθέντων, ἀπό τόν ὄγκο τῶν σημειωμάτων πού κρατοῦσε πάντα σ’ ἕνα δισάκι. Στήν πραγματικότητα δέν ἤθελε νά διακόψει ποτέ τή χαρά τῆς Τράπεζας τῆς Εὐχαριστίας, τή θέα τοῦ Ἀναστημένου Σώματος καί Αἵματος τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ ἀείμνηστος Γέροντας, ἀφοῦ ἔφθασε στά 82 του χρόνια καί ἔδωσε πρωτοφανή στόν αἰώνα μας μαρτυρία οὐρανίων χαρισμάτων, ὁσιότητος, ταπεινώσεως, ἁπλότητος, διακρίσεως ἐλεημοσύνης, ἀσκήσεως καί κατά Θεόν σοφίας, ἀφοῦ ἐστάθηκε ὁ μοναδικός προ-στάτης χιλιάδων ὀρφανῶν καί πτωχῶν καί ἔφθασε σέ ὕψος θείας τελειότητος, ἐκοιμήθηκε ὁσίως μέ εἰρήνη τό ἔτος 1932 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Ἐνθρόνου, ἐν Κολομσκόϊυ τῆς Ρωσίας.
Ἡ ἱερά εἰκόνα ἀνακαλύφθηκε στίς 2 Μαρτίου 1917, κατά τήν ἡμέρα τῆς ἀναγκαστικῆς παραιτήσεως τοῦ Ἁγίου Νικολάου, τσά-ρου τῆς Ρωσίας στό χωριό Κολομσκόϊυ, κοντά στή Μόσχα.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!