Την Κυριακή 4 Μαρτίου εορτάστηκε στον Κολινδρό η 140ή επέτειος της Επανάστασης, την οποία κήρυξε ο Επίσκοπος Κίτρους Νικόλαος Λούσης, το εγκόλπιο του οποίου σώζεται στο Μουσείο της Ιεράς Μητροπόλεως με εγχάρακτη επιγραφή του 1878.
Στον εορτασμό έλαβε μέρος και ο Εξοχώτατος Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Προκόπιος Παυλόπουλος.
Το πρωί στον Ιερό Ναό Αγίου Γεωργίου τελέστηκε ο Όρθρος και η Αρχιερατική Θεία Λειτουργία, προεξάρχοντος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κίτρους, Κατερίνης και Πλαταμώνος κ. Γεωργίου.
Στη συνέχεια, έγινε η υποδοχή του Ανώτατου Άρχοντα και τελέστηκε η καθιερωμένη Δοξολογία.
Μετά το πέρας της Δοξολογίας εκφωνήθηκε ο πανηγυρικός της ημέρας από τον Ελλογιμότατο κ. Δημήτριο Παπάζη, Καθηγητή της Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Θεσσαλονίκης.
Ακολούθησαν τρισάγιο ενώπιον της προτομής του Επισκόπου Κίτρους Νικολάου και παρέλαση σχολείων και συλλόγων.
Το ιστορικό της επανάστασης
Ο Επίσκοπος Κίτρους Νικόλαος Λούσης ήταν η πρωταγωνιστική προσωπικότητα της Επανάστασης του 1878. Γεννήθηκε στη Στενήμαχο της Βόρειας Θράκης (ανατολικής Ρωμυλίας), το 1840.
Χειροτονήθηκε διάκονος από τον τότε Μητροπολίτη Φιλιππούπολης. Από την θέση αυτή θα παίξει πολυδιάστατο ρόλο για το Έθνος.
Αγωνίζεται κατά της επικράτησης των Τούρκων και πολεμάει στην πρώτη γραμμή στις επάλξεις της ακρόπολης του Βορειοθρακικού Ελληνισμού την Φιλιππούπολη.
Όταν το 1868 κηρύχθηκε η Επανάσταση κατά των Τούρκων στην Ελλάδα ο Νικόλαος Λούσης, έφυγε από την Φιλιππούπολη και ήρθε στα Χανιά ως δάσκαλος και πήρε μέρος σ’ αυτήν, επικεφαλής σώματος εθελοντών.
Μετά την λήξη της επανάστασης έρχεται και διδάσκει στο Λύκειο μέχρι το 1874.
Η γνωριμία του με τον Μητροπολίτη Θεσ/νίκης και μετέπειτα Πατριάρχη Κων/πόλεως Ιωακείμ Γ΄, τον έφερε στην Θεσ/νίκη, όπου σαν συνοδός τον προήγαγε σε Επίσκοπο Ιωακείμ, τον Κίτρους το 1875, με έδρα τον Κολινδρό.
Του ικανού αυτού Ιεράρχη έργο είναι η Επανάσταση του Κολινδρού τον Φεβρουάριο του 1878, την οποία είχε προσχεδιάσει και είχε αναλάβει υπεύθυνα από καιρό.
Η επανάσταση αυτή του Κολινδρού δεν έφερε το ποθητό αγαθό της ελευθερίας στην περιοχή. Πέτυχε όμως την ανατροπή της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου που “κατασκεύαζε” τη Μεγάλη Βουλγαρία σε βάρος του Ελληνισμού και επιτεύχθηκε η προσάρτηση στα ελληνικά εδάφη, της Θεσσαλίας κι ενός τμήματος της Ηπείρου.
Ο Επίσκοπος πικραμένος από την αποτυχία της Επανάστασης, πήγε στη Θεσσαλία όπου συνεργάστηκε με του επαναστάτες της και από εκεί στη Λαμία, όπου κάτοικοι και αρχές τον υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό.
Δεν επέστρεψε στην έδρα του τον Κολινδρό, αλλά αποσύρθηκε σ’ ένα σπίτι στον Πειραιά, όπου πέθανε από φυματίωση στις 29 Ιανουαρίου σε ηλικία 42 μόλις ετών.
Η τότε ελληνική κυβέρνηση τον τίμησε μετά θάνατον, αποδίδοντας στο νεκρό τιμές υποστρατήγου. Την κηδεία του τίμησαν χιλιάδες λαού, βουλευτές, υπουργοί και ο τότε Πρωθυπουργός Χαρίλαος Τρικούπης.