Aρχιμ. Αλεξίου Ιστρατόγλου Ανχη (ΣΙ)
Στρατιωτικού Ιερέως Αρχηγείου Στόλου – Ναυστάθμου Σαλαμίνας
Μετά τις δύο αναφορές για την περίοδο του 1940, εξαιτίας της εθνικής μας εορτής, επιστρέφουμε και πάλι στην περίοδο 1848-1853 και συνεχίζουμε να εξετάζουμε την παρουσία και το έργο των Στρατιωτικών Ιερέων, όπως αυτή καταγράφεται μέσα από τα αρχεία τα οποία έχουν σωθεί.
Ο Ιερέας Αγαπάκης, κλήθηκε να μεταβεί στο 5ο Τάγμα της Οροφυλακής, αλλά λόγω των προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε, του χορηγήθηκε μια ιατρική βεβαίωση, στην οποία φαινόταν ότι κάτι τέτοιο δεν ήταν εφικτό και θα έπρεπε να περιμένουν μέχρι να αναρρώσει. Μετά την έκδοση της ιατρικής βεβαιώσεως που παρουσιάσαμε σε προηγούμενη αναφορά μας, έρχεται στη συνέχεια ο εν λόγω Ιερέας, στις 14 Ιουλίου 1849 και ζητά από το Φρουραρχείο άδεια να παραμείνει στη θέση του, μέχρι να αναρρώσει και στη συνέχεια υγιείς πλέον να παρουσιαστεί στη νέα του θέση.
Μετά και από αυτήν αναφορά του Ιερέως, το Υπουργείο των Στρατιωτικών, με έγγραφό του, στις 2 Αυγούστου του 1849, το οποίο αποστέλλει στη Διοίκηση του 5ου Τάγματος της Οροφυλακής, γνωστοποιεί ότι διορίζει προσωρινό Ιερέα του Τάγματος, τον παπά-Γεώργιο Μάρκον, τον οποίο πρέπει να καλέσουν άμεσα να παρουσιασθεί ενώπιον της Διοικήσεως του, προκειμένου να λάβει περαιτέρω διαταγές, για την επιτέλεση του ποιμαντικού έργου του, στο Τάγμα.
Το Φρουραρχείο της Χαλκίδος με επιστολή του στις 21 Ιουλίου1849, προς το Υπουργείο των Στρατιωτικών, αναφέρει τον θάνατο του Ιερέως της Φρουράς, Διονυσίου Κοροβίνη, ο οποίος απεβίωσε στις 20 Ιουλίου 1849 στις 4μ.μ. Στην ίδια επιστολή το Φρουραρχείο ζητά να διοριστεί σε αντικατάσταση του αποθανόντος, ο Ιερομόναχος Θεόκλητος, ο οποίος βρίσκεται « σε ώριμον ηλικίαν όχι προβεβηκότα και εξοπλισμένον με ικανότητα και αρετήν δυνάμενον να ανθέξη εις όλα τα θρησκευτικά καθήκοντα της φρουράς». Συνεχίζοντας στην ίδια επιστολή το Φρουραρχείο προτείνει, ότι εάν δεν μπορεί να διοριστεί μόνιμος Ιερέας, ας τον προσλάβουν προσωρινό, με ένα αντιμίσθιο που θα του χορηγείται, αφού ο εν λόγω Ιερέας ꞉ «είναι ούτος ικανότατος εξ’ όλων των υπάρχων ενταύθα Ιερέων ο σεβασμιώτερος και εναρετώτατος».
Στη συνέχεια βρίσκουμε την αναφορά του Ιερέως του 1ου και 2ου Ελαφρού Τάγματος της Οροφυλακής, με ημερομηνία 3 Αυγούστου 1849, με την οποία ζητά από την Διοίκηση του, λόγω του προχωρημένου της ηλικίας του, να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες που απαιτούνται προκειμένου να του χορηγηθεί μια μηνιαία σύνταξη. Έρχεται όμως στη συνέχεια το Υπουργείο και απαντά στις 13 Αυγούστου 1849, με έναν πολύ απόλυτο και σκληρό τρόπο, όπως και άλλες φορές έχουμε επισημάνει και αναφέρει, ότι το αίτημα του εν λόγω Ιερέως δεν μπορεί να ικανοποιηθεί, χωρίς να αναφέρει τους λόγους και συνεχίζει ότι εάν δεν μπορεί να εκτελεί τα καθήκοντά του, μπορεί να ζητήσει την απόλυσή του.
Μια πολύ απόλυτη, σκληρή, απρόσωπη και αδικαιολόγητη απόφαση, απευθυνόμενη σε έναν Ιερέα, σε έναν λειτουργό των Μυστηρίων του Θεού, σε έναν άνθρωπο που αγωνιζόταν χωρίς όρια, χωρίς υπαλληλικά ωράρια και οικονομικές αξιώσεις. Αυτή η απάντηση όπως και προηγούμενες σε παρόμοια αιτήματα, φανερώνει ότι δεν αναγνωρίζει τίποτα από το παρελθόν, δεν μετρά το παρελθόν και διαγράφει καθετί που δεν ανήκει στο σήμερα και δεν ερμηνεύεται μέσα σε μια απρόσωπη και επιφανειακή προσέγγιση του οποιουδήποτε θέματος. Στη συνέχεια της έρευνάς μας, πιστεύουμε θα δούμε ποια θα είναι τελικά η εξέλιξη αυτής της υποθέσεως.
Ο Ιερομόναχος Άνθιμος Αδάμ, παρουσιάστηκε ενώπιον της Ιεράς Συνόδου δια της Επισκοπής Ευβοίας, αφού στα όρια της δραστηριοποιείτο ποιμαντικά και κατέθεσε έγγραφα, τα οποία αφορούν την προσφορά του προς την πατρίδα και τις στρατιωτικές του εκδουλεύσεις προς αυτήν. Καταρχήν βλέπουμε έναν εκκλησιαστικό άνδρα, με εκκλησιολογικό πνεύμα, που δεν θεωρεί τον εαυτό του και το έργο του, απομονωμένο, ανεξάρτητο και ανεξέλεγκτο, που κάνει ότι θέλει και όπως το θέλει, χωρίς να δίνει καμία αναφορά σε κανέναν, αλλά γνωρίζει να σέβεται την εκκλησιαστική αρχή την οποία και μνημονεύει καθηκόντως και δια της οποίας ζητά να παρουσιασθεί ενώπιον της Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Αρχής στην οποία ανήκει.
Ξέρει ότι δεν είναι μόνο στρατιωτικός. Γνωρίζει πολύ καλά, ότι πάνω από όλα είναι Ιερέας και αυτή η ιδιότητα θα τον ακολουθεί, μέχρι το τέλος της ζωής του. Γνωρίζει ότι όλα έχουν αρχή και τέλος. Αυτό που δεν τελειώνει είναι η ιερατική ιδιότητα και προσφορά, που συνεχίζεται και στο υπερουράνιο θυσιαστήριο, προσφέροντας εκεί στα χέρια του μεγάλου και πρώτου Αρχιερέως Χριστού, την παρακαταθήκη την οποία παρέλαβε κατά την ημέρα της χειροτονίας του.
Τα έγγραφα τα οποία καταθέτει, είναι πέντε στον αριθμό και προέρχονται από διάφορα σημαίνοντα πρόσωπα της περιόδου εκείνης, με πλούσια και σπουδαία προσφορά στον αγώνα υπέρ της ελευθερίας. Το πρώτο είναι αντίγραφο πιστοποιητικό του Ταλαντίου Νεοφύτου, με ημερομηνία 2 Απριλίου 1823. Το δεύτερο προέρχεται από τον Στρατάρχη Δ. Υψηλάντη, με ημερομηνία 11 Απριλίου 1828 και με αυτό το έγγραφο, διορίζει τον εν λόγω Ιερέα στην χιλιαρχία. Το τρίτο έγγραφο προέρχεται από τον Χιλίαρχο Νικόλαο, του οποίου το επίθετο είναι δυσανάγνωστο και φέρει ημερομηνία 28 Ιανουαρίου 1830. Το τέταρτο είναι του Χιλιάρχου Μαυροβουνιώτου, με ημερομηνία 13 Απριλίου 1833 και το τελευταίο είναι πρωτότυπο πιστοποιητικό του Ταγματάρχου του διαλυθέντος 12ου Ελαφρού Τάγματος, με ημερομηνία 8 Δεκεμβρίου 1834.
Σε όλα τα ανωτέρω έγγραφα επισημαίνεται και καταγράφεται, η αγάπη του Αρχιμανδρίτου Αδάμ για την πατρίδα, σε μια πολύ δύσκολή περίοδο στην οποία έζησε και δραστηριοποιήθηκε, θέτοντας τον εαυτό του, στην διακονία του λαού αυτού, που τόσα πολλά υπέφερε από τον κατακτητή και έπρεπε τώρα, μετά τα τόσα χρόνια σκλαβιάς, να σταθεί και πάλι στα πόδια του και να μεγαλουργήσει όπως και στο παρελθόν, διαγράφοντας καθετί αρνητικό και οπισθοδρομικό, φέρνοντας μπροστά στα μάτια και στις ενέργειές του, την αναγέννηση αυτού του τόπου, μέσα από τα στοιχεία εκείνα που τον κράτησαν ζωντανό, όλα εκείνα τα χρόνια, τα σκοτεινά και πέτρινα.
Αυτή του η προσφορά καταγράφτηκε και αναγνωρίστηκε. Το θυσιαστικό φρόνημα το οποίο διέθετε, έφτανε μέχρι και το θάνατο. Ο θάνατος δεν τον φόβισε, όπως δεν φοβίζει κάθε έναν αληθινό αγωνιστή που τα κίνητρά του, είναι αγνά, καθάρια και πατριωτικά. Ο θάνατος γι’ αυτόν, όπως και για κάθε αγωνιστή είναι επιβεβαίωση και καταληκτική σφραγίδα του έργου και του πιστεύω του, που δεν έχει όρια, δεν έχει κανέναν φραγμό. Ο θάνατος αποτελεί το τέλος του αγώνα επί της γης και την αρχή της αιωνιότητας. Ο Άνθιμος, αποτέλεσε πρότυπο προς μίμηση για όλους αυτούς με τους οποίους συνεργάστηκε και αγωνίστηκε, αλλά και για τους μεταγενεστέρους. Μας καλεί να τον μιμηθούμε στην ανδρεία, στο θάρρος, στην αγωνιστικότητα, μα πάνω από όλα, στην πίστη στο Θεό και στην πατρίδα, που αυτή η πατρίδα έβγαζε, βγάζει και θα πρέπει και στο μέλλον να βγάλει, σοφούς, αγίους και ήρωες.
Μέσα από αυτά τα έγγραφα τα οποία κατέθεσε ο Άνθιμος Αδάμ, καθώς τα διάβαζα, βλέποντας τις υπογραφές αυτών των ανθρώπων, που έγραψαν την αλήθεια, για έναν γνήσιο πατριώτη και Ιερέα, προσπαθούσα να φέρω στα μάτια και στο μυαλό μου, τα πρόσωπα τους τα λαμπερά και τα καθαρά τους χέρια. Προσπαθούσα να ακούσω τον καθαρό και κρυστάλλινο λόγο τους, ευθύ, λακωνικό, χωρίς περιστροφές, χωρίς κολακείες, χωρίς διπλωματικούς όρους και τερτίπια. Προσπαθούσα να αφουγκραστώ μέσα από εκείνα τα άψυχα χαρτιά, την αγωνία τους, για το μέλλον αυτής της χώρας, στα πρώτα βήματα της, μετά την απελευθέρωσή της από του Τούρκους και παράλληλα την αναζήτηση προσώπων αληθινών, που θα συνέχιζαν με τον ίδιο ζήλο και την ίδια αγάπη και ακόμα περισσότερο, το έργο εκείνο, που ήταν πολύ δύσκολο για να υλοποιηθεί, αλλά μέσα του είχε πολύ αγάπη και έντονο πατριωτικό φρόνημα.
Αυτοί οι άνθρωποι, όπως και άλλη φορά έχουμε γράψει και το πιστεύουμε, ξεπέρασαν το κατά φύση και έφτασαν στο υπέρ φύση με τον αγώνα τους, θυσιάζοντας τα πάντα, για να έχουμε εμείς σήμερα τα πάντα, χωρίς όμως να αναγνωρίζουμε πολλές φορές το τι έκαναν οι πατέρες και οι ήρωες μας, ξεχνόντας, πολύ βασικά και ουσιαστικά πράγματα, για την προοπτική και την πορεία μας, μέσα σε ένα περιβάλλον όχι και τόσο φιλικά διακείμενο απέναντί μας.
Πιστεύω ότι αν τα πρόσωπα αυτά βρίσκονταν σήμερα ανάμεσά μας, θα μας ζητούσαν να απολογηθούμε, για την ολιγωρία μας, για την αδιαφορία μας και για όλα εκείνα τα οποία δεν ταιριάζουν σε στρατιώτες, που πρέπει να είναι πάντα έτοιμοι για να πολεμήσουν, όχι με όπλα, αλλά με ιδανικά, όχι να σκοτώσουν, αλλά να δώσουν ζωή, όχι για να καταστρέψουν, αλλά να δημιουργήσουν ένα νέο πνεύμα, χτισμένο στις βάσεις του παρελθόντος και τη νοσταλγία του μέλλοντος, για κάτι ανώτερο. Αυτά τα έγγραφα που γράφτηκαν για τον Άνθιμο Αδάμ, είναι μια σταγόνα μέσα στον ωκεανό της προσφοράς, αγίων, σοφών και ηρώων, που έμειναν πιστοί άχρι θανάτου στο έργο τους και έλαβαν πιστεύω το στεφάνι της νίκης και του αγώνα, από τα χέρια του πρώτου αθλοθέτου και αγωνοθέτου Χριστού, προσκαλώντας τους να λάβουν τη θέση τους στη Βασιλεία των ουρανών, μια βασιλεία την οποία την γεύονταν μέσα στην καθημερινότητά τους, όσο δύσκολή και αν ήταν, γιατί καμία δυσκολία δεν τους έβγαζε από το σκοπό και το στόχο τους.
Συνεχίζεται {36}