του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Λεμεσού κ. Αθανασίου
Είναι αποδεδειγμένο από τη ζωή της Εκκλησίας και από την εμπειρία των Αγίων ότι κάθε φορά που βρισκόμαστε ενώπιον του Θεού, είτε προσευχόμενοι, είτε εορτάζοντες στην Εκκλησία κάποια Δεσποτική εορτή, είτε για οποιοδήποτε λόγο είμαστε μπροστά στο γεγονός της παρουσίας του Θεού, αυτή η στάση μας έχει δύο βασικά χαρακτηριστικά.
Πρώτον μας χαροποιεί, διότι βλέπουμε τη μεγάλη αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο. Κινεί την καρδία μας σε μεγάλη ευγνωμοσύνη, γιατί ο καθένας μας κατά τα μέτρα της δικής του καταστάσεως αισθάνεται αυτή τη μεγάλη δωρεά του Θεού προς εμάς. Αλλά ταυτόχρονα και αυτή η στάση μας μπροστά στον Θεό αποτελεί κρίση για μας και ιδιαίτερα αυτές τις άγιες εορτές όπως και όλα τα γεγονότα της ζωής του Κυρίου μας, αλλά και κάθε γεγονός της ζωής του κρίνουν τον άνθρωπο σωτήρια. Όχι για να τον κατακρίνουν, αλλά για να τον σώσουν.
Έτσι στεκόμαστε μπροστά στο γεγονός της γεννήσεως του Κυρίου μας, αφενός για να αισθανθούμε αυτή τη μεγάλη αγάπη του προς εμάς και να κινηθεί η καρδιά μας με πολλή ευγνωμοσύνη απέναντί του για όλα αυτά τα μεγάλα που μας δώρισε, αλλά κυρίως αυτό το οποίο ωφελεί σε πρακτική μορφή τη δική μας κατάσταση, που είναι να κρίνουμε τον εαυτό μας. Όπως λέει και ο Απ. Παύλος εάν κρίνουμε τον εαυτό μας εμείς, δεν θα κριθούμε υπό του Κυρίου. Εάν σ’ αυτή τη ζωή κρίνουμε τον εαυτό μας, δεν θα κριθούμε κατά την έσχατη ημέρα, διότι η κρίση ήδη επετεύχθη σ’ αυτό τον κόσμο. Έτσι η εορτή του Κυρίου μας είναι ενώπιόν μας και ζούμε μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα, ώστε να εξετάσουμε και να κρίνουμε τον εαυτό μας ανάλογα με όλα αυτά που ο Κύριος ετέλεσε για τη σωτηρία μας, αφού ξέρουμε ότι τίποτε δεν έκανε τυχαία, αλλά τα πάντα τα κατεύθυνε ως ο Κύριος της Ιστορίας. Αυτός θέλησε να γίνουν όλα έτσι μέχρι και την πιο μικρή λεπτομέρεια. Αυτός θέλησε να γεννηθεί σ’ αυτό τον χρόνο, κατ’ αυτό τον τρόπο και σ’ εκείνο τον τόπο και με όλα αυτά τα στοιχεία, που αποτελούν το μεγάλο γεγονός της γεννήσεώς του. Οι Άγιοι κάθε φορά που είχαν κάτι στη ζωή τους έβαζαν τον εαυτό τους μπροστά στη ζωή του Χριστού και έκριναν τον εαυτό τους. Θέλουμε να πιστεύουμε πως Χριστιανός είναι αυτός που μιμείται κατά το μέτρο του δυνατού της ανθρώπινης φύσης την ίδια τη ζωή του Χριστού, και εκείνο το οποίο δεν μπορεί να μιμηθεί το αναπληρώνει μέσα από τη μετάνοια και την ταπείνωση, που λειτουργούν ως πνευματική εργασία μέσα του.
Αυτές τις άγιες μέρες η Εκκλησία μας με τόσο πλούσια υμνολογία συνεχώς υμνεί τον Κύριο για τη μεγάλη του συγκατάβαση που έκανε για τον άνθρωπο και αναπτύσσει με τόσο θεολογικό βάθος όλα αυτά τα νοήματα, που ενάρετοι γέροντες και ενάρετοι άνθρωποι βίωναν μπροστά στο γεγονός της γεννήσεως.
Όταν ο παπα-Εφραίμ ο Κατουνακιώτης επέστρεψε από τα Ιεροσόλυμα, περιμέναμε να μας πει ότι συγκλονίστηκε από τον Γολγοθά ή τη Σταύρωση.
Ωστόσο εκείνο το οποίο τον συγκλόνισε ήταν το σπήλαιο της Βηθλεέμ. Διότι έθεσε τον εαυτό του μπροστά σ’ αυτό το πράγμα και είπε ότι: «από τότε νόμιζα πως στα Κατουνάκια, ζώντας μέσα σ’ αυτό το ασκητήριο με τα υποτυπώδη πράγματα που είχα, ήμουν κάτι. Όταν είδα που εγεννήθη ο Χριστός, τότε πραγματικά αισθάνθηκα τον εαυτό μου να διαλύεται».
Ο Χριστός, αφού γεννήθηκε σ’ ένα σπήλαιο καταδιωγμένος και περιφρονημένος από όλους τους ανθρώπους, τέλεσε το μέγιστο γεγονός της ιστορίας του ανθρώπου, τη σάρκωσή του μέσα στην απόλυτη ησυχία, ταπείνωση, αφάνεια, χωρίς κανείς απολύτως να πάρει είδηση ότι ο Θεός εκείνη τη νύχτα έγινε άνθρωπος, εκτός από ορισμένους απλοϊκούς ποιμένες και τους μάγους από την Περσία. Έγινε αυτό το γεγονός του κόσμου σε άκρα πτωχεία και ταπείνωση. Εάν θέλουμε, λοιπόν, να κρίνουμε τον εαυτό μας, μπορούμε κάθε φορά που η δική μας ζωή έρχεται να μας βασανίσει με απαιτήσεις και με θελήματα, να στήσουμε τον εαυτό μας μπροστά σ’ αυτό το σπήλαιο της Βηθλεέμ, σ’ αυτό το γεγονός της σαρκώσεως του Θεού Λόγου και να κρίνουμε κατά πόσο αυτά τα οποία πράττουμε, μοιάζουν με αυτό που έκανε ο Κύριος κατά τη γέννησή του. Κατά τον ίδιο τρόπο μπορούμε να κρίνουμε ολόκληρη τη ζωή μας.
Από τότε που έγινε ο Θεός άνθρωπος και έψαλλαν οι Άγγελοι το επί γης ειρήνη, έρχεται ο Λόγος του Θεού και λέει ότι: «Εγώ δεν ήρθα στη γη για να φέρω ειρήνη, αλλά για να φέρω μάχαιρα». Γιατί ο Χριστός έφερε μάχαιρα και όχι ειρήνη και γιατί οι Άγγελοι έψαλλαν περί της ειρήνης; Ασφαλώς η ειρήνη που ήρθε στον κόσμο είναι ο ίδιος ο Χριστός, ο οποίος γενόμενος άνθρωπος για μας μπορούμε πλέον να τον αγαπήσουμε. Μας έδειξε ότι η σχέση μας με τον Θεό δεν είναι σχέση θεωρίας, γιατί δεν μπορεί κανείς να αγαπήσει μια ιδέα. Μπορεί να είσαι πιστός ακόλουθος κάποιας φιλοσοφίας, αλλά δεν θα μπορέσεις καμιά φορά ν’ αναπτύξεις αγάπη μ’ αυτό το σύστημα, γιατί εκείνο δεν θα μπορέσει ποτέ να σ’ αγαπήσει. Στην Εκκλησία όμως συμβαίνει το αντίθετο. Δεν έχουμε σχέση με καμιά θεωρία και ο Λόγος δεν έγινε ιδεολογία ή φιλοσοφία αλλά ο Λόγος σαρξ εγένετο. Ο Λόγος έγινε άνθρωπος ακριβώς, για να μπορέσουμε και εμείς να τον αγαπήσουμε. Και όταν τον αγαπήσουμε, τότε θα καταλάβουμε ότι Αυτός αγάπησε εμάς προηγουμένως κατά τρόπο απερίγραπτο. «Ἡμεῖς ἀγαπῶμεν αὐτὸν ὅτι αὐτὸς πρῶτος ἠγάπησεν ἡμᾶς» λέει ο Απόστολος. Αυτό είναι το μυστήριο και το γεγονός το οποίο επιτελείται μέσα στην Εκκλησία. Γι’ αυτό ο Χριστός ως ειρήνη του κόσμου έγινε αντικείμενο αγάπης και όχι αντικείμενο πίστεως. Διότι πρέπει να υπερβείς την πίστη και την ελπίδα, για να παραμείνεις μέσα στην αγάπη. Όπως λέει ο Απόστολος στο τέλος καταργείται και η ελπίδα και η πίστη και παραμένει η αγάπη, διότι μόνο η αγάπη είναι γεγονός εμπειρικό, οντολογικό με το οποίο αισθάνεται ο άνθρωπος ότι όντως είναι ενωμένος με τον Θεό. Αυτή την πορεία βάδισαν όλοι όσοι από τότε που γεννήθηκε ο Χριστός τον αγάπησαν ως το τέλος.
Ο Πρωτομάρτυρας Στέφανος σφράγισε αυτή την αγάπη προς τον Κύριο με τον τρόπο κατά τον οποίο ομοίασε μ’ Αυτόν. Στις Πράξεις των Αποστόλων αναφέρεται πως, όταν τον συνέλαβαν διότι κήρυττε τον Χριστό, την ώρα της δίκης και ομολογίας του ενώπιον του δικαστηρίου έλαμψε το πρόσωπο αυτού όπως το πρόσωπο αγγέλου. Αυτοί τον καταδίκασαν σε θάνατο και τον οδήγησαν στον τόπο της εκτέλεσής του και τον λιθοβόλησαν, γιατί αυτό ήταν επιβεβλημένο από τον Μωσαϊκό νόμο για αυτούς που ήταν πάρα πολύ ασεβείς και αμαρτωλοί. Κι όμως ο Στέφανος πλήρης Πνεύματος Αγίου, παρόλο που ήταν φρικτός ο θάνατός του, προσευχόταν όχι για τον εαυτό του αλλά υπέρ του κόσμου, όπως ο Χριστός προσευχόταν πάνω στον σταυρό, λέγοντας: «Κύριε, μὴ στήσεις αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην». Από τότε λοιπόν που ο Χριστός ήρθε στον κόσμο και έφερε ειρήνη, εκατομμύρια μάρτυρες έδωσαν τη ζωή τους γι’ αυτή την πίστη τους στον Χριστό, γιατί όντως αγάπησαν τον Χριστό και γεύθηκαν τη μεγάλη αγάπη Του. Γιατί η αγάπη του Χριστού μίλησε στις καρδιές των ανθρώπων αυτών.
Όλα αυτά που γιορτάζουμε σαν επετείους για τους Αγίους και μάρτυρες δεν είναι επέτειοι μνήμης, αλλά είναι παρόντα τα γεγονότα αυτά στη δική τους ζωή. Γιατί τα γεγονότα των εορτών της Εκκλησίας ήταν γι’ αυτούς κρίσεις. Έκριναν τη ζωή τους βάσει της ζωής του Κυρίου. Δεν περνούσαν αυτές τις μέρες επιπόλαια, αλλά εισέρχονταν στο βάθος των νοημάτων και εκεί δίκαζαν και έκριναν τον εαυτό τους. Έβαζαν από τη μία τον Χριστό, τη φάτνη, την ταπείνωση, την αφάνεια, τη σιωπή, την απόρριψη, την πτωχεία, την ευτέλεια και από την άλλη έβαζαν τον δικό τους εαυτό και έτσι τον έκριναν.
Ο Κύριός μας το ξεκαθάρισε μέσα από την εμπειρία των Αποστόλων και όλων των Αγίων ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρχει το Πνεύμα το Άγιον μέσα μας και εμείς να μην έχουμε τους καρπούς του. Και για να μην δικαιολογούμαστε μας είπε ξεκάθαρα ότι ο καρπός του Πνεύματος είναι: «ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθοσύνη, πίστης, πραότης, ἐγκράτεια». Πάρε λοιπόν αυτό τον καρπό, αυτόν που σημαίνει ότι είναι το Πνεύμα το Άγιον μέσα μας και εξέτασε τον εαυτό σου. Μπορούμε να κρίνουμε τον εαυτό μας και να δούμε που βρισκόμαστε. Αυτή η κρίση είναι επιβεβλημένη και σωτήριος και αυτές οι άγιες μέρες και εορτές αν λειτουργούν σε μας ως κρίσεις της ζωής μας, τότε μπορούμε να πούμε πραγματικά ότι είναι σωτήριες, διότι μας δίνουν και αφορμή πνευματικού αγώνος μέσα από τη μετάνοια, ταπείνωση και την αλλαγή της ζωής, αλλά ταυτόχρονα μας δίνουν ένα έναυσμα να εκζητήσουμε με πολλή αγάπη το έλεος του Θεού. Αφού αισθανθούμε ότι είμαστε ο λαός ο καθήμενος εν σκότει, τότε κι εμείς θα πούμε: «ποῦ γὰρ εἶχε τὸ φῶς σου λάμψαι εἰμή τοῖς ἐν σκότει καθημένοις». Πού θα λάμψεις το φως σου, Θεέ μου, παρά μόνο σε αυτούς που ζουν στο σκοτάδι. Όταν αισθάνομαι ότι είμαι στο σκοτάδι, θα εκζητήσω το φως. Εάν όμως έχω την απάτη ότι είμαι μες στο φως, τότε ουδέποτε θα δω το φως το αληθινό, αφού έχω το φως το χειροπιαστό.