Δέν είναι λίγοι. Τελευταία όλο καπληθαίνουν! Οί άνθρωποι που τά άδιέξοδα του βίου τούς συμπνίγουν. Που οι αντιξοότητες της ζωής κυριολεκτικά τους τσακίζουν. Πού ό πόνος τους κατατρώγει. Ανεργία, ανέχεια οικονομική, άρρώστιες ανίατες καί βασανιστικές, κι όλα αύτά κάποτε όλα μαζί. Καί κάτι άκόμη πιό έξοντωτικό: νά μήν είσαι έστω μόνος σου άλλά νά έξαρτώνται καί νά περιμένουν καί άλλοι άπό σένα: γυναίκα, παιδιά, γονείς!
Καί τότε δέν είναι λίγες οί φορές πού αύθόρμητα άναδύεται στά χείλη όχι μόνο των βασανισμένων άνθρώπων άλλά καί όλων όσοι άντιλαμβάνονται τόν πόνο τους: Τί νόημα έχει μιά τέτοια ζωή; Γιατί πραγματικά νά ζοϋν αύτοί οί άνθρωποι; Τί σκοπό έχει ή ζωή τους;
Βέβαια δέν είναι εύκολο νά διατυπώσει κανείς κάποια σκέψη πού άφοπλιστικά θά άπαντήσει στό βασανιστικό αύτό έρώτημα. Ούτε είναι εύκολο νά διώξει κανείς τήν άπογοήτευση καί τή θλίψη, όταν αύτή παραμένει αγιάτρευτη καί γεννά συνεχώς αύτό τό βασανιστικό καί άναπάντητο έρώτημα. Όμως όσο άνίσχυρος παραμένει ό οποιοσδήποτε παρηγορητικός άνθρώπινος λόγος γιά νά στηρίξει τόν άνθρωπο έκεΐνον πού σηκώνει τόσο μεγάλο σταυρό στή ζωή του, τόσο ένισχυτικός καί βοηθητικός μπορεί νά φανεί ό λόγος έκεΐνος τού πολυάθλου καί άγωνιστοΰ τής ύπομονής καί καρτερίας Ίώβ. Γιατί ή γυναίκα τοϋ Ίώβ παρόμοιες σκέψεις διατύπωνε καί πανομοιότυπα έρωτήματα έξέφραζε πρός τόν σύζυγό της:
-Μάταια έλπίζεις καί περιμένεις ν’ άπαλλαγεΐς άπό τά βάσανά σου, τοϋ έλεγε. Πού είναι τά παιδιά σου; Δέκα παιδιά, πού μέ κόπους τά γέννησα καί τά μεγάλωσα! Ποιος θά σέ θυμάται ύστερα άπό λίγο όταν πεθάνεις; Έσύ είσαι γεμάτος πληγές καί κάθεσαι έπάνω στή σαπίλα τών σκουληκιών καί περνάς τή νύχτα έξω στό ύπαιθρο. Κι έγώ αναγκάζομαι νά γυρίζω άπό δω κι άπό κεΐ καί νά ζητιανεύω γιά νά ζήσω.
Τί τή θέλεις τέτοια ζωή; Βλασφήμησε τόν Θεό, πού σέ κάνει νά ύποφέρεις τόσο πολύ, καί δώσε έπιτέλους ένα τέλος στήν άθλια καί άνυπόφορη ζωή σου (Ιώβ β’ 9). Αλλ’ έκεΐνος ό ήρωας τής πίστεως καί τής ύπομονής δέν έστερξε νά άποδεχθεΐ τις προτροπές τής συζύγου του, παρόλο πού φαίνονταν λογικές.
-Δέν τό περίμενα ν’ άκούσω τέτοια λόγια άπό σένα! Αύτά πού λές μόνο άνόητοι καί απερίσκεπτοι άνθρωποι τά ύποστηρίζουν. Εμείς πού τόσα καλά είχαμε δεχθεί άπό τόν Θεό δέν πρέπει τώρα νά ύπομείνουμε καί τά δυσάρεστα, τά όποια ό ίδιος ό Θεός έπιτρέπει νά δοκιμάζουμε;
Αν ήταν λόγος ένός άνθρώπου πού έπιδιώκει νά σέ στηρίξει καί νά σοΰ συμπαρασταθεί, θά ’χες κάθε δικαίωμα νά τόν άντιπαρέλθεις. Νά τόν άρνηθεΐς. Νά τόν κακοχαρακτηρίσεις ίσως. Τώρα όμως; Τώρα πού αύτά τά λόγια βγαίνουν άπό τά χείλη καί τήν πιστή καρδιά ένός κατ’ έξοχήν πονεμένου καί τσακισμένου άνθρώπου, μήπως πρέπει περισσότερο νά τά προσέξεις;
Εσύ πού τά βάσανα καί τ’ άδιέξοδα σ’ έχουν κυριολεκτικά πλακώσει καί άσφυκτιάς.
Εσύ πού διαρκώς άπορεΐς: τί νόημα έχει μιά τέτοια ζωή;
Αλλά κι έσύ ό όποιος παρατηρείς καί συμπάσχεις μέ τόν διπλανό σου καί παρόμοια άπορεΐς γιά τή ζωή του. Γιατί τέτοιου είδους έρωτήματα μήν περιμένεις νά βρουν άλλου είδους άπάντηση.
Τέτοια έρωτήματα άπαντώνται μόνο μέ τήν πίστη. Μέ τήν έμπιστοσύνη στόν Κύριο των δυνάμεων. Τόν Θεό τής άγάπης. Αύτόν πού συνέχει καί συγκρατεΐ όλο τό σύμπαν. Αύτόν πού μεριμνά γιά τήν τροψή τών πετεινών τού ούρανοΰ. Αύτός ξέρει.
Μόνο μέ τήν πίστη σ’ Αύτόν βρίσκει κανείς νόημα, σκοπό καί προοπτική σέ μιά ζωή γεμάτη βάσανα καί ταλαιπωρίες. Διότι «ούκ άξια τά παθήματα του νυν καιρού πρός τήν μέλλουσαν δόξαν άποκαλυφθήναι εις ήμάς» (Ρωμ. η’ 18). Τά όσα πάσχουμε καί ύποφέρουμε τώρα ώς πιστοί μαθητές τού Κυρίου μας, είναι ένα τίποτα, έάν συγκριθοΰν μέ τή δόξα καί τή λαμπρότητα ή όποια μάς περιμένει στή Βασιλεία τών ούρανών.
Έχει λοιπόν νόημα ή ζωή καί τού πιό βασανισμένου άνθρώπου. Είναι μιά πρόκληση γιά άγώνα ύπομονής, καρτερίας καί πίστεως. Καί γιά όλους τούς άλλους πού άποροϋν γιά τό νόημα τής ταλαίπωρης ζωής του, είναι μιά άλλη πρόσκληση γιά έμπρακτη άγάπη. Γιά ειλικρινές ένδιαφέρον. Γιά συμπαράσταση καί φιλανθρωπία.