Ό χαράσσων τάς γραμμάς αύτάς προέρχεται από τάς τάξεις του Έφημεριακού Κλήρου καΐ ειχε τήν τιμήν νά έργασθή επ’ άρκετόν ως Προϊστάμενος του ‘Έφημεριακοϋ Κλήρου μιας μεγάλης επαρχίας. Διά τοϋτο και δύναται νά ΐσχυρισθή ότι γνωρίζει και τά προβλήματα και τάς δυνατότητας της δράσεως τών ‘Εφημερίων, τών οποίων ή θέσις καΐ ή αποστολή δέν παΰει νά είναι υψηλή καΐ μεγάλη, οσον δήποτε μικρά και ταπεινή καΐ αν είναι ή ενορία, πού εξυπηρετούν, και όσονδήποτε ολίγα και αν είναι τά «μορφωτικά» των προσόντα. Διότι όλοι έπήραμεν κατά τήν φρικτήν ώραν τής χειροτονίας τήν «ιεράν παρακαταθήκην» εις τάς τρέμουσας από δέος και συγκίνησιν χείράς μας και όλοι εκλήθημεν διά νά είμεθα «τό φώς» και «τό άλας» και όλοι —είτε τό θέλομεν είτε όχι’ εϊτε τό γνωρίζομεν, είτε όχι’ είτε μας τό λέγουν είτε οχι— ολοι είμεθα «πόλις επάνω όρους κειμένη», υπόχρεοι νά γινιομεθα «τΰποι τών πιστών» κατά τόν μέγαν Παΰλον, και μάλιστα «έν πάσιν».
“Αν αυτό τό τελευταΐον το εχωμεν όλοι υπ’ όψει, καΐ πράγματι, έπιδιώκωμεν και προσπαθούμεν νά γινώμεθα «τύπος τών πιστών έν πάσιν», ιδού ή πρώτη μεγάλη υπηρεσία, πού έχομεν νά προσφέρωμεν εις τον λαόν τών πιστών, πού μας ένεπιστεύθη ό Θεός. Αύτη ή υπηρεσία είναι ή μάλλον αποτελεσματική, τόσον αποτελεσματική, όσον ισχυρότερα είναι ή δύναμις τοΰ ζωντανού παραδείγματος από κάθε άλλο, ώς «ζώσα και σιωπώσα διδασκαλία», πού τόσον εξύμνησαν οί μεγάλοι Πατέρες τής Εκκλησίας μας.
Ποτέ δεν θά λησμνήσω τήν άγίαν φυσιογνωμίαν ενός κυρτωμένου από τό γήρας σεβασμίου λευΐτου, πού έγνώρισα ώς πνευματικόν τών γονέων μου εις τήν παιδικήν μου ήλικίαν. Ητο μάλλον αγένειος καΐ άσχημος και κάθε άλλο παρά επιβλητικός εις τήν έξωτερικήν του έμφάνισιν και είχε τό φυσικόν ελάττωμα νά μή δύναται νά προφέρη καλά τό «σ». Ουτε εγνώριζε πολλά γράμματα… Ήτο όμως άφωσιωμένος εις τό ίερατικόν του χρέος, είχε πίστιν και φόβον Θεού, ειχε βαθειαν εύλάβειαν, ή όποια, εντελώς φυσική καΐ απροσποίητος, διεφαίνετο εις κάθε τελετουργικήν του πράξιν — ακόμη καΐ εις τάς απλουστέρας τελετάς τών καθημερινών, ακόμη και εις τάς μικροτέρας κατ’ οίκον τελετάς. Και ήσθάνεσο, όταν τον έ’βλεπες και όταν τον ήκουες, οτι πραγματικά έλάτρευε τον Θεόν και αληθινά εμεσίτευε διά τους πιστούς. Ό άνθρωπος εκείνος ύπήρξεν και εις τήν όλην του ζωήν αληθινός «τύπος τών πιστών», διότι ουδέποτε έπέτρεψεν εις τον εαυτόν του και εις τούς περί αύτόν τίποτε από ό,τι ήτο δυνατόν —έστω και μακρόθεν— νά προκαλέση παρεξήγησιν ή σκάνδαλον και ήτο επί πλέον άπληστος εις τήν μελέτην και εις τήν μάθησιν και απολύτως τακτικός εις τά ιερατικά του καθήκοντα, μέ βαθειαν εύλάβειαν καΐ με φόβον Θεού εισερχόμενος εις τον Ναόν. Δεν θά τον λησμονήσω ποτέ’ είναι ή ίερωτέρα άνάμνησις πού εχω διατηρήσει από τά παιδικά μου χρόνια, ή οποία εξακολουθεί νά ζή μέσα εις τήν ψυχήν μου και νά μέ διδάσκη ακόμη. Και ενθυμούμαι όσα ήκουα δι’ αύτόν από τότε και ιδιαιτέρως διά τήν πνευματικήν χαράν και τήν ίκανοποίησιν, πού άφινε εις όλους μας, όταν έφευγε από τό σπίτι μας μετά τήν τέλεσιν τού μηνιαίου «αγιασμού». Αιωνία του ή μνήμη !
Και μόνον τέτοιος αν είναι ό Κληρικός, δύναται νά προσφέρη — χωρίς νά τo αντιλαμβάνεται — την μεγαλυτέραν ύπηρεσίαν εις τo ποίμνιόν του.
Άλλα δεν είναι μόνον αυτό, πού ημπορεί νά προσφέρη σήμερον ό Εφημέριος, έστω καΐ αν στερείται των γραμματικών προσόντων. Ή πείρα εχει διδάξει ότι και άλλα πολλά, παραλλήλως προς αυτό, δύναται νά προσφέρη ό ευλαβής και ζηλωτής ‘Ιερεύς. ‘Αρκεί νά τό άντιληφθη, νά το θέληση και νά τό έπιδιοξη μέ ταπείνωσιν, μέ πίστιν και μέ άγάπην.
Περί τούτων όμως άλλοτε.
Ε. Γ. Μ.
– «Τίς σοφάς καΐ επιστήμων έν ύμϊν ; Δειξάτω έκ τής καλής αναστροφής τά εργα αυτοΰ έν πραδτητι σοφίας». (‘Ιάκωβος ΆξελφόΘεος : 3, 13)
-«ΟΙδά σου τά εργα και τήν θλΐψιν καΐ τήν πτωχείαν αλλά πλούσιος εϊ». (Άποκάλυψις 2, 9)