του Αρχιμ. Γρηγορίου Κωνσταντίνου, Δρ. Θεολογίας
Ἡ παροῦσα ἔρευνα προσανατολίζεται στὸ ζήτημα ποὺ ἔχει σχέση μὲ τὴν ἠθικότητα τοῦ ὀνείρου παρουσιάζοντας δύο ἀντικρουόμενες θέσεις στὶς ὁποῖες ἐπιχειρεῖται νὰ ἐξηγηθεῖ ἡ προέλευση τῶν ἀνήθικων ὀνείρων. Τὸ πρόβλημα τίθεται στὶς πνευματικὲς λειτουργίες, στὸ κατὰ πόσο δηλαδὴ αὐτὲς εἶναι ἀμέτοχες ἢ ἂν τελικὰ συμβαίνουν. Ἡ θέση τοῦ Φρόυντ τεκμηριώνεται μὲ τὴν παρατήρηση ὅτι καὶ οἱ δύο πλευρὲς ἐμφανίζουν ἀσυνέπειες. Στὴν πρώτη περίπτωση θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε πὼς πρόκειται γιὰ μιά θέση ποὺ στερεῖται περιεχομένου. Διότι δὲν ἔχει καμία λογικὴ ἀξία νὰ ἀναζητοῦμε σημασία στὰ ἀνήθικα ὄνειρα ἐφόσον ἡ ἠθικὴ προσωπικότητα τοῦ ὑποκειμένου στὸ ὄνειρο ἔχει ἐκμηδενιστεῖ, καὶ ἔτσι αὐτὸς ποὺ ὀνειρεύεται δὲν εὐθύνεται γι’ αὐτὰ ποὺ βλέπει καὶ τὴ διαστροφή τους, καθὼς διαστροφὴ τοῦ ὀνείρου δὲν σημαίνει αὐτόματα καὶ διὰ στροφικὴ φύση τοῦ ὀνειρεμένου. Ὁ χαρακτήρας τοῦ ὀνείρου παριστάνει μὲ δραματικὸ τρόπο τὰ γεγονότα ὅπου συντελεῖται ἡ συσσώρευση τῶν πιὸ πολύπλοκων στοχασμῶν μέσα στὸ μικρότερο χρονικὸ διάστημα. Ἔχουμε ἀπώλεια ἀξίας καὶ σύγχυση εἰκόνων. Στὴ δεύτερη περίπτωση ὅσοι διατείνονται ὅτι ἡ κατηγορικὴ προστακτικὴ συνεχίζει καὶ στὸ ὄνειρο ἔχουν τὴν ὑποχρέωση νὰ δεχτοῦν «ἀπόλυτα τὴν εὐθύνη τῶν ἀνήθικων ὀνείρων», ὁπότε τὸ εὐκταῖο θὰ ἦταν νὰ βλέπουν ὄνειρα ποὺ νὰ ἐπιβεβαιώνουν τὴν ἀρετή τους. Ἡ ἔρευνα ἐπικεντρώνεται στὴν «ἀνάλυση τοῦ μίγματος τῆς ἀποδοχῆς ἢ τῆς ἄρνησης τῆς εὐθύνης ἀπέναντι στὸ ἠθικὸ περιεχόμενο τοῦ ὀνείρου».
Στὴ συνέχεια ἀναφέρεται ὁ Χίντεμπραντ ὁ ὁποῖος ἐντοπίζει ἔστω καὶ στὸ ἐλάχιστο πώς οἱ ἀρχικὲς ἀφορμὲς τοῦ ὀνείρου νὰ ἔχουν ληφθεῖ ἀπὸ τὸ πνεῦμα στὴν ἐγρήγορση, «μὲ μορφὴ εὐχῆς, ἐπιθυμίας, συγκίνησης», ἀπ’ ὅπου συνάγεται τὸ συμπέρασμα ὅτι τὸ ὄνειρο δὲν κάνει τίποτε περισσότερο άπ’ τὸ νὰ ἀναπαριστᾶ μία κίνηση μὲ βάση τὸ προσφερόμενο ὑλικό τό ὁποῖο καὶ δραματοποιεῖ. Ἐνῶ ὅταν ξυπνήσουμε μποροῦμε κάλλιστα νὰ διώξουμε τὶς εἰκόνες τοῦ ἀνήθικου ὀνείρου δὲ μποροῦμε ὅμως νὰ κάνουμε τὸ ἴδιο καὶ γιὰ τὸ ἀρχικὸ ὑλικὸ σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο σχηματίζονται. Ὡς πηγὴ ἀνηθικότητας τοῦ ὀνείρου νοοῦνται οἱ κακὲς παρορμήσεις «ποὺ διαπερνοῦν κάθε μέρα τὴν συνείδησή μας μὲ τὴ μορφὴ πειρασμῶν». Τὸ ὄνειρο λοιπὸν μᾶς φανερώνει τὶς σκοτεινὲς πτυχὲς τοῦ Εἶναι μας, ποὺ δὲν εἶναι προσβάσιμες σὲ κατάσταση ἐγρήγορσης. Μὲ αὐτὴ τὴν ἐπισήμανση θίγεται ἡ ψυχολογικὴ σημασία τῆς «ἀποστολῆς» τοῦ ὀνείρου τὸ ὁποῖο γίνεται ὁ «μαρτυριάρης» τῶν πραγματικῶν μας διαθέσεων.
Οἱ ἀγνοημένες καὶ παραμελημένες εἰκόνες στὴν ἐγρήγορση παρουσιάζονται στὸ ὄνειρο νὰ ἔρχονται νὰ ἐπιβεβαιώσουν παρορμήσεις ποὺ ἀρνεῖται ἡ ἠθική μας ὑπόσταση. Οἱ παραστάσεις αὐτὲς λαμβάνονται ὡς ἀκούσιες καὶ ἀπαντοῦν σὲ «ἐκείνη τὴ μάζα τῶν εἰκόνων ποὺ ἡ ἐμφάνισή τους μᾶς ἐκπλήττει στὰ ἀνήθικα ὄνειρα ὅπως καὶ στὰ παράλογα ὄνειρα». Ἡ διαφορὰ μεταξύ των δύο κατηγοριῶν ἐντοπίζεται στὸ ὅτι ἀπὸ ἠθικὴ ἄποψη οἱ παραστάσεις εἶναι ἀντιφατικὲς ὡς πρὸς τὸν τρόπο σκέψης μας, ἐνῶ ἀπὸ τὴ λογικὴ κρίνονται ἀλλόκοτες. Ἡ ἐπιστημονικὴ ἐξήγηση ὡς πρὸς αὐτὸ τὸ ζήτημα παραμένει αἴτημα ἀνεκπλήρωτο.
Μία τάση ἀποδίδει τὶς ἀκούσιες «ἀναπαραστάσεις» τοῦ ὀνείρου, σὲ αὐτὲς ποὺ ἀνήκουν στὴν ὁμάδα τῶν καταπνιγμένων παραστάσεων τῆς ἡμέρας μὲ ἀποτέλεσμα ἡ ἐπανεμφάνισή τους νὰ ἑρμηνεύεται ὡς ψυχικὸ φαινόμενο. Ἡ δεύτερη τάση τὶς θεωρεῖ ὡς «μιὰ μηχανικὴ διεργασία εἰκόνων ποὺ κινοῦνται αὐτόματα ἀφοῦ ἡ βουλητικὴ δραστηριότητα ἔχει σταματήσει». Συνεπῶς τὸ ὄνειρο εἶναι μέρος ἑνὸς ψυχικοῦ αὐτοματισμοῦ, διάφορου μιᾶς ψυχικῆς δραστηριότητας. Σὲ αὐτὴν τὴν περίπτωση τὸ συνολικὸ ὄνειρο εἶναι πράγμα παραισθητικὸ ποὺ δὲν ἀπαντάει στὴ διαπίστωση τοῦ Στρίγκερ ποὺ λέει. «Ἂν στὸ ὄνειρο φοβόμαστε τοὺς κλέφτες οἱ κλέφτες εἶναι φανταστικοί, ἀλλὰ ὁ φόβος εἶναι πραγματικός», καὶ μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο ἐφιστᾶ τὴν προσοχή μας ποὺ προϋποθέτει ἱκανότητα διάκρισης τῶν μεταμορφώσεων τῆς καθημερινότητας ἀπὸ αὐτὲς τοῦ ὀνείρου. Τὸ ἐρώτημα ὅμως ποὺ προβάλλει εἶναι τὸ ἂν ὑπάρχει κάτι τὸ ἀληθινὸ στὰ ψυχικὰ γεγονότα τοῦ ὀνείρου ἢ ἂν κάτι ἀπὸ αὐτὰ μπορεῖ νὰ ἀποδοθεῖ στὰ ἐν ἐγρήγορση ψυχικὰ συμβάντα.