Γράφει ο Μ. Γ. Βαρβούνης, Καθηγητής Λαογραφίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης
Συχνά πυκνά, ιδίως κατά τις περιόδους των μεγάλων εορτών του ελληνορθόδοξου εορτολογίου μας, κατά προτίμηση στις περιόδους του Δωδεκαημέρου και των εορτών του Πάσχα, εμφανίζονται άρθρα σε έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα μαζικής επικοινωνίας και ενημέρωσης, γύρω από τις δήθεν «παγανιστικές ρίζες» του χριστιανισμού και των επιμέρους στοιχείων των ορθόδοξων χριστιανικών τελετουργιών. Αρθρα που με τον τόνο τους εμφανίζονται να ασκούν μία ιδιότυπη πολεμική εναντίον του χριστιανισμού και τα οποία ενίοτε κλονίζουν την πίστη ορισμένων συνανθρώπων μας που είναι επί του ζητήματος ανενημέρωτοι.
Η θρησκειολογία παραδέχεται ότι δεν υπάρχει στις θρησκείες, και ιδίως στα τελετουργικά τους συστήματα παρθενογένεση. Η μία αντλεί από την άλλη, δεδομένου ότι εν πολλοίς η έκφραση του θρησκευτικού συναισθήματος είναι ζήτημα και πολιτισμικής παραδόσεως. Αν όμως αυτό ισχύει για τα εξωτερικά και τα επιμέρους, για τις τελετές και τις τελετουργίες, δεν συμβαίνει και για τον πυρήνα της πίστης, που μένει σταθερός και αναλλοίωτος, ιδίως σε περιπτώσεις θεϊκής αποκάλυψης στους ανθρώπους. Και ο χριστιανισμός αποτελεί κατεξοχήν αποκάλυψη του Θεού στους ανθρώπους, διά του προσώπου του Υιού και Λόγου του Θεού, που ενηνθρώπισε για τη δική μας σωτηρία, έζησε, δίδαξε, έπαθε, πέθανε στον σταυρό και αναστήθηκε τριήμερος.
Αυτή η αποκάλυψη, μοναδική και ανεπανάληπτη, ήταν φυσικό με το πέρασμα των αιώνων βαθμιαία, όσον αφορά τις εξωτερικές της εκδηλώσεις να θρησκειοποιηθεί και να προσλάβει στοιχεία άλλων θρησκευτικών παραδόσεων, κυρίως δε δεδομένα τελετουργικά από τις παλαιότερες θρησκευτικές παραδόσεις των πιστών της, τα οποία οι ίδιοι μέσα στην αμάθεια και τη δεισιδαιμονία τους συχνά δεν εννοούσαν να αποποιηθούν και να εγκαταλείψουν. Το φαινόμενο αυτό εντόπισε ήδη από τους πρώτους αιώνες η Εκκλησία και το αντιμετώπισε ποιμαντικά και πνευματικά: αφενός μεν τις ομοιότητες με τις προχριστιανικές θρησκευτικές παραδόσεις της Ανατολής τις ενέταξε στο σχήμα του «σπερματικού λόγου», που τεκμηρίωσε ο φιλόσοφος και μάρτυς Ιουστίνος, δηλαδή της διάθλασης αληθειών στους προ Χριστού χρόνους για να προετοιμαστεί ο κόσμος για την αποδοχή του μυστηρίου της Θείας Οικονομίας, αφετέρου δε με τη θεωρία της μεταστοιχείωσης των λαϊκών παγανιστικών στοιχείων, που επικράτησε στη σκέψη και την πρακτική τόσο των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων που ασχολήθηκαν με τα ζητήματα αυτά, όσο και στο έργο μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας, με χαρακτηριστικότερη ίσως την περίπτωση του ιερού Χρυσοστόμου.
Αυτό σημαίνει ότι πολλά προχριστιανικά στοιχεία, όπως λ.χ. η χρήση στεφάνων κατά τον γάμο και πολλές επικήδειες και επιτάφιες εθιμικές πρακτικές, εντάχθηκαν στο σύστημα της λαϊκής λατρείας, προερχόμενα από προχριστιανικές λατρευτικές θρησκευτικές παραδόσεις, αλλά έχοντας αποκτήσει νέο νόημα και τελετουργικό περιεχόμενο. Για παράδειγμα, τα στέφανα του γάμου συμβολίζουν στο χριστιανικό μυστήριο την επιβράβευση των νεονύμφων που ήθλησαν καλώς εν εγκρατεία, για να φτάσουν στην ώρα της ενώπιον του Θεού ένωσής τους, με την ευλογία της Εκκλησίας.
Πρόκειται λοιπόν για επιβιώσεις στοιχείων που έχουν όμως νέο περιεχόμενο. Αλλά και στις περιπτώσεις των προχριστιανικών επιβιώσεων που δεν εντάχθηκαν στο σχήμα αυτό αλλά απορρίφθηκαν από την Εκκλησία, όπως αυτές αναλυτικά καταγράφονται στους Κανόνες των Συνόδων και συμπεριλαμβάνονται στο «Πηδάλιον», πρέπει να σημειώσουμε ότι αυτές τελούνται από μερίδα του λαού με πλήρη πεποίθηση και πίστη – λανθασμένη αλλά οπωσδήποτε εδραία – ότι γίνονται προς τιμήν των αγίων, και πάντως στα όρια της εκκλησιαστικής ζωής, άρα δεν αποτελούν αποδείξεις απιστίας ή θρησκευτικής χαλαρότητας, αλλά τουναντίον συνιστούν εκφράσεις λαϊκής πίστης, έστω και σε λανθασμένη βάση.
Αυτά πρέπει να τα έχουμε υπόψη, όταν ακούμε για προχριστιανικές επιβιώσεις στο λαϊκό ή στο εκκλησιαστικό θρησκευτικό τελετουργικό. Η παρέλευση δύο χιλιετιών τις οποίες μελετούν εξειδικευμένοι επιστήμονες, έχει οπωσδήποτε αφήσει τα σημάδια της στην πολιτισμική και λατρευτική συνέχεια και χρειάζονται επίσης ειδικές γνώσεις ώστε αυτές να ερμηνευθούν. Σε καμία όμως περίπτωση δεν πρέπει να αποτελούν αντικείμενα προπαγανδιστικής προχειρολογίας, ούτε λαϊκά αναγνώσματα αμφίβολης αξιοπιστίας, γιατί τότε δεν ενημερώνουν αλλά μόνο κακό προξενούν. Γι’ αυτό και χρειάζεται κριτική εξέταση όσων διαβάζουμε και κυρίως των πηγών από τις οποίες προέρχονται και των μελετητών που υπογράφουν τα ανάλογα κείμενα.
Εφημερίδα «Κιβωτός της Ορθοδοξίας»