του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ελευθερουπόλεως κ. Χρυσοστόμου
«οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; οἱ δὲ ἐννέα ποῦ;» (Λουκᾶ 17,17)
Τὸ ἐρώτημα, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, τὸ εὔλογο καὶ ἀναμενόμενο τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἀπηύθυνε σὲ ὅσους κάποια ἡμέρα Τὸν περιεστοίχιζαν, τὸ ἐρώτημα τό σχετικό μὲ τή θαυματουργική θεραπεία τῶν δέκα λεπρῶν, πού ἀναφέρει τό σημερινό Εὐαγγέλιο, κινεῖ καὶ πάλι τὸ ἐνδιαφέρον μας. Τὸ γεμᾶτο παράπονο καὶ ἀπορία ἐρώτημά Του «μήπως δὲν ἐθεραπεύθηκαν καὶ οἱ δέκα λεπροί; Ποῦ εἶναι, λοιπόν, οἱ ἐννέα».
Ὄχι, Κύριε, θὰ τοῦ ἀποκρίθηκαν ἀσφαλῶς οἱ πιστοὶ μαθητές Του. Καὶ οἱ δέκα λεπροί, ποὺ πρὶν λίγο μὲ ἀγωνία καὶ πόνο σὲ παρακαλοῦσαν ἀπὸ μακρυά, φωνάζοντας μὲ τὴ ραγισμένη, ἀγχώδη φωνή τους, «Ἰησοῦ, ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς», λυτρώθηκαν ἀπὸ τὴ μάστιγά τους τὴ θανατηφόρα, ἀπό τή λέπρα καὶ ἀπέκτησαν καὶ πάλι τὴν ὑγεία τους. Τὸ δέρμα τους τὸ καταφαγωμένο ἀπὸ τὴν φοβερὴ ἀσθένεια, ἔγινε καὶ πάλι «ὡς παιδαρίου», καθαρὸ καὶ λεῖο σὰν τὸ δέρμα τὸ ἁπαλό τοῦ παιδιοῦ.
Δέσποτα Χριστὲ καὶ Πολυέλεε Κύριε, καὶ οἱ δέκα λεπροὶ ἐθεραπεύθησαν. Ἀλλὰ μόνο ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ἦτο εὐγνώμων. Οἱ ἐννέα, ποὺ περίμενες, ἦσαν ἀχάριστοι ἄνθρωποι! Σὲ ξέχασαν μέσα στὴν εὐτυχία τους. Σὲ λησμόνησαν, Χριστὲ Βασιλεῦ!
Δυστυχῶς πρέπει νὰ ποῦμε ἡ ὄχι εὐχάριστη αὐτὴ ἱστορία καὶ ἡ κατάπτυστη ἀνθρώπινη συμπεριφορὰ ἀπέναντι στὸν Εὐεργέτη Χριστὸ ἔμελλε νὰ ἐπαναλαμβάνεται τραγικὰ χωρίς τέλος μέσα στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία. Στὴν καθημερινὴ ζωή. Τόσο δυστυχῶς συνηθισμένο κοινωνικὸ καὶ ἠθικὸ φαινόμενο εἶναι ἡ ἀχαριστία τῶν ἀνθρώπων!
Ἀκόμη καὶ μέσα στὸν ἱερὸ χῶρο τῆς οἰκογενείας, ὅπου οἱ δεσμοὶ εἶναι ἐκ φύσεως πιὸ δυνατοὶ καὶ ἡ εὐεργεσία πιὸ ἐμφανής. Ἀκόμη καὶ στὶς οἰκογενειακὲς σχέσεις τὸ ποσοστὸ κάποτε δὲν διαφέρει ἀπὸ τὸ ποσοστὸ εὐγνωμοσύνης καὶ ἀγνωμοσύνης, ποὺ εἴδαμε σήμερα στὸ Εὐαγγέλιό μας, μὲ τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας τῶν δέκα λεπρῶν.
Σὲ κάθε φυσιολογικὴ οἰκογένεια ὅλα τὰ παιδιὰ ἀπολαμβάνουν τὶς ἴδιες εὐεργεσίες ἀπὸ τοὺς γεννήτορές των. Ὅλα ἔχουν τὸ ἴδιο μερίδιο στὴν φροντίδα, καὶ στὴν στοργὴ τῶν γονέων τους, ὅλα τὴν ἴδια τράπεζα ἀπήλαυσαν, τὸ ἴδιο πατρικὸ ἐνδιαφέρον ἐβίωσαν γιὰ τὴν ἀποκατάστασή τους, γιὰ νὰ πορευθοῦν μὲ ψηλὰ τὸ κεφάλι μέσα στὴν κοινωνία.Οἱ ἐξαιρέσεις εἶναι ἐλάχιστες.
Παρὰ ταῦτα ὅλα τά παιδιά δὲν δείχνουν τὸ ἴδιο ἐνδιαφέρον καὶ τὴν ἴδια τιμὴ καὶ φροντίδα γιὰ ἐκείνους ποὺ τοὺς ἔφεραν στὸν κόσμο. Μερικὰ παιδιὰ ἀπορροφημένα ἀπὸ τὴν ἔγνοια γιὰ τὴν ἰδικὴ τους οἰκογένεια λησμονοῦν καὶ πατέρα καὶ μητέρα. Οὔτε κἄν τοὺς ἐπισκέπτονται νὰ τοὺς ποῦν μία καλημέρα ἤ νὰ τοὺς προσφέρουν τὸ ἐλάχιστο, πού μποροῦν. Ὦ! τί σκληρότητα! Ὦ! τί ἀπανθρωπία! Περνοῦν τὰ χρόνια, τὸ τέλος τὸ ἐπίγειο πλησιάζει καὶ οἱ δυστυχεῖς γονεῖς δὲν βλέπουν κἄν τὸ παιδί, ποὺ ἔφεραν στὸν κόσμο καὶ μὲ χίλια βάσανα τὸ ἐμεγάλωσαν. Καὶ ἡ ψυχὴ τῶν γονέων γεμίζει φαρμάκι ἀπὸ τὴν ἀστοργία τῶν ἀχάριστων παιδιῶν τους.
Καὶ τότε μέσα στὴν πικρία τους ἐπαναλαμβάνουν τὸ παραπονετικό ἐρώτημα τοῦ Χριστοῦ μας. «Μήπως δυὸ παιδιά, τρία, τέσσερα δὲν μοῦ ἔδωσες, Κύριε; Ποῦ εἶναι τὸ ἕνα, τὰ δύο;… Γιατί, γιὰ ὅλα δὲν κουράσθηκα,δέν ξαγρύπνησα καὶ δὲν πόνεσα;». Καὶ δὲν ἀποκλείεται, νὰ φθάση τὸ ἀναπόφευκτο τέλος, νὰ κλείσουν τὰ μάτια καί νά κατέβουν στό τάφο, χωρὶς νὰ ἔχουν δεῖ τὰ ἀχάριστα παιδιά τους.
Βεβαίως τοῦ Θεοῦ Νόμος εἶναι ἀρχαιότατος, πολὺ παλαιός, ὅσο παλαιὸς εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἐπάνω στὴ γῆ, «ἕνεκεν τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα καὶ προσκολληθήσεται πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ…» (Γένεσις 2,24). Ὁ Νόμος ὅμως αὐτὸς τοῦ Θεοῦ μὲ ὅ,τι ὁρίζει θεμελιώνει τὸν θεσμὸ τοῦ γάμου, δὲν ξεθεμελιώνει τὴν ἀγάπη καὶ τὸν σεβασμὸ πρὸς τοὺς γεννήτορες. Ἀπεναντίας μάλιστα τά ἀπαιτεῖ ὅλα αὐτά μὲ τὴν γνωστή μας ἐντολὴ τοῦ Δεκαλόγου, «τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου…». Ἡ δημιουργία τῆς καινούργιας οἰκογένειας δέν ματαιώνει τόν δεσμό μέ τήν πρώτη, τήν πατρική οἰκογένεια.
Εἴθε, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, σὲ κανέναν γονέα νὰ μὴν τύχη ὁ σκληρὸς αὐτὸς κλῆρος, νὰ συναντήσουν στῆς ζωῆς των τὴ δύση ὅ,τι συνάντησε ὁ Κύριός μας μὲ τοὺς δέκα λεπροὺς. Δηλαδὴ κάποια παιδιὰ των νὰ δείξουν ἀπέναντι τους ἀγνωμοσύνη, ἀχάριστη, ἀχαρακτήριστη συμπεριφορά. Εἴθε, κανένας γονέας νὰ μὴ βρεθῆ στὴ θέση τοῦ Κυρίου μας καὶ ἐπαναλάβη τὸ πικρὸ αὐτὸ παράπονο: «οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν, οἱ δὲ ἐννέα ποῦ;». Ὅλα δέν ἦσαν παιδιά μου, γιατί ὅλα δὲν μὲ ἀγαποῦν; Μὴ γένοιτο!