του Αρχιμ. Γρηγορίου Κωνσταντίνου, Δρ. Θεολογίας
Τυπικὰ ὄνειρα λογίζονται τὰ ὄνειρα τῶν ὁποίων ἡ βιωματικὴ ἐμπειρία ἀπαντᾶ στὸ ὑλικὸ ποὺ ἔχει δεῖ ἡ πλειοψηφία τῶν ἀνθρώπων ὁμοιότροπα καὶ μὲ σημασία ποὺ εἶναι κοινὴ σὲ ὅλους. 1ο Ἀναφέρεται: «ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΣΥΓΧΥΣΗΣ ΕΞ ΑΙΤΙΑΣ ΤΗΣ ΓΥΜΝΟΤΗΤΑΣ»
Τὸ ἐνδιαφέρον τῆς φροϋδικῆς ἑρμηνείας στρέφεται στὸ ὄνειρο ὅπου ἡ αἴσθηση τῆς γυμνότητας μᾶς ἀφήνει στενάχωρη ἐντύπωση, καὶ τὸ αἴσθημα ὅτι δὲν εἴμαστε ἱκανοὶ νὰ ἀλλάξουμε αὐτὴ τὴν κατάσταση στεναχώριας καὶ ντροπῆς. Μόνο σὲ αὐτὴ τὴν περίπτωση κρίνεται τὸ ὄνειρο ὡς τυπικό. Στὴν ἐμπειρία αὐτῶν τῶν ὀνειρικῶν παραστάσεων αὐτοὶ μπροστὰ στοὺς ὁποίους ντρεπόμαστε ἐπὶ τὸ πλεῖστον εἶναι ξένοι, ἀλλὰ οὔτε μᾶς χλευάζουν οὔτε μᾶς παρατηροῦν, ἀντιθέτως εἶναι ἀδιάφοροι. Τὸ ἀναμενόμενο εἶναι οἱ ξένοι νὰ μᾶς χλευάσουν ἢ νὰ ἐκνευριστοῦν μὲ αὐτὸ τὸ θέαμα, ὥστε νὰ ὑπάρχει συμφωνία μὲ τὸ αἴσθημα τοῦ ὀνειρεμένου. Ἐδῶ ὅπως ἀντιλαμβανόμεθα παρατηρεῖται μία σαφὴς ἀντίθεση.
Ὁ Φρόυντ προχωρᾶ στὴν ὑπόθεση ὅτι ἡ χλεύη τῶν ξένων παραμερίζεται ἀπὸ τὴν ἱκανοποίηση τῆς ἐπιθυμίας νὰ μὴν μᾶς χλευάσουν, ἀλλὰ στὸ ὅτι ἡ ντροπὴ παραμένει εἶναι ἕνα γεγονὸς ποὺ δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ μᾶς ὑποδείξει πὼς αὐτὸ συμβαίνει καὶ σὲ ποιὰ μορφὴ. Ἀκολουθώντας τὴν ἀλληλουχία τῶν συνειρμῶν ὁ Φρόυντ κατέληξε ὅτι τέτοια ὄνειρα ἐμπεριέχουν κάποια «ἀνάμνηση τῆς πρώτης παιδικῆς ἡλικίας» ἀπὸ τὸ 4ο ἕως καὶ τὸ 5ο ἔτος, καθότι σὲ αὐτὴ τὴν ἡλικία δὲν ὑπάρχει ἡ ντροπὴ τῆς γύμνιας. Ἡ ποιὸ συνήθισμενη ἀντίδραση ποῦ συμβαίνει στὰ παιδιὰ νὰ γελοῦν ἀντὶ νὰ αἰσθάνονται τὴν ντροπή, ὁ Φρόυντ τὴν ὀνομάζει ἡδονὴ τοῦ «ἐκθεσιασμοῦ[1]».
Στὸ φαινόμενο αὐτὸ τῆς παιδικῆς ἡλικίας ὁ Φρόυντ ἀποδίδει καὶ τὰ συμπτώματα τῶν παρανοϊκῶν ποὺ νομίζουν ὅτι τοὺς παρακολουθοῦν ὅταν ντύνονται ἢ καὶ τὸ ἀντίθετο, καὶ τῶν διεστραμμένων στοὺς ὁποίους οἱ συγκεκριμένες παιδικὲς παρορμήσεις μεταβάλλονται σὲ ἰδεοληπτικές καί πρόκειται γιὰ τοὺς ἐκθεσιαστές. Αὐτήν τὴν κατάσταση τῆς παιδικῆς ἡλικίας χωρὶς τὴν ντροπὴ τὴν παραβάλλει μὲ τὸν παράδεισο. Ἡ ντροπὴ ἐμφανίζεται μὲ τό ξεκίνημα τῆς σεξουαλικῆς ζωῆς καὶ τὸν ἀναγκασμὸ τῆς συμμόρφωσης ποὺ ἐπιβάλλει ὁ πολιτισμός.
Ὁ Φρόυντ ἀναγνωρίζει ἕνα σκοπὸ στὸν παραπάνω ὀνειρικὸ τύπο ποὺ συνίσταται στὸ νὰ μᾶς φέρει σὲ αὐτὴ τὴν παραδεισένια κατάσταση, ὑποστηρίζοντας πὼς οἱ ἐντυπώσεις τῆς παιδικῆς ἡλικίας μποροῦν νὰ ἀναπαραχθοῦν ὅποιο περιεχόμενο καὶ ἂν ἔχουν, ἡ δὲ αὐτὴ ἀναπαραγωγὴ εἶναι ἡ ἐκπλήρωση μιᾶς ἐπιθυμίας. «Τὰ ὄνειρα τῆς γυμνότητας λοιπὸν εἶναι ὄνειρα ἐκθεσιασμοῦ». Σὲ αὐτὰ ἀπουσιάζουν πρόσωπα ποὺ στὴν παιδικὴ ἡλικία κέντριζαν τὸ σεξουαλικὸ ἐνδιαφέρον. Ἐπίσης μέρος τῶν ὀνείρων τοῦ ἐκθεσιασμοῦ ἀποτελεῖ καὶ ἡ διαδικασία τῆς ἀπώθησης. Ὁ Φρόυντ διακρίνει στὰ ὄνειρα αὐτὰ μιὰ «σύγκρουση βουλήσεων» μεταξύ του συνειδητοῦ καὶ τοῦ ἀσυνειδήτου. Τὴν ἐντύπωση λύπης στὸ ὄνειρο τὴν χρεώνει στὸ δεύτερο ψυχικὸ σύστημα στὸ συνειδητό, καὶ συμβαίνει διότι ἡ εἰκόνα τοῦ ἐκθεσιασμοῦ δὲν κατόρθωσε νὰ παρασταθεῖ, καθότι ἡ λογοκρισία ἀπαιτοῦσε τὴ διακοπή του.
[1] Δημήτριος Τσιολακίδης, Τί εἶναι τὸ «Ὄνειρο Σύγχυσης», Πεμπτουσία 2015