τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
† Τῇ ἡμέρᾳ αὐτῇ, Κυριακή Η΄ ἀπό τοῦ Πάσχα, τήν ἁγίαν Πεντηκοστήν ἑορτάζομεν.

Πνοῇ βιαίᾳ γλωσσοπυρσεύτως νέμει,
Χριστὸς τὸ θεῖον Πνεῦμα τοῖς Ἀποστόλοις.
Ἐκκέχυται μεγάλῳ ἑνὶ ἤματι Πνεῦμ’ ἁλιεῦσι.
Ἡ ἑορτή τῆς Πεντηκοστῆς εἶναι ἕνας ξεχωριστός σταθμός στόν ἑορτολογικό κύκλο τοῦ ἐνιαυτοῦ γιά τήν Ἐκκλησία μας. Αὐτή μαζί μέ τό Πάσχα ἀποτελοῦν τίς ἀρχαιότερες ἑορτές, οἱ ὁποῖες ἀνάγονται ὥς τούς ἀποστολικούς χρόνους. Ἡ μεγάλη αὐτή ἑορτή προβάλλει ὡς ἀνακεφαλαίωση τοῦ λυτρωτικοῦ ἐπί γῆς ἔργου τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ καί ὡς νέα δυναμική ἀφετηρία τῆς ὑλοποιήσεως καί ὁλοκληρώσεως τοῦ σχεδίου τῆς Θείας Οἰκονομίας γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καί ὁλόκληρης τῆς δημιουργίας.
Ἡ ἑορτή της Πεντηκοστῆς συστήθηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία ὑπό τήν ἐπίδραση ἀντίστοιχης ἑορτῆς τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ, φυσικά μέ ἐντελῶς διαφορετικό νόημα καί περιεχόμενο, ὅπως τονίζουν οἱ Πατέρες ταῆς Ἐκκλησίας. Οἱ Ἑβραῖοι ἑόρταζαν τήν δική τους Πεντηκοστή, ἡ ὁποία ἀπεῖχε πενήντα ἡμέρες ἀπό τήν ἑορτή τοῦ νομικοῦ Πάσχα. Ὀνομαζόταν «Ἑορτή τῶν Ἑβδομάδων»1 και γινόταν κατ’ αὐτή μνεία τῆς χορηγήσεως τοῦ Νόμου στόν Μωϋσῆ, πενήντα ἠμέρες ἀπό τόν ἑορτασμό τοῦ πρώτου Πάσχα στήν ἔρημο τοῦ Σινᾶ2. Διαρκοῦσε μία ἡμέρα καί προσφέρονταν οἱ ἁπαρχές τῆς νέας συγκομιδῆς τῶν καρπῶν της γῆς, τά «πρωτογεννήματα», στόν ναό τῆς Ἱερουσαλήμ, ὡς εὐχαριστία στόν χορηγό τῶν ἀγαθῶν Θεό.Μέ τήν ἑορτή τῆς νομικῆς αὐτῆς ἑορτῆς συνέπεσε τό μεγάλο γεγονός τῆς καθόδου τοῦ Παναγίου Πνεύματος στό ὑπερῶο τῆς Ἱερουσαλήμ, πενήντα ἡμέρες μετά τήν λαμπροφόρο Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὅπως μᾶς ἐξιστορεῖ μέ ἀκρίβεια ὁ θεόπνευστος συγγραφέας τῶν «Πράξεων τῶν Ἀποστόλων», Εὐαγγελιστής Λουκᾶς, «ἐν τῷ συμπληροῦσθαι τήν ἡμέραν της πεντηκοστῆς ἦσαν ἅπαντες (οἱ ἀπόστολοι) ὁμοθυμαδόν ἐπί τῷ αὐτό. Καί ἄφνω ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἦχος ὥσπερ φερομένης πνοῆς βιαίας, καί ἐπλήρωσεν ὅλον τόν οἶκον οὗ ἦσαν καθήμενοι καί ὤφθησαν αὐτοῖς διαμεριζόμεναι γλῶσσαι ὡσεί πυρός, ἐκάθισέ τε ἐφ’ ἕνα ἕκαστον αὐτῶν, καί ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος Ἁγίου, καί ἤρξατο λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις καθώς τό Πνεῦμα ἐδίδου αὐτοῖς ἀποφθέγγεσθαι»3.
Τό μέγα καί θαυμαστό γεγονός τῆς καθόδου τοῦ Παναγίου Πνεύματος εἶναι μιά ἀπό τίς σπάνιες θεοφάνειες τῆς ἱστορίας. Ὁ Θεός Παράκλητος, ὑπό ὀρατή μορφή «γλωσσῶν ὡσεί πυρός», κατῆλθε στήν γῆ, γιά νά ὁλοκληρώσει τό ἔργο της σωτηρίας μας, ὡς συνεχιστής τοῦ ἀπολυτρωτικοῦ ἔργου του Χριστοῦ. Δέν θά μποροῦσε ἄλλωστε νά μήν εἶναι θαυμαστή ἡ χαρμόσυνη κάθοδός Του. Ἔπρεπε οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι νά νοιώσουν αὐτή τήν πρωτόγνωρη ἐμπειρία, προκειμένου ὁλόκληρη ἡ ψυχοσωματική τούς ὑπόσταση νά πλημμυρίσει ἀπό τήν θεία ἐνέργεια, ὥστε νά μήν μείνει σ΄ αὐτούς ἡ παραμικρή ἀμφιβολία ὅτι ἡ ἀποστολή τους ἦταν θεόσταλτη. Νά ἀποβάλλουν ἀπό μέσα τους ὅλους ἐκείνους τούς ἐνδοιασμούς πού εἶχαν ὡς τότε σχετικά μέ τό θεῖο Πρόσωπο καί τό ἔργο τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ καί νά ἀπαγκιστρωθοῦν πλήρως ἀπό τίς κοντόφθαλμες μικροεθνικιστικές ἰουδαϊκές ἀντιλήψεις περί τοῦ Μεσσία. Μόνο μέ αὐτή τήν ὀντολογική βάπτισή τους μέ τήν ἐνέργεια καί τά χαρίσματα τοῦ Παναγίου Πνεύματος θά μποροῦσαν νά ἀναλάβουν τόν εὐαγγελισμό τῶν ἐθνῶν. Γι’ αὐτό ἡ ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς δέν εἶναι ἁπλά ἡ ἡμέ-ρα τῶν ἐγκαινίων τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλα εἶναι καί ἡ ἡμέρα πού οἱ Ἀπόστολοι ἐφωτίσθησαν ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα καί ἄρχισαν τήν ἱε-ραποστολή σύμφωνα μέ τίς προσρήσεις τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ ἐκχύ-θηκε ἐπ’ αὐτούς ἡ «γλωσσοπυρσόμορφος Πνεύματος χάρις».
Ὁ Κύριος, πρίν τό ἑκούσιο πάθος Του, εἶχε προαναγγείλει στούς Μαθητές Του τήν κάθοδο τοῦ Παναγίου Πνεύματος καί τά θαυμάσια ἀποτελέσματά της στήν ἀνθρωπότητα.. «Καθίσατε ἐν τῇ πόλει Ἱερουσαλήμ, ἕως οὗ ἐνδύσησθε δύναμιν ἐξ ὕψους»4, τούς παρήγγειλε. Κατά τήν διάρκεια τῆς δραματικῆς ὁμιλίας Του, στό ὑπερῶο τῆς Ἱερουσαλήμ, μετά τόν Μυστικό Δεῖπνο, τούς ἔδωσε τήν μεγάλη καί ἐλπιδοφόρα ὑπόσχεση πώς ὅταν Αὐτός ἀπέλθει ἀπό τόν κόσμο, θά στείλει τόν Παράκλητο νά εἶναι μαζί τους ἐνδυναμωτής, φωτιστής, παρήγορος καί ὁδηγός ἕως τήν συντέλεια τοῦ κόσμου. «Ὁ δέ Παράκλητος, τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, ὅ πέμπψει ὁ Πατήρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα καί ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα ἅ εἶπον ὑμῖν»5. Εἶναι χαρακτηριστικῆ μιά ἀκόμη φράση τοῦ Κυρίου: «Ἔτι πολλά ἔχω λέγειν ὑμῖν, ἀλλ’ οὐ δύνασθε βαστάζειν ἄρτι. Ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁδηγήσει ὑμᾶς εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν»6. Ἡ κατανόηση τοῦ θείου λόγου τοῦ Χριστοῦ θά εἶναι ἔργο του Παρακλήτου. Τό κριτήριο ἀλήθειας τῆς Ἐκκλησίας θά εἶναι ἡ ἐσαεί παρουσία Του σ’ αὐτήν.
Εἶναι, ἐπίσης, ἀξιοπαρατήρητο τό γεγονός ὅτι ὁ Κύριος ὑποσχέθηκε μεταμορφωτική ἐνδυνάμωση στούς Μαθητές Του: «λήψεσθε δύναμιν ἐπελθόντος του Ἁγίου Πνεύματος»7. Ὄντως! Τό μεγάλο θαῦμα συντελέσθηκε εὐθύς, ἀφ’ ὅτου «ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος Ἁγίου»8. Οἱ πρώην φοβισμένοι «διά τόν φόβον τῶν Ἰουδαίων»9 Ἀπόστολοι μεταμορφώθηκαν σέ ἰσχυρές προσωπικότητες, σέ χαλύβδινους χαρακτῆρες, σέ ἄφοβους κήρυκες τοῦ θείου μηνύματος.
Ὁ ἐπικεφαλῆς τῶν Ἀποστόλων Πέτρος ἐκήρυξε στούς ἐκστατικούς Ἰουδαίους, οἱ ὁποῖοι εἶχαν συρρεύσει στήν ἁγία πόλη ἀπό διάφορα μέρη, ἐξηγώντας τους τό ἐξαίσιο θαῦμα τῆς ἡμέρας καί κύρια τό θαυμαστό φαινόμενο τῆς γλωσσολαλιᾶς, τό ὁποῖο ἦταν πλήρωση τῶν δωρεῶν τοῦ Θεοῦ. Ἐτόνισε ἰδιαίτερα πώς αὐτό εἶναι ἐκπλήρωση ἐπαγγελιῶν Του, διά τῶν προφητῶν Του καί ἰδίως τοῦ Ἰωήλ, ὁ ὁποῖος ἑπτά αἰῶνες πρίν εἶχε μεταφέρει τά λόγια τοῦ Θεοῦ ὡς ἑξῆς: «Καί ἔσται μετά ταῦτα καί ἐκχεῶ ἀπό τοῦ Πνεύματός μου ἐπί πᾶσαν σάρκα, καί προφητεύσουσιν οἱ υἱοί ὑμῶν καί αἱ θυγατέρες ὑμῶν, καί οἱ πρεσβύτεροι ὑμῶν ἐνύπνια ἐνυπνιασθήσονται καί οἱ νεανίσκοι ὑμῶν ὁράσεις ὄψονται, καί ἐπί τούς δούλους μου καί τάς δούλας μου ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἐκχεῶ ἀπό τοῦ Πνεύματός μου… καί ἔσται πᾶς ὅς ἄν ἐπικαλέσηται τό ὄνομα Κυρίου, σωθήσεται»10. Ὁ θεόπνευστος προφήτης, ἀφοῦ εἶχε προφητεύσει μέ τρόπο ἀλληγορικό, μά ἀξιοθαύμαστο τήν κακοδαιμονία τῆς μεταπτωτικῆς προχριστιανικῆς ἐποχῆς, ἀναγγέλλει τήν ἔλευση τοῦ Παρακλήτου, ὁ Ὁποῖος ἐγκαινιάζει μιά νέα ἐποχή πλημμυρισμένη ἀπό τίς σωτήριες χάρες καί δωρεές τοῦ Θεοῦ. Ἀπό ἐκείνη τήν εὐλογημένη ἡμέρα ἀρχίζει ἡ νέα ἐσχατολογική περίοδός της ἱστορίας, ἡ ὁριζόμενη στή θεολογία μας ὡς «Ὀγδόη Ἡμέρα», ἡ ὁποία ἐκτείνεται στούς ἀτελεύτητους αἰῶνες.
Ἐπί πλέον ἡ φράση τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου, «οὐ γάρ θελήματι ἀνθρώπου ἠνέχθη ποτέ προφητεία, ἀλλ’ ὑπό Πνεύματος Ἁγίου φε-ρόμενοι ἐλάλησαν ἅγιοι Θεοῦ ἄνθρωποι»11, εἶναι μία ἔκφραση πού ἀποδίδει ἀνεπιφύλακτα τίς χριστολογικές προφητεῖες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης στό Ἅγιον Πνεῦμα. Αὐτή ἡ ἀλήθεια θά παραμείνει ἀνεξί-τηλα χαραγμένη στήν εὐαγγελική συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας. Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τήν ἔξοχη καί οὐσιαστική θεολογική προσέγγιση τῶν Προφητῶν τῆς Π. Διαθήκης καί τῶν Ἀποστόλων πού διδάσκει τό χωρίο Α΄ Πέτρ. 1, 10-12. Καί στίς δύο περιπτώσεις ὁ πανίσχυρος καί ἑνοποιός παράγων εἶναι τό Ἅγιον Πνεῦμα. Στούς Προφῆτες «δη-λοῖ» καί «προμαρτύρεται τά εἰς Χριστόν παθήματα καί τάς μετά ταῦτα δόξας»· στούς Ἀποστόλους ἀποκαλύπτει σέ μιά τέλεια πλη-ρότητα «ἅ νῦν ἀνηγγέλη ὑμῖν… εἰς ἅ ἐπιθυμοῦσιν ἄγγελοι παρακύ-ψαι»12.
Ἡ ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς θεωρεῖται ὡς ἡ γενέθλιος ἡμέρα τῆς Ἐκκλησίας. Τό πύρινο καί ἐμπνευσμένο κήρυγμά τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου καρποφόρησε στίς ψυχές τῶν χιλιάδων ἀκροατῶν του. Σάν τά φρυγμένα ἀπό τήν δίψα ἐλάφια, σύμφωνα μέ ἔκφραση τοῦ Ψαλμωδοῦ13, προσέλαβαν τήν σωτήρια ὁμιλία, ὡς οὑράνιο βάλσαμο. «Ἀκούσαντες κατενύγησαν τῇ καρδίᾳ»14. Ἐπίστευσαν καί ἐβαπτίσθηκαν αὐθημερόν. «Ἀσμένως ἀποδεξάμενοι τόν λόγον αὐτοῦ ἐβαπτίσθησαν, καί προσετέθησαν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ψυχαί ὡσεί τρισχίλιαι»15, ἀφοῦ «ἔλαβον τήν δωρεάν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»16. Εἶναι, ἐπίσης, σημαντικό ὅτι ὁ Ἀπόστολος Πέτρος τούς ἐπεσήμανε πώς «ὑμῖν γάρ ἐστίν ἡ ἐπαγγελία καί τοῖς τέκνοις ὑμῶν καί πᾶσι τοῖς εἰς μακράν»17, θέλοντας νά τονίσει τόν πανανθρώπινο χαρακτῆρα τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας.
Τό γεγονός τῆς καθόδου τοῦ Παναγίου Πνεύματος τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἀποτελεῖ γιά τήν Ἐκκλησία πρωταρχική ἀφετηρία γιά τήν μετέπειτα ἱστορική πορεία της στούς αἰῶνες. Ὁ Θεός Παράκλητος εἶναι ὁ Κύριος τῆς Ἐκκλησίας ἀπό ἐκείνη τήν εὐλογημένη ἡμέρα καί ὁδηγεῖ τήν σωτήρια και νοητή ὁλκάδα. Αὐτός δίνει ζωή στούς πιστούς καί δύναμη νά πορεύονται πρός τήν σωτηρία. «Ὅσοι γάρ Πνεύματι Θεοῦ ἄγονται», τονίζει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, «οὗτοι εἰσίν υἱοί Θεοῦ. Οὐ γάρ ἐλάβετε πνεῦμα δουλειᾶς πάλιν εἰς φόβον, ἀλλ’ ἐλάβετε πνεῦμα υἱοθεσίας, ἐν ᾧ κράζομεν ἀββᾶ ὁ πατήρ. Αὐτό τό Πνεῦμα συμμαρτυρεῖ τῷ πνεύματι ἡμῶν ὅτι ἐσμέν τέκνα Θεοῦ. Εἰ δέ τέκνα καί κληρονόμοι, κληρονόμοι μέν Θεοῦ, συγκληρονόμοι δέ Χριστοῦ, εἴπερ συμπάσχομεν, ἵνα καί συνδοξασθῶμεν» 18. Αὐτός ὁ περίφημος περιεκτικός ἀποστολικός λόγος ἐκφράζει μέ τόν καλύτερο τρόπο τήν ἄφατη εὐλογία, πού ἐλάβαμε τήν ἁγία ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Χάρη στήν ἔλευση τοῦ Παρακλήτου, ἀπό δοῦλοι τῆς ἁμαρτίας γίναμε ὅχι ἁπλά ἐλεύθεροι, ἀλλά τέκνα καί κληρονόμοι τοῦ Θεοῦ καί συγκληρονόμοι τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀπολαμβάνουμε πιά τήν θεία υἱοθεσία (Γαλ.4,5)19. Τό ἀνθρώπινο γένος ξαναβρῆκε τήν αὐθεντική του φύση, ὅπως αὐτή ἐδημιουργήθηκε ἀπό τά χέρια τοῦ Δημιουργοῦ του. Ἡ ἁγία Ἐκκλησία εἶναι πιά τό θεῖο ἐργαστήριο ὅπου τελεσιουργεῖται ἡ σωτηρία καί ἡ θέωση τῶν ἀνθρωπίνων προσώπων. Τό ἐνδημοῦν σέ αὐτή Ἅγιο Πνεῦμα ἁγιάζει καί χαριτώνει ὅλους ὅσους ἐλεύθερα ἀποφασίσουν νά ἀκολουθή-σουν τον Χριστό. Ἡ δική μας ἀπόφαση καί προσπάθεια μέσα στήν Ἐκκλησία μεταμορφώνονται σέ σωστική πορεία, χάρη στίς ἀκένωτες δωρεές καί τά χαρίσματα Ἐκείνου.
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας κατανόησαν ἐνωρίς τήν μεγάλη σημασία τοῦ γεγονότος τῆς Πεντηκοστῆς. Τρανό παράδειγμα εἶναι ἡ ἀρχαιότητα τῆς ἑορτῆς καί ἡ βάπτιση τῶν Κατηχουμένων κατ’ αὐτήν. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος, σέ μιά ὑπέρμετρη ἐνθουσιαστική του ἔξαρση γιά τήν σπουδαιότητα τῆς ἑορτῆς, ἐτόνισε πώς «δυνάμεθα ἀεί Πεντηκοστήν ἐπιτελεῖν» (P.G.50,454)20.
ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ
ΛΟΓΟΣ ΜΑ΄ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΝ

Από το βιβλίο του: Στυλ. Γ. Παπαδόπουλου, Μιλάει ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, μτφρ. Διονύσιος Κακαλέτρης, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 1991.
Ε. Την Πεντηκοστή εορτάζουμε καί την παρουσία του Αγίου Πνεύματος καί την πραγματοποίηση της υποσχέσεως καί την εκπλήρωση της ελπίδας. Το μυστήριο, πόσο και μεγάλο είναι και σεβαστό! Τελειώνουν λοιπόν όσα έχουν σχέση με το σώμα του Χριστού, ή μάλλον με τη σωματική παρουσία Του. Διότι διστάζω να πω τα σωματικά, εφ’ όσον κανένας λόγος δεν μπορεί να με πείσει ότι θα ήταν καλύτερα να είχε απαλλαγεί από το σώμα [ο Χριστός]. Αρχίζουν δε όσα έχουν σχέση με το Άγιο Πνεύμα. Ποια δε ήταν όσα έχουν σχέση με το Χριστό; Η Παρθένος, η γέννηση, η φάτνη, το σπαργάνωμα, οι άγγελοι που τον δοξάζουν, οι ποιμένες που τρέχουν προς Αυτόν, η διαδρομή του αστέρα, η προσκύνηση και η προσφορά των δώρων από τους μάγους, ο φόνος των νηπίων από τον Ηρώδη, ο Ιησούς που φεύγει στην Αίγυπτο, που επιστρέ-φει από την Αίγυπτο, που περιτέμνεται, που βαπτίζεται, που δέχεται την μαρτυρία από τον ουρανό, που πειράζεται, που λιθά-ζεται για μας (για να μας δώσει υπόδειγμα κακοπάθειας υπέρ του Λόγου) που προδίνεται, που προσηλώνεται [στον Σταυρό], που θάπτεται, που ανασταίνεται, που ανεβαίνει [στους ουρανούς]. Από αυτά και τώρα υφίσταται πολλά από τους μισόχριστους μεν, αυτά που Τον ατιμάζουν και τα υπομένει (διότι είναι μακρόθυμος)• από τους φιλόχριστους δε, αυτά που Του αποδίδουν τιμή. Και αναβάλλει να ανταποδώσει όπως σ’ εκείνους την οργή, έτσι σε μας την γαθότητα• επειδή ίσως σ’ εκείνους μεν δίνει καιρό μετανοίας, σε μας δε δοκιμάζει τον πόθο, εάν δεν λιποψυχούμε και δεν αποκά-μουμε στις θλίψεις και στους αγώνες για την ευσέβεια• όπως ακρι-βώς ορίζεται από την θεία οικονομία και τα ανεξιχνίαστα κρίματά Του, με τα οποία κυβερνά με σοφία τη ζωή μας. Όσα λοιπόν αναφέ-ρονται στο Χριστό είναι αυτά’ και τα πέρα απ’ αυτά θα τα δούμε ενδοξότερα [στη βασιλεία των ουρανών] και μακάρι και μεις να φανούμε [δοξασμένοι από το Θεό]. Όσα δε αναφέρονται στο Άγιο Πνεύμα, παρακαλώ το Πνεύμα να έλθει εντός μου και να μου δώ-σει λόγο όσον επιθυμώ κι’ αν όχι τόσον, αλλ’ όσος απαιτείται σ’ αυτή την περίπτωση. Πάντως όμως θα έλθει με εξουσία δεσποτική, και όχι με τρόπο δουλικό, ούτε περιμένοντας πρόσταγμα, όπως νο-μίζουν μερικοί. Διότι πνέει όπου θέλει, καί σ’ όσους θέλει, και όποτε και όσο θέλει. Μ’ αυτόν τον τρόπο εμείς εμπνεόμαστε να νο-ούμε και να μιλούμε για το Άγιο Πνεύμα.
ΣΤ. Το Άγιο Πνεύμα όσοι Το υποβιβάζουν στην τάξη των κτισμάτων είναι υβριστές και δούλοι κακοί κι’ απ’ τους κακούς χειρότεροι. Διότι των κακών δούλων είναι (γνώρισμα) το να αθε-τούν την [θεία] δεσποτεία και να επαναστατούν κατά της κυρι-ότητας [του Θεού] και να θεωρούν όμοιο με αυτούς δούλο το ελεύ-θερο [Πνεύμα]. Όσοι όμως Το πιστεύουν ως Θεό είναι θεοφόρητοι και φωτισμένοι στο νου. Εκείνοι όμως που και Το ομολογούν [ως Θεό], εάν μεν το κάνουν σε ανθρώπους με ευσεβές φρόνημα, θεω-ρούνται μεγάλοι• αλλ’ εάν το κάνουν σ’ όσους έχουν φρόνημα χθα-μαλό, θεωρούνται όχι φρόνιμοι• διότι εμπιστεύονται το μαργα-ριτάρι στον πηλό [δηλ. την αλήθεια της πίστεως σ’ εκείνους που δεν έχουν την διάθεση να την δεχθούν] και σε ακοή ασθενική ήχο βροντής και σε αδύνατους οφθαλμούς ηλιακό φως και στερεά τρο-φή σ’ εκείνους που πίνουν ακόμα γάλα. Αυτούς πρέπει να κατευ-θύνει κανείς σιγά-σιγά προς τα εμπρός και να τους ανεβάζει προς τα υψηλότερα, ώστε από το φως να ζητούν [περισσότερο] φως και στην αλήθεια να προσθέτουν αλήθεια. Γι’αυτό κι’ εμείς αφήνοντας για λίγο τον τελειότερο λόγο (γιατί δεν είναι ακόμα καιρός) έτσι θα μιλήσουμε προς αυτούς.
Ζ. Άνθρωποί μου, εάν μεν θεωρείτε ότι το Άγιο Πνεύμα δεν είναι ούτε άκτιστο ούτε άχρονο, αυτό είναι καθαρά ενέργεια του πονηρού πνεύματος• επιτρέψτε στο ζήλο μου να πω αυτό το τολμηρό. Εάν όμως έχετε τόση τουλάχιστον υγεία [ψυχής], ώστε ν’ αποφεύγετε την φανερή ασέβεια και θέτετε έξω απ’ την δουλεία Αυτό [το Άγιο Πνεύμα] που κι’ εμάς κάνει ελευθέρους, εξετάστε και σεις στην συνέχεια μαζί με το Άγιο Πνεύμα και μας. Διότι δέχομαι ότι σε κάποιο βαθμό μετέχετε Αυτού και σεις, και στο εξής θα συνεξετάσω με σας ως με οικείους πλέον [στην πίστη]. Ή παραχωρήστε μου το μέσον μεταξύ της δουλείας και της δεσποτεί-ας, για να θέσω εκεί την αξία του Πνεύματος• ή εφ’ όσον αποφεύ-γετε την δουλεία δεν είναι άδηλο, πού θα τοποθετήσετε αυτό το οποίο ζητούμε. Αλλά στενοχωρείσθε για τις συλλαβές και σκοντά-φτετε επάνω στον λόγο και αυτό [το να ονομάζει κανείς το Άγιο Πνεύμα Θεό] γίνεται για σας «λίθος προσκόμματος» και «πέτρα σκανδάλου», αφού και ο Χριστός γίνεται για μερικούς. Ανθρώπινο είναι να πάθει κανείς κάτι τέτοιο. Ας σταθούμε κοντά ο ένας στον άλλο πνευματικά. Ας γίνουμε περισσότερο φιλάδελφοι παρά φίλαυτοι. Αναγνωρίστε την δύναμη της θεότητας κι’εμείς θα σας δώσουμε την συγκατάθεση για τη λέξη• ομολογείστε την [θεία] φύση με άλλες λέξεις, που συμπαθείτε περισσότερο, κι’εμείς θα σας γιατρέψουμε ως ασθενείς• αφού υποκλέψουμε με τρόπο αυτά που σας είναι ευχάριστα. Διότι είναι άξιο ντροπής και αρκετά παράλογο, ενώ είστε εύρωστοι στην ψυχή, να δείχνετε μια νοσηρή μικρολογία γύρω απ’ τις λέξεις και να κρύβετε τον θησαυρό [της αλήθειας], ακριβώς σαν να φθονείτε τους άλλους ή να φοβάστε μήπως αγιάσετε και την γλώσσα σας [με την ομολογία της θεότητας του Αγίου Πνεύματος]. Ακόμα δε πιο άξιο ντροπής για μας είναι να πάθουμε αυτό που κατηγορούμε, και ενώ καταδικάζουμε την μικρολογία στους άλλους, να μικρολογούμε εμείς γύρω απ’ τα γράμματα.
Η. Ομολογείστε, άνθρωποί μου, ότι μιας θεότητας είναι η Αγία Τριάς, ή, αν θέλετε, μιας φύσεως. Κι’ εμείς θα ζητήσουμε από το Άγιο Πνεύμα για σας και τη λέξη Θεός. Διότι γνωρίζω καλά ότι Εκείνος που έδωσε το πρώτο [την πίστη στο ομοούσιο του Υιού] θα δώσει και το δεύτερο [και του Αγίου Πνεύματος] και μάλιστα, όταν το ζήτημα για το οποίο αντιλέγουμε είναι μία πνευματική δειλία και όχι διαβολική εναντίωση. Θα το πω ακόμα πιο καθαρά και πιο σύντομα. Μήτε σεις ν’ αποδώσετε σε μας ευθύνη για τον υψηλότερο λόγο που χρησιμοποιούμε (διότι δεν υπάρχει κανένας φθόνος των άλλων μήπως ανέβουν), ούτ’ εμείς θα σας κατηγορή-σουμε για τον μέχρι τώρα δικό σας «προσιτό», εφ’ όσον κι’ από διαφορετικό δρόμο οδηγείστε προς το ίδιο [πνευματικό] κατάλυμα. Διότι δεν ζητούμε να νικήσουμε, αλλά να σας προσλάβουμε ως αδελφούς, που για τον χωρισμό σας από μας σπαραζόμαστε απ’ τη λύπη. Αυτά [λέγουμε] προς εσάς, που υγιαίνετε ως προς την πίστη σας για τον Υιό, πού βρίσκουμε μέσα σας κάποια δύναμη ζωής [πνευματικής]• αυτών που αν και θαυμάζουμε τον τρόπο της ζωής, δεν επαινούμε εξ ολοκλήρου τον λόγο. Σεις που έχετε τα έργα του Πνεύματος, αποκτείστε και το Πνεύμα, για να μη «αθλήτε» μόνο, αλλά και «νομίμως», απ’ όπου και ο στέφανος. Αυτός ο μισθός εύχομαι να σας δοθεί για την πολιτεία σας, να ομολογήσετε δηλαδή την πίστη σας στο Άγιο Πνεύμα κατά τρόπο τέλειο και να Το κηρύξετε [ως θεό αληθινό] μαζί με μας καί περισσότερο από μας όσο είναι άξιο. Τολμώ κάτι και μεγαλύτερο για σας να πω τον λόγο του Αποστόλου. Τόσο πολύ σας αγαπώ, και τόσο πολύ ευλαβούμαι σε σας αυτή την κόσμια περιβολή και το χρώμα της εγκράτειας καί τα ιερά αυτά τάγματα και την σεμνή παρθενία και τον αγνισμό και την ολονύκτια ψαλμωδία και την φιλοπτωχία και φιλαδελφία και φιλοξενία, ώστε και ανάθεμα [χωρισμένος] από τον Χριστό να είμαι δέχομαι και ο,τιδήποτε να πάθω ως καταδικασμένος• αρκεί να θελήσετε να σταθείτε μαζί μας και να θελήσετε να δοξάσουμε ενωμένοι την Αγία Τριάδα. Διότι για τους άλλους [που δεν ομολο-γούν το ομοούσιο του Υιού] τι πρέπει να πούμε, τους φανερά πεθα-μένους [στην ψυχή] (που μόνο ο Χριστός που ζωοποιεί τους νε-κρούς μπορεί ν’ αναστήσει σύμφωνα με τη δύναμη που έχει), οι οποίοι κακώς διαχωρίζονται κατά τον τόπο, ενώ συνδέονται με το λόγο, και τόσο πολύ φιλονεικούν μεταξύ τους όσο οι αλλοίθωροι οφθαλμοί, που βλέπουν ένα πράγμα και δεν συμφωνούν όχι ως προς την όψη αλλ’ ως προς την θέση. Αν βέβαια πρέπει να τους κατηγορήσει κανείς για αλλοιθωρισμό, και όχι όμως για τύφλωση. Αφού ανέπτυξα όσο έπρεπε αυτά που έχουν σχέση με σας, ας επανέλθουμε πάλι προς το Πνεύμα• πιστεύω ότι και σεις τώρα θα παρακολουθήσετε.
Θ. Το Άγιο Πνεύμα πάντοτε υπήρχε και υπάρχει και θα υπάρχει, δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος, αλλ’ είναι πάντοτε ενωμένο και αριθμείται μαζί με τον Πατέρα καί τον Υιό. Διότι δεν θα άρμοζε ποτέ να ελλείπει ο Υιός από τον Πατέρα ή το Πνεύμα από τον Υιό, επειδή θα ήταν σε μέγιστο βαθμό άδοξη η θεότητα, σαν από μεταμέλεια ακριβώς να ήλθε σε συμπλήρωση για να γίνει τέλεια. [Το Άγιο Πνεύμα] λοιπόν πάντοτε και αιώνια μεταλαμβά-νεται [με τις θείες ενέργειές Του], δεν μεταλαμβάνει• οδηγεί στην τελείωση [τους ανθρώπους], δεν τελειώνεται• παρέχει την πνευμα-τική πλήρωση, δεν έχει ανάγκη πληρώσεως• αγιάζει, δεν αγιάζε-ται• κάνει [τους ανθρώπους] θεούς, δεν θεώνεται αυτό προς Εαυ-τό, και προς εκείνους με τους οποίους είναι ενωμένο, είναι πάντοτε το ίδιο και απαράλλακτο• αόρατο, άχρονο, αχώρητο, αναλλοίωτο, υπεράνω από κάθε έννοια ποιότητας, ποσότητας και μορφής, αψηλάφητο, κινούμενο αφ’ Εαυτού, κινούμενο συνεχώς, έχοντας αφ’ Εαυτού εξουσία, έχοντας αφ’ Εαυτού δύναμη, παντοδύναμο (αν καί ως προς την πρώτη αρχή, όπως ακριβώς όλα τα αναφερό-μενα εις τον Μονογενή Υιό, έτσι και του Πνεύματος ανάγεται [εις τον Θεό Πατέρα]). Είναι ζωή και πρόξενος ζωής, το φως και χορηγεί φως, αφ’ Εαυτού αγαθό και πηγή αγαθότητας. Πνεύμα ευθές, ηγεμονικό, κύριο [καλεί και] αποστέλλει [τους άξιους, όπως ο Πατήρ και ο Υιός], θέτει όρια [σε όλη την κτίση] κάνει τους ανθρώπους ναούς οίκους Του, οδηγεί, ενεργεί όπως θέλει, διανέμει χαρίσματα. Είναι Πνεύμα υιοθεσίας [κάνει τους ανθρώπους υιούς του Θεού], αληθείας, σοφίας, συνέσεως, γνώσεως, ευσέβειας, βουλής, δυνάμεως, φόβου [θείου], όσων έχουν απαριθμηθεί. Δια του Αγίου Πνεύματος γνωρίζεται ο Πατήρ και δοξάζεται ο Υιός, και από Αυτούς μόνο γνωρίζεται Αυτό, είναι δηλαδή τα τρία πρό-σωπα Εν, μία είναι η λατρεία και η προσκύνηση [που προσφέ-ρεται], μία η δύναμη, η τελειότητα, ένας ο αγιασμός [που παρέχεται]. Και γιατί να μακρολογώ; Όλα όσα έχει ο Πατήρ, είναι του Υιού, εκτός από την αγεννησία. Όλα όσα έχει ο Υιός, είναι του Αγίου Πνεύματος, εκτός από την γέννηση. Αυτά (τα ιδιώματα), όσο βέβαια μπορώ να εκφρασθώ με τον λόγο μου, δεν ξεχωρίζουν ουσίες, αλλ’ ορίζουν την μία και ενιαία ουσία της θεότητας.
Ι. Στενοχωρείσαι για τις αντιθέσεις (που χρησιμοποίησα); Εγώ όμως για το μήκος του λόγου. Τίμησε λοιπόν την (σημερινή) ημέρα του Πνεύματος• συγκράτησε λίγο τη γλώσσα, αν γίνεται. Για άλλες γλώσσες γίνεται ο λόγος• αυτές ευλαβήσου ή φοβήσου, πύρινες καθώς φαίνονται. Σήμερα ας υψώσουμε μ’ ευλάβεια όλο μας τον νου στο θείο μυστήριο [της καθόδου του Αγίου Πνεύμα-τος], ας κάνουμε αύριο ανάλυση λέξεων σήμερα ας εορτάσουμε [με κατάνυξη], ας ειπωθεί κάτι άξιο ντροπής [από τους αντιλέγοντες] αύριο. Αυτά γίνονται με τρόπο μυστικό [στο ταμείο της ψυχής ενώπιον του Θεού], εκείνα γίνονται με τρόπο πομπώδη [ενώπιον των ανθρώπων]• αυτά γίνονται στις εκκλησίες, εκείνα στις αγορές• αυτά αρμόζουν σε ανθρώπους σώφρονες και νηφάλιους, εκείνα σε ανθρώπους που μεθούν αυτά είναι όσων ενεργούν με σοβαρότητα [όση αξίζει στο μεγάλο μυστήριο], εκείνα όσων παίζουν κατά του Πνεύματος. Αφού λοιπόν απαλλαγήκαμε απ’ ό,τι είναι αλλότριο [της ευσεβείας], ας καταρτίσουμε το δικό μας [το λόγο περί του Αγίου Πνεύματος].
ΙΑ. Αυτό [το Άγιο Πνεύμα] ενεργούσε πριν απ’ όλα στις αγγελικές και ουράνιες δυνάμεις, σ’ όσες είναι πρώτες μετά το Θεό και σ’ όσες είναι κοντά στο Θεό. Διότι η τελείωση και η έλλαμψη σ’ αυτές και η δυσκινησία ή η ακινησία τους προς το κακό δεν είναι από άλλη αιτία, αλλά από το Άγιο Πνεύμα. Έπειτα [ενεργούσε] στους Πατέρες και τους Προφήτες. Απ’ αυτούς οι μεν είχαν θέα του Θεού ή Τον εγνώρισαν [με αποκάλυψη], οι δε προγνώρισαν και το μέλλον, με το να σχηματίζει το Πνεύμα εικόνες στο νου τους και σαν να ήσαν παρόντες συναναστρεφόμενοι όσα επρόκειτο να πραγματοποιηθούν στο μέλλον. Τέτοια είναι η δύναμη του Πνεύματος. Έπειτα [ενεργούσε] στους μαθητές του Χριστού (διότι δεν λέγω για το Χριστό, στον Οποίο παρευρίσκετο [το Άγιο Πνεύμα] όχι ωσάν να ενεργούσε, αλλ’ ως συμπαρευρισκόμενο σε ομότιμη σχέση [με Αυτό])• και σ’ αυτούς κατά τρεις τρόπους, στο μέτρο πού μπορούσαν να Το δεχθούν, και κατά τρεις καιρούς: πριν να δοξασθεί ο Χριστός με το πάθος Του• αφού δοξάσθηκε με την Ανάσταση• και μετά την Άνοδό Του στους ουρανούς ή την αποκα-τάσταση, ή όπως και πρέπει να την ονομάσουμε, φανερώνει δε [την ενέργεια αύτη] η πρώτη θεραπεία και κάθαρση από τις ασθένειες και τα πονηρά πνεύματα, η οποία βέβαια δεν γινόταν χωρίς το Άγιο Πνεύμα• και το εμφύσημα [του Κυρίου στα πρόσωπα των μαθητών Του] μετά την τελείωση της [ενσάρκου] οικονομίας, πού είναι φανερά προσθήκη περισσοτέρας χάριτος• και τώρα ο διαμε-ρισμός των πύρινων γλωσσών, που πανηγυρίζουμε. Αλλά το πρώτο έγινε αμυδρά• το δεύτερο, πιο φανερά• και το [τρίτο] τώρα, τελειότερα … Και δεν παρίσταται τώρα [το Άγιο Πνεύμα] κατά την ενέργεια, όπως πρωτύτερα, αλλά κατά την ουσία , ή όπως αλλιώς θα μπορούσε να το πει κανείς, και μένοντας μαζί τους και μέσα τους [στους αγίους αποστόλους] βοηθός και παραστάτης στο έργο τους. Διότι έπρεπε, αφού ο Υιός συνανεστράφη με μας σωματικά, καί Αυτό να φανερωθεί σωματικά• και αφού επανήλθε προς Εαυ-τόν ο Χριστός, Εκείνο να κατέλθει προς εμάς• και έρχεται μεν ως Κύριο, «πέμπεται» [αποστέλλεται] δε όχι ως κατώτερο. Διότι οι λέξεις αυτές [έρχεται, πέμπεται] φανερώνουν εξ ίσου την ενότητα και ομοτιμία [των προσώπων] παρά χωρίζουν τις φύσεις.
ΙΒ. Δια τούτο μετά το Χριστό μεν [κατέρχεται το Άγιον Πνεύμα] για να μη μας λείπει Παράκλητος [Παρήγορος]• «Άλλος» δε, για να έχεις στο νου σου την ομοτιμία. Διότι το «άλλος» σημαίνει άλλος ακριβώς όπως εγώ γίνεται. Τούτο δε σημαίνει κοινή δεσποτεία και όχι υποτίμηση. Διότι εγώ ξέρω καλά ότι το «άλλος» λέγεται όχι για διαφορετικά πράγματα, αλλά της ιδίας ουσίας. Με μορφή γλωσσών δε [κατήλθε το Άγιο Πνεύμα] εξ αιτίας της συγγενείας προς το Λόγο. Πύρινων δε, και αναζητώ για ποίο απ’ τα δύο: για την κάθαρση (διότι μιλούμε για πυρ – φωτιά – που καθαρίζει, όπως μπορούν από παντού να μάθουν όσοι θέλουν) ή για την ουσία; Διότι ο Θεός μας είναι πυρ [κατά μίαν εικόνα της απροσίτου θείας ουσίας] και «πυρ καταναλίσκον» [φωτιά που κατακαίει και αφανίζει] τη μοχθηρία, [και το λέω] έστω κι’ αν αγανακτείς πάλι, διότι στενοχωρείσαι για το ομοούσιο [που αποδίδω στο Άγιον Πνεύμα]. Και εχωρίστηκαν [οι γλώσσες] διότι τα χαρίσματα [που εχορήγησε] ήταν πολλά και διάφορα• εκάθι-σαν δε, επειδή η εξουσία Του είναι βασιλική, και επειδή ανα-παύεται εις τους αγίους• αφού και τα χερουβείμ είναι θρόνος του Θεού. Στο υπερώο δε (αν δεν θεωρηθώ ότι καταβάλλω μάταιο κόπο κάπως περισσότερο απ’ ό,τι πρέπει) διότι θα ανέβαιναν και θα υψώνονταν από χάμω (πνευματικά) αυτοί που επρόκειτο να Το δεχθούν αφού και με θεία ύδατα [Αγγελικές δυνάμεις] στεγάζονται ουράνια υπερώα [ο θρόνος του Θεού] και υμνείται ο Θεός. Και ο Ιησούς επίσης στο υπερώο συμμετέχει στο μυστήριο [της Θείας Ευχαριστίας] με αυτούς που μυούνται στα υψηλότερα, για να πα-ρασταθεί αυτό, ότι αφ’ ενός μεν πρέπει ο Θεός να κατέβει λίγο προς εσάς, πράγμα που ξέρω ότι έγινε παλαιότερα στον Μωυσή, αφ’ ετέρου δε πρέπει εμείς ν’ ανέβουμε και έτσι να γίνει [δυνατή] η κοινωνία του Θεού προς τους ανθρώπους, ν’ αναμειχθεί δηλαδή η [υπερτελεία] αξία [της θεότητας με την μηδαμινότητα της ανθρω-πότητας]. Εφ’ όσον όμως [το θείο και το ανθρώπινο] μένουν το μεν στην οικεία περιωπή, το δε στην ταπείνωση, παραμένει άμικτη η άγαθότης [του Θεού] και η φιλανθρωπία Του ακοινώνητη [από τον άνθρωπο]• και υπάρχει μεταξύ των χάσμα μεγάλο και αδια-πέραστο, που εμποδίζει όχι μόνο τον πλούσιο απο τον Λάζαρο και τους επιθυμητούς κόλπους του Αβραάμ, αλλά [όλη] την κτιστή και ρευστή φύση, από την άκτιστη και αμετάβλητη.
ΙΓ. Αυτό [το Άγιο Πνεύμα] κηρύχθηκε μεν από τους προφή-τες, όπως στο «Πνεύμα Κυρίου επ’ εμέ»•και, θ’ αναπαυθούνε επ’ αυτόν επτά Πνεύματα• και «κατέβηκε Πνεύμα από τον Κύριο και οδήγησε αυτούς»• και, Πνεύμα επιστήμης που εγέμισε τον Βεσελε-ήλ τον αρχιτέκτονα της σκηνής• και, Πνεύμα που παροργίζεται και, Πνεύμα που εσήκωσε ψηλά τον Ηλία μέσα σε άρμα και που ο Ελισσαίος εζήτησε διπλάσιο• και, Πνεύμα αγαθό και ηγεμονικό από το οποίο ο Δαβίδ οδηγήθηκε και στηρίχτηκε. Το υποσχέθηκε δε [ο Θεός], προηγουμένως μεν με τον προφήτη Ιωήλ: «Και στις έσχατες ημέρες [όταν θα έλθει ο Μεσσίας] λέγοντας (ο Θεός ότι θα συμβεί τούτο) θα εκχύσω χαρίσματα από το Πνεύμα μου εις όλους τους ανθρώπους (που πιστεύουν δηλαδή) και εις τους υιούς σας και εις τας θυγατέρας σας» και τα εξής. Ο Ιησούς δε ύστερα, ο Οποίος δοξάζεται [από το Άγιο Πνεύμα] και αντιδοξάζει [Αυτό], όπως και τον Πατέρα και [δοξάζεται] από τον Πατέρα. Και η υπόσχεση [του Χριστού], ως πλούσια, βεβαιώνει ότι [το Άγιο Πνεύμα] θα μένει με τους πιστούς αιώνια, δηλαδή τώρα με τους άξιους σε κάθε καιρό, ύστερα δε μ’ εκείνους που αξιώνονται [να κληρονομήσουν] τα εκεί [αγαθά], όταν φυλάξουμε Αυτό ολόκληρο με την [ενάρετη] ζωή μας, και δεν χωρισθούμε [από Αυτό] τόσο, όσο άμαρτάνουμε.
Δ. Αυτό το Πνεύμα συνδημιουργεί μεν με τον Υιό και την κτίση και την ανάσταση. Και ας σε πείσει το «Με το Λόγο του Κυρίου έγιναν και εστερεώθηκαν οι ουρανοί, και με το Πνεύμα του στόματος Του έδημιουργήθηκε το αμέτρητο πλήθος των αστέρων»• «το Πνεύμα του Θεού με εδημιούργησε, η πνοή δε του Παντο-κράτορας με διδάσκει»• και πάλι• «θα εξαποστείλεις το [ζωοποιό] Πνεύμα Σου, και θα κτισθούν [αναδημιουργηθούν] και [έτσι] θα ανακαινίσεις το πρόσωπο της γης». Δημιουργεί δε την πνευματική αναγέννηση• και ας σε πείσει το ότι κανείς δεν μπορεί να ιδεί ή να λάβει την βασιλεία [των ουρανών], αν δεν «γεννηθεί άνωθεν» [ανα-γεννηθεί πνευματικά] από το Άγιο Πνεύμα, και δεν καθαρισθεί από την προηγούμενη [κατά σάρκα] γέννηση. Αυτή [η πνευματική αναγέννηση] η οποία είναι μυστήριο που φανερώθηκε τη νύκτα [από τον Κύριο στο Νικόδημο] συντελείται με την διάπλαση [της ψυχής από την χάρη του Αγίου Πνεύματος που κάνει τον πιστό κοινωνό] του θείου φωτός •της θείας ημέρας, την οποία καθένας δέχεται μέσα του [και με την δική του πνευματική εργασία]. Αυτό το Πνεύμα (διότι είναι σε άπειρο βαθμό σοφό και φιλάνθρωπο), αν λάβει ποιμένα προβάτων τον κάνει θεόπνευστο ψαλμωδό, που με την ψαλμωδία του απομακρύνει τα πονηρά πνεύματα, και τον αναδεικνύει βασιλέα του Ισραήλ. Αν πάρει αιγοβοσκό που χαράζει συκομορέες, τον κάνει προφήτη. Θυμήσου τον Δαβίδ και τον Αμώς. Αν πάρει νεανίσκο ευφυή, τον κάνει κριτή πρεσβυτέρων και προχωρημένων στην ηλικία. Αυτό μαρτυρεί ο Δανιήλ, που ενίκησε λέοντες μέσα στο λάκκο. Αν βρει αλιείς, τους πιάνει με την σαγήνη [της χάριτος] οδηγώντας τους στον Χριστό και τους κάνει ικανούς να συλλαμβάνουν όλον τον κόσμο με την πλοκή του λόγου. Να εννοήσεις τον Πέτρο και τον Ανδρέα και τους υιούς της βροντής [Ιωάννη και Ιάκωβο], που εβρόντησαν τα πνευματικά. Εάν [πάρει] τελώνες, τους κερδίζει στη μαθητεία [του Χριστού] και δημιουργεί εμπόρους ψυχών. Το λέει ο Ματθαίος, ο χθες τελώνης και σήμερα ευαγγελιστής. Εάν [πάρει] διώκτες θερμούς, μεταθέτει τον ζήλο τους και κάνει Παύλους αντί Σαύλων, και τόσο πολύ [τους ανυ-ψώνει] προς την ευσέβεια, όσο ήταν στην κακία που τους βρήκε. Αυτό είναι και Πνεύμα πραότητας• και οργίζεται γι’αυτούς που αμαρτάνουν. Γι’ αυτό λοιπόν ας γνωρίσουμε Αυτό ως πράο και όχι οργιζόμενο, ομολογώντας την αξία Του [ως Θεού] και αποφεύ– γοντας κάθε βλάσφημο λόγο, και ας μη θελήσουμε να το ιδούμε να οργίζεται για αμαρτία που είναι ασυγχώρητη [την βλασφημία εις Αυτό]. Αυτό [το Άγιο Πνεύμα] κάνει κι’ έμενα σήμερα τολμηρό κήρυκα σε σας• εάν μεν χωρίς να πάθω τίποτε, η χάρη, στον Θεό• εάν δε πάθω, και πάλι χάρη• το μεν [πρώτο], για να λυπηθεί [ο Θεός] αυτούς πού μας μισούν το δε, για να μας αγιάσει, με το να πάρουμε τον μισθό αυτό της ιερουργίας του Ευαγγελίου, το να τελειωθούμε δηλαδή με το αίμα μας.

ΙΕ. Μιλούσαν μεν λοιπόν [οι Απόστολοι] ξένες γλώσσες και όχι τις πατρικές τους, και το θαύμα είναι μεγάλο, να μιλούν άνθρωποι γλώσσα που δεν έμαθαν και αυτό το σημείο [θαύμα] είναι για τους απίστους, όχι γι’ αυτούς που πιστεύουν, για να είναι κατήγορο των απίστων, όπως έχει γραφτεί• «Ότι με ανθρώπους που μιλούν ξένες γλώσσες και με χείλη ξένων λαών θα ομιλήσω προς το λαό αυτόν, αλλ’ ούτε με τον τρόπο αυτό θα με ακούσουν, λέγει ο Κύριος». Άκουγαν δε [όσοι ήσαν τότε στα Ιεροσόλυμα]. Εδώ σταμάτησε λίγο και διερωτήσου, πώς θα διαιρέσεις τον λόγο. Διότι έχει κάτι το αμφίβολο η λέξη [«ήκουον»] το οποίο διαχω-ρίζεται με την τελεία. Άρα, δηλαδή, άκουγαν ο καθένας στη δική του γλώσσα, φερ’ ειπείν σαν να ηχεί δυνατά μία φωνή, και ν’ ακούγονται πολλές, με το να πάλλεται έτσι ο αέρας και, για να το πω σαφέστερα, με το να γίνεται η φωνή φωνές; Ή πρέπει να σταματήσουμε στο «ήκουον», το δε «Λαλούντων» στις δικές τους γλώσσες να το προσθέσουμε στα επόμενα, για να είναι: «Καθώς μιλούσαν γλώσσες», τις δικές των, αυτών που ακούγανε, που ση-μαίνει ξένες• προς τούτο δε και μάλλον τάσσομαι. Διότι με εκεί-νον μεν τον τρόπο το θαύμα θα ήταν εκείνων που άκουγαν μάλλον παρά εκείνων που μιλούσαν. Με αυτόν δε τον τρόπο εκείνων που μιλούσαν οι οποίοι και κατηγορήθηκαν για μέθη, είναι φανερό ότι με το να θαυματουργούν αυτοί ως προς τις γλώσσες με την δύναμη του Πνεύματος.
ΙΣΤ. Πλην είναι μεν άξια να εξυμνείται και η παλαιά διαίρε-ση των γλωσσών (όταν οικοδομούσαν τον πύργο εκείνοι που συμ-φώνησαν κακώς και αθέως, όπως και από τους σημερινούς τολμούν μερικοί)• διότι με το να διαλυθεί η ομογνωμοσύνη μαζί με το σχί-σιμο (διαφορά) της γλώσσας, σταμάτησε το εγχείρημα. Περισ-σότερο όμως πρέπει να εξυμνείται αύτη [η διαίρεση] που θαυ-ματουργείται σήμερα. Διότι αφού διαλύθηκε [η γλώσσα] από το ένα Πνεύμα σε πολλούς, συνάγεται πάλι σε μία αρμονία. Και υπάρχει διαφορά χαρισμάτων, [στην γλωσσολαλία] που χρειάζεται άλλο χάρισμα για να διακρίνεται το περισσότερο ωφέλιμο [για την σύναξη των πιστών]• επειδή όλες οι γλώσσες είναι επαινετές. Καλή δε θα λεγόταν και εκείνη, για την οποία λέει ο Δαβίδ• «Καταπό-ντισε, Κύριε, και καταμοίρασε τις γλώσσες τους». Γιατί; «Διότι αγάπησαν όλους τους λόγους που καταποντίζουν [τους ανθρώ-πους] γλώσσα δόλια»• φανερά σχεδόν κατηγορώντας αυτές τις γλώσσες εδώ, που χωρίζουν την θεότητα [με το να μη ομολογούν την θεότητα του Αγίου Πνεύματος]. Αυτά λοιπόν και αρκετά.
ΙΗ. Εμείς μεν πρέπει να απολύσουμε την σύναξη (διότι ήταν αρκετός ο λόγος), την πανήγυρη όμως ουδέποτε. Αλλ’ είναι ανάγκη να εορτάσουμε, τώρα μεν και σωματικά [συμμετέχοντας στα τελούμενα], ύστερα δε από λίγο εντελώς πνευματικά [σε ησυχία με πνευματική μελέτη και νοερά προσευχή]• όπου και τους λόγους αυτών [των υμνωδών] θα κατανοήσουμε καθαρότερα και σαφέ-στερα, ενωμένοι με Αυτόν το Λόγο και Θεό και Κύριο ημών Ιησού Χριστό, την αληθινή εορτή και αγαλλίαση των σωζομένων με τον Οποίο η δόξα και η τιμή στον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, τώρα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
† Μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Θεοδότου, τοῦ ἐν Ἀγκύρᾳ.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Θεόδοτος καταγόταν ἀπό τήν Ἄγκυρα τῆς Γαλατίας καί ἄθλησε κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ.). Παρέμεινε ὀρφανός σέ νηπιακή ἡλικία καί ἀνατράφηκε μέ παιδεία καί νουθεσία Κυρίου ἀπό τήν εὐσε-βέστατη θεία του Τεκοῦσα. Ὅταν ἐμεγάλωσε ἔγινε ἀρτοποιός καί ἔμπορος τροφίμων, διεκρινόταν δέ γιά τήν τιμιότητα, τήν ἐγκράτεια καί τή φιλανθρωπία του. Διά τῶν λόγων, τῶν ἔργων καί τῆς ὑπο-δειγματικῆς χριστιανικῆς διαβιώσεώς του, ἔγινε πρόξενος ἐπανόδου στόν ὀρθό δρόμο πολλῶν παρεκτραπέντων συμπολιτῶν του. Κατά τούς ἐπί Διοκλητιανοῦ ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν διωγμούς, ἀπεστά-λη στήν Ἄγκυρα ὁ Θεότεκνος, δεινός διώκτης τῶν Χριστιανῶν, ὁ ὁποῖος διέταξε τή σύλληψη τῶν Χριστιανῶν, τήν κατεδάφιση τῶν ναῶν καί τή δήμευση τῆς περιουσίας αὐτῶν, γιά νά μολύνει δέ τά τρόφιμα διέταξε νά ἀναμιχθοῦν αὐτά μέ εἰδωλόθυτα. Τότε συνε-λήφθησαν μεταξύ τῶν ἄλλων καί ἡ Τεκοῦσα μετά τῶν παρθένων Ἀλεξάνδρας, Κλαυδίας, Φαεινῆς, Εὐφρασίας, Ματρώνης, Ἰουλίας καί Θεοδότης. Ἐπειδή οἱ Ἁγίες ἀρνήθηκαν νά θυσιάσουν στά εἴδω-λα, ἐκλείσθησαν ἀρχικά σέ πορνεῖο καί παρέμειναν μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ ἁγνές, καί στή συνέχεια ἐρρίφθησαν στά πλησίον κείμενα ἕλη, ὅπου ἔλαβαν τόν μαρτυρικό θάνατο διά πνιγμοῦ († 18 Μαΐου).
Ὁ Θεόδοτος, ἀφοῦ κατ’ ἀρχάς ἀντιμετώπισε ἀποτελεσματικά τό θέμα τῶν τροφίμων, διαμοιράζοντας καί πουλώντας μεγάλες ποσότητες μή μολυσμένων μέ εἰδωλόθυτα, ἄρχισε νά περιέρχεται τίς φυλακές, νά διαμοιράζει στούς κρατούμενους Χριστιανούς τρόφιμα καί νά παρηγορεῖ αὐτούς. Πληροφορηθείς τό μαρτυρικό θάνατο τῆς θείας του Τεκούσης καί τῶν παρθένων πού ἐμαρτύρησαν μαζί της, σέ συνεννόηση μέ ἄλλους Χριστιανούς μετέβη στόν τόπο τοῦ μαρτυ-ρίου τους, παρέλαβε κρυφά τά λείψανά τους καί τά ἐνταφίασε. Τήν ἑπομένη, ὅταν ἔγινε ἀντιληπτή ἡ ἐξαφάνιση τῶν λειψάνων, διενερ-γήθησαν πολλές συλλήψεις Χριστιανῶν, οἱ δέ συλληφθέντες ὑπο-βάλλονταν σέ ποικίλα βασανιστήρια, γιά νά ἀποκαλύψουν τούς δράστες. Ὁ Θεόδοτος, γιά νά μή συλληφθοῦν καί βασανισθοῦν καί ἄλλοι ἀθῶοι, ἔσπευσε πρός τόν Θεότεκνο, ὁμολόγησε ὅτι ἦταν Χρι-στιανός καί ἀπεκάλυψε στόν ἄρχοντα, ὅτι αὐτός ἦταν ὁ δράστης τοῦ ἐνταφιασμοῦ τῶν λειψάνων τῶν Μαρτύρων γυναικῶν. Ὁ Θεό-τεκνος διέταξε εὐθύς τόν σκληρό βασανισμό τοῦ Θεοδότου καί τόν ἐγκλεισμό του στή φυλακή, ἀποστείλας δέ στρατιῶτες ἀνεκόμισε τά λείψανα τῶν Μαρτύρων γυναικῶν καί τά κατέκαψε. Μετά λίγες ἡμέρες ὁ Ἅγιος Θεόδοτος προσήχθη πάλι ἐνώπιον τοῦ Θεοτέ-κνου καί ὁμολόγησε μέ πνευματική ἀνδρεία τήν ἐμμονή στήν ἀρχική ὁμολογία του καί στήν πατρώα εὐσέβεια. Τότε, ἀφοῦ τοῦ κατεξέ-σχισαν τίς σάρκας μέ σιδηρένια νύχια καί τοῦ συνέτριψαν τίς σια-γόνες, τόν ἀπεκεφάλισαν21.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ἁγίας μάρτυρος Ποταμιαίνης, τῆς ἐξ Ἀλεξανδρείας.
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Ποταμιαίνη καταγόταν ἀπό τήν Ἀλεξάν-δρεια καί ἄθλησε κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Μαξιμια-νοῦ (286-305 μ.Χ.). Πανέμορφη τό σῶμα καί τήν ψυχή, ἀλλά καί πιστή Χριστιανή, ἦταν δούλη ἀσελγοῦς καί ἀκολάστου ἀνδρός, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ δέν κατάφερε νά τήν πείσει νά δεχθεῖ τίς ἀνήθικες προτάσεις του, κατήγγειλε αὐτήν στόν ἄρχοντα τῆς Ἀλεξανδρείας ὡς Χριστιανή. Εὐθύς διατάχθηκε ἡ σύλληψή της καί ἡ ἐνώπιον τοῦ ἄρχοντος προσαγωγή της. Ὅταν ὅμως ἐμφανίσθηκε ἡ Ποταμιαίνη, αὐτός, ἐπειδή θαμπώθηκε ἀπό τήν ὀμορφιά της, ἐκυριεύθηκε ἀπό ἀκόλαστες ἐπιθυμίες, μέ κολακεῖες δέ καί ὑποσχέσεις προσπάθησε νά ἀποσπάσει αὐτήν ἀπό τήν Χριστιανική πίστη, μέ τήν ἐλπίδα ὅτι ἔτσι θά ὑπέκυπτε στός ὀρέξεις του. Ἀλλ’ ἡ Ποταμιαίνη δέν ἐνέδωσε στίς προτάσεις του καί ἕνεκα τούτου διέταξε νά ριφθεῖ ἡ Μάρτυς μέσα σέ λέβητα πού ἦταν γεμᾶτος μέ καυτή πίσσα. Ἡ Ποταμιαίνη μέ πνευματική χαρά ἄκουσε τήν καταδίκη της, διότι ἔτσι θά διατη-ροῦσε ἀμόλυντα τά πολυτιμότερα ἀγαθά της, τήν παρθενία καί τήν Χριστιανική της πίστη, παρεκάλεσε δέ τόν ἄρχοντα νά τήν κατα-βιβάζουν ἀργά μέσα στό λέβητα, γιά νά ἀποβαίνει μέ αὐτό τόν τρό-πο πλέον ἐπώδυνο τό μαρτύριό της. Ἡ τελευταία αὐτή ἐπιθυμία της ἔγινε δεκτή, γενική δέ ὑπῆρξε ἡ κατάπληξη τῶν παρευρισκομένων, γιά τήν καρτερία καί ἀταραξία αὐτῆς στό φρικτό τοῦτο μαρτύριο.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Μαρκελλίνου, ἐπισκόπου Ρώμης, καί τῶν σύν αὐτῷ μαρτυρησάντων Κλαυδίου, Κυρίνου καί Ἀντωνίνου.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Μαρκελλίνος ἦταν Ἐπίσκοπος Ρώμης κατά τούς χρόνους τῶν αὐτοκρατόρων Διοκλητιανοῦ καί Μαξι-μιανοῦ (284-305 μ.Χ.). Κατά τόν Λιβεριανό Κατάλογο διαδέχθηκε τόν Ἐπίσκοπο Γάϊο τήν 1η Ἰουλίου 296 μ.Χ. καί ἐκάθισε ἐπί τοῦ θρόνου ἕως τό 304 μ.Χ. Οἱ Δονατιστές τόν κατηγόρησαν γιά δειλία κατά τό διωγμό τοῦ Διοκλητιανοῦ καί αὐτό ἀναφέρεται καί στό Liber Pontificalis, ὅπου διαβάζουμε ὅτι ὁ Μαρκελλίνος μετανόησε, ἔκλαψε πικρά καί ἀπολογήθηκε γιά τή στάση του ἐνώπιον Συνό-δου, ἡ ὁποία συνῆλθε στήν πόλη Σινουέσσα22 τῆς Καμπανίας. Ἐμ-φανίσθηκε μέ τήν κεφαλή του γεμάτη ἀπό στάχτη, σέ ἔνδειξη με-τανοίας, καί ὁμολόγησε τήν ἁμαρτία του στά μέλη τῆς Συνόδου. Οἱ Πατέρες τῆς Συνόδου τόν συγχώρεσαν, λέγοντας ὅτι ἀκόμη καί ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ἀρνήθηκε τόν Κύριο ἀπό φόβο, ἀλλά ἔκλαψε πικρά γιά τήν ἁμαρτία του καί ἡ μετάνοιά του ἔγινε δεκτή ἀπό τόν Θεό. Ἀλλ’ ἡ κατηγορία καί ἡ ἀναφορά περί λιποψυχίας καί πτώ-σεως τοῦ Ἁγίου Μαρκελλίνου φαίνεται μᾶλλον ἀστήρικτη.
Ὁ Ἅγιος ὁμολόγησε τήν πίστη του στόν Χριστό ἐνώπιον τοῦ αὐτοκράτορος καί ἀποκεφαλίσθηκε μαζί μέ τούς μαθητές του καί Μάρτυρες τοῦ Κυρίου Κλαύδιο, Κυρῖνο καί Ἀντωνίνο. Τό ἱερό λεί-ψανό του ἐνταφιάσθηκε ἀπό τόν πρεσβύτερο Μάρκελλο, ὁ ὁποῖος εἶχε ἐπωμισθεῖ τά τῆς πνευματικῆς καθοδηγήσεως καί διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης, ἐνῶ ἐχήρευε ὁ ἐπισκοπικός της θρόνος, στό κοιμητήριο τῆς Ἁγίας Πρισκίλλης, μετά ἀπό ὅραμα στό ὁποῖο εἶδε τόν Ἀπόστολο Πέτρο νά τοῦ δίδει ἐντολή γιά νά ἐνταφιάσουν τό τίμιο σκήνωμα μέ εὐλάβεια.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Μαρκέλλου, ἐπισκόπου Ρώμης.
Ὁ Ἅγιος Μάρκελλος Α΄, Ἐπίσκοπος Ρώμης (308-309 μ.Χ.), καταγόταν ἀπό τήν Ρώμη καί διαδέχθηκε τόν Ἅγιο Ἱερομάρτυρα Μαρκελλίνο († 7 Ἰουνίου). Κατήγγειλε δημοσίως τόν αὐτοκράτορα γιά τή σκληρότητά του πρός τούς ἀθώους Χριστιανούς καί τούς διωγμούς καί ἐκεῖνος ἔδωσε ἐντολή νά τόν βασανίσουν. Περιορίσθη-κε καί ἐκλείσθηκε ἀπό τόν αὐτοκράτορα Μαξέντιο σέ ναό, τόν ὁποῖο εἶχαν ἱδρύσει οἱ παρθένες Πρίσκιλλα καί Λουκία, καί ὁ ὁποῖ-ος μετατράπηκε σέ σταῦλο. Ἐκεῖ ἀπέθανε ἀπό τίς κακουχίες καί τά βάσανα μακρυά ἀπό τήν ἕδρα του. Ἐνταφιάσθηκε στό κοιμητήριο τῆς Ἁγίας Πρισκίλλης. Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται, πλήν τῆς παρούσης ἡμέρας, καί τήν 16η Ἰανουαρίου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων ἱερομαρτύρων Σισινίου, καί Κυριακοῦ, τῶν διακόνων, καί τῶν ἁγίων Μαρτύρων Σμαράγδου, Λάργου, Ἀπρονιανοῦ, Σατουρνίνου, Κρήσκεντος, Παππίου, Μαύρου, Ἀρτεμίας, Πρισκίλλης καί Λουκίας.
Ὅταν ἐκηρύχθηκε ὁ διωγμός κατά τῶν Χριστιανῶν ἐπί αὐτο-κρατόρων Διοκλητιανοῦ καί Μαξιμιανοῦ (284-305 μ.Χ.), πολλοί Χριστιανοί ἐκλείσθηκαν στίς φυλακές. Ὁ Θράσων, πλούσιος Χρι-στιανός, ἐφρόντιζε νά ἀποστέλλει μέ τούς Σισίνιο, Κυριακό, Σμά-ραγδο καί Λάργο, τρόφιμα καί ἐνδύματα στούς φυλακισμένους ἀδελφούς του. Ὁ Ἅγιος Μάρκελλος, Ἐπίσκοπος Ρώμης, εὐχαρίστη-σε τόν Θράσωνα καί ἐχειροτόνησε διακόνους τόν Σισίνιο καί τόν Κυριακό. Γιά τή θεοφιλῆ δράση τους οἱ δύο διάκονοι συνελήφθη- σαν καί καταδικάσθηκαν σέ καταναγκαστικά ἔργα. Δέν ἔφθανε ὅμως αὐτό. Ὁ Μαξιμιανός ἀπέστειλε τόν Σισίνιο στόν διοικητή τῆς Λαοδικείας, ὁ ὁποῖος τόν ἐφυλάκισε. Ἐκεῖ ὁ διάκονος Σισίνιος συ-νάντησε τόν Ἀπρονιανό, ὁ ὁποῖος, βλέποντας τό πρόσωπο τοῦ Σισι-νίου νά εἶναι λουσμένο στό θεῖο φῶς, ἐπίστεψε στόν Χριστό καί ἐβαπτίσθηκε. Ὅταν ὁ Ἀπρονιανός ἐκλήθηκε ἐνώπιον τοῦ ἄρχοντος καί ὁμολόγησε τήν πίστη του στόν Χριστό, ἐκεῖνος ἔδωσε ἐντολή καί τόν ἀποκεφάλισαν. Λίγο ἀργότερα ἐμφανίσθηκαν ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνος ὁ Σισίνιος καί ὁ Σατουρνῖνος. Ἐκεῖνος τούς διέταξε νά προσφέρουν θυσία στά εἴδωλα, ἀλλά οἱ Ἅγιοι μέ τήν προσευχή τους ἔλιωσαν τά τρίποδα μέ τό θυμίαμα τῶν εἰδώλων. Βλέποντας τό θαῦμα αὐτό οἱ στρατιῶτες Παππίας καί Μαῦρος ἐπίστεψαν στόν Χριστό. Ἔξαλλος ὁ ἡγεμόνας ἔδωσε ἐντολή οἱ μέν δύο στρατιῶτες νά ὁδηγηθοῦν στή φυλακή, οἱ δέ Σισίνιος καί Σατουρνῖνος νά ἀπο-κεφαλισθοῦν.
Ὁ Ἅγιος Μάρκελλος ἐβάπτισε κρυφά τόν Παππία καί τόν Μαῦρο, οἱ ὁποῖοι μετά ἀπό λίγο ἐτελειώθησαν μαρτυρικά γιά τήν ἀγάπη τους στόν Χριστό. Τά τίμια λείψανά τους ἐνταφιάσθηκαν ἀπό τόν πρεσβύτερο Ἰωάννη καί τόν Θράσωνα.
Οἱ Μάρτυρες Κυριακός, Σμάραγδος, Λάργος, καί Κρήσκης, μαζί μέ ἄλλους Χριστιανούς, ἦσαν φυλακισμένοι καί καταδικα-σμένοι νά ἐργάζονται σκληρά. Ἡ Ἀρτεμία, κόρη τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ, ἔπασχε ἀπό δαιμόνιο. Μαθαίνοντας ὁ Διοκλητιανός ὅτι ὁ φυλακισμένος Κυριακός θά μποροῦσε νά θεραπεύσει τήν ἀσθένεια τῆς θυγατρός του, τόν ἐκάλεσε γιά νά τήν κάνει καλά. Πράγματι! Ὁ Ἅγιος Κυριακός, μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἐθεράπευσε τήν Ἀρτεμία καί ἐξέβαλε τούς δαίμονες ἀπό αὐτήν. Ὡς ἔκφραση εὐγνωμοσύνης γιά τή θεραπεία τῆς κόρης του ὁ αὐτοκράτορας ἐλευθέρωσε τούς Ἁγίους ἀπό τή φυλακή καί σύντομα ἔστειλε τόν Κυριακό στήν Περσία, γιά νά θεραπεύσει τήν κόρη τοῦ Πέρσου βασιλέως. Ὅταν ὁ Κυριακός ἐπέστρεψε στήν Ρώμη, συνελήφθη, κα-τόπιν ἐντολῆς τοῦ αὐτοκράτορος Γαλερίου (305-311 μ.Χ.), γαμπροῦ τοῦ Διοκλητιανοῦ, ὁ ὁποίος εἶχε παραιτηθεῖ καί εἶχε ἀποσυρθεῖ ἀπό τήν ἐξουσία. Ἔδεσαν, λοιπόν, τόν Ἅγιο Κυριακό πίσω ἀπό ἕνα ἅρ-μα πού τόν ἔσερνε ἀνά τίς ὁδούς τῆς Ρώμης καί στή συνέχεια, ἀφοῦ τόν ἐβασάνισαν τόν ἐθανάτωσαν μαζί μέ τούς Μάρτυρες Σμάραγδο, Λάργο, Κρήσκεντα, Ἀρτεμία, Πρίσκιλλα καί Λουκία.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων Αἰσίας καί Σωσσάνης, μαθη-τριῶν τοῦ ἁγίου Παγκρατίου, ἐπισκόπου Ταυρομενίου.
Oἱ Ἁγίες Αἰσία (ἤ Ἐσία, κατ’ ἄλλην γραφήν Εὐσεβεία) καί Σωσάννα ἦσαν μαθήτριες τοῦ Ἁγίου Παγκρατίου, Ἐπισκόπου Ταυ-ρομενίας († 9 Φεβρουαρίου), καί ὑπέστησαν τόν διά πυρός θάνατο. Ἡ Σύναξη αὐτῶν ἐτελεῖτο στόν ναό «ἐν τοῖς Βασιλίσκοις» κατά τόν Ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ἁγίας μάρτυρος Ζηναῒδος, τῆς Θαυματουργοῦ.
Περί τῆς Ἁγίας Ζηναῒδος23 γνωρίζουμε ὅτι ἀξιώθηκε τοῦ χαρί-σματος τῆς θαυματουργίας καί ἐτελειώθηκε μέ μαρτυρικό θάνατο.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Ἰωάννου καί Ταρασίου.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἰωάννης καί Ταράσιος ἐτελειώθησαν διά ξἰφους. Τό σχετικό δίστιχο ἀναφέρει: «Ἰωάννην τέμνουσι σύν Ταρα-σίῳ, οὐ πρός τό τέμνον ἐκταραχθέντας ξίφος».
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Λυκαρίωνος.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Λυκαρίων καταγόταν ἀπό τήν Ἑρμούπολη τῆς Αἰγύπτου καί εἶναι ἄγνωστο πότε ἄθλησε. Διαπνεόμενος ὑπό θείου ζήλου, διαμοίρασε τά ὑπάρχοντά του στούς πτωχούς καί ἐλεύθερος ἀπό κάθε ὑλική μέριμνα ἐπιδόθηκε στή διάδοση τῆς Χρι-στιανικῆς πίστεως, κηρύττοντας τό θεῖο λόγο καί πολλούς εἰδωλο-λάτρες ἑλκύοντας πρός αὐτήν. Γιά τή θεοφιλῆ δράση του καταγ-γελθείς, συνελήφθη, ἀρνηθείς δέ νά θυσιάσει στά εἴδωλα, ἀφοῦ ὑπο-βλήθηκε σέ σκληρά βασανιστήρια, ἐκ τῶν ὁποίων ὅμως, μέ τή Θεία Χάρη, ἐξῆλθε ἀβλαβής, ἐκλείσθηκε στή φυλακή. Μετά λίγες ἡμέρες, ἀφοῦ ὑποβλήθηκε σέ νέα ἀνάκριση καί ἐπέμενε στήν ὁμολογία του, ὑπέστη ἀκόμη σκληρότερη δοκιμασία. Ἔτσι, ἀφοῦ τοῦ κατεξέσχι-σαν τίς σάρκες μέ σιδερένια νύχια καί τοῦ κατέκαψαν τά πλευρά καί τό στῆθος μέ ἀναμμένες λαμπάδες, τόν ἐκρέμασαν ἐπί σταυροῦ καί ἐτελειώθηκε δι’ ἀποκεφαλισμοῦ. Τό τίμιο λείψανό του τό παρέ-λαβαν οἱ Χριστιανοί καί τό ἐνταφίασαν μέ εὐλάβεια.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ὁσίας μητρός ἡμῶν Σεβαστιανῆς, τῆς Θαυματουργοῦ.
Ἡ Ὁσία Σεβαστιανή, ἀξιωθεῖσα ἀπό τόν Ἅγιο Θεό τοῦ χαρί-σματος τῆς θαυματουργίας, ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Στεφάνου, τοῦ Πρεσβυτέρου.
Ὁ Ὅσιος Στέφανος, ὁ πρεσβύτερος, ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἀνθίμου, τοῦ Πρεσβυτέρου.
Ὁ Ὅσιος Ἄνθιμος, ὁ πρεσβύτερος, ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη24.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Βασιλείδου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ὁσιομάρτυρος Ἰωάννου.
† Τῆ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἀνατολίου, τοῦ Σιναῒτου.
† Τῆ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Κολμανοῦ, τοῦ ἐξ Ἰρλανδίας25.
Ὁ Ἅγιος Κολμανός ἐγεννήθηκε, τό 450 μ.Χ., στήν Δαλαραδία τοῦ βασιλείου Κροῦτιν τῆς Ἰρλανδίας. Ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πό-λεως Ντρόμορ καί εἶναι πολιοῦχος καί προστάτης αὐτῆς. Ἐκοιμή-θηκε μέ εἰρήνη.
† Τῆ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Μεριαδοκίου, τοῦ ἐξ Οὐαλλίας.
Ὁ Ὅσιος Μεριαδόκιος26 καταγόταν ἀπό πλούσια οἰκογένεια τῆς Οὐαλλίας καί ἔζησε τόν 5ο ἤ 6ο αἰώνα μ.Χ. Ἐπιθυμώντας νά ἀκολουθήσει τόν ἡσυχαστικό βίο, ἐπώλησε ὅλα τά ὑπάρχοντά του, τά ὁποῖα διεμοίρασε στούς πτωχούς, καί ἔγινε ἐρημίτης.

Κατόπιν ἦλθε στήν Κορνουάλλη, ὅπου ἵδρυσε πολλές ἐκκλησίες, καί στή συνέχεια ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Βάννες. Διακρίθηκε γιά τή μεγάλη φιλαδελφία καί φιλανθρωπία του πρός τούς πτωχούς καί τούς πάσχοντες, καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη λέγοντας: «Κύριε, σέ Σένα παραδίδω τό πνεῦμα μου».
† Τῆ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Δανιήλ, τοῦ τῆς Σκήτεως.
Ὁ Ὅσιος Δανιήλ, ἀναχωρητής, συγγραφέας, ἱερομόναχος καί κατόπιν ἡγούμενος μοναστικοῦ κέντρου στή Σκήτη τῆς Αἰγύπτου, ἔζησε κατά τόν 6ο αἰώνα μ.Χ. Ὁ Δανιήλ ἀπό τήν παιδική του ἡλικία περιεβλήθηκε τό μοναχικό σχῆμα καί ἀσκήτεψε στά μέρη τῆς Σκήτης, ὅπου εὑρῆκαν καί αἰχμαλώτισαν αὐτόν Βεδουῖνοι ληστές τρεῖς φορές. Ἀπό τήν τελευταία αἰχμαλωσία ἐλευθερώθηκε ἀφοῦ ἐφόνευσε μέ πέτρες τόν φρουροῦντα αὐτόν. Τό γεγονός αὐτό αἰ-σθάνθηκε ὡς βαρύτατο ἁμάρτημα, γι’ αὐτό ἦλθε καί ἐξομολογήθη-κε αὐτό πρῶτα μέν στόν Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Τιμόθεο Γ΄ (520-536 μ.Χ.), ἀκολούθως δέ στούς Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Ἐπιφάνιο (520-535 μ.Χ.), Ἀντιοχείας Εὐφράσιο (521-526 μ.Χ.) καί Ἱεροσολύμων Ἰωάννη Γ΄ (516-524 μ.Χ.), ὡς καί στόν Ἐπίσκοπο Ρώμης Ὁρμίσδα (514-523 μ.Χ.). Κανένας ὅμως ἀπό αὐτούς δέν κατε-λόγισε στόν Δανιήλ τήν πράξη. Ἀπογοητευμένος ἀπό τήν ἀθώωσή του καί μή δυνάμενος ὁ ἴδιος νά συγχωρήσει τόν ἑαυτό του, παραδόθηκε στόν πραίτορα τῆς Ἀλεξάνδρειας, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ τόν ἀνέκρινε καί ἐθαύμασε τή διάκρισή του, «ἀπέλυσεν αὐτόν λέγων αὐτῷ: Ὕπαγε, εὖξαι ὑπέρ ἐμοῦ, ἀββᾶ. Εἴθε καί ἄλλους ἑπτά ἐφό-νευσας ἐξ αὐτῶν»27.
Μετά τό γεγονός αὐτό ἐπανῆλθε στήν περιοχή τῆς Σκήτης, γιά νά τήν ἐγκαταλείψει ἀργότερα καί νά ἔλθει στήν περιοχή Ταμπώκ, ὅπου καί ἵδρυσε μονή, στήν ὁποία ἔγινε ἡγούμενος καί στήν ὁποία, τέλος, ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη, τιμώμενος καί σεβόμενος ἀπό ὅλους28.
† Τῆ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Βουλφαγγίου, τοῦ ἐκ Γαλλίας.
Ὁ Ὅσιος Βουλφάγγιος ἐγεννήθηκε στήν Γαλλία. Ἦταν ἔγγα-μος ἱερέας τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητος τοῦ Ροῦε κοντά στήν πό-λη Ἄμπεβιλ. Ἐπραγματοποίησε ἕνα προσκυνηματικό ταξίδι στούς Ἁγίους Τόπους καί ἐτελείωσε τό βίο του ὡς ἐρημίτης, τό 643 μ.Χ.
† Τῆ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ὁσίας μητρός ἡμῶν Μοντβέννης, τῆς ἐκ Μεγάλης Βρεττανίας29.

Ἡ Ὁσία Μοντβέννα ἀσκήτεψε θεοφιλῶς στή μονή τοῦ Οὐῒτμ-πυ30 ὑπό τήν καθοδήγηση τῆς Ὁσίας Χίλδας († 17 Νοεμβρίου), ἡγουμένης τῆς μονῆς. Ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη, τό 699 μ.Χ.
† Τῆ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ὁσιομάρτυρος Ἀβεντίνου, τοῦ ἐκ Γαλλίας.
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Ἀβεντίνος ἐγεννήθηκε στήν πόλη Μπα-γκνέρ κοντά στά Πυρηναῖα ὄρη. Ἀσκήτεψε θεοφιλῶς ὡς ἐρημίτης στήν περιοχή τοῦ Λάρμπους καί ἐτελειώθηκε μαρτυρικά ἀπό τούς Σαρακηνούς, τό 732 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Βιλλιβάλδου, Ἀποστόλου τῆς Γερμανίας.
Ὁ Ἅγιος Βιλλιβάλδος, Ἀπόστολος τῆς Γερμανίας, ἐγεννήθηκε στίς 21 Ὀκτωβρίου 700 μ.Χ. στό Ἔσσεξ. Ὅταν ἦταν μικρός ἀσθέ-νησε, οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς του, Ἅγιοι Ριχάρδος καί Βούννα († 7 Φε-βρουαρίου) τόν ἔριξαν κάτω ἀπό ἕνα σταυρό καί ὑποσχέθηκαν νά τόν ἀφιερώσουν στόν Θεό, ἐάν θεραπευθεῖ. Τό θαῦμα ἔγινε καί ὁ πατέρας του, φερόμενος ὡς βασιλέας Ριχάρδος, τόν ἐμπιστεύθηκε, σέ ἡλικία πέντε ἐτῶν, στόν ἡγούμενο Ἐγκβάλδιο τῆς μονῆς τοῦ Βαλτ-χάϊμ στό Χάμπσαϊρ, ὅπου παρέμεινε μέχρι ἡλικίας δέκα ἑπτῶν ἐτῶν. Τό 721 μ.Χ., μαζί μέ τόν μεγαλύτερο ἀδελφό του Βιννιβάλδο († 18 Δεκεμβρίου) καί τόν γέροντα πατέρα τους, ἀνεχώρησαν γιά προ-σκύνημα στούς τάφους τῶν Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου στήν Ρώμη. Καθ’ ὁδόν ὁ πατέρας τους ἀπέθανε καί ἐνταφιάσθηκε στήν πόλη Λούκκα τῆς ἰταλίας, ὅπου τιμᾶται μέχρι σήμερα ὑπό τό ὄνομα «Ριχάρδος, βασιλεύς τῶν Ἄγγλων». Οἱ δύο νέοι συνέχισαν τήν ὁδοιπορία τους γιά τούς Ἁγίους Τόπους. Ἔτσι ἔπλευσαν μέσῳ Κύ-πρου στήν Συρία, ὅπου αἰχμαλωτίσθηκαν γιά σύντομο χρονικό διά-στημα στήν πόλη Ἔμεσσα ἀπό τούς Σαρακηνούς. Μετά τήν ἀπελευ-θέρωσή του, ὁ Ὅσιος ἐπισκέφθηκε τούς Ἁγίους Τόπους καί κατά τήν ἐπιστροφή του ἐπέρασε ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου, σύμφωνα μέ τό «Ὁδοιποροικόν»31, παρέμεινε δύο ἔτη σέ κελλί τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας. Στή συνέχεια ἐπέστρεψε στήν Ρώμη καί ἐγκα-ταστάθηκε στήν περίφημη μονή τοῦ Μόντε Κασσίνο ἀγαπώμενος καί τιμώμενος ἀπό ὅλους. Ἐνῶ ἀσκήτευε ἐκεῖ, ἔλαβε ἐντολή ἀπό τόν Πάπα Γρηγόριο Γ΄ (731-741 μ.Χ.), μετά ἀπό συνάντηση μαζί του, νά μεταβεῖ στήν Γερμανία, γιά νά βοηθήσει τόν συγγενῆ του Ἅγιο Βονιφάτιο († 5 Ἰουνίου) στό ἱεραποστολικό του ἔργο. Τό 741 μ.Χ. ἐχειροτονήθηκε ἱερέας καί μετά ἀπό λίγο Ἐπίσκοπος στήν πόλη Ἄϊχσταατ στήν περιοχή τῆς Φραγκονίας, ὅπου ἐργάσθηκε ἱεραπο-στολικά μέ ἔνθεο ζῆλο. Ἐδῶ ἵδρυσε τή μονή τοῦ Χαϊντχάϊμ, τήν ὁποία καθοδηγοῦσε πνευματικά ὁ ἀδελφός του Ὅσιος Βιννιβάλδος καί ἀργότερα ἡ ἀδελφή του Ὁσία Βαλβούργα († 25 Φεβρουαρίου).
Ὁ Ἅγιος Βιλλιβάλδος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη, τό 790 μ.Χ.
† Τῆ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Δεοχάρους, τοῦ ἐκ Γερμανίας.
Ὁ Ὅσιος Δεοχάρης ἐγεννήθηκε στήν Γερμανία καί ἀσκήτεψε, ὡς ἐρημίτης, στά ὄρη τῆς Φραγκονίας κοντά στήν Βαυαρία. Τό 819 μ.Χ., ἔλαβε μέρος στήν τελετή τῆς μετακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Βονιφατίου († 5 Ἰουνίου) καί ἵδρυσε τή μονή τοῦ Χερρι-έντον. Ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη, τό 847 μ.Χ.
† Τῆ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων ἱερομαρτύρων Πέτρου πρεσβυτέρου καί Βαλλαβόνσου διακόνου, τῶν ὁσιομαρτύρων Σαβινιανοῦ, Βιστρεμούνδου καί Ἀβεντίου, καί τοῦ μάρτυρος Ἱερεμίου 32.

Οἱ Ἅγιοι Ἱερομάρτυρες Πέτρος, ὁ πρεσβύτερος, Βαλλαβόνσος, ὁ διάκονος, ἐτελειώθησαν μαρτυρικά, μαζί μέ τούς μοναχούς Σαβι-νιανό καί Βιστρεμοῦνδο τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Ζωῒλου, Ἀβέντιο τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Χριστοφόρου, καί τόν γέροντα Ἱερεμία, πού ἐζοῦ-σε στή μονή τοῦ Ταβάνου, ἀπό τούς Μαυριτανούς, τό 851 μ.Χ., στήν Κόρδοβα τῆς Ἱσπανίας, ἐπί ἡγεμόνος Ἀμπντέρ Ἀχμάν Β΄, δι’ ἀποκε-φαλισμοῦ καί διά πυρός.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἀντωνίου, τοῦ διά Χριστόν σαλοῦ, ἐκ τῆς μονῆς Βαλαάμ.
Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος τοῦ Κένσκϊυ ἦταν μοναχός στή μονή Βα-λαάμ καί ὑποτακτικός τοῦ Ὁσίου Σεραπίωνος († 27 Ἰουνίου). Ἔζη-σε ὡς σαλός καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη, τό 1592.
† Τῆ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἀβραμίου, τοῦ ἐκ Ρωσσίας.
Ὁ Ὅσιος Ἀβράμιος (Κένσκϊυ) ἔζησε στήν Ρωσσία κατά τόν 17ο αἰώνα μ.Χ. καί ἐμόνασε στή μονή τοῦ Κοζεεζέρσκϊυ, πού ἦταν ἀφιερωμένη στά Θεοφάνεια. Ἐκοιμήθηκε ὁσίως μέ εἰρήνη, τό 1634.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Παναγῆ τοῦ Μπασιᾶ, ἐκ Ληξουρίου Κεφαλληνίας.
Ὁ Ὅσιος Παναγῆς ὁ Μπασιᾶς ἐγεννήθηκε στό Ληξούρι τῆς Κεφαλληνίας, τό 1801, καί ἦταν υἱός εὐσεβῶν καί ἐπιφανῶν γονέ-ων, τοῦ Μιχαήλ Τυπάλδου – Μπασιᾶ καί τῆς Ρεγγίνας Δελλαπόρτα. Ἔμαθε ἰταλικά, γαλλικά, λατινικά καί καταρτίσθηκε στή φιλοσο-φία καί τή θεολογία. Μικρός ἀκόμα χειροθετεῖται ἀναγνώστης καί στήν ἀρχή τῆς σταδιοδρομίας του διορίζεται γραμματοδιδάσκαλος καί ἐξασκεῖ τό λειτούργημα τοῦ διδασκάλου, ἀλλά ἐμπνεόμενος ἀπό τά ριζοσπαστικά κηρύγματα τῶν Κοσμᾶ Φλαμιάτου καί Εὐσε-βίου Πανᾶ, ἐκκλησιαστικῶν ἀναστημάτων τῆς ἐποχῆς, οἱ ὁποῖοι ὑπεράσπιζαν ὅτι οἱ Ἄγγλοι (κυρίαρχοι τῆς Ἑπτανήσου) προστάτες, οὐσιαστικά τύραννοι, ἐπιβουλεύονται τό ὀρθόδοξο φρόνημα τῶν κατοίκων, ἀφήνει τό δημόσιο σχολεῖο καί παραδίδει μαθήματα κατ’ οἶκον συνεχίζοντας τήν ἀποστολή του.
Σέ ἡλικία 20 ἐτῶν, μετά τό θάνατο τοῦ πατέρα του, ἔχοντας ἔμφυτη κλίση καί ἐπηρεαζόμενος ἀπό τήν προσωπικότητα τοῦ πολιούχου μεγάλου ἀσκητοῦ Ἁγίου Γερασίμου καί τοῦ γείτονός του, ἐπίσης μεγάλου ἀσκητοῦ Ἁγίου Ἀνθίμου, ἐγκαταλείπει τά πάντα καί φθάνει στό «Ξηροσκόπελο», μικρό νησάκι στήν κάτω Λειβαθώ Βλαχερνῶν καί τόπο ἐξορίας κληρικῶν ἀπό τούς Ἄγγλους. Ἐξόριστος τίς ἡμέρες ἐκεῖνες ἦταν καί ὁ περίφημος Ζακύνθιος κληρικός Νικόλαος Καντούνης. Δέν ἔμεινε ὅμως πολύ διάστημα καμφείς ἀπό τίς ἱκεσίες τῆς χήρας μητέρας του καί τῆς ἀπροστάτευ-της ἀδελφῆς του. Ἐπιστρέφει λοιπόν μοναχός στόν κόσμο, ἀλλά ὁλόκληρη ἡ ζωή του ἀποδεικνύεται συνεχής ἀσκητικός ἀγώνας καί συνεπής ἐπαγρύπνηση τῶν μοναχικῶν ἰδεῶν καί ἀποφάσεών του. Τό 1836 χειροτονεῖται διάκονος καί πρεσβύτερος ὑπό τοῦ Ἀρχιεπι-σκόπου Κεφαλληνίας Παρθενίου Μακρῆ. Δέν ἐπεζήτησε ἐφημερια-κή θέση. Συνήθως ἐλειτουργοῦσε στό ἐξωκκλῆσι τοῦ Ἁγίου Σπυρί-δωνος στόν Πλατύ Γιαλό, ὅπου συνέρρεε πλῆθος πιστῶν, γιά νά λειτουργηθεῖ καί νά ἀκούσει τά θερμά κηρύγματά του. Ὑπῆρξε ἡ προσωποποίηση τῆς ἐλεημοσύνης καί θερμός συμπαραστάτης τῶν ἀδυνάτων. Ἔλαβε ἀπό τόν Θεό τό χάρισμα τῆς προφητείας καί «προΰλεγε τά μέλλοντα συμβαίνειν εἰς πρόσωπα, οἰκογενείας καί γενικώτερον τῆς κοινωνίας», ὅπως γράφεται στήν εἰσήγηση τῆς ἁγιοποιήσεώς του.
Στίς 21 Μαϊου 1864, γεύεται τή χαρά τῆς Ἑνώσεως τῆς Ἑπτα-νήσου μέ τή Μητέρα Ἑλλάδα, γιά τήν ὁποία ἐργάσθηκε μέ τόν ἰδικό του ἀντιστασιακό τρόπο πλησίον τῶν ἡρώων ριζοσπαστῶν, δια-τηρώντας καί καλλιεργώντας τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση, σέ τόσο δύσκολες πολιτικές καί κοινωνικές περιόδους.
Τό 1867, μέ τούς φοβερούς σεισμούς τῆς Παλλικῆς, γκρεμίζε-ται ἡ οἰκία του καί ἀπό τότε φιλοξενεῖται στήν οἰκία τοῦ ἐξαδέλ-φου του Ἰωάννου Γερουλάνου, πατέρα τοῦ σπουδαίου χειρουργοῦ Μαρίνου Γερουλάνου. Λόγῳ τῆς διαδοθείσης φήμης ἀπό τά πολλά θαύματα, ἀποφεύγοντας τόν φοβερό ὕφαλο τῆς πνευματικῆς ζωῆς, τόν ἐπάρατο ἐγωϊσμό, καταφεύγει στή γνωστή μέθοδο μεγάλων Ἀσκητῶν νά προσποιεῖται τόν τρελλό, καί ἔτσι συγκαταριθμεῖται στή χορεία τῶν διά Χριστόν σαλῶν Ἁγίων. Γιά πέντε ἔτη ταλαιπω-ρεῖται κλινήρης. Καί ἀσθενής συνεχίζει νά εὐλογεῖ, νά εἰρηνεύει, νά καθοδηγεῖ, νά συμβουλεύει τούς Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι νυχθημερόν τόν ἐπισκέπτονται. Ἐκεῖ δέχεται τήν ἐπίσκεψιν τοῦ νέου Ἀρχιεπι-σκόπου Γερμανοῦ Καλλιγᾶ στόν ὁποῖο προλέγει τήν ἀνάρρησή του στόν Ἀρχιεπισκοπικό Θρόνο τῶν Ἀθηνῶν.
Ὁ Ὅσιος Παναγῆς ἐκοιμήθηκε, τό 1888, καί στήν πάνδημη μετά τριήμερο κηδεία του ἐξεφώνησε περίφημο ἐπικήδειο ὁ Μητρο-πολίτης Κεφαλληνίας Γερμανός Καλλιγᾶς. Ἡ ἁγιοποίηση τοῦ Ὁσίου ἔγινε ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο διά Πατριαρχικῆς καί Συνοδικῆς Ἀποφάσεως τήν 4η Φεβρουαρίου 1986. Τά ἱερά λείψανά του φυλάσσονται ἐντός ἀργυρᾶς θήκης στόν ἱερό ναό Ἁγί-ου Σπυρίδωνος Ληξουρίου, ὅπου καί ὁ τάφος του.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ὁσίας μητρός ἡμῶν Εὐφροσύνης, ἡγουμένης τῆς μονῆς τοῦ Σωτῆρος, ἐν Πολώκ τῆς Ρωσσίας.
Ταῖς τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καί τῶν Ἁγίων Σου πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!