τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
† Μνήμη τῶν ἁγίων Μάρθας καί Μαρίας, τῶν ἀδελφῶν τοῦ φίλου τοῦ Χριστοῦ Λαζάρου.
Οἱ Ἁγίες Μάρθα καί Μαρία, μετά τοῦ ἀδελφοῦ τους Λαζά-ρου, ἀποτελοῦσαν τήν πλέον ἀγαπητή στόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χρι-στό οἰκογένεια τῆς Βηθανίας. Στήν οἰκία τους φιλοξενούμενος ὁ Χριστός εἶπε τό διδακτικώτατο: «Μάρθα, Μάρθα, μεριμνᾷς καί τυρβάζῃ περί πολλά, ἑνός δέ ἔστι χρεία· Μαρία δέ τήν ἀγαθήν μερί-δα ἐξελέξατο, ἥτις οὐκ ἀφαιρεθήσεται ἀπ’ αὐτῆς»1, ὅταν ἡ Μάρθα, ὡς μεγαλύτερη, ἠσχολεῖτο μέ τήν περιποίηση Αὐτοῦ, ἐνῶ ἡ ἀδελφή της Μαρία ἦταν ἀφοσιωμένη στή διδασκαλία Του καί δέν τήν ἐβοηθοῦσε στίς ἐργασίας. Γιά τήν ἀγάπη καί τήν ἀφοσίωσή τους πρός Αὐτόν, ὁ Κύριος τίς ἀντάμειψε διά τῆς ἀναστάσεως τοῦ προ-σφιλοῦς τους ἀδελφοῦ Λαζάρου.

Ἡ Μαρία εἶναι ἐκείνη, ἡ ὁποία ἄλειψε τούς πόδες τοῦ Ἰησοῦ μέ πολύτιμο μύρο καί τούς ἐσπόγγισε διά τῆς παρθενικῆς της κόμης. Ἀπετέλεσαν εὐσεβῆ καί διακεκριμένα μέλη τῆς πρώτης Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας καί ἐκοιμήθησαν μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Ἀρετίου καί Δακιανοῦ.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἀρέτιος καί Δακιανός ἐμαρτύρησαν στήν Ρώμη2.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Κλατέου, ἐπι-σκόπου Βρεσκίας.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Κλατέος3, ὑπῆρξε πρῶτος ἤ δεύτερος Ἐπίσκοπος τῆς Βρεσκίας τῆς Λομβαρδίας, στήν Ἰταλία, καί ὑπέστη μαρτυρικό θάνατο, τό 64 μ.Χ., ἐπί αὐτοκράτορος Νέρωνος (54-68 μ.Χ.).
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Μητροφάνους Α΄, πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως.
Ὁ Ἅγιος Μητροφάνης ἦταν υἱός τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ αὐτοκρά-τορος Πρόβου Δομετίου (276-282 μ.Χ.) καί ἤκμασε κατά τούς χρό-νους τοῦ Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου (306-337 μ.Χ.). Πότε προ-σῆλθε στόν Χριστιανισμό καί ἐπατριάρχευσε κατά τά ἔτη 306-314 μ.Χ. Ὅταν ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος κατέστησε τήν Κωνσταντινούπο-λη πρωτεύουσα τοῦ Ἀνατολικοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους, ὁ Ἅγιος ἦταν ἐπίσκοπος αὐτῆς. Ἐπί τῆς ἀρχιερατείας του, ἡ Ἐκκλησία, διά τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, καθησύχασε ἀπό τούς διωγμούς καί ἔτυχε πάσης προστασίας. Ἐπί τῶν ἡμερῶν του ἐθεμελιώθησαν, ἐπίσης, πολλές μεγάλες οἰκοδομές τῆς πρωτεύουσας, μεταξύ τῶν ὁποίων καί οἱ περίφημοι ναοί τῆς Ἁγίας Σοφίας καί Ἁγίας Εἰρήνης. Κατά τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, πού συνῆλθε στήν Νίκαια, τό 325 μ.Χ., δέν ἐμπόρεσε νά παραστεῖ αὐτοπροσώπως, λόγῳ γήρατος, ἀπέστειλε ὅμως σέ αὐτή τόν πρωτοπρεσβύτερο καί μετέπειτα διάδοχό του Ἅγιο Ἀλέξανδρο († 30 Αὐγούστου ), ἄνδρα ἀναγνωρισμένο γιά τίς ἀρετές καί τόν ἔνθερμο Χριστιανικό ζῆλο του4.
Ὁ Ἅγιος Μητροφάνης ἔζησε ἑκατόν δέκα ἑπτά ἔτη καί ἐκοι-μήθηκε μέ εἰρήνη περί τό ἔτος 325 μ.Χ., ἐκηδεύθηκε δέ ὑπό τοῦ ἐπι-στρέφοντος ἀπό τή Σύνοδο τῆς Νικαίας Ἐπισκόπου Νισίβιδος τῆς Μεσοποταμίας Ἰακώβου. Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, τιμῶν τή μνήμη τοῦ Ἁγίου Μητροφάνους, ἀνήγειρε πρός τιμήν του ναόν, στόν ὁποῖ-ο μετακόμισε τά ἱερά λείψανα αὐτοῦ.
Ἡ Σύναξη τοῦ Ἁγίου Μητροφάνους ἐτελεῖτο στή Μεγάλη Ἐκ-κλησία καί στόν σεβάσμιο ναό αὐτοῦ κοντά στό ναό τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας ἀνερχομένης τῆς Λιτῆς στόν Φόρο5.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Ἀττάλου, Ζωτικοῦ, Καμάσεως καί Φιλίππου, ἐκ Νικολιτσέλ τῆς Ρουμανίας.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἀτταλός, Ζωτικός, Κάμασις καί Φίλιππος ὑπέστησαν, σύμφωνα μέ κάποιους ἐρευνητές, τό μαρτύριο στήν ἐποχή τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ.). Ἄλλοι λέ-γουν, ὅτι ἄθλησαν μεταξύ τῶν ἐτῶν 319-324 μ.Χ., ὅταν βασιλέας ἦταν ὁ Λικίνιος. Δυνάμεθα, ἐπίσης, νά ἰσχυρισθοῦμε, ὅτι οἱ Ἅγιοι αὐτοί Μάρτυρες ἐτελειώθηκαν μαρτυρικά στά βόρεια τοῦ Δουνά-βεως, ὅπου τότε κατοικοῦσαν οἱ Γότθοι, πρός τούς ὁποίους διέδωσε τό Εὐαγγέλιο ὁ Ἅγιος Σάββας τοῦ Μπουζάου. Ἡ καταδίωξη πού ἐξαπέλυσε ὁ βασιλέας Ἀθανάριχος κατά τῶν Χριστιανῶν, κατά τά ἔτη 370-372 μ.Χ., ἴσως νά προκάλεσε καί τό μαρτυρικό θάνατο τῶν Ἁγίων Μαρτύρων.
Τά ἱερά λείψανα τῶν Ἁγίων ἀνεκαλύφθησαν στήν κρύπτη μιᾶς βασιλικῆς στήν περιοχή Νικολιτσέλ τῆς ἐπαρχίας Τούλτσεα τῆς Ρουμανίας, τό 1971. Σήμερα τά ἱερά λείψανα αὐτῶν εὑρίσκονται στή μονή Κοκός τῆς Τούλτσεα τῆς Ρουμανίας6.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ὁσίας μητρός ἡμῶν Νιννοκίας, τῆς ἐκ Βρεττανίας.
Ἡ Ὁσία Νιννοκία ἔζησε στήν Βρεττανία τόν 5ο αἰώνα μ.Χ. καί ἀπό τήν παράδοση θεωρεῖται θυγατέρα τοῦ Ἁγίου Μπρενθα-κίου τοῦ Μπρέκνοκ7. Ἀκολούθησε τόν Ἅγιο Γερμανό τῆς Ὠξέρρης, ὅπου ἀργότερα ἐκάρη μοναχή καί ἔγινε ἡγουμένη σέ μονή τῆς Ἀρ-μορίκης τῆς Βρεττανίας. Ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη, τό 467 μ.Χ., καί ὁ Θεός τῆς ἐδώρησε, μετά τήν κοίμησή της, τό χάρισμα τῆς θαυμα-τουργίας. Ἔτσι πολλοί πιστοί προσέτρεχαν στή μονή τοῦ Κουῒμπερ τῆς Βρεττάνης, γιά νά θεραπευθοῦν8.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ὁσίας μητρός ἡμῶν Βρεάκης, τῆς ἐξ Ἰρλανδίας.
Ἡ Ὁσία Βρεάκη καταγόταν ἀπό τήν Ἰρλανδία. Περί τό ἔτος 460 μ.Χ. ἀκολούθησε στήν ἱεραποστολή τόν Ἅγιο Πατρίκιο, ἀλλά ἐργάσθηκε, ἐπίσης, σέ περιοχές τοῦ ποταμοῦ Χάϊλ τῆς Κορνουάλ-λης. Ὁ Θεός τῆς ἐδώρισε τό χάρισμα τῆς θαυματουργίας καί ἐκοι-μήθηκε μέ εἰρήνη9.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Πετροκίου, τοῦ ἐξ Οὐαλλίας.
Ὁ Ὅσιος Πετρόκιος, προστάτης τῆς Κορνουάλλης, ἐγεννήθη-κε τό 468 μ.Χ. στή νότια Οὐαλία καί ἦταν νέωτερος υἱός ἤ, κατ’ ἄλλους, ἀνεψιός τοῦ Ἁγίου Κλαυδίου Κέρνιβ († 3 Μαῒου), βασιλέως τοῦ Γκλιούϊσινγκ τῆς Οὐαλλίας10. Γιά ἀρκετά χρόνια ἐγκαταστάθη-κε στήν Ἰρλανδία καί ἀργότερα ἐπέστρεψε στήν Μεγάλη Βρεττα-νία, ὅπου ἵδρυσε ἱεραποστολικό κλιμάκιο στήν πόλη Χαϊλεσμουθ καί ἕνα μοναστήρι στήν περιοχή τοῦ Λανβέτινοκ, πού ἔλαβε ἀργό-τερα τό ὄνομα Πέτροκστον καί σήμερα εἶναι γνωστή ὡς πόλη τοῦ Πάντστοου, ὅπου ἀσκήτεψε ἀπί τριάντα χρόνια. Ὁ Ὅσιος ἐπισκέ-φθηκε γιά προσκύνημα τήν Ρώμη καί τούς Ἁγίους Τόπους καί τελι-κά ἔφθασε μέχρι τήν Ἰνδία, γιά νά ζήσει ὡς ἐρημίτης σέ νησί τοῦ Ἰνδικοῦ ὠκεανοῦ. Ἐπιστρέφοντας στήν Κορνουάλλη, ἵδρυσε ἕνα ἄλλο μοναστήρι στό Πέτερικ καί ἕνα ἐρημητήριο στό Μπόντμιν, ὅπου ἐκεῖ συναντήθηκε μέ τόν Ὅσιο Γορανό († 7 Ἀπριλίου).
Ὁ Ὅσιος Πετρόκιος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη, τό 564 μ.Χ., καί τό ἱερό λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στήν πόλη Πάντστοου καί μετα-κομίσθηκε στό ναό τοῦ Μπόντμιν.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ὁσίων πατέρων ἡμῶν Κρουϊδανοῦ, Δαγανοῦ καί Μεδανοῦ, τῶν ἐξ Ἰρλανδίας.
Οἱ Ὅσιοι Πατέρες Κρουϊδανός, Δαγανός καί Μεδανός κατά-γονταν ἀπό τήν Ἰρλανδία καί ἔζησαν τόν 6ο αἰώνα μ.Χ. Ἦσαν μα-θητές τοῦ Ἁγίου Πετροκίου καί ἐκοιμήθησαν μέ εἰρήνη11.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Ἐντφρίθου, τοῦ ἐξ Ἰρλανδίας.
Ὁ Ἅγιος Ἔντφριθος ἔζησε τόν 7ο καί 8ο αἰώνα μ.Χ. Ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Λιντισφέϊρν, τό 698 μ.Χ., καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη, τό 721 μ.Χ.12.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ὁσιομάρτυρος Ἰωάννου, ἡγουμένου τῆς μονῆς Μοναγρίου τῆς Κύπρου.
Σύμφωνα μέ τόν Ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη, ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Ἰωάννης ἦταν μοναχός καί ἡγούμενος τῆς μονῆς τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ Μοναγρίου τῆς Κύπρου. Ἐμαρτύρησε, ἀφοῦ τόν ἔβαλαν μέσα σέ σάκκο καί τόν ἔριξαν στή θάλασσα.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἁλωνίου.
Γιά τόν Ὅσιο Ἁλώνιο δέν γνωρίζουμε τίποτε σχετικό. Ἀπό μερικά ὅμως περισωθέντα Ἀποφθέγματά του, πού ἀναφέρονται στόν Εὐεργετινό, φαίνεται ὅτι ὑπῆρξε ἕνας ἀπό τούς διαπρεπεῖς ἀσκητές τῆς ἐρήμου.
Ὁ Ὅσιος Ἁλώνιος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ὁσίας μητρός ἡμῶν Σοφίας, τῆς ἐξ Αἴνου.
Ἡ Ὁσία Σοφία καταγόταν ἀπό τόν Αἶνο, ἀπό γονεῖς εὔπο-ρους, εὐγενεῖς καί εὐσεβεῖς Χριστιανούς, καί εἶναι ἄγνωστο πότε ἔζησε. Ἀπό τήν παιδική της ἡλικία εἶχε διδαχθεῖ ἀπό τούς εὐσεβέ-στατους γονεῖς της τή Χριστιανική πίστη καί εἶχε ποτισθεῖ μέ τά νά-ματα αὐτῆς. Νυμφευθεῖσα ἀπέκτησε ἕξι τέκνα, ἐξακολουθοῦσε δέ καί παρά ταῦτα νά διάγει θεοσεβῶς καί νά μορφώνει τά τέκνα της σύμφωνα πρός τίς Εὐαγγελικές ἐπιταγές. Ὅταν ἀλλεπάλληλες ἀσθέ-νειες τῆς ἀφήρπασαν σύζυγο καί τέκνα, ἀφιερώθηκε ἀκόμη περισ-σότερο στόν Θεό, διαμοιράζουσα τά ὑπάρχοντά της σέ ἐλεημοσύνες, ἀρκούμενη γι’ αὐτήν στά ἀπολύτως ἀναγκαῖα. Γιά νά δύναται δέ νά προσφέρει περισσότερα, ἐργαζόταν, ὑποβαλλόμενη ἔτσι σέ πρόσθε-τους κόπους καί στερήσεις. Τίς νύκτες της διερχόταν κατά τό πλεῖ-στον προσευχόμενη καί μελετῶσα τά ἱερά γράμματα. Περί τά τέλη τοῦ βίου της ἐκάρη μοναχή καί ἔτσι ἀφιερώθηκε ἐξ ὁλοκλήρου στή λατρεία τοῦ Θεοῦ.
Ἡ Ὁσία Σοφία ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη σέ ἡλικία πενήντα τριῶν ἐτῶν.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Μεθοδίου, τοῦ ἐκ Ρωσσίας.
Ὁ Ὅσιος Μεθόδιος ἔζησε κατά τόν 14ο αἰώνα μ.Χ. στήν Ρωσσία καί διετέλεσε ἡγούμενος τῆς μονῆς Πεσνόσα, πού ἦταν κον-τά στήν πόλη Ντμιτρόβ τῆς ἐπαρχίας τῆς Μόσχας. Ἀσκήτεψε θεοφι-λῶς καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη, τό 1392.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ὁσίων πατέρων ἡμῶν Ἐλεαζάρου, Ναζαρίου καί Εὐμενίου, τῶν ἐν Μουρμάνσκ τῆς Ρωσσίας, τῶν Θαυματουργῶν.
Οἱ Ὅσιοι Ἐλεάζαρος, Ναζάριος καί Εὐμένιος ἔζησαν στήν Ρωσσία τόν 15ο αἰώνα μ.Χ. καί ἀσκήτεψαν θοεφιλῶς στή μονή τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου στήν περιοχή Μουρμάνσκ (Μούρωμ) κοντά στό Ὄλενετς. Ἀξιώθηκαν τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας καί ἐκοι-μήθησαν ὁσίως μέ εἰρήνη.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ, ἐπίσης, τή μνήμη τους τήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς ὅλων τῶν Ἁγίων τοῦ Νόβγκοροντ, κατά τήν τέταρτη Κυριακή μετά τήν Πεντηκοστή.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Ἀνδρονίκου, ἀρχιεπισκόπου Περμίας.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἀνδρόνικος, κατά κόσμον Βλαδίμηρος Νικόλσκϊυ, ἐγεννήθηκε τήν 1η Αὐγούστου 1870 στό χωριό Ποβοντ-νέβο τῆς Ἐπισκοπῆς Γιαροσλάβλ τῆς Ρωσσίας καί ὁ πατέρας του ἦταν διάκονος. Ἐσπούδασε στή σχολή τοῦ Γιαροσλάβλ καί τό 1891 συνέχισε τίς σπουδές του στή θεολογική ἀκαδημία τῆς Μόσχας. Τήν 1η Αὐγούστου 1893, μέ τήν εὐλογία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κρο-στάνδης, ἐκάρη μοναχός καί στίς 6 Αὐγούστου ἐχειροτονήθηκε διά-κονος. Τό 1895 ἐτελείωσε τή θεολογική ἀκαδημία καί στίς 22 Ἰου-λίου τοῦ ἰδίου ἔτους ἐχειροτονήθηκε πρεσβύτερος.
Ὁ νέος ἱερέας Ἀνδρόνικος ἐξεκίνησε τή διακονία του ἀπό τόν Καύκασο, ὅπου διορίσθηκε βοηθητικός ἐπιθεωρητής τῆς ἐκκλησια-στικῆς σχολῆς τοῦ Κουτάϊσι. Τό 1897 ἀπεστάλη στό Ρωσικό Ὀρθό-δοξο ἱεραποστολικό κλιμάκιο τῆς Ἰαπωνίας. Ἀναχώρησε γιά τή νέα του θέση περίλυπος ἀπό τήν Ἁγία Πετρούπολη, στίς 21 Σεπτεμ-βρίου 1897. Ἔφθασε στήν Ὀδησσό καί ἀπό ἐκεῖ ἀνεχώρησε μέ τόν ἀρχιμανδρίτη Σέργιο (Στραγκορόντσκϊυ) γιά τήν Ἰαπωνία, ὅπου ἔφθασε στίς 26 Δεκεμβρίου. Ἔγραφε γιά τό ταξίδι αὐτό τά ἀκόλου-θα: «Ὁ διορισμός μου αὐτός μέ κατέστησε τόσο περίλυπο πού ἔκλα-ψα. Θά ἤμουν εὐτυχής νά μήν εἶχε συμβεῖ. Δέν πρέπει ὅμως νά ζή-σω, ὅπως ἐγώ θέλω, ἀλλά ὅπως ὁ Θεός κελεύει».
Μετά δύο ἔτη ἐπέστρεψε στήν Ρωσία, στήν πόλη Ἄρντον, καί ἀνέλαβε, μετά ἀπό παράκληση τοῦ Ἐπισκόπου καί φίλου του, τή διεύθυνση ἑνός ἐκκλησιαστικοῦ σχολείου.
Λίγα χρόνια ἀργότερα, τό 1906, ἐκλέγεται Ἐπίσκοπος τοῦ Κιότο καί ἀναλαμβάνει τά καθήκοντά του ὡς βοηθός Ἐπίσκοπος τοῦ Ἁγίου Νικολάου τῆς Ἰαπωνίας.
Τό 1907, ἐκλέγεται ἀναπληρωτής τοῦ Ἐπισκόπου Εὐλογίου τοῦ Χόλμ καί, τό 1908, ἀναλαμβάνει τά καθήκοντά του ὡς Ἐπίσκο-πος μιᾶς περιφέρειας τοῦ Νόβγκοροντ. Τό κήρυγμά του εἶναι δυνα-μικό καί ἀνδρεῖο.
Στίς 30 Ἰουλίου 1914, ἡ Ἐκκλησία τόν τοποθετεῖ ὡς Ἐπίσκο-πο Περμίας καί Σολικάμσκ. Ὁ Α΄ παγκόσμιος πόλεμος ἀρχίζει. Ὁ Ἅγιος Ἀνδρόνικος διαβλέπει τή βαρειά δοκιμασία καί τό φοβερό τοῦ πολέμου, πού χαρακτηρίζει πλήρη βαρβαρότητα, ἠθική πτώ-χευση καί πνευματική διαστροφή.
Ἀμέσως μετά τόν πόλεμο ξεσπᾶ ἡ ἐσωτερική δοκιμασία τοῦ Ρωσσικοῦ λαοῦ. Τό τσαρικό καθεστώς πέφτει μέ τήν ἐπανάσταση τῶν Μπολσεβίκων. Ἔτσι, ὅταν, τό 1918, ἐδημοσιεύθηκε στήν Περ-μία τό διάταγμα γιά τήν «ἐλευθερία τῆς συνειδήσεως» καί τό χωρι-σμό Ἐκκλησίας καί κράτους, ὁ Ἅγιος Ἀνδρόνικος ἀντιστέκεται καί θεωρεῖ τούς ἐπαναστάτες ἐχθρούς τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Πατριάρχης Τύχων τόν ἀνυψώνει στή θέση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου καί ὁ Ἅγιος Ἀνδρόνικος γράφει πρός αὐτόν: «Εἶμαι, πρός τό παρόν, ἐλεύθερος, ἀλλά γνωρίζω, ὅτι σύντομα θά μέ συλλάβουν».
Πράγματι! Ὁ Ἅγιος Ἀνδρόνικος συνελήφθη ἀπό τούς ἐπανα-στάτες, στίς 4 Ἰουνίου 1918, στίς τρεῖς μετά τά μεσάνυχτα. Ὁ ἐπα-ναστάτης Μυασνίκωφ ἔγραψε στά Ἀπομνημονεύματά του: «Ἐπή-γαμε γιά πέντε βέρστια κατά μῆκος τῆς Σιβηρικῆς ἐθνικῆς ὁδοῦ. Ὁδηγηθήκαμε σέ ἕνα δάσος καί ἐκεῖ ἐσταματήτασμε τά ἄλογα. Ἔδωσα στόν Ἀνδρόνικο ἑνα φτυάρι καί τόν διέταξα νά σκάψει ἕνα τάφο. Ὅταν ἐτελείωσε, προσευχήθηκε πρός ὅλες τίς κατευθύν-σεις καί μετά εἶπε ὅτι περιμένει. Εἶπα, ὅτι δέν θά τόν ἐπυροβο-λοῦσα, ἀλλά θά τόν ἔθαβα ζωντανό, ἄν ἀκύρωνε ὅλα ὅσα εἶχε γρά-ψει καί πεῖ ἐναντίον μας. Ἐκεῖνος ἀρνήθηκε. Τόν ἐσκεπάσαμε μέ λίγο χῶμα καί τόν πυροβολήσαμε»13.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Βασιλείου, ἀρχι-επισκόπου Τσέρνιγκωφ καί τῶν σύν αὐτῷ μαρτυρησάντων.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Βασίλειος (Μπογκογιαβλένσϊυ) ἐγεννή-θηκε τήν 1η Φεβρουαρίου 1867 στό Ταμπώφ. Ἦταν γόνος ἱερατικῆς οἰκογένειας καί ἀνατράφηκε μέ παιδεία καί νουθεσία Κυρίου. Τό 1888 ἐτελείωσε τή σχολή τοῦ Ταμπώφ καί σέ νεαρά ἡλικία, τό ἴδιο ἔτος, ἐχειροτονήθηκε διάκονος. Δύο ἔτη ἀργότερα, στίς 11 Μαρτίου 1890, ἐχειροτονήθηκε ἱερέας, γιά νά καλύψει τίς λειτουργικές ἀνά-γκες τοῦ χωριοῦ Ὀβσυάνκι τῆς ἐπαρχίας Ταμπώφ.
Ὅμως τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιά τό νεαρό ἱερέα ἦταν ἄλλο. Με-τά ἀπό ἀνίατη ἀσθένεια, ἡ πρεσβυτέρα του ἐκοιμήθηκε. Ἔτσι ὁ πρεσβύτερος Βασίλειος ἐγκαταβιώνει στήν Λαύρα τοῦ Ἁγίου Ἀλε-ξάνδρου Νέφσκϊυ καί στίς 14 Αὐγούστου τοῦ ἔτους 1908 κείρεται μοναχός. Στίς 15 Ὀκτωβρίου τοῦ ἰδίου ἔτους, διορίζεται διευθυντής τῆς θεολογικῆς σχολῆς τοῦ Τσέρνιγκωφ καί χειροθετεῖται ἀρχιμαν-δρίτης. Τόν ἑπόμενο χρόνο, στίς 26 Ἰουλίου, ἐκλέγεται Ἐπίσκοπος Σούμσκ τῆς ἐπαρχίας Χάρκωβ καί, τό 1911, μετατίθεται στό Νόβγ-κοροντ-Σεβέρσκ τῆς ἐπισκοπῆς Τσέρνιγκωφ. Ἐδῶ ἐργάζεται ὡς ἀληθινός ποιμένας καί διακρίνεται γιά τά ἔργα φιλανθρωπίας καί εὐποιῒας. Στίς 5 Ὀκτωβρίου 1916, σέ ἀναγνώριση τῆς θεοφιλοῦς διακονίας του, ἀνυψώνεται σέ Ἀρχιεπίσκοπο Τσέρνιγκωφ καί Νεζ-χίν. Παραιτεῖται, ὅμως, τό 1917, καί ἀποσύρεται στή μονή Ζαϊκονο-σπάσσκϊυ τῆς Μόσχας.
Ὅταν, τό 1918, δολοφονεῖται ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἀνδρό-νικος, Ἀρχιεπίσκοπος Περμίας, ὁ Ἅγιος Βασίλειος καλεῖται νά ἐρευ-νήσει ἀπό τό Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν τῆς Μόσχας τά γεγονότα τῆς δολοφονίας. Ἀλλά ἡ δραστηριότητα τῆς ἐξεταστικῆς ἐπιτροπῆς ἐξόργισε τούς ἔνοχους, πού προσπαθοῦσαν νά κρυφθοῦν, γιά νά μήν ἀνακαλυφθοῦν.
Ἔτσι, τό 1919, μεταξύ τῶν πόλεων Περμίας καί Βιάτκα, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Βασίλειος, ὁ ἀρχιμανδρίτης Ματθαῖος, διευθυντής τῆς σχολῆς τῆς Περμίας, καί ἕνας λαϊκός ἐδολοφονήθησαν ἀπό Μπολσεβίκους καί τά σώματά τους ἐρρίφθησαν στό νερό τῆς γέφυ-ρας Κάμα. Οἱ Χριστιανοί ἐπῆραν τά τίμια λείψανά τους καί κρυφά τά ἐνταφίασαν. Σύντομα ὁ τόπος τοῦ ἐνταφιασμοῦ τους ἔγινε προ-σκύνημα καί τόπος ἁγιασμοῦ καί θαυμάτων. Γιά τό λόγο αὐτό οἱ ἐπαναστάτες κατέστρεψαν τό μνημεῖο τοῦ ἐνταφιασμοῦ καί ἔκαψαν τά ἱερά λείψανα14.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Γεωργίου, τοῦ ἐκ Κροατίας.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Γεώργιος (Μπότζικ) ἦταν ἱερέας στήν πόλη Νασίκε τῆς Κροατίας. Ὑπέστη φρικτά βασανιστήρια καί ἐμαρτύρησε κατά τή διάρκεια τοῦ Β΄ Παγκοσμίου πολέμου ἀπό φα-νατικούς Ρωμαιοκαθολικούς.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!