† Μνήμη τῶν ἐν Ἁγίοις πατέρων ἡμῶν καί οἰκουμενικῶν διδασκάλων, Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καί ᾿Ιωάννου τοῦ Χρυσοστόμου.
῾Η αἰτία γιά τήν εἰσαγωγή τῆς ἑορτῆς τῶν Τριῶν ῾Ιεραρχῶν στήν ᾿Εκκλησία εἶναι τό ἑξῆς γεγονός: Κατά τούς χρόνους τῆς βασι-λείας τοῦ Ἀλεξίου τοῦ Κομνηνοῦ (1081-1118), ὁ ὁποῖος διαδέχθηκε στή βασιλική ἐξουσία τόν Νικηφόρο Γ´ τόν Βοτανειάτη (1078-1081), ἔγινε στήν Κωνσταντινούπολη φιλονικία ἀνάμεσα σέ λόγιους καί ἐνάρετους ἄνδρες. Ἄλλοι ἐθεωροῦσαν ἀνώτερο τόν Μέγα Βασίλειο, χαρακτηρίζοντάς τον μεγαλοφυΐα καί ὑπέροχη φυσιογνωμία. Ἄλλοι ἐτοποθετοῦσαν ὑψηλά τόν ἱερό Χρυσόστομο καί τόν ἐθεωροῦσαν ἀνώτερο ἀπό τόν Μέγα Βασίλειο καί τόν Γρηγόριο, καί, τέλος, ἄλλοι, προκείμενοι στόν Γρηγόριο τό Θεολόγο, ἐθεωροῦσαν αὐτόν ἀνώτερο ἀπό τούς δύο ἄλλους, δηλαδή ἀπό τόν Βασίλειο καί τόν Χρυσόστομο. ῾Η φιλονικία αὐτή εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νά διαιρεθοῦν τά πλήθη τῶν Χριστιανῶν καί ἄλλοι ὀνομάζονταν «᾿Ιωαννίτες», ἄλλοι «Βασιλεῖτες» καί ἄλλοι «Γρηγορίτες».
Στήν ἔριδα αὐτή ἔθεσε τέλος ὁ Μητροπολίτης Εὐχαΐτων Ἰωάν-νης ὁ Μαυρόπους. Αὐτός, κατά τή διήγηση τοῦ Συναξαριστοῦ, εἶδε σέ ὀπτασία τούς μέγιστους αὐτούς ῾Ιεράρχες, πρῶτα καθένα χωρι-στά καί στή συνέχεια καί τούς τρεῖς μαζί. Αὐτοί τοῦ εἶπαν: «᾿Εμεῖς, ὅπως βλέπεις, εἴμαστε ἕνα κοντά στό Θεό καί τίποτε δέν ὑπάρχει πού νά μᾶς χωρίζει ἤ νά μᾶς κάνει νά ἀντιδικοῦμε. ῞Ομως, κάτω ἀπό τίς ἰδιαίτερες χρονικές συγκυρίες καί περιστάσεις πού βρέθηκε ὁ καθένας μας, κινούμενοι καί καθοδηγούμενοι ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἐγράψαμε σέ συγγράμματα, καί μέ τόν τρόπο του ὁ καθέ-νας, διδασκαλίες πού βοηθοῦν τούς ἀνθρώπους νά βροῦν τό δρόμο τῆς σωτηρίας. ᾿Επίσης, τίς βαθύτερες θεῖες ἀλήθειες, στίς ὁποῖες μπορέσαμε νά διεισδύσουμε μέ τό φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τίς συμπεριλάβαμε σέ συγγράμματα πού ἐκδώσαμε. Καί ἀνάμεσά μας δέν ὑπάρχει οὔτε πρῶτος οὔτε δεύτερος· ἀλλά, ἄν πεῖς τόν ἕνα, συμπορεύονται δίπλα του καί οἱ δύο ἄλλοι. Σήκω, λοιπόν, καί δῶ-σε ἐντολή στούς φιλονικοῦντες νά σταματήσουν τίς ἔριδες καί νά πάψουν νά χωρίζονται γιά ἐμᾶς. Γιατί ἐμεῖς, καί στήν ἐπίγεια ζωή πού εἴμασταν καί στήν οὐράνια πού μεταβήκαμε, φροντίζαμε καί φροντίζουμε νά εἰρηνεύουμε καί νά ὁδηγοῦμε σέ ὁμόνοια τόν κό-σμο. Καί ὅρισε μία ἡμέρα νά ἑορτάζεται ἀπό κοινοῦ ἡ μνήμη μας· καί, καθώς εἶναι χρέος σου, νά ἐνεργήσεις νά εἰσαχθεῖ ἡ ἑορτή στήν ᾿Εκκλησία καί νά συνταχθεῖ ἡ ἱερή ἀκολουθία. Ἀκόμη ἕνα χρέος σου· νά παραδώσεις στίς μελλοντικές γενιές ὅτι ἐμεῖς εἴμαστε ἕνα γιά τό Θεό. Βεβαίως καί ἐμεῖς θά συμπράξουμε γιά τή σωτηρία ἐκείνων πού θά ἑορτάζουν τή μνήμη μας, γιατί ἔχουμε καί ἐμεῖς παρρησία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ».
Ἔτσι ὁ Ἐπίσκοπος Εὐχαΐτων ᾿Ιωάννης ἀνέλαβε τή συμφιλίω-ση τῶν διαμαχόμενων μερίδων, συνέστησε τήν ἑορτή τῆς 30ῆς Ἰα-νουαρίου καί συνέγραψε καί κοινή Ἀκολουθία ἀντάξια τῶν τριῶν Μεγάλων Πατέρων.
Ἡ ἑορτή αὐτή τῆς Συνάξεως τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καί τοῦ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ἀποτελεῖ τό ὁρατό σύμβολο τῆς ἰσότητος καί τῆς ἑνότητος τῶν Με-γάλων Διδασκάλων, οἱ ὁποῖοι ἐδίδαξαν μέ τόν ἅγιο βίο τους τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἐξ αἰτίας τῆς τα-πεινώσεώς τους μπροστά στήν ἀλήθεια, ἔχουν λάβει τό χάρισμα νά ἐκφράζουν τήν καθολική συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας, καί ὅ,τι διδά-σκουν δέν εἶναι ἁπλῶς ἰδική τους σκέψη ἤ προσωπική τους πεποί-θηση, ἀλλ’ εἶναι ἐπί πλέον ἡ ἴδια ἡ μαρτυρία τῆς Ἐκκλησίας, γιατί ὁμιλοῦν ἀπό τό βάθος τῆς καθολικῆς της πληρότητος.
Περί τίς ἀρχές τοῦ 14ου αἰῶνος μ.Χ. ἀνηγέρθη ναός τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν κοντά στήν Ἁγία Σοφία Κωνσταντινουπόλεως, δί-πλα σχεδόν στή μονή τῆς Παναχράντου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος ῾Ιππολύτου καί τῶν σύν αὐτῷ, Κενσουρίνου, Σαβαῒνου, Χρυσῆς, Φήλικος, Μαξίμου, Ἑρκουλίου, Βενερίου, Στυρακίου, Μηνᾶ, Κομόδου, Ἑρμῆ, Μαύρου, Εὐσεβίου, Ρουστικίου, Μοναγρίου, Ἀμανδίνου, Ὀλυμπί-νου, Κύπρου, Θεοδώρου τοῦ τριβουνίου, Μαξίμου πρεσβυτέρου, Ἀρχελάου διακόνου, Κυριάκου ἐπισκόπου καί Μαξίμου ἑτέρου πρεσβυτέρου.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες ἄθλησαν ἐπί τῆς βασιλείας τοῦ Κλαυδίου Β´ (268-269 μ.Χ.) καί ἡγεμονίας Βικαρίου τοῦ Οὐλπίου Ρωμύλου.
῾Ο Ἅγιος Κενσουρῖνος κατεῖχε τό ἀξίωμα τοῦ μαγίστρου καί τοῦ πρώτου τῆς συγκλήτου. Μετά ἀπό διαβολές, συνελήφθη καί ἐκλείσθηκε στή φυλακή. Παρά τά βασανιστήρια ἐκεῖνος ὁμολογοῦ-σε μέ ἐπιμονή τήν πίστη του στόν Χριστό. Ἀπό τά θαύματα πού ἐπιτέλεσε ὁ Ἅγιος Κενσουρῖνος στή φυλακή εἴκοσι στρατιῶτες ἐπί-στεψαν στόν Χριστό καί ἀποκεφαλίσθηκαν μαζί μέ τόν Ἅγιο.

Ἡ Ἁγία Χρυσῆ ὑποβλήθηκε σέ φρικτά βασανιστήρια καί στό τέλος τήν ἔρριψαν στή θάλασσα. Τόν ὑπηρέτη τῆς Μάρτυρος Χρυσῆς, Ἅγιο Σαβαῒνο, τόν ἐκτύπησαν μέ βαρειές σφαῖρες στόν αὐ-χένα, τόν ἐκρέμασαν σέ ξύλο καί τοῦ κατέκαψαν τά σπλάγχνα. Ἔτσι παρέδωσε τήν ἁγία ψυχή του στόν Κύριο.
Ὅταν ἄκουσε γιά τά γενόμενα ὁ Ἅγιος ῾Ιππόλυτος, Ἐπίσκο-πος Ρώμης[1], ἐπαρουσιάσθηκε στόν ἡγεμόνα καί διαμαρτυρόμενος τόν ἔλεγξε. ᾿Εκεῖνος ἀμέσως ἔδωσε ἐντολή καί συνέλαβαν τόν Ἅγιο Ἱππόλυτο μαζί μέ τήν ἀκολουθία του. Μετά ἀπό τά ραπίσματα καί τίς κακώσεις, τούς ἔδεσαν τά χέρια καί τά πόδια καί τούς ἔρριψαν στή θάλασσα. ῎Ετσι ἐτελειώθησαν οἱ Ἅγιοι καί ἔλαβαν τό στέφανο τοῦ μαρτυρίου τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, τοῦ ἁγίου μάρτυρος Θεοφίλου τοῦ Νέου.
῾Ο Ἅγιος Μάρτυς Θεόφιλος καταγόταν ἀπό τήν Κωνσταν-τινούπολη καί ἔζησε ἐπί τῆς βασιλείας τῶν ᾿Ορθοδόξων βασιλέων Κωνσταντίνου καί Εἰρήνης (780-802 μ.Χ.). Ἦταν μέλος τῆς συγκλή-του καί ἔγινε στρατηγός στό θέμα τῶν Κιβυρραιωτῶν. Μόλις προ-ήχθη στό ἀξίωμα αὐτό, ἔλαβε ἐντολή καί ἔπλευσε μέ τό στόλο ἐναντίον τῶν Ἀράβων, οἱ ὁποῖοι, τό ἔτος 790 μ.Χ. εἶχαν προσβάλει τήν Κύπρο μέ ἰσχυρό στόλο ὑπό τόν ἡγεμόνα Ἀαρούν. Πῆρε μαζί του πρός βοήθεια καί δύο ἄλλους στρατηγούς, οἱ ὁποῖοι ὅμως τόν ἐφθονοῦσαν.
῞Οταν λοιπόν οἱ Ἄραβες ἦλθαν ἐναντίον τῆς νήσου, τότε καί ὁ Ἅγιος Θεόφιλος, πού δέν μποροῦσε νά βλέπει τό βυζαντινό στόλο σέ ἀπραξία, ὅρμησε μέ τόν πολεμικό του δρόμωνα, μπῆκε ἀνάμεσα στά πλοῖα τῶν Ἀράβων καί ἄρχισε τή μάχη. Οἱ δύο ὅμως ἄλλοι στρατηγοί, εἴτε ἀπό φθόνο εἴτε ἀπό φόβο, τόν ἄφησαν μόνο του καί ἔφυγαν. Τότε οἱ Ἄραβες περικύκλωσαν τό πλοῖο του καί τό ἐκυρί-ευσαν. ᾿Εκεῖ συνέλαβαν τόν Ἅγιο Θεόφιλο, τόν ὁποῖο πῆραν αἰχμά-λωτο στόν τόπο τους καί τόν ἐφυλάκισαν. ῞Υστερα ἀπό τέσσερα χρόνια ἐγκλεισμοῦ στή φυλακή, τόν ἀπελευθέρωσαν καί τόν ἐπίε-ζαν νά ἀρνηθεῖ τόν Χριστό. ᾿Εκεῖνος ὅμως δέν ὑποχώρησε στίς πιέ-σεις καί ἔμεινε σταθερός καί ἀκλόνητος στήν πίστη του. Τότε τόν ἀποκεφάλισαν.
Ἔτσι ὁ Ἅγιος Θεόφιλος ἐμαρτύρησε καί παρέδωσε τήν ἁγία του ψυχή στόν Κύριό του καί Θεό του Ἰησοῦ Χριστό.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Ἱππολύτου τοῦ πρεσβυτέρου.
Ὁ Ἅγιος Ἱππόλυτος καταγόταν ἀπό τήν Ἀντιόχεια καί ἦταν πρεσβύτερος. Ἐμαρτύρησε κατά τήν περίοδο τοῦ σχίσματος τῶν αἱ-ρετικῶν Νοβατιανῶν[2].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Φελισιανοῦ, Φιλιπ-πιανοῦ καί τῶν σύν αὐτοῖς.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Φελισιανός καί Φιλιππιανός ἐμαρτύ-ρησαν μέ ἄλλους στήν Ἀφρική[3].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Κυριακοῦ, τοῦ ἐν τῇ μονῇ τοῦ Ἁγίου Σάββα ἀσκήσαντος.
Ὁ Ὅσιος Κυριακός ἔζησε καί ἀσκήτεψε περί τόν 7ο-8ο αἰώνα μ.Χ. καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Πέτρου, βασιλέως τῶν Βουλγάρων.
Ὁ Ἅγιος Πέτρος ἦταν τσάρος τῆς Βουλγαρίας (927-967 μ.Χ.) καί υἱός τοῦ βασιλέως Συμεών. Εἶχε νυμφευθεῖ τήν ἐγγονή τοῦ βα-σιλέως Ρωμανοῦ Λεκαπηνοῦ (920-944 μ.Χ.) Μαρία, ἡ ὁποία μετονο-μάσθηκε Εἰρήνη, λόγῳ τῆς εἰρήνης πού ἐπικράτησε μεταξύ Βυζαντι-νῶν καί Βουλγάρων. Ὁ Ἅγιος ἀγωνίσθηκε ἐναντίον τῆς αἱρέσεως τῶν Βογομίλων ἀκολουθώντας τή διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Ρίλας. Μετά ἀπό ἕναν ἀνεπιτυχῆ πόλεμο μέ τήν Οὐγγαρία καί τή Ρωσία, ἐκοιμήθηκε τό ἔτος 967 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ζήνωνος τοῦ νηστευτοῦ, τοῦ ἐκ Κιέβου.
Ὁ Ὅσιος Ζήνων ἐζησε τόν 14ο αἰώνα μ.Χ. καί ἀσκήτεψε στά σπήλαια τῆς Μεγάλης Λαύρας τοῦ Κιέβου τῆς Ρωσίας[4]. Ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου νεομάρτυρος Θεοδώρου τοῦ Μυτιληναίου.
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ἦταν ἔγγαμος καί πατέρας τέκνων. Κά-ποια στιγμή πού βρέθηκε σέ στιγμή ἀδυναμίας καί ὀργῆς ἀσπάσθη-κε τόν Ἰσλαμισμό. Ἀφοῦ ἦλθε στόν ἑυατό του καί συναισθάνθηκε τό ἁμάρτημά του, μετέβη στό Ἅγιον Ὄρος, ὅπου καί παρέμεινε γιά ἀρκετό χρόνο. Ἀφοῦ ἐκοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων προ-ετοιμάσθηκε γιά τό μαρτύριο. Ἐπανῆλθε στή Μυτιλήνη καί ἐπαρου-σιάσθηκε στόν κριτή στόν ὁποῖο μέ τόλμη ὁμολόγησε τόν Χριστό, ἀφοῦ τόν ἔλεγξε γιά τό κίβδηλο τῆς μουσουλμανικῆς θρησκείας. Ὁ κριτής ἐξέδωσε ἀπόφαση, γιά νά θανατωθεῖ δι’ ἀγχόνης καί τόν παρέδωσε στόν ἄρχοντα Ὀμέρ Ἀγᾶ, ὁ ὁποῖος προσπάθησε μέ κολα-κεῖες καί ὑποσχέσεις νά τόν μεταπείσει. Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος μέ πνευ-ματική ἀνδρεία ἐπέμενε. Μετά ἀπό φρικτά βασανιστήρια τόν ὁδή-γησαν στόν τόπο τῆς ἐκτελέσεως. Ὁ Μάρτυς, ἀφοῦ προσευχήθηκε καί ἀσπάσθηκε τό σχοινί τῆς ἀγχόνης, παρέδωσε τήν ἁγία του ψυχή τό ἔτος 1784. Τό τίμιο λείψανό του τό ἔρριξαν στή θάλασσα καί τό βρῆκαν στήν ἀπέναντι πλευρά τῆς Μυτιλήνης, στόν Ἅγιο Ἰωάννη τό Μόθωνα, ὅπου μέ τήν ἄδεια τῶν Τούρκων ἐνταφιάσθηκε στόν παραπλήσιο μικρό ναό[5].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἑορτάζομεν τήν ἀνάμνησιν τοῦ γενομένου θαύματος παρά τοῦ μεγαλομάρτυρος Γεωργίου ἐν τῇ τῆς λοιμικῆς ἀσθενείας ἀπαλλαγῇ τῆς νήσου Ζακύνθου.
Ὁ Μεγαλομάρτυς τοῦ Χριστοῦ Γεώργιος τιμᾶται ἰδιαίτερα τήν ἡμέρα αὐτή στή Ζάκυνθο, διότι συνδέθηκε μέ τή σωτηρία τοῦ νησιοῦ ἀπό τήν πανούκλα τοῦ ἔτους 1688.
Τό ἔτος 1669 πρόσφυγες Κρῆτες πού ἦλθαν στό νησί τῆς Ζα-κύνθου ἔφεραν μαζί τους ἀρχαία εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τήν ὁποία κατέθεσαν στό ναό τοῦ Ἁγίου Δημητρίου τοῦ Κόλα. Ἱερό-συλοι ὅμως ἀπογύμνωσαν αὐτή ἀπό τήν ἀργυρή ἐπένδυσή της. Μετά ὀκτώ ἡμέρες ὅλη ἡ ἐκεῖ συνοικία προσβλήθηκε ἀπό λοιμό, πού θεωρήθηκε ὡς θεία τιμωρίας γιά τήν γενόμενη ἱεροσυλία. Γιά τόν ἐξιλασμό του ὁ λαός κατέφυγε σέ νηστεία καί προσευχή καί ἀπεφάσισε τήν ἀνέγερση ναοῦ ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Ὁ ἀναθηματικός αὐτός ναός τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τῶν Κομούτων ἤ Καμαριώτης φέρει τό ἑξῆς ἐπίγραμμα: «Γεώργιόν τε οἷα ναόν σοι πόλις, ἀνατίθησι τῆς ξένης σωτηρίας».
† Τῇ αὐτῆ ἡμέρᾳ, ἡ ἀνάμνησις τῆς εὑρέσεως τῆς ἐν Τήνῳ ἱερᾶς εἰκόνος τῆς Εὐαγγελιστρίας, ἔν ἔτει 1823.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!