Ιεροδιακόνου Ραφαήλ Μισιαούλη
Εισερχόμενος ο Κύριος στην πόλη Ναΐν. συνάντησε ένα φρικτό θέαμα, μια πένθιμη πομπή από ανθρώπους συνόδευαν στον τάφο ένα παλληκάρι. Τραγική μορφή η μητέρα του αδικοχαμένου νέου διεκτραγωδούσε τον πόνο της για την κοίμηση του παιδιού της. Κανείς δεν μπορούσε να παρηγορήσει τη μάνα αυτή.
«Ιδὼν αὐτὴν ὁ Κύριος ἐσπλαγχνίσθη ἐπ᾿ αὐτῇ καὶ εἶπεν αὐτῇ· μὴ κλαῖε[1]». Βλέποντάς την ο Κύριος, την σπλαχνίσθηκε και της είπε να μην κλαίει. Τα λόγια του Ιησού έκρυβαν μια ελπίδα, μια αισιοδοξία, αγγίζοντας την καρδιά της απαρηγόρητης μητέρας.
Πλησιάζει ο Κύριος τον κεκοιμημένο νέο και του είπε «νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι[2]». Σήκω νεαρέ. Και ω του θαύματος! Ο μέχρι την ώρα εκείνη νεκρός «ἀνεκάθισεν καὶ ἤρξατο λαλεῖν». Τα πικρά δάκρυα του πόνου έγιναν δάκρυα χαράς και ευγνωμοσύνης στον Ιησού. Το θαύμα προξένησε φόβο στον παρευρισκόμενο λαό, ο οποίος δοξολογούσε το Θεό για τον «προφήτη» που τους έστειλε.
Η σκέψη που ταλαιπωρούσε την χαροκαμένη μητέρα, για την οποία μας μιλά σήμερα το Ευαγγέλιο, ήταν ότι το παιδί της χάθηκε. Αυτή η σκέψη ταλαιπωρεί και κατατρώγει τον κάθε πενθούντα. Όμως, κανείς κεκοιμημένος δεν χάνεται. Ζει στην θριαμβεύουσα Εκκλησία. Το σώμα ναι μεν πεθαίνει, η ψυχή όμως παραμένει αιώνια και αθάνατη. Αλλά και το σώμα θα το ξαναπάρουμε την ημέρα της Δευτέρας Παρουσίας, τέλειο και άφθρατο, όπως ήταν το αναστηθέν σώμα του Κυρίου. Η Ανάστασίς μας είναι άρθρο της πίστεώς μας «προσδοκώ ανάστασιν νεκρών» διαλαλούμε στο Σύμβολο της πίστεώς μας..
Το ότι οι κεκοιμημένοι δεν χάνονται, αλλά ακούνε και ζούν μας το διαβεβαιώνει ο ίδιος ο Χριστός όταν πρόσταξε το παιδί και άκουσε. Οι άνθρωποι του Θεού και μετά θάνατον θαυματουργούν, διότι ζουν. Ζουν πλησίον του Θεού «ψυχαί δικαίων εν χειρί Θεού». Ζουν και απολαμβάνουν τους καρπούς των αρετών. Ο Ιερός Χρυσόστομος θέτει ένα εντυπωσιακό ερώτημα. Εάν ερχόταν ο Βασιλεύς και σου ζητούσε το κορίτσι σου να το κάνει βασίλισσα ή το παιδί σου διάδοχο, δεν θα το έδινες; Ο Βασιλεύς Χριστός σου του ζήτησε. Γιατί σε διακατέχει θλίψη. Και θα πει κανείς ότι δεν μπορούν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους. Ασφαλώς και μπορούν. Έχουμε την μάνα μας την Εκκλησία, η οποία αποτελεί τηλεφωνικό θάλαμο μέσω των λειτουργιών και των μνημοσύνων.
Σύμφωνα με τη διδασκαλία της Εκκλησίας μας ο άνθρωπος δεν εκμηδενίζεται με τον θάνατο, όπως νομίζουν οι υλιστές. Αυτὸ που συμβαίνει με τον θάνατο είναι ο χωρισμὸς της ψυχής απὸ το σώμα. Και το μεν σώμα νεκρώνεται και διαλύεται μέσα στον τάφο, η ψυχὴ όμως ζει και περιμένει την ανάσταση των νεκρών, την ημέρα δηλαδὴ της Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου. Τότε το σώμα θα αναστηθεί μεταμορφωμένο και ανακαινισμένο για να ενωθεί πάλι με την αθάνατη ψυχὴ και να ζήσει ο άνθρωπος αιωνίως. Όσοι έφυγαν μετανοημένοι θα αναστηθούν για να απολαύσουν αιωνία και μακαρία ζωή. Εκείνοι όμως που έζησαν θεληματικά στην κακία και την αμαρτία και έφυγαν αμετανόητοι, θα αναστηθούν για να δικασθούν και να κατακριθούν.
Αγαπητοί αδελφοί, το μυστήριο του θανάτου είναι η κατάλυση της ζωής, ο οποίος εισήλθε στον κόσμο μετά την πτώση των πρωτοπλάστων. Είναι αποτέλεσμα της αμαρτίας και της διακοπής των σχέσεων του ανθρώπου με τον Δημιουργό, τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό. Για εκείνο που πιστεύει και ελπίζει στην αιωνιότητα, στην ατελεύτητη ζωή, ο θάνατος γίνεται ευχάριστη μετάβαση. Η Εκκλησία διακηρύττει ότι ο άνθρωπος που είναι συνδεδεμένος με τον Θεάνθρωπο Ιησού, ο θάνατος δεν αποτελεί φόβο, αλλά είναι λιοντάρι χωρίς δύναμη και εχθρός χωρίς όπλο. Ο Κύριος με τον δικό του θάνατο νίκησε τον Άδη.
Σε κάθε νέο και ευρύτερα σε κάθε άνθρωπο ο Χριστός διαμηνύει το «Εγέρθητι». Από πού να εγερθούμε; Από τις κακές μας συνήθειες, να ελευθερωθούμε από τη δουλεία των παθών, να αντισταθούμε στο ρεύμα της διαφθοράς και να διατηρήσουμε το πρόσωπό μας καθαρό και το φρόνημά μας αδούλωτο από τα φοβερά πάθη που μας διακατέχουν. Χρειάζεται αγώνα, χρειάζεται θάρρος και τόλμη. Τα εφόδια τα έχουμε και δεν είναι άλλα από τα ιερά Μυστήρια της Εκκλησίας, τα οποία παρέχουν ζωή, φως, χαρά και ελπίδα στους ανθρώπους. Ο Χριστός απλώνει το θαυματουργικό του χέρι για να μας μεταδώσει την αιώνιο χαρά και ζωή. Ας απλώσουμε κι εμείς το δικό μας χέρι, ώστε να απολαύσουμε την αιώνιο ζωή και ανάσταση.
Αμήν!
[1] Λουκά 7,13.
[2] Λουκά 7,14.