Τοῦ Μητροπολίτου Ἐλευθερουπόλεως ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
«καὶ ἰδοὺ ἐξεκομίζετο τεθνηκώς υἱὸς μονογενὴς τῇ μητρὶ αὐτοῦ, καὶ αὕτη ἦν χήρα» (Λουκᾶ 7, 12)
Βαρὺ ἦτο τὸ πένθος, ἀγαπητοὶ ἀδελφοὶ, ποὺ συνάντησε ὁ Κύριος μας καθὼς ἔμπαινε στὴ πόλι Ναΐν, συνοδευόμενος ἀπὸ τοὺς μαθητές Του καὶ λαὸ πολύ. Τὴν ὥρα τῆς εἰσόδου Του στὴν πόλι ἐκείνη, ἔβγαινε ἀπὸ τὴν πύλη της μία νεκρικὴ πομπή. Μία μητέρα, χήρα μάλιστα, ἐκήδευε τὴν ἡμέρα αὐτὴ τὸν μοναχογυιό της. Μποροῦμε νὰ ἀναλογισθοῦμε, πόσο βαρειά, πένθιμη καὶ πόσο φορτισμένη συναισθηματικὰ ἦτο ἡ ἀτμόσφαιρα λίγο ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι. Τί γοερὲς κραυγὲς πόνου καὶ ἀπόγνωσης θὰ ἀκούγονταν, πόσα μάτια θὰ ἦσαν δακρυσμένα καὶ τί θλίψη θὰ πλάκωνε τὶς καρδιές.
Ἀλλὰ πότε ἔλειψαν οἱ σκηνὲς αὐτὲς τοῦ πόνου καὶ τῆς θλίψεως ἀπὸ τὴ ζωή μας καὶ πιὸ συγκεκριμένα ἀπὸ τὴ ζωὴ τῆς οἰκογένειας; Ἡ οἰκογένεια, τὸ θερμοκήπιο αὐτὸ τῆς γαλήνης καὶ τῆς χαρᾶς, κάποτε συνταράσσεται ἀπὸ τὴν ξαφνικὴ θύελλα τοῦ θανάτου. Τὰ ἡλικιωμένα μέλη της, οἱ γέροντες γονεῖς, μία ἡμέρα θὰ ἀποχωριστοῦν ἀπὸ τὴν οἰκογένεια καὶ τὰ νεώτερα μέλη της θὰ πρέπει νὰ τὰ συνοδεύσουν στὴν τελευταία τους κατοικία καὶ νὰ τὰ παραδώσουν στὴν ἀγκαλιὰ τῆς παμμήτορος γῆς.
Εἶναι σπαρακτικὴ ἡ σκηνή, ὅταν τὰ παιδιὰ ἀναγκάζονται ἀπὸ τὸ δρεπάνι τοῦ θανάτου νὰ ἀποχαιρετίσουν τὰ πιὸ ἀγαπημένα τους πρόσωπα στὸν κόσμο αὐτό, τὸν πατέρα ἤ τὴν μητέρα. Ἀλλὰ τί νὰ ποῦμε, γιὰ τοὺς γονεῖς, ὅταν βρίσκωνται στὴ θέση τῆς μητέρας τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου, ἡ ὁποία μετὰ τὸν ἄνδρα της τώρα κηδεύει τὸν μοναχογυιό της; Στὶς θλιβερὲς αὐτὲς περιπτώσεις ὑπάρχει τίποτε, ὅπως παρατηρεῖ ἡ Ἐκκλησία μας, «πατρὸς συμπαθέστερον καὶ μητρὸς ἀθλιώτερον»; Πιό συμπαθής ὕπαρξη ἀπό τόν πατέρα, ἄνθρωπος σέ πιό ἀξιολύπητη θέση ἀπό ἐκείνη τή μητέρα;
Καὶ ὅμως τὸ σκάφος τῆς οἰκογένειας, τῆς κάθε οἰκογένειας, καθὼς πλέει τώρα ἀμέριμνο στὸ πέλαγος τῆς ζωῆς, θὰ περάση καὶ ἀπὸ αὐτὲς τὶς συμπληγάδες πέτρες. Δηλαδὴ κάποτε τὸν ἥλιο τῆς εὐτυχίας της θὰ τὸν σκιάση ὁ πικρὸς θάνατος. Ὁ λόγος τοῦ Κυρίου μας ἔχει καὶ ἐδῶ τὴν θέση του. «Ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἔξετε». Τὴν ἤρεμη καὶ γλυκειά της ἀτμόσφαιρα θὰ ταράξη ἡ ἀπώλεια ἑνὸς προσφιλοῦς μας προσώπου.
Στὴν περίπτωση αὐτὴ ἂς ἔχωμε ὑπόψη πάντοτε, ὅτι δὲν θὰ εἴμαστε μόνοι. Ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ περιβάλλοντός μας, οἱ ὁποῖοι, ὅπως συμπαραστάθηκαν στὴν πονεμένη χήρα τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου («καὶ ὄχλος τῆς πόλεως ἱκανὸς ἦν σὺν αὐτῆ», σημειώνει ὁ ἱερὸς Εὐαγγελιστὴς), θὰ βρεθοῦν κοντά μας, ὑπάρχει προπάντων Ἐκεῖνος, ὁ Εὔσπλαχνος Κύριος, ὁ μόνος ἀγαθὸς καὶ πολυέλεος, ὁ Θεὸς τῶν οἰκτιρμῶν καὶ πάσης παρακλήσεως, γιὰ νὰ μᾶς στηρίξη.
Ἄς μὴ λησμονοῦμε, ὅτι Ἐκεῖνος ποὺ ἐπέτρεψε τὸν πειρασμό, τή δοκιμασία τοῦ θανάτου, θὰ χαρίση καὶ τὴν δύναμη τῆς ψυχῆς τὴν ἀπαραίτητη, γιὰ νὰ τὸν ἀντέξουμε, «Ὃς οὐκ ἐάσει ἡμᾶς πειρασθῆναι, ὑπέρ ὅ δυνάμεθα, ἀλλὰ ποιήσει σὺν τῷ πειρασμῶ καὶ τὴν ἔκβασιν τοῦ δύνασθαι ἡμᾶς ὑπενεγκεῖν», μᾶς παρηγορεῖ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος (Α΄ Κορ.10,13).
Δυστυχῶς τὶς ὧρες αὐτές, ποὺ ἡ οἰκογένεια δοκιμάζει τὴν θλίψη ἀπὸ τὸ θάνατο, ὁ πονηρὸς ἐκμεταλλευόμενος τὴν ἀπόγνωση καὶ τὴν θλίψη, στρέφει μερικές φορές τὸ χριστιανὸ κατὰ τοῦ Θεοῦ, ὡς τάχα αἰτίου τῆς ἀπροσδόκητης συμφορᾶς. Ἀλλ’ ὄχι! Ὁ Θεός δέν εἶναι ἡ αἰτία τοῦ θανάτου. «Φθόνῳ διαβόλου θάνατος εἰσῆλθεν εἰς τόν κόσμον» (Σοφία Σολομῶντος 2,24). Ἐμεῖς τὸν φέραμε στὴ ζωή μας μὲ τὴν παράβαση τοῦ ἁγίου καὶ ζωοποιοῦ Του θελήματος. Γι’ αὐτὸ καὶ θὰ πρέπη νὰ ἀποδιώκωμε τὶς βλάσφημες αὐτὲς σκέψεις καὶ τὶς ὧρες αὐτὲς μὲ περισσότερη θέρμη νὰ προσφεύγωμε στὴ Χάρη Του, ὥστε μὲ πίστη καὶ ἀξιοπρέπεια νὰ ἐκτελέσωμε τὸ πικρὸ καθῆκον, νὰ κηδέψουμε καί νά ξεπροβοδίσουμε στὴν ἄλλη ζωὴ τὰ ἀγαπημένα μας πρόσωπα.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοὶ. Ἡ οἰκογένειά μας θὰ ὑπομείνη καὶ αὐτὲς τὶς βαρειές θλίψεις, θὰ βρεθῆ κάποτε ἀντιμέτωπη μὲ τὸν πικρὸ θάνατο. Ἄς μὴ λησμονοῦμε ὅμως τότε τὴν παρήγορη διδαχὴ τοῦ Ἀποστόλου μας. «Ἀδελφοὶ μὴ λυπεῖσθε, ὡς καὶ οἱ λοιποὶ οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα». (Αʹ Θεσ. 4,13). Δέν μᾶς ἀπαγορεύει τή λύπη. Εἶναι ἀφύσικο πρᾶγμα. Μόνο αὐτὴ ἡ ἐλπίδα ἄς μᾶς στηρίξη τὸ βῆμα τὶς κατάπικρες ἐκεῖνες ὧρες. Ἡ ἐλπίδα στὸν Ἰησοῦ Χριστό μας τὸν Ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν, τὸν πρωτότοκον ἐκ τῶν νεκρῶν. Ἡ ἐλπίδα ὅτι ἡ ψυχὴ τῶν ἀγαπημένων μας δὲν χάθηκε, ὅπως τὸ σῶμα. Ὅτι μία ἡμέρα ὅλοι μαζὶ θὰ βρεθοῦμε στὴν κοινή μας Βασιλεία, τὴ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἀμὴν!