† Ἀνακομιδή τῶν λειψάνων τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος ᾿Ιγνατίου τοῦ Θεοφόρου.
῾Ο Ἅγιος Ἱερομάρτυς ᾿Ιγνάτιος († 20 Δεκεμβρίου) ἦταν διάδο-χος τῶν Ἀποστόλων καί ἐχρημάτισε δεύτερος ἐπίσκοπος ᾿Αντιο-χείας. ῾Υπῆρξε μαζί μέ τόν Ἐπίσκοπο τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς Σμύρνης Πολύκαρπο μαθητής τοῦ Εὐαγγελιστοῦ ᾿Ιωάννου τοῦ Θεολόγου. Ἐμαρτύρησε ἐπί αὐτοκράτορος Τραϊανοῦ ( 98-117 μ.Χ.) στή Ρώμη κατασπαραχθείς ἀπό τά θηρία.
Μετά τό φρικτό μαρτύριο τοῦ Ἁγίου, κάποιοι Χριστιανοί ἐμά-ζεψαν ἀπό τόν ἱππόδρομο τά ἐναπομείναντα ἅγια λείψανά του καί τά μετέφεραν στήν Ἀντιόχεια. Ἡ Σύναξη αὐτοῦ ἐτελεῖτο στή Με-γάλη Ἐκκλησία.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων ἑπτά μαρτύρων, τῶν ἐν Σαμο-σάτοις τελειωθέντων, Φιλοθέου, ῾Υπερεχίου, ᾿Αβίβου, ᾿Ιουλιανοῦ, Ρωμανοῦ, ᾿Ιακώβου καί Παρηγορίου.
Οἱ Ἅγιοι ἑπτά Μάρτυρες Φιλόθεος, ῾Υπερέχιος, Ἄβιβος, ᾿Ιουλι-ανός, Ρωμανός, ᾿Ιάκωβος καί Παρηγόριος, μόλις ἔγιναν στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ, μέ παρρησία καί θάρρος ἐστηλίτευσαν τήν πλάνη τῆς εἰδωλολατρίας. Γιά τό λόγο αὐτό συνελήφθησαν ἀπό τούς εἰδωλο-λάτρες καί ὑποβλήθηκαν σέ φρικώδη βασανιστήρια. Τέλος, τούς ἐκρέμασαν καί διετρύπησαν τίς τίμιες κεφαλές αὐτῶν μέ σιδερένια καρφιά, ἐνῶ οἱ Ἅγιοι σέ κάθε νέο κτύπημα ὁμολογοῦσαν «εἶμαι Χριστιανός». Ἔτσι οἱ Ἅγιοι ἑπτά Μάρτυρες παρέδωσαν τίς ψυχές τους στόν Θεό καί ἔλαβαν τό στέφανο τοῦ μαρτυρίου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Σιλουανοῦ ἐπισκόπου, Λουκᾶ διακόνου καί Μωκίου ἀναγνώστου.
Οἱ Ἅγιοι κατάγονταν ἀπό τήν πόλη τῶν Ἐμεσηνῶν[1] τῆς Κοί-λης Συρίας καί ἐμαρτύρησαν ἐπί αὐτοκράτορος Νουμεριανοῦ Μάρ-κου Αὐρηλίου (283-284 μ.Χ.), δευτερότοκου υἱοῦ τοῦ αὐτοκράτο-ρος τῆς Ρώμης Κάρου. Συνελήφθησαν τό ἔτος 284 μ.Χ., κατά τήν περίοδο τῶν διωγμῶν, καί προκληθέντες νά ἀρνηθοῦν τόν Χριστό, ἐπανέλαβαν μέ πνευματική ἀνδρεία καί γενναιότητα τήν ὁμολογία καί τήν πίστη τους στόν Ἅγιο Τριαδικό Θεό. Τούς ἔρριψαν, λοιπόν, στή φυλακή μετά ἀπό σκληρή μαστίγωση, καί ἐκεῖ τούς ἄφησαν στό μαρτύριο τῆς δίψας καί τῆς πείνας. Παρά τίς συνεχεῖς ἀπειλές καί τά μαρτύρια ἡ καρδιά τους διέμενε ἄσειστη. Τότε ἔδωσε τήν ἐντολή νά τούς φέρουν στό ἀμφιθέατρο, ὅπου ἐγίνονταν θηριομαχίες, καί νά τούς ρίξουν στά ἄγρια θηρία. Οἱ Μάρτυτρες ἀντιμετώπισαν καί τή δοκιμασία αὐτή μέ τήν πλέον θαυμαστή καρτεροψυχία. Καί ὅταν τά ἄγρια θηρία ἐξόρμησαν ἐναντίον τους, ἐκεῖνοι παρέμειναν ἄφοβοι καί ἀτάραχοι προσευχόμενοι στόν Κύριο.
Ἔτσι ἐμαρτύρησαν οἱ Ἅγιοι Σιλουανός, Λουκᾶς καί Μώκιος καί ἔλαβαν τόν ἀμαράντινο στέφανο τῆς δόξας τῆς Τραδικῆς Θεότητος. Κατά τή διάρκεια τῆς νύχτας, κάποιοι Χριστιανοί πῆγαν καί πῆραν τά ἱερά λείψανα τῶν Ἁγίων καί τά ἐνταφίασαν μέ εὐλάβεια.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Σαρβήλου καί Βε-βαίας τῆς ἀδελφῆς αὐτοῦ, τῶν ἐν ᾿Εδέσσῃ μαρτυρησάντων.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Σάρβηλος καί Βεβαία (ἤ Βαρβαία) ἔζησαν κατά τήν ἐποχή τοῦ αὐτοκράτορος Τραϊανοῦ (98-117 μ.Χ.). ῾Ο Ἅγι-ος Σάρβηλος ἦταν προηγουμένως ἱερέας τῶν εἰδώλων καί προσῆλθε στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ κατηχηθείς καί βαπτισθείς ἀπό τόν Ἐπί-σκοπο τῆς Ἐδέσσης Βαρσιμαῖο. Μαζί δέ μέ ἐκεῖνον ἀσπάσθηκε τήν ἀληθινή πίστη καί ἡ ἀδελφή του, ἡ ὁποία ὀνομαζόταν Βεβαία.
Μόλις ὁ τοπικός ἄρχοντας Λυσίας ἐπληροφορήθηκε τήν μετα-στροφή τῶν Ἁγίων στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ, τούς συνέλαβε καί τούς ὑπέβαλε σέ φοβερά βασανιστήρια. Τούς ἐράβδισαν ἀνηλεῶς· ἔπειτα τούς ἐκτύπησαν μέ σπαθιά· τούς ἐξέσκισαν τό πρόσωπο μέ αἰχμηρά ὄργανα. Τέλος, οἱ δήμιοι ἀπέκοψαν τίς τίμιες κεφαλές τῶν Ἁγίων τό ἔτος 110 μ.Χ. ῎Ετσι οἱ Ἅγιοι εἰσῆλθαν στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί τή χαρά τοῦ Κυρίου τους.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Βαρσιμαίου, ἐπι-σκόπου ᾿Εδέσσης.
῾Ο Ἅγιος Ἱερομάρτυς Βαρσιμαῖος ἦταν ἐκεῖνος πού ἐκατήχησε καί ἐβάπτισε τόν Ἅγιο Σάρβηλο καί τήν ἀδελφή του Ἁγία Βεβαία. Γιά τό λόγο αὐτό καί καταγγέλθηκε στόν ἡγεμόνα Λυσία. ᾿Ενώπιον τοῦ ἡγεμόνος ὁμολόγησε μέ παρρησία τήν πίστη του στόν Χριστό. Γιά τήν ὁμολογία του αὐτή ὁ ἡγεμόνας ἔδωσε ἐντολή στούς στρα-τιῶτες νά κτυπήσουν ἀνηλεῶς τόν Ἅγιο καί νά τόν φυλακίσουν. Λίγο ἀργότερα, μέ τήν προσωρινή κατάπαυση τῶν διωγμῶν, ὁ Ἅγιος ἀπελευθερώθηκε καί ἐπανῆλθε στήν ᾿Εκκλησία του δοξολο-γώντας τό Ὄνομα τοῦ Ἁγίου Θεοῦ.
Ὁ Ἅγιος Βαρσιμαῖος, ἀφοῦ ἔζησε θεοφιλῶς τό ὑπόλοιπο τοῦ βίου του, ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 114 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἀφραάτου.
Ὁ Ὅσιος καταγόταν ἀπό τήν Περσία καί ἦταν εἰδωλολά-τρης. Ἔγινε Χριστιανός στήν Ἔδεσσα, ἀπό τήν ὁποία ἔφυγε, γιά νά μονάσει σέ ἕνα ἀπό τά ἐρημητήρια πού ἦταν ἔξω ἀπό τήν Ἀντιό-χεια. Ὅταν, ἐπί Ἀρειανοῦ αὐτοκράτορος Οὐάλεντος (364-378 μ.Χ.), ἐξορίσθηκε ὁ ὀρθόδοξος κλῆρος τῆς Ἀντιόχειας καί πολλές πιέσεις ἀνάγκαζαν τούς Χριστιανούς νά ἀσπάζονται τόν Ἀρειανισμό, ὁ Ὅσιος ἄφησε τό ἐρημητήριό του, ἦλθε στήν πόλη, ὅπου ἄφοβα καί μέ ζῆλο ἐνθάρρυνε καί ἐπαρηγοροῦσε τά πλήθη καί ἐστήριζε αὐτά στήν Ὀρθόδοξη πίστη. Κατέπληξε μάλιστα τόν Οὐάλεντα, τόν ὁποῖο συνάντησε στήν ἀγορά τῆς πόλεως, μέ τίς εὔστοχες ἀπα-ντήσεις του σέ θεολογικά ζητήματα. Ἀφιέρωσε τή ζωή του στή δια-κονία τοῦ Εὐαγγελίου καί ἀφοῦ ἐπιτέλεσε πολλά θαύματα ἐκοι-μήθηκε ὁσίως μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ἁγίας μάρτυρος Χρυσῆς.
Ἡ Ἁγία Χρυσή ἐμαρτύρησε περί τό 41-54 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Κωνσταντίου.
Ὁ Ἅγιος Κωνστάντιος ἦταν Ἐπίσκοπος στήν πόλη Περού-τζια τῆς Ἰταλίας καί ἐμαρτύρησε γιά τό Χριστό ἐπί βασιλείας Μάρ-κου Αὐρηλίου (161-180 μ.Χ.)[2].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Παπίου καί Μαύρου.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Παπίας καί Μαῦρος ἄθλησαν ἐπί αὐτο-κράτορος Διοκλητιανοῦ ( 284-305 μ.Χ.)[3].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Σαβινιανοῦ.
Ὁ Ἅγιος Σαβινιανός ἐμαρτύρησε γιά τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ ἐπί αὐτοκράτορος Αὐρηλιανοῦ ( 270-275 μ.Χ.)[4].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Ἀκυλίνου πρε-σβυτέρου.
Ὁ Ἅγιος Ἀκυλῖνος ἦταν Πρεσβύτερος τῆς Ἐκκλησίας τῶν Με-διολάνων καί ἐμαρτύρησε κατά τήν περίοδο τῶν αἱρετικῶν Ἀρεια-νῶν[5].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἀκεψιμᾶ.
Ὁ Σωφρόνιος Εὐστρατιάδιος φρονεῖ ὅτι πρόκειται περί τοῦ Μάρτυρος Ἀκεψιμᾶ πού συνεορτάζει μετά τῶν Μαρτύρων Ἰσιδώ-ρου καί Λέοντος στίς 7 Δεκεμβρίου[6].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Γκίλντας τοῦ Γουάϊς.

Ὁ Ἅγιος Γκίνλντας ἐγεννήθηκε περί τό 500 μ.Χ. στήν Οὐαλ-λία καί ἐμαθήτευσε κοντά στόν Ἅγιο Ἴλτυντ. Ἀκολούθησε κατ’ ἀρχήν τόν ἔγγαμο βίο καί ὅταν ἀπέθανε ἡ σύζυγός του ἔγινε μονα-χός. Ἦταν ἀπό τούς πολύ μορφωμένους ἄνδρες τῆς ἐποχῆς του, γι’ αὐτό καί ἀποκαλεῖται «σοφός». Θεωρεῖται ὅτι συνέγραψε ἔργο στό ὁποῖο κατηγορεῖ τούς ἄρχοντες τῆς ἐποχῆς του, τόν κλῆρο καί τό λαό, γιά τήν ἀσέβεια καί τήν παρανομία τους. Κατά τά τελευταῖα ἔτη τῆς ζωῆς του ἔζησε στή Βρεττάνη. Ἐκοιμήθηκε ὁσίως περί τό 570 μ.Χ.[7].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Ἀσωτίου, τοῦ ἐκ Γεωργίας.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἀσώτιος καταγόταν ἀπό τή Γεωργία καί ἦταν μέγας κουροπαλάτης πλησίον τοῦ βασιλέως. Ἐμαρτύρησε τό ἔτος 829 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἰγνατίου τοῦ Σιναΐτου, τοῦ ἐκ Ρεθύμνης.
Ὁ Ὅσιος καί θεοφόρος Ἰγνάτιος καταγόταν ἀπό τήν πόλη τοῦ Ρεθύμνου τῆς Κρήτης καί ἀσκήτεψε στό ὄρος Σινᾶ. Τηρώντας τούς ὅρους τῆς μοναστικῆς πολιτείας, παρθενία, ὑπακοή καί ἀκτη-μοσύνη, ἔφθασε σέ ὕψη πνευματικῆς τελειότητος καί καθοδήγησε πνευματικά πολλούς ἀσκητές. Ὁ Ὅσιος Ἰγνάτιος ἀξιώθηκε νά βρεῖ τό ἄφθαρτο καί μυροβλύζον λείψανο τοῦ ὑποτακτικοῦ του Νικάν-δρου, τό ὁποῖο ἀφοῦ ἐναγκαλίσθηκε καί ἀσπάσθηκε, εὐχαρίστησε τόν Θεό πού τόν ἐπληροφόρησε γιά τή δικαίωση τοῦ ἀγῶνος τοῦ πνευματικοῦ του τέκνου.
Ὁ Ὅσιος Ἰγνάτιος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Λαυρεντίου, τοῦ ἐκ Κιέβου.
Ὁ Ὅσιος Λαυρέντιος ἐγεννήθηκε στή Ρωσία καί ἐκάρη μονα-χός στή μονή τοῦ Ἁγίου Δημητρίου. Ἀργότερα ἐμόνασε στή Λαύρα τοῦ Κιέβου. Στόν ἀσκητικό του βίο ἀκολούθησε τό παράδειγμα καί τόν ὁσιακό τρόπο βίου τῶν ἀσκητῶν Ἰσαάκ καί Νικήτα. Τό 1182 ὁ Θεός τόν ἀξίωσε νά γίνει Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως τοῦ Τουρώφ τῆς περιοχῆς Μίνσκ. Ἔτσι ἀσκητικά ζοῦσε καί ὡς ποιμένας στήν ἐπαρ-χία του.
Ὁ Ὅσιος Λαυρέντιος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1194.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἐν ἁγίοις πατέρων ἡμῶν Γερασίμου, Ἰωνᾶ καί Πιτιρίμ, τοῦ ἐκ Ρωσίας.
Οἱ Ἅγιοι Γεράσιμος († 1441), Πιτιρίμ († 1455) καί Ἰωνᾶς († 1471) καί Γεράσιμος κατάγονταν ἀπό τή Ρωσία καί ἔζησαν τόν 15ο αἰώνα μ.Χ. Καί οἱ τρεῖς διετέλεσαν Ἐπίσκοποι τῆς Μεγάλης Πέρμ[8] καί ἐκοιμήθησαν ὁσίως μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου νεομάρτυρος Δημητρίου τοῦ Χιοπολίτου.
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Δημήτριος ἐγεννήθηκε τό ἔτος 1780 στό Παλαιόκαστρο τῆς Χίου ἀπό γονεῖς εὐσεβεῖς, τόν Ἀπόστολο καί τήν Μαρουλοῦ. Σέ νεαρά ἡλικία ἦλθε στήν Κωνσταντινούπολη καί ἐργαζόταν πλησίον τοῦ ἀδελφοῦ του Ζαννῆ, πού ἦταν ἔμπορος. Μνηστευθείς ὅμως μέ μιά νέα, χωρίς νά τό γνωρίζει ὁ ἀδελφός του, ἀποπέμφθηκε ἀπό τήν ἐργασία του. Ἡ φτώχια τόν ἔκανε νά θυμηθεῖ ὅτι ὁ Τοῦρκος Σεΐχ-οὐλ-ἰσλάμης ὀφειλε στόν ἀδελφό του δύο δη-νάρια, ἀπό κάποια ἀγορά ὑφασμάτων μέ πίστωση, πῆγε στήν οἰκία του, γιά νά εἰσπράξει τό ὀφειλόμενο χρέος καί νά τό χρησιμοποι-ήσει γιά τόν ἑαυτό του. Ἐκεῖ βρῆμε μιά Μωαμεθανίδα πού τοῦ ἐκδήλωσε τήν ἀγάπη της λέγοντάς του ὅτι ἤ πρέπει νά γίνει Μωα-μεθανός γιά νά τή νυμφευθεῖ ἤ πρέπει νά πεθάνει. Ὁ Δημήτριος αἰ-φνιδιάσθηκε. Δέχθηκε τίς προτάσεις τῆς γυναίκας καί παρέμεινε στήν οἰκία της ὡς ἐξωμότης. Ἀφοῦ ἦλθε στόν ἑαυτό του, κατά τή διάρκεια τοῦ ραμαζανίου ἐδραπεύτεσε καί ἐκρύφθηκε ἀπό Χριστι-ανική οἰκογένεια στή συνοικία τοῦ Σταυροδρομίου. Ὁ ἀδελφός του Ζαννῆς ἔτρεξε νά τόν συναντήσει. Ὁ Δημήτριος ἔγραψε ἐπιστολή στόν πατέρα του μέ τά συμβάντα καί ἐξομολογήθηκε στόν πνευ-ματικό τί εἶχε πράξει. Μέσα στήν καρδιά του ἐφούντωσε ὁ πόθος τοῦ μαρτυρίου. Ἐκοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καί ἐπα-ρουσιάσθηκε στόν Τοῦρκο διοικητή πρός τόν ὁποῖο ὁμολόγησε τήν πίστη του στόν Χριστό. Οἱ Χιῶτες πού διέμεναν στήν Κωνσταντι-νούπολη ἐμάζεψαν χρήματα, μέ σκοπό νά προσφέρουν αὐτά στούς Τούρκους γιά νά τόν ἐλευθερώσουν, φοβούμενοι μήπως ὁ Δημήτριος λυγίσει μπροστά στά βασανιστήρια. Ὅταν ὁ Δημήτριος ἐπληροφο-ρήθηκε τήν ἐνέργεια αὐτή τούς ἐπετίμησε καί τούς παρεκάλεσε νά προσεύχονται, γιά νά τελειώσει μαρτυρικά τή ζωή του. Ἔτσι καί ἔγινε. Μετά τά φρικτά βασανιστήρια ὁ Δημήτριος παρέμεινε ἀκλό-νητος γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί ἀποκεφαλίσθηκε τό ἔτος 1802. Τό τίμιο λείψανό του παρέλαβαν οἱ Χριστιανοί καί ἐνταφία-σαν αὐτό σέ κάποιο μοναστήρι στό νησί Πρώτη.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!