† Τά ἐγκαίνια ἑορτάζομεν τῆς Χριστοῦ Ἀναστάσεως καί τήν τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Θωμᾶ ψηλάφισιν καί σωτήριον ὁμολογίαν.
Ὁ Ἀπόστολος Θωμᾶς εἶχε ἀποσυρθεῖ στή μόνωση γιά νά βρεῖ τόν ἑαυτό του. Ὅμως ὁ Ἰησοῦς τόν συναντᾶ προσωπικά, ὄχι στό μέρος πού ἦταν ἀπομονωμένος, ἀλλά μέσα στήν κοινότητα τῶν Μαθητῶν, στήν Ἐκκλησία. Καί λέγει στόν Θωμᾶ χρησιμοποιώντας τά λόγια του: «Φέρε τό δάκτυλό σου ἐδῶ καί κύτταξε τά χέρια μου καί φέρε τό χέρι σου καί βάλε το στήν πλευρά μου καί μή γίνεσαι ἄπιστος, ἀλλά πιστός». Κι ὁ Θωμᾶς ἀποκρίνεται: «ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου», γιά νά πιστέψει ἔτσι μέ τή μαρτυρία πού τοῦ ἔδιναν οἱ πληγές τοῦ σώματος, ὅτι ὁ Χριστός ἀναστήθηκε πραγματικά. Ἔτσι προσέθεσε στή μαρτυρία καί στό κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων μιά νέα ἀπόδειξη, μιά ἐμπειρία ἐμπλουτισμένη ἀπό τή θεότητα καί τήν ταυτότητα τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ. Ἀπόδειξη καί ἐμπειρία πού τοῦ ἔδωσε τήν ἐξουσία νά γεμίσει τόν κόσμο μέ τή φωτιά τοῦ Χριστοῦ καί νά προσφέρει μαρτυρία γιά τήν Ἀνάσταση μέ τίμημα τήν ἐπίγεια ζωή του.
Περί τοῦ γεγονότος τῆς ψηλαφίσεως τοῦ Ἀποστόλου Θωμᾶ γράφει θαυμάσια καί ὑπέροχα μέ μοναδικό τρόπο τά ἀκόλουθα ὁ ἱερός Χρυσόστομος:
«Όταν εισήλθε ο Σωτήρ κεκλεισμένων των θυρών εκεί όπου είχαν συγκεντρωθή οι μαθητές Του και εξήλθε πάλι με τον ίδιο τρόπο, απουσίαζε μόνον ο Θωμάς. Ήταν κι αυτό έργο της θείας οικονο-μίας, ώστε η απουσία του μαθητού να γίνη πρόξενος περισσοτέρας ασφαλείας και βεβαιότητος. Διότι, εάν παρευρίσκετο ο Θωμάς, δεν θα αμφέβαλλε. Και αν δεν αμφέβαλλε, δεν θα ζητούσε να περιεργα-σθή. Εάν δεν ζητούσε, δεν θα ψηλαφούσε. Και εάν δεν ψηλαφούσε, δεν θα ανεκή-ρυττε τον Χριστό Κύριον και Θεόν. Εάν δεν τον είχε αποκαλέσει Κύριον και Θεόν, εμείς δεν θα είχαμε διδαχθή να τον δοξολογούμε με τον τρόπον αυτόν.
Ώστε και με την απουσία του ο Θωμάς μας ποδηγέτησε προς την αλήθεια και με την παρουσία του ύστερα μας εβεβαίωσε περισσό-τερο στην πίστη.
Έλεγαν λοιπόν οι μαθητές, όταν ήλθε αργοπορημένος: «Εωράκαμεν τον Κύριον», είδαμε Αυτόν που είπε: «εγώ ειμί το φως του κόσμου». Είδαμε Αυτόν που είπε: «εγώ ειμί η ανάστασις και η ζωή και η αλήθεια». Είδαμε την αλήθεια των λόγων να λάμπη μέσα στα γεγο-νότα. Είδαμε Αυτόν που είπε: «μετά τρεις ημέρας εγείρομαι», και βλέποντας την Ἀνάσταση, προσκυνήσαμε τον Αναστάντα. Τον ακούσαμε που μας είπε: «ειρήνη υμίν», και μεταστρέψαμε την ζάλη της λύπης σε γαλήνια ευφροσύνη. Αντικρύσαμε τα χέρια Του που εδέχθησαν τις αιχμές των καρφιών, τα χέρια που κατηγορούν την λύσσα των θεομάχων θηρίων. Αντικρύσαμε τα χέρια που μας ύφα-ναν την αφθαρσία, αντικρύσαμε και την πλευρά που φανερώνει λαμπρότερα από κάθε κήρυκα την ευσπλαχνία του πληγωμένου. Αυτήν την πλευρά την οποία υμνούν οι άγγελοι και ευλαβούνται οι πιστοί και φρίττουν οι δαίμονες. Υποδεχθήκαμε και εμφύσημα θεί-ον από το θείον στόμα Του, εμφύσημα πνευματικόν, εμφύσημα που σκορπίζει κάθε χάρη.
Εχειροτονηθήκαμε από τον Κύριο, κύριοι της αφέσεως των πλημ-μελημάτων. Αποκτήσαμε και το δικαίωμα να κρίνωμε τους αμαρ-τωλούς, αφού μας έδωσε αυτήν την εντολή: «αν τινών αφήτε τας αμαρτίας, αφίενται αυτοίς. Αν τινών κρατήτε, κεκράτηνται». Τέ-τοια λόγια είχαμε την βαθειά χαρά να ακούσωμε από τον Σωτήρα, τέτοιες δωρεές απολαύσαμε. Διότι δεν ήταν δυνατόν να μην πλου-τήσωμε, αφού ευρήκαμε πλούσιον Δεσπότη.
Αλλά μόνο συ έμεινες πτωχός, αφού απουσίαζες.
Και τι τους είπε ο Θωμάς; Είδατε τον Κύριο; Καλώς. Αυτόν λοιπόν που είδατε, να Τον σέβεσθε περισσότερο. Αυτόν που παρατηρή-σατε, μην παύσετε να τον κηρύττετε. Εγώ όμως «εάν μη ίδω εν ταις χερσίν αυτού τον τύπον των ήλων, και βάλω τον δάκτυλόν μου εις τον τύπον των ήλων, και βάλω την χείρα μου εις την πλευράν Αυ-τού, ου μη πιστεύσω». Και σεις δεν θα είχατε πιστεύσει, εάν πρώτα δεν εβλέπατε. Έτσι κι εγώ, εάν δεν ίδω, δεν θα πιστεύσω.
Μείνε, Θωμά, σταθερός στον πόθο σου αυτόν, διατήρησε τον ζήλο σου, ώστε βλέποντας εσύ να βεβαιωθή η ψυχή μου. Ζήτησε με επιμονή Αυτόν που είπε: «Ζητείτε και ευρήσετε». Μην παύσης να ερευνάς ειλικρινώς, εάν δεν εύρης τον θησαυρό που ζητείς. Μην παύσης να κρούης την θύρα της αναντιρρήτου γνώσεως, μέχρι να σου την ανοίξη Αυτός που είπε: «κρούετε, και ανοιγήσεται υμίν». Αγαπώ τον διχασμό των λογισμών σου, επειδή αναιρεί κάθε διχα-σμό. Αγαπώ την φιλομάθειά σου επειδή καταλύει κάθε φιλονεικία. Χαίρομαι να σε ακούω πολλές φορές να λέγης: «εάν μη ίδω εν ταις χερσίν αυτού τον τύπον των ήλων, ου μη πιστεύσω». Διότι με το να απιστής εσύ, εγώ μαθαίνω να πιστεύω. Σκάπτοντας εσύ με την δικέλλα της γλώσσης το θείον σώμα, εγώ ακόπως θερίζω τον καρπό και τον συλλέγω για μένα.
Εάν δεν ιδώ με τα ίδια μου τα μάτια τις πληγές τις οποίες άνοιξαν οι ασεβείς στα άγιά του χέρια, δεν πρόκειται να συγκατατεθώ στους λόγους σας. Εάν δεν βάλω το ίδιο μου το δάκτυλο στα κοι-λώματα των καρφιών, δεν θα δεχθώ την καλή σας αγγελία. Εάν δεν κρατήσω με το χέρι μου το ίδιο την πλευρά του ευρισκομένου πέραν από κάθε υποψία μάρτυρος της Αναστάσεως, δεν ημπορώ να πιστεύσω στο δόγμα σας. Διότι κάθε λόγος γίνεται ισχυρός και βέβαιος, αν δεχθή την συνηγορία από τα γεγονότα.Και κάθε λόγος που στερείται την από τα έργα μαρτυρία, εξαφανίζεται στον αέρα. Έχω να κηρύξω στους ανθρώπους τα θαύ-ματα του Διδασκάλου. Πώς λοιπόν θα διηγηθώ με λόγια εκείνα που δεν παρέλαβα με τους οφθαλμούς μου; Πώς θα πείσω τους απίστους να πιστεύσουν αυτά τα οποία ούτε εγώ έχω παρακολουθήσει; Να ειπώ στους Ιουδαίους και στους Έλληνες ότι είδα τον Κύριό μου να σταυρώνεται, δεν Τον είδα όμως αναστημένο, παρά μόνον ήκουσα; Και ποίος δεν θα περιπαίξη τα λόγια μου; Ποίος δεν θα περιφρονήση το κήρυγμά μου; Άλλο είναι η απαγγελία λόγων, και άλλο η εμπειρία των πραγμάτων.
Αυτούς τους αμφιβόλους λογισμούς είχεν ο Θωμάς, όταν μετά από οκτώ ημέρες επαρουσιάσθη πάλιν ο Κύριος στους συνηθροισμένους μαθητάς του. Άφησε πρώτα τον Θωμά, κατά τις ημέρες που παρεμ-βάλλονται, να κατηχηθή από τους συμμαθητάς του, παραχωρώντας έτσι να αναφλεγή από την δίψα της συναντήσεώς του. Και όταν η ψυχή του άναψε από τον σφοδρό πόθο της θέας, τότε, την κατάλλη-λη στιγμή, ο ποθούμενος απεκαλύφθη σ’ αυτόν που τον ποθούσε.
Και το έκανε αυτό με τον ίδιον τρόπον, όπως πριν, κεκλεισμένων των θυρών, και πάλι, όπως την πρώτη φορά, τους είπε: «ειρήνη υμίν», για να ταυτισθή το γεγονός με το θαύμα, για να βεβαιώση την αναγγελία των Αποστόλων και για να παραστήση την ακρίβεια της δευτέρας επισκέψεώς του. «Είτα λέγει τω Θωμά. Φέρε τον δάκτυλόν σου ώδε, και ίδε τας χείρας μου». Ω ύψος απεράντου φιλανθρωπίας! Ω πέλαγος αμετρήτου συγκαταβάσεως! Δεν επερί-μενε την προσέλευση του μαθητού, δεν ανέμεινε να προσέλθη αυτός που είχε ανάγκη, να παρακαλέση και να επιτύχη αυτό που ήθελε. Δεν τον εστέρησε ούτε για λίγο από την εκπλήρωση της επιθυμίας, αλλά αυτός ο Ίδιος ο ποθούμενος προσείλκυσε κοντά Του δια της βίας τον εραστήν, ο Ίδιος έσυρε με την φωνή, στην πληγή το δά-κτυλο αυτού που Την ποθούσε, ο Ίδιος με την Δεσποτική του γλώσ-σα ετράβηξε το δουλικό χέρι λέγοντας σ’ αυτόν: «φέρε τον δάκτυ-λόν σου ώδε και ίδε τας χείρας μου».
Ήκουσα, Θωμά, απών ως άνθρωπος, παρών όμως ως Θεός, αυτά τα οποία είπες στους αδελφούς σου. Ήμουν μαζί σας κατά την θεό-τητα, αν και αποχωρισμένος κατά την ανθρωπότητα. Θέλεις να σου υπενθυμίσω τα λόγια σου; Δεν είπες: «έαν μη ίδω εν ταις χερσίν αυτού τον τύπον των ήλων, και βάλω τον δάκτυλόν μου εις τον τύπον των ήλων, και βάλω την χείρα μου εις την πλευράν αυτού, ου μη πιστεύσω»; Από τα χείλη σου δεν εξήλθαν τα λόγια αυτά; Αυτά τα λόγια δεν εκφράζουν τους λογισμούς σου; Γι’ αυτά λοιπόν ήλθα πάλι, για τα οποία αμφιβάλλεις. Γι’ αυτό ήλθα πάλι κοντά σας, είμαι εδώ γι’ αυτά ακριβώς που επιθυμείς. Για σε τον ένα ήλθα και τώρα κοντά σου, εγώ που κατήλθα από τους ουρανούς για το πλανώμενο πρόβατο, χωρίς να εγκαταλείψω τους ουρανούς. Μη λοιπόν διστάσης να μάθης αυτά που ποθείς, μην εντραπής να περιεργασθής αυτά που επιζητείς. Μην αποφύγης να βάλης το δά-κτυλό σου επάνω στα ίδια μου τα χέρια. Ανέχομαι και τα περίεργα δάκτυλα, όπως ανέχθηκα και τα καρφιά. Υπομένω την περιέργεια του φίλου, όπως υπέμεινα την επίθεση των εχθρών. Όταν εσταυ-ρώθηκα από τους εχθρούς, δεν αγανάκτησα, και δεν θα υποφέρω την δική σου έρευνα; «Φέρε τον δάκτυλόν σου ώδε και ίδε τας χείρας μου», που ετραυματίσθησαν για σας, για να θεραπευθούν τα τραύματα των ψυχών σας. «Ίδε τας χείρας μου» και αναλογίσου αν είμαι Εκείνος ο Ὁποίος εκουσίως εσταυρώθη ή μήπως κάποιος άλλος; «Ίδε τας χείρας μου», που άφησα να διατηρήσουν τα σύμβο-λα της ιουδαϊκής μανίας, ώστε όταν με την συνηθισμένη αναίδειά τους οι Ιουδαίοι κατά την ημέρα της κρίσεως, μου ειπούν ότι εμείς, Κύριε, δεν σε εσταυρώσαμε, τότε θα δείξω σ’ αυτούς που με επο-λέμησαν τα χέρια μου με τα αποτυπώματα των πληγών, και θα εντροπιάσω τους Ιουδαίους μόλις με αντικρύσουν. Κοίτα τα χέρια μου και μη νομίσης ότι η αλήθεια της Αναστάσεως είναι φαντασία. Κράτα τα χέρια αυτά ως ομήρους της ιδικής σας αναγεννήσεως. Κράτα τα χέρια αυτά ως άγκυρα που ανειλκύσθη από τον βυθό του Άδου. Μη φοβηθής κανένα βιοτικόν χειμώνα, καμμία ζάλη κοσμική μη σε τρομάξη, μη φοβηθής τους αντιθέτους ανέμους, μη φροντίσης καθόλου για τις καταιγίδες και τους σκοπέλους της θαλάσσης των εχθρών. Πλεύσε με θάρρος το πέλαγος του βίου, πλεύσε κρατώντας δυνατά την άγκυρα του πνεύματος, πλεύσε προσέχοντας στον ου-ρανό σαν σε λιμάνι, πλεύσε φοβούμενος μόνο της ιδικής μου αρνή-σεως το ναυάγιο. Περιγέλασε τον θάνατον ως νεκρό, περίπαιξε την φθοράν ως ανίσχυρη, χαιρέτισε τον υπέρ εμού θάνατον ως αρχήν εσωτερικής ζωής και «φέρε την χείρά σου, και βάλε εις την πλευράν μου…». Άντλησε με το χέρι σου από την κρήνην αυτήν της ζωής το νάμα που ποθείς και παρηγόρησε την δίψα σου. «Φέρε την χαρά σου, και βάλε εις την πλευράν μου», τοποθέτησε το χέρι σου μέσα στο ιατρείο της φύσεως και απόβαλε το δηλητήριο της προαιρέ-σεώς σου. Ανέχομαι άγγιγμα χεριού που με αγαπά, εγώ που εδέχ-θην την πληγή της λόγχης. «Φέρε την χείρά σου, και βάλε εις την πλευράν μου», ώστε να ημπορής να λέγης σε όσους αντιστέκονται στην αλήθεια, ότι μετά την Ανάσταση με είδες και με εξέτασες και με εψηλάφησες με ακρίβεια. «Φέρε την χείρα σου, και βάλε εις την πλευράν μου», διότι για σε την διετήρησα έτσι, εγώ ο οποίος εθερά-πευσα τα σώματα και τις ψυχές των άλλων, προγνωρίζοντας ως Θεός ότι θα θελήσεις να την ιδής σ’ αυτήν την κατάσταση, ώστε βλέποντας συ τα ίχνη του πάθους της σαρκός μου, να θεραπεύσης το πάθος της ψυχής σου.
«Φέρε την χείρα σου, και βάλε εις την πλευράν μου» την Οποίαν εφύλαξα έτσι όπως την βλέπεις, ώστε, όταν επανέλθω από τους ου-ρανούς και καθίσω Κριτής ζώντων και νεκρών, να ιδούν οι Ιουδαί-οι ενώπιον των οφθαλμών τους να φανερώνωνται τα έργα της κακής εργασίας τους, και να γίνουν αυτοκατάκριτοι. «Και μη γίνου άπιστος, αλλά πιστός». Είναι κακόν η απιστία. Βυθίζει τον νουν. Η πίστις τον εξυψώνει στον ουρανό. Η απιστία τυφλώνει την ψυχή. Η πίστις φωτίζει τους λογισμούς. Η απιστία και τα αόρατα τα βλέπει καθαρά. Ο άπιστος έχει πλήρη άγνοια. «Μη γίνου άπι-στος, αλλά πιστός».
Αποδίωξε το νέφος της απιστίας και κοίτα τις καθαρές ακτίνες της πίστεως. Πάρε όλα τα εφόδια για να γίνης άξιος Απόστολος της θεότητός μου. Γίνε όπως πρέπει να είναι εκείνος που συνανεστρά-φη μαζί μου, και είχε τις εμπειρίες που είχες εσύ. Ομοίως με τους άλλους Αποστόλους εκλήθης, ομοίως με αυτούς ετιμήθης, ομοίως με αυτούς εξοπλίσου. Τα ίδια με εκείνους είδες και συ, σου ενεπι-στεύθην σαν φίλο όλο μου το μυστήριο, όπως και σ’ αυτούς.
Ομοίως με αυτούς κήρυττε την δύναμή μου. Μην ειπής πάλι για δευτέρα φορά: «εάν μη ίδω εν ταις χερσίν Αυτού τον τύπον των ήλων, ου μη πιστεύσω». Όσον είμαι μαζί σας, όπως θέλης ημπορείς να με περιεργασθής.
Όσον έχεις κοντά σου το ουράνιον κλήμα, εξερεύνησε όλους τους κλάδους και τα σταφύλια του. Θα ανεβώ στους ουρανούς από όπου ήλθα στην γη, θα ανέλθω εκεί όπου είμαι, θα ανέλθω ως προς την ανθρωπίνη μου φύσιν εκεί από όπου συγκατέβην για χάρη σας ως προς την θεότητα.
Θα ανέλθω με τούτο το σώμα, εγώ που χωρίς αυτό έχω εκδημήσει από εκεί, αλλά δεν έπαψα να παραμένω εκεί. Θα ανέλθω με την ιδική σας φύση προς τον πατρικόν κόλπο, εγώ που ευρίσκομαι στους κόλπους του Πατρός. Διότι εξεπλήρωσα το έργο για το οποίον έκαμα όλον αυτόν τον δρόμο.
Αφού λοιπόν ο Θωμάς ήγγισε τα δεσποτικά χέρια και την θεία πλευρά, και εκυριεύθη από δειλία και χαρά με την θέα αυτών που επεθύμησε, κινεί ευθύς την γλώσσα προς υμνωδίαν αναφωνώ-ντας προς τον Κύριον: «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου». Συ είσαι ο Κύριος και Θεός, συ είσαι και άνθρωπος και φιλάνθρωπος, συ εί-σαι αξιοθαύμαστος και παράδοξος ιατρός της φύσεως. Δεν από-κόπτεις με νυστέρι τα παθήματα, δεν καυτηριάζεις με φωτιά τις πληγές, δεν αντλείς από τα βότανα την ισχύ των φαρμάκων, δεν επιδένεις με επιδέσμους ορατούς τα πάσχοντα τραύματα. Διαθέτεις αοράτους επιδέσμους ευσπλαχνίας, οι οποίοι αοράτως τονώνουν τα καταπονημένα μέλη. Έχεις λόγον οξύτερον από το μαχαίρι, έχεις διδασκαλία πιο δυνατή από την φωτιά, έχεις βλέμμα πιο προσιτό από βάλσαμο. Ως δημιουργός, χωρίς δαπάνη και αντίτιμο, αγιάζεις το δημιούργημά σου. Ως πλάστης, χωρίς να κοπιάσης, μεταπλάττεις τα πλάσματά σου. Συ εκαθάρισες λεπρούς με το θέλημά σου, συ έκαμες χωλούς να τρέχουν, συ έδωσες στους παραλύτους να σηκώ-σουν τα κρεβάτια τους, συ επρόσταξες εκ γενετής τυφλούς να ξε-πλύνουν το σκοτεινό τους κάλύμμα, συ εξώρισες τους δαίμονες από τα πλάσματά σου, συ συνελήφθης με την θέλησή σου από τους εχ-θρούς, συ έπαθες τα πάντα από τους Εβραίους εκουσίως προς χάριν μου. «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου». Ανεγνώρισα τον Δε-σπότη μου, ανεγνώρισα τον αλιέα μου και φύλακα, τον Βασιλέα και Κύριό μου. «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου». Πιστεύω, Κύριε, στην οικονομία σου, πιστεύω στην συγκατάβασή σου, πιστεύω στην πρόσληψη της φύσεώς μου, πιστεύω στον προσκυνητόν Σταυ-ρόν σου, πιστεύω στα Πάθη της σαρκός σου, πιστεύω στον τριή-μερόν σου θάνατο, πιστεύω στην Ανάστασίν σου.
Πλέον δεν εξετάζω. Πιστεύω, δεν φιλολογώ. Πιστεύω, δεν ζυγίζω. Πιστεύω, δεν περιεργάζομαι. Πιστεύω στους οφθαλμούς μου και στα χέρια μου. Αυτά που είδα με εδίδαξαν να μη φιλολογώ. Έμαθα από αυτά τα οποία εψηλάφησα να προσκυνώ και όχι να συγκρίνω με ανθρώπινα μέτρα και σταθμά. Έναν Κύριον και Θεόν γνωρίζω μόνον, τον Δεσπότην Χριστόν, ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν!».
† Μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Βασιλέως, ἐπισκόπου Ἀμασείας.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Βασιλεύς ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ βασιλέως Λικινίου (307-323 μ.Χ.) καί ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς Ἀμασεί-ας τοῦ Πόντου. Ὁ Ἐπίσκοπος Βασιλεύς διακρινόταν γιά τόν ζῆλο του ὑπέρ τῆς πίστεως καί τήν ἀκοίμητη δραστηριότητα στήν ἐπιτέ-λεση τῶν καθηκόντων του. Ἐπειδή παντοῦ ὑπῆρχαν καί πλάνες καί κίνδυνοι, παντοῦ καί ὁ ἴδιος ἔσπευδε, κηρύττοντας, συμβουλεύο-ντας, παρηγορώντας, ἐνισχύοντας, στηρίζοντας, ἑλκύοντας, πυκνώ-νοντας καί ἐγκαρδιώνοντας τίς Χριστιανικές τάξεις καί ἀναδει-κνύοντας αὐτές ὅσο τό δυνατόν ἰσχυρότερες πνευματικά ἔναντι τοῦ εἰδωλο-λατρικοῦ κόσμου.
Οἱ ἱερεῖς καί οἱ ἄρχοντες τῶν εἰδωλολατρῶν ἔτρεφαν γι’ αὐτό ἐναντίον του σφοδρή ἔχθρα. Καί ὅταν ὁ Λικίνιος, τό ἔτος 322 μ.Χ., προέβη στά δυσμενή καί διωκτικά μέτρα ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν, κατήγγειλαν πρός αὐτόν τόν Ἐπίσκοπο Ἀμασείας Βασιλέα.
Ἰδιαίτερο περιστατικό κορύφωσε τήν ὀργή τοῦ Λικινίου ἐνα-ντίον τοῦ Ἐπισκόπου Βασιλέως. Κοντά στήν αὐτοκράτειρα Κων-σταντία διέμενε ἄλλοτε ὡς ἀκόλουθος νεαρή καί ὡραιότατη κόρη, πού ὀνομαζόταν Γλαφύρα, ἐξ αἰτίας τῆς ὀμορφιᾶς τῆς ὁποίας ὁ Λικίνιος ἀνεφλέγη ἀπό ἁμαρτωλό πάθος, δοῦλος σαρκικῶν παθῶν. Ἡ κόρη ἀντιλήφθηκε τόν κίνδυνο, πού ἀπειλοῦσε τήν τιμή της. Γνήσια Χριστιανή ὅμως δέν δελεάσθηκε καθόλου ἀπό τό βασιλικό ἔρωτα, ἀλλά ἔφριξε καί ἐζήτησε τή σωτηρία της στή φυγή. Ἐνδύθηκε λοιπόν μέ ἀνδρικά ροῦχα καί κάποια νύκτα, βοηθούμενη ἀπό τή βασίλισσα, πού ἔμαθε ὅσα συμβαίνουν, ἄφησε τήν Κωνστα-ντινούπολη καί ἔφθασε στήν Ἀμάσεια, ὅπου παρουσιάσθηκε στόν Ἐπίσκοπο Βασιλέα καί ἐζήτησε τήν ἠθική του προστασία.
Ὁ Ἐπίσκοπος ἐπαίνεσε τή γνήσια εὐσέβεια καί τήν ἀδούλωτη σύνεση, τήν τοποθέτησε δέ κοντά σέ ἡλικιωμένη Χριστιανή γυναίκα πού ἦταν ἐντελῶς ἀφοσιωμένη στήν ὑπηρεσία τοῦ Χριστοῦ καί βοηθοῦσε σημαντικότατα τόν Ἐπίσκοπο στό ἔργο τῶν γυναικῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Γλαφύρα ἐξέφρασε τή βαθειά εὐγνωμοσύνη της καί χάρηκε ἰδιαίτερα πού τῆς ἐδόθηκε ἡ εὐκαιρία νά ἀσχοληθεῖ καί αὐτή μέ θεάρεστες ἀσχολίες. Βοηθοῦσε λοιπόν στήν κατήχηση γυναικῶν καί νεαρῶν κοριτσιῶν, πού ἤθελαν νά ἀσπασθοῦν τή χριστιανική πίστη καί νά γίνουν μέλη τῆς Ἐκκλησίας, εὐεργετοῦσε πτωχά και ὀρφανά παιδιά, καί ἐπιπλέον κατέβαλε ὅλη τή δαπάνη πού προϋπολογίσθηκε για τήν οἰκοδομή ναοῦ Χριστιανικοῦ στήν Ἀμάσεια.
Μάταια ὁ Λικίνιος τήν εἶχε ἀναζητήσει σε ὅλη τήν πρωτεύ-ουσα καί στά περίχωρα. Ὅμως οἱ ἐχθροί τοῦ Ἐπισκόπου Βασιλέως τόν ἐπληροφόρησαν, ὅτι ἡ κόρη ἐκείνη εἶχε καταφύγει κοντά στόν Ἱεράρχη τῆς Ἀμάσειας καί ὅτι τήν ἐπροστάτευσε καί κατόρθωσε νά ἐκμεταλλευθεῖ τά πλούτη της ὑπέρ τῶν σκοπῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ εἴδηση ἄναψε πυρκαγιά στή σαρκοβόρα καί μοχθηρή ψυχή τοῦ Λικινίου. Ὑπέθετε ὅτι ἡ Γλαφύρα ζοῦσε ἀκόμη καί θά τήν ἔφερνε κάτω ἀπό τήν ἐξουσία του. Ἀλλά ἡ σεμνή κόρη εἶχε ἤδη πεθάνει καί ὁ τάφος ἐματαίωσε γιά πάντα τούς χυδαίους πόθους του. Τότε ἡ μανία του ἔγινε σφοδρότερη κατά τοῦ Ἐπισκόπου Βασιλέως. Διέ-ταξε, λοιπόν, νά τόν φέρουν σιδηροδέσμιο στή Νικομήδεια. Ἡ δια-ταγή ἐκτελέσθηκε καί ὅ Ἅγιος κλείσθηκε στή φυλακή.
Τόν Ἅγιο ἀκολούθησαν δύο ἀπό τούς διακόνους τῆς Ἐκκλη-σίας στήν Ἀμάσεια, ὁ Θεότιμος καί ὁ Παρθένιος, τούς ὁποίους ἐφιλοξένησε ἕνας εὐσεβής καί φιλάνθρωπος Χριστιανός, ὀνόματι Ἐλπιδοφόρος, τοῦ ὁποίου οἱ παρεχόμενες ἀγαθοεργίες του πρός ὅλους εἶχαν καταστήσει φίλους του καί τούς φρουρούς τῶν φυλα-κῶν. Μποροῦσαν λοιπόν οἱ δύο διάκονοι νά εἰσέρχονται ὁρισμένη ὥρα στή φυλακή, ὅπου ἀπολάμβαναν τήν εὐχαρίστηση νά συνδια-λέγονται μέ τόν Ἐπίσκοπό τους, νά ἀκούουν ἀπό τό στόμα του τό λόγο τῆς ἀλήθειας καί νά δέχονται ἠθική ἐνίσχυση καί παρηγοριά. Λίγες ἡμέρες μετά τή φυλάκισή του, ὁ Λικίνιος διέταξε νά τόν φέρουν ἐνώπιόν του, τόν ἔλεγξε μέ δριμύτητα ὡς ἔνοχο γιά τήν ἀπόκρυψη τῆς Γλαφύρας καί γιά τό ζῆλο, μέ τόν ὁποῖο ὑπεράσπιζε τή χριστιανική του πίστη περιφρονώντας τά βασιλικά διατάγματα. Ὁ Ἐπίσκοπος γιά τήν Γλαφύρα ἀπάντησε ὅτι δέν μποροῦσε νά μή παράσχει ἄσυλο καί προστασία στή χριστιανή κόρη, ἡ ὁποία ἦταν ἐξόριστη, θέλοντας ἡ ἴδια να περισώσει καί νά διαφυλάξει τήν τιμή της, καί ὅτι αὐτή ἡ ἴδια ἀπό εὐσεβή διάθεση ἐχρησιμοποίησε τήν περιουσία της ὑπέρ τῶν φτωχῶν καί γιά τήν ἀνέγερση ναοῦ, πράγ-ματα γιά τά ὁποῖα ἕνας Ἐπίσκοπος ὀφείλει νά προτρέπει τούς πι-στούς καί ὄχι νά τούς ἐμποδίζει. Καί γιά τήν περιφρόνηση τῶν βασι-λικῶν διαταγῶν, τά ὁποῖα ἀπέβλεπαν στήν ἐξόντωση τῆς χριστιανι-κῆς πίστεως, ὁ Ἅγιος ἀποκρίθηκε ὅτι ὁ ἴδιος ὁ βασιλέας Λικίνιος ἄλλοτε εἶχε ἀναγνωρίσει μαζί μέ τόν Κωνσταντίνο τό καθῆκον τοῦ νά ἐπιτρέψουν στούς Χριστιανούς τήν πλήρη ἐλευθερία τῆς λα-τρείας τους καί τοῦ δόγματός τους καί ὅτι αὐτός (ὁ Ἐπίσκοπος) ἐξακολουθεῖ νά θεωρεῖ ὀρθό καί ἔγκυρο τό παλαιότερο ἐκεῖνο βασι-λικό διάταγμα, διότι ἦταν ἀξιότερο σέ ὅλα. Ἐν τέλει δέ παρεκάλεσε τόν Λικίνιο, στό ὄνομα τῆς ἴδιας τῆς δικῆς του σωτηρίας καί τοῦ μέλλοντος τοῦ κράτους του, νά ἀνακαλέσει τά νέα μέτρα καί νά ἀναγνωρίσει στούς Χριστιανούς τήν ἐλευθερία τῆς θρησκευτικῆς τους συνειδήσεως.
Ὁ βασιλέας Λικίνιος ἀπέπεμψε τόν Ἐπίσκοπο, ἀφοῦ ἐκρά-τησε ἐπιφυλακτική σταση, καί ἀνέθεσε σέ ἕναν ἀπό τούς ἄρχοντες του νά τόν δεῖ κατ’ ἰδίαν καί νά προσπαθήσει νά τόν ἀποσπάσει ἀπό τήν πίστη του.
Ἡ συγκεκριμένη ἀποστολή ἀπέτυχε καί διατάχθηκε ἡ κατα-δίκη τοῦ Ἐπισκόπου. Αὐτός ἄκουσε ἀτάραχος τήν ἀπόφαση. Καί προσευχήθηκε πρός τόν Θεό νά δεχθεῖ μέ ἔλεος τήν ψυχή του. Προσευχήθηκε, ἐπίσης, ὑπέρ τῆς ἀσφάλειας τοῦ ποιμνίου του, γιά τή νίκη τῆς Ἐκκλησίας, ἀσπάσθηκε καί εὐλόγησε τούς δύο διακόνους καί τόν Ἐλπιδοφόρο, τούς παρηγόρησε στή θλίψη τους, τούς ἐπιτί-μησε, γιατί ἔκλαιγαν, λέγοντας τόν ἔξοχο λόγο ὅτι σέ τέτοιου εἴδους κινδύνους οἱ Χριστιανοί ὀφείλουν νά φυλάττουν τά δάκρυά τους καί νά χύνουν μέ προθυμία τό αἷμα τους. Ἔπειτα παρέδωσε τήν τιμία κεφαλή του στό δήμιο, πού τήν ἀπέκοψε.
Μετά ἀπό αὐτό ἡ τιμία κεφαλή καί τό λείψανο τοῦ Ἁγίου Βασιλεώς ἐρρίφθησαν στή θάλασσα μέ βασιλική διαταγή. Ἀλλά πλοῖο ἁλιευτικό πού ἔριχνε τά δίκτυα στόν κόλπο τῆς Σινώπης, ἀνέσυρε ἀπό ἐκεῖ τό λείψανο τοῦ Ἁγίου. Ὁ δέ Ἐλπιδοφόρος, ἀφοῦ πληροφορήθηκε τό γεγονός σέ ὄνειρο, ἦλθε μέ τούς διακόνους Θεό-τιμο καί Παρθένιο καί ἀφοῦ παρέλαβαν τό ἅγιο λείψανο, τό ἔφε-ραν στήν Ἀμάσεια, στήν ἱερή αὐτή ἀκρόπολη τῶν ἁγίων του κό-πων καί ἀγώνων, καί τό ἐνταφίασαν στό προσφιλές του ἔδαφος.
Ἡ Σύναξη τοῦ Ἁγίου Βασιλέως ἐτελεῖτο στή Μεγάλη Ἐκκλη-σία, στήν ὁποία ἴσως ἐφυλασσόταν μέρος τοῦ ἱεροῦ σκηνώματός του.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ἁγίας Γλαφυρῆς.
Ἡ Ἁγία Γλαφυρή, ὅπως προαναφέρεται στό βίο τοῦ Ἁγἰου Βασιλέως, Ἐπισκόπου Ἀμασείας, ἦταν δούλη τῆς βασιλίσσης Κων-σταντίας, συζύγου τοῦ Λικινίου, τήν ὁποία, γιά νά ἐλευθερώσει ἀπό τίς ἐρωτικές διαθέσεις τοῦ Λικινίου, ἀπεμάκρυνε στήν Ἀνατολή, ἀφοῦ τήν ἐφοδίασε μέ πολλά χρήματα. Ἡ Ἁγία Γλαφυρή κατέφυγε στήν Ἀμάσεια καί τόν Ἅγιο Ἐπίσκοπο αὐτῆς Βασιλέα. Ἐκοιμήθηκε ἐκεῖ μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ὁσίας μητρός ἡμῶν Ἰούστας.
Ἡ Ὁσία Ἰούστα, ἀφοῦ ἀσκήτεψε θεοφιλῶς, ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Νέστορος.
Ὁ Ὅσιος Νέστωρ ἀπό μικρή ἡλικία ἀγάπησε τό μοναχικό βίο. Ἀφοῦ ἐγκατέλειψε τήν πατρική οἰκία, ἐκάρη μοναχός καί, μετά ἀπό ἄσκηση καί προσευχή, ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῆ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἀνατολίου τοῦ Σιναῒτου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Λέοντος, ἐπισκόπου Σάμου.
Ὁ Ἅγιος Λέων ἔζησε κατά τόν 9ο αἰώνα μ.Χ. Ὅπως περιγρά-φεται στό Συναξάρι του ἦταν ἁπλοῦς, εὐσεβής, ταπεινός, φιλάν-θρωπος ὑπερασπιστής τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καί παραδόσεως, διδάσκαλος τῆς εὐσέβειας. Γνωρίζουμε ὅτι ἀρχικά ἡ μνήμη του ἑορταζόταν στίς 29 Ἀπριλίου[1]. Σήμερα ὅμως τιμᾶται ἀπό τήν Το-πική Ἐκκλησία τῆς Σάμου, τῆς ὁποίας θεωρεῖται Ἐπίσκοπος[2], στίς 26 Ἀπριλίου. Καί σ’ αὐτόν τό θαυματουργό Ἅγιο ἡ διάκριση τῆς μοναστικῆς μορφῆς του συνυπάρχει μέ τήν ἐπισκοπική ἁγιότητα.
Ὁ Ἅγιος Λέων ἐκοιμήθηκε ὁσίως μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Γεωργίου, κτίτορος τῆς μονῆς τοῦ Χρυσοστόμου, παρά τόν Κουτσοβέντην τῆς Κύπρου.
Ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου Γεωργίου καί πρώτου γενομένου ἡγου- μένου τῆς μονῆς τοῦ Χρυσοστόμου στήν Κύπρο εἶναι ἄγνωστη στόν κατάλογο τῶν Ἁγίων τῆς Κύπρου. Περί αὐτοῦ γνωρίζουμε ἀπό τό Τυπικόν τῆς ἐν λόγῳ μονῆς πού σώζεται στήν Ἐθνική Βιβλιοθήκη τῶν Παρισίων[3].
Ἡ μονή, κατά τή μαρτυρία τοῦ Τυπικοῦ, ἐκτίσθηκε τό ἔτος 1091 καί τά ἐγκαίνια τοῦ ναοῦ αὐτῆς ἐτελέσθησαν κατά τήν 9η Δεκεμβρίου, ἑορτή τῆς Ἁγίας Ἄννης. Ὁ Ρωμαῖος Πατριάρχης τῆς Ἱερουσαλήμ ὅριζε τή μονή τοῦ Χρυσοστόμου, λεγόμενη τοῦ Κουτζο-βέντη[4].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Καλανδίωνος ἤ Καλανδίου.
Ὁ Ὅσιος Καλανδίων ἤ Καλάνδιος ἀναφέρεται μεταξύ τῶν τριακοσίων ὁσιομαρτύρων Ἀλαμάνων Ἁγίων τῆς Κύπρου. Ἐμαρτύ-ρησε μᾶλλον στήν περιοχή τῆς Ταμασίας.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Στεφάνου, ἐπισκόπου Πέρμ.
Ὁ Ἅγιος Στέφανος, Φωτιστής τῆς πόλεως Πέρμ[5] καί Ἀπό-στολος τῶν Ζυριανῶν[6], ἐγεννήθηκε, τό ἔτος 1345, στήν πόλη Οὔ-στιουγκ τῆς ἐπαρχίας Βολογκντά τῆς Ρωσίας, ἀπό τήν οἰκογένεια τοῦ ἱερέως Συμεών καί τῆς Μαρίας. Στή διάπλαση τοῦ χαρακτῆρος του ἐπηρεάσθηκε πάρα πολύ ἀπό τήν εὐσεβή μητέρα του. Προικι-σμένος μέ μεγάλες δυνατότητες εἶχε ἤδη δείξει ἕναν ἀσυνήθιστο ζῆλο γιά τό λειτουργικό βίο τῆς Ἐκκλησίας: μέσα σέ σύντομο χρο-νικό διάστημα εἶχε μάθει νά διαβάζει τά ἱερά βιβλία καί ἐβοηθοῦσε τόν πατέρα του στό ναό κατά τή διάρκεια τῶν Ἀκολουθιῶν, ἐκτε-λώντας χρέη κανονάρχου καί ἀναγνώστου.
Ὁ νεαρό Στέφανος ἐκάρη μοναχός στή μονή τοῦ Ἁγίου Γρη-γορίου τοῦ Θεολόγου, στό Ροστώβ. Τό μοναστήρι ἦταν διάσημο γιά τήν περίφημη βιβλιοθήκη του. Ἐπειδή ὁ Ἅγιος Στέφανος ἠθέλησε νά μελετήσει τούς Πατέρες στήν αὐθεντική τους γλώσσα, ἐσπούδασε τά ἑλληνικά.
Κατά τήν περίοδο τῆς νεότητός του, ὅταν ἐβοηθοῦσε τόν ἱε-ρέα πατέρα του στήν ἐκκλησία, πολύ συχνά συνομιλοῦσε μέ τούς Ζυριανούς. Τώρα, ἔχοντας ἐντρυφήσει στήν πλούσια παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Στέφανος ἐφλεγόταν ἀπό τήν ἐπιθυμία νά κηρύξει στούς Ζυριανούς τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ.
Γιά νά ἐπιτύχει τό φωτισμό τῶν Ζυριανῶν ἐσχεδίασε ἕνα ἀλφάβητο ἀπό τή γλώσσα τους καί μετέφρασε μερικά ἀπό τά ἐκ-κλησιαστικά βιβλία. Γι’ αὐτή τήν σπουδαία πολιτιστική, ἱεραπο-στολική καί θεολογική ἐργασία ὁ Ἐπίσκοπος Ροστώβ Ἀρσένιος (1374-1380) τόν ἐχειροτόνησε διάκονο.
Ἔχοντας ἑτοιμασθεῖ γιά ἱεραποστολική δραστηριότητα, μετά ἀπό παραμονή δέκα τριῶν ἐτῶν μέσα στό μοναστήρι, ὁ Ἅγιος Στέ-φανος ἐταξίδεψε στή Μόσχα, τό ἔτος 1379, γιά νά δεῖ τόν Ἐπίσκοπο Κολόμνας Γεράσιμο, ὁ ὁποῖος τότε προΐστατο τῆς διοικήσεως στή μητροπολιτικὴ περιφέρεια. Ὁ Ἅγιος τόν ἱκέτευσε: «Εὐλόγησε με, Γέροντα, γιά νά πάω σέ μία εἰδωλολατρική χώρα, τό Πέρμ. Θέλω νά διδάξω τήν ἁγία πίστη στούς ἄπιστους ἀνθρώπους. Ἔχω ἀπο-φασίσει εἴτε νά τούς ὁδηγήσω στόν Χριστό εἴτε νά θυσιάσω τή ζωή μου γι’ αὐτούς καί τόν Κύριο». Ὁ Ἐπίσκοπος μέ χαρά τόν εὐλόγησε καί τόν ἐχειροτόνησε πρεσβύτερο. Τοῦ προσέφερε μάλιστα ἕνα ἀντιμήνσιο, Ἅγιο Μύρο καί λειτουργικά βιβλία, ἐνῶ ὁ μεγάλος πρίγκιπας Δημήτριος τοῦ ἔδωσε ἕνα ἔγγραφο γιά ἀσφαλή διάβαση.
Ἀπό τήν πόλη Οὔστιουγκ ὁ Ἅγιος Στέφανος ἐξεκίνησε γιά τό βόρειο ποταμὸ Ντβίνα μέχρι τή συμβολή τοῦ ποταμοῦ Βικέγκντα, περιοχή μέσα στήν ὁποία ὑπῆρχαν οἱ οἰκισμοί τῶν Ζυριανῶν. Ὁ πρόδρομος τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ ὑπέφερε πολλές μοχθηρίες, ἀγῶνες, στερήσεις καί πικρίες, ζώντας ἀνάμεσα σέ εἰδωλολάτρες, οἱ ὁποῖοι ἐτιμοῦσαν εἴδωλα μέ φωτιά, νερό, δένδρα, πέτρες, μία χρυσή γυναικεία φιγούρα, καί ἐμπιστεύονταν τή ζωή τους σέ μάγους.
Τό ἱεραποστολικό ἔργο τοῦ Ἁγίου, μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἄρχισε νά καρποφορεῖ. Ἐκεῖ πού ἄλλοτε ὑψωνόταν ἕνα εἴδωλο οἰκοδομήθηκε ναός πρός τιμήν τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ, νικητοῦ τοῦ σκότους.
Ὁ ἱερέας τῶν εἰδώλων, πού ἀνῆκε στήν ὁμάδα τῶν Πάμας, μετά ἀπό μιά ἰσχυρή δοκιμασία, πού ἀπεκάλυψε τήν πλάνη τῶν εἰδώλων, ἀρνούμενος νά δεχθεῖ τό Φῶς τῆς Θεότητος, αὐτοεξορίσθη-κε. Καί ὁ Ἅγιος Στέφανος, γιά νά εὐχαριστήσει τόν Θεό, ἔκτισε στό Βισερό μία ἐκκλησία πρός τιμήν τοῦ Ἁγίου Νικολάου.
Τό ἔτος 1383, ὁ Ἅγιος Στέφανος ἐχειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος τῆς Πέρμ. Ὡς στοργικός πατέρας ἀφοσιώθηκε στό ποίμνιό του. Γιά νά ἐνθαρρύνει τούς νεοβαπτισθέντες, ὁ Ἅγιος Στέφανος ἄνοιξε σχολεῖα δίπλα στίς ἐκκλησίες, ὅπου ἐμελετοῦσαν τά ἱερά κείμενα στήν περμιανή γλώσσα. Ὁ Ἅγιος τούς ἐδίδαξε τί ἔπρεπε νά ξέρουν προκειμένου νά γίνουν ἱερεῖς καί διάκονοι, γιά νά διακονήσουν τήν Ἐκκλησία, ὅπως τούς ἐδίδαξε πῶς νά γράφουν στλην περμιανή γλώσσα.
Ὁ Ἅγιος Στέφανος ἐπροστάτευε τό ποίμνιό του ἀπό τίς ἀπά-τες τῶν διεφθαρμένων ἀξιωματούχων, προσέφερε ἐλεημοσύνη καί τό ἐβοηθοῦσε στήν ὀργάνωση τῆς ἄμυνας του ἐναντίον τῶν εἰσβο-λῶν τῶν ἄλλων φυλῶν. Ἄλλοτε πάλι ἐταξίδευε στή Μόσχα καί τό Νόβγκοροντ, γιά νά ὑποστηρίξει τά συμφέροντα τῶν Ζυριανῶν, πού πολλές φορές καταπιέζονταν ἀπό τούς Ρώσους ὑπαλλήλους.
Ἡ ἱεραποστολική προσπάθεια τοῦ Ἁγίου καί ἡ προσευχή του ἀπέδωσαν καρπούς. Οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς τῆς Πέρμ ἀσπάσθηκαν τόν Χριστιανισμό καί τήν Ἀλήθεια.
Ὅταν ὁ Ἅγιος Στέφανος ἐταξίδευε, τό ἔτος 1390, στή Μόσχα γιά ὑποθέσεις τῆς Ἐκκλησίας, ἐπέρασε ἀπό τό μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Σεργίου τοῦ Ραντονέζ. Τό μοναστήρι ἀπεῖχε ἀπό τόν τόπο πού εὑρισκόταν ὁ Ἅγιος Στέφανος περί τά δέκα χιλιόμετρα. Ὁ Ἅγιος Στέφανος διακαῶς ἀγαποῦσε τόν Ἀσκητή τοῦ Ραντονέζ καί ἐπι-θυμοῦσε πάρα πολύ νά τόν ἐπισκεφθεῖ, ἀλλά δέν εἶχε χρόνο γιά νά τό κάνει. Τότε ὁ Ἅγιος Στέφανος ἐγύρισε πρὸς τὴν κατεύθυνση τοῦ μοναστηριοῦ καί κάνοντας μία ὑπόκλιση εἶπε: «Εἰρήνη σέ ἐσένα, πνευματικέ μου ἀδελφέ». Ὁ Ἅγιος Σέργιος, ὁ ὁποῖος ἐκείνη τή στιγμή ἐγευμάτιζε μαζί μέ τούς ἀδελφούς, ἐσηκώθηκε, ἔκανε μία προ-σευχή καί ὑποκλινόμενος πρός τήν κατεύθυνση ὅπου εὑρισκόταν ὁ Ἅγιος Στέφανος ἀπάντησε: «Χαῖρε καί σέ σένα, ἀρχηγέ τοῦ ποιμνί-ου τοῦ Χριστοῦ. Εἴθε ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ νά εἶναι μαζί σου».
Ὁ Ἅγιος Στέφανος ἵδρυσε, ἐπίσης, ἀρκετές μονές γιά τούς Ζυρια-νούς: τή μονή τοῦ Σωτῆρος στήν ἔρημο τοῦ Οὐλιάνωβ, τή μονή τοῦ Στεφάνωβ, τή μονή τοῦ Ἀρχαγγέλου στό Οὔστ-Βίμ καί τή μονή τοῦ Ἀρχαγγέλου στό Ἰάρενκ.
Τό ἔτος 1395 ὁ Ἅγιος Στέφανος πῆγε πάλι στή Μόσχα, γιά ὑποθέσεις τοῦ ποιμνίου του. Ἐκεῖ ἀσθένησε καί μετά ἀπό λίγες ἡμέ-ρες ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη. Τό ἱερό λείψανό του ἐτοποθετήθηκε στήν Ἐκκλησία τῆς Μεταμορφώσεως στό Κρεμλίνο τῆς Μόσχας. Οἱ Ζυ-ριανοί μέ πικρία ἐθρήνησαν τό θάνατο τοῦ ποιμένα τους. Μέ εἰλι-κρίνεια παρεκάλεσαν τόν πρίγκηπα τῆς Μόσχας καί τόν Μητροπο-λίτη νά στείλουν τό σκήνωμα τοῦ προστάτου τους πίσω στήν Πέρμ, ἀλλά ἡ Μόσχα δέν ἐπιθυμοῦσε νά φύγουν ἀπό ἐκεῖ τά ἱερά λείψανα τοῦ Ἁγίου Στεφάνου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ ἀνακομιδή τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἰωαννικίου τοῦ Ἀναχωρητοῦ, τοῦ ἐκ Σερβίας.
(Βλ. † 2 Δεκεμβρίου).
† Τῇ Κυριακῇ τοῦ Θωμᾶ, μνήμη τῶν ἁγίων ἐνδόξων πέντε νέομαρτύρων Μανουήλ, Θεοδώρου, Γεωργίου, Μιχαήλ καί ἑτέρου Γεωργίου, τῶν ἐκ Σαμοθράκης.
Οἱ Ἅγιοι Νεομάρτυρες Μανουήλ, Θεόδωρος, Γεώργιος καί νεώτερος Γεώργιος κατάγονταν ἀπό τή Σαμοθράκη, ὁ δέ Μιχαήλ ἀπό τήν Κύπρο.
Κατά τήν ἐπανάσταση τοῦ 1821 ἡ νῆσος Σαμοθράκη αἰχμαλω-τίσθηκε ἀπό τούς Ἀγαρηνούς πού ἦλθαν ἀπό τήν Ἄβυδο καί τήν Τένεδο καί ἐφόνευσαν τοῦς Χριστιανούς κάτοικους, τίς δέ γυναῖκες καί τά παιδιά διεμοίρασαν στήν Ἀνατολή καί στήν Αἴγυπτο. Τότε συνέλαβαν καί τούς τέσσερεις Μάρτυρες μαζί μέ τόν Μιχαήλ, ὁ ὁποῖος ὅμως ἐφοβήθηκε καί ἀλλαξοπίστησε, καί τούς ἐπώλησαν σέ Τούρκους σέ διάφορα μέρη. Ὅταν ἡ Ἑλλάδα ἐλευθερώθηκε οἱ πέντε Νεομάρτυρες ἐπέστρεψαν στή Σαμοθράκη καί ἀκολούθησαν τό χριστιανικό βίο.
Ἐκείνη τήν περίοδο διορίσθηκε στό ὐπούργημα τοῦ καδῆ τῆς Μάκρης κάποιος σκληρός Ἀπτουρραχμάν ἀφέντης λεγόμενος, ἀπάνθρωπος καί ζηλωτής τῆς θρησκείας τοῦ Μωάμεθ. Αὐτός, τό ἔτος 1836, συνέλαβε τούς Μάρτυρες, τούς ὁποίους ἐφυλάκισε καί ἐβασάνισε. Παρά τίς κολακεῖες καί τά φρικώδη βασανιστήρια οἱ Μάρτυρες ὁμολογοῦσαν τήν πίστη τους στόν Χριστό. Τότε ὁ καδῆς ἔγραψε στήν Κωνσταντινούπολη πρός τόν ἀφέντη τῆς Βασάφ, ὁ ὁποῖος ἦταν μυστικός γραμματεύς τοῦ σουλτάνου Μαχμούτ, τά σχετικά μέ τούς Μάρτυρες καί ὅτι ἀρνήθηκαν τή θρησκεία τοῦ Μωάμεθ. Ἡ ἀπόφαση πού ἦλθε ἦταν καταδικαστική. Πρῶτος ἐμαρτύρησε ὁ γέροντας Μιχαήλ τόν ὁποῖο κατέκοψαν σέ κομμάτια μέ τά ξίφη τους. Οἱ Ἅγιοι Θεόδωρος καί Γεώργιος ἐκρεμάσθησαν καί ἔτσι ἔλαβαν τό στέφανο τῆς ἀθλήσεως. Τόν δέ πολυπαθῆ Μανουήλ ἔρριψαν ἐπάνω σέ σιδερένια τσιγκέλια καί ἐκαρφώθηκε σταυροειδῶς. Ἔτσι ἔρριψαν καί τόν μακάριο μικρό Γεώργιο, ἀλλά, ὤ τοῦ θαύματος! τά καρφιά ἐλύγισαν ὡς μολύβια καί δέν ἐκαρφώ-θηκε κανένα στό σῶμα τοῦ Ἁγίου. Μετά ἀπό αὐτό τόν ἔριξαν ἐπάνω σέ σιδερένια σουβλιά καί τόν ἐπατοῦσαν, γιά νά καρφωθεῖ τό σῶμα του. Μέ αὐτό τόν τρόπο ὁ Μάρτυς Μανουήλ σύντομα παρέδωσε τήν ἁγία του ψυχή στά χέρια τοῦ Θεοῦ, ὁ δέ Μάρτυς Γεώργιος ἔμεινε καρφωμένος εἰκοσιτέσσερεις ὧρες μέ ὀδύνη ἀφόρη-τη. Οἱ Ἀγαρηνοί, ἀφοῦ εἶδαν ὅτι ζεῖ, τόν ἐπυροβόλησαν στήν κεφα-λή καί ἔτσι ἐτελείωσε καί αὐτός ὁ ἀοίδιμος.
Οἱ Χριστιανοί, ἀφοῦ ἔλαβαν τήν ἄδεια, ἐνταφίασαν τά λεί-ψανα τῶν Μαρτύρων στόν τόπο τοῦ μαρτυρίου αὐτῶν.
Ἡ Σύναξή τους ἑορτάζεται στίς 6 Ἀπριλίου καί τήν Κυριακή τοῦ Θωμᾶ.
† Τῇ Κυριακῇ τοῦ Θωμᾶ, μνήμη τοῦ ἁγίου Ὁσιομάρτυρος Νικήτα, τοῦ ἐν Σέρραις αθλήσαντος.
Ὁ Ἅγιος ῾Ιερομάρτυς Νικήτας ἐγεννήθηκε μεταξύ τῶν ἐτῶν 1760-1770 καί καταγόταν ἀπό τήν ῎Ηπειρο. ῎Αλλοι συγγραφεῖς θεωροῦν ὅτι ὁ ῞Αγιος καταγόταν ἀπό τήν Τραπεζούντα τοῦ Πόντου καί μάλιστα ἀπό τήν περιοχή τῶν Λαζῶν. Τήν ἐκδοχή αὐτή στηρίζουν κυρίως στήν ᾿Ακολουθία τῶν ῾Αγιαννανιτῶν, πού ἐγρά-φη τό 1840-1850 ἀπό τόν μοναχό ᾿Ιάκωβο τῆς Νέας Σκήτης καί στήν ὁποία ἀναφέρεται ὅτι ὁ ῞Αγιος καταγόταν ἀπό τήν περιοχή Λαζῶν τοῦ Πόντου, καθώς καί στή λειψανοθήκη τοῦ ῾Αγίου ἐπί τῆς ὁποίας ἀναγράφεται «Τοῦ ῾Αγίου ῾Ιερομάρτυρος Νικήτα τοῦ Λαζοῦ».
Ἀπό τό κείμενο τοῦ μαρτυρίου του δέν μᾶς εἶναι γνωστό ἄν ἀρνήθηκε στήν ἀρχή τοῦ βίου του τόν Χριστό καί ἔγινε Μωαμε-θανός στίς Σέρρες. Πάντως, γίνεται λόγος γιά τήν περιτομή τήν ὁποία ὑπέστη ὁ ῞Αγιος.
Ὁ Ἅγιος ἔγινε μοναχός στή Σκήτη τῆς ῾Αγίας ῎Αννης στό ῞Αγιον Ὄρος. ᾿Εκεῖ ἄρχισε τούς πνευματικούς ἀγῶνες ζώντας μέ νηστεία, ἀγρυπνία καί προσευχή. ᾿Αργότερα ἐχειροτονήθηκε διά-κονος καί πρεσβύτερος στή μονή τοῦ ῾Αγίου Παντελεήμονος, τήν καλουμένη Ρωσική. Καταληφθείς ἀπό τόν πόθο τοῦ μαρτυρίου περιερχόταν τά περίχωρα τῶν Σερρῶν καί τῆς Δράμας καί ἐκήρυττε ἐνώπιον τῶν Τούρκων τόν Χριστό ὡς ἀληθινό Θεό. ῾Η ἀπόφασή του ἦταν νά χύσει τό αἷμα του γιά τήν ἀγάπη τοῦ γλυκυτάτου ᾿Ιησοῦ.
῾Ο Ἅγιος Νικήτας ἐξομολογήθηκε στόν προηγούμενο ἱερο-μόναχο Κωνσταντίνο τοῦ μετοχίου τῆς Παναγίας τῆς ῾Ηλιόκαλλης καί μετέλαβε τῶν ᾿Αχράντων Μυστηρίων. ᾿Αφοῦ ἐπέρασε ἀπό τό ναό τοῦ ῾Αγίου Γεωργίου, πῆγε ὕστερα στό τζαμί τοῦ ᾿Αχμέτ Πασᾶ. Στό τζαμί αὐτό ἔμενε ἕνας ἱεροδιδάσκαλος τῶν Τούρκων μαζί μέ τούς ἱεροσπουδαστές του. ῞Ενας ἀπό τούς μαθητές αὐτούς ἦταν χωλός καί στά δύο πόδια. ῾Ο ῞Αγιος Νικήτας τοῦ εἶπε ὅτι θά θεραπευθεῖ, ἐάν πιστέψει στόν Χριστό.
῾Ο νεαρός Τοῦρκος ἀνέφερε ἀμέσως στό διδάσκαλό του τό λόγο πού τοῦ εἶπε ὁ ῞Αγιος. ῎Ετσι ὁ ῞Αγιος συνελήφθη καί ὁδηγή-θηκε στό βοεβόδα τῶν Σερρῶν, ὁ ὁποῖος ἔδωσε ἐντολή νά τόν φυλακίσουν. Κατά τό χρόνο τῆς φυλακίσεώς του ὑπέστη πολλά καί φρικώδη βασανιστήρια. Τό βράδυ τοῦ Μεγάλου Σαββάτου τοῦ ἔτους 1808 ὁ ᾿Ισούχ μπέης διέταξε νά ἐκτελεσθεῖ ἀπόφαση τοῦ θανάτου τοῦ ῾Αγίου Νικήτα, τόν ὁποῖο ἐκρέμασαν. Κοντά στόν τόπο τοῦ μαρτυρίου του ἦταν ὁ ναός τοῦ ᾿Αρχιστρατήγου Μιχαήλ. Τήν ἴδια νύχτα τοῦ μαρτυρίου ὁ διάκονος τοῦ ναοῦ βγῆκε ἀπό τό κελλί του καί εἶδε ἕνα μεγάλο φῶς νά λάμπει σ᾿ ὅλη τή γύρω περιοχή. Τό λείψανο τοῦ Μάρτυρος ἔμεινε κρεμασμένο στήν ἀγχόνη τρεῖς μέρες. Τήν Τρίτη τῆς Διακαινησίμου, τό βράδυ, ἐδόθηκε στούς Χριστιανούς ἄδεια νά κατεβάσουν τό ἱερό λείψανο καί νά τό ἐνταφιάσουν στό ναό τοῦ ῾Αγίου Νικολάου τῶν Σερρῶν.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!