τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
† Μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Ἰωάννου καί Παύλου1.
Ἡ χρονολογία καί τά γεγονότα τοῦ μαρτυρίου τῶν Ἁγίων Ἰωάννου καί Παύλου δέν δύνανται νά ἐξακριβωθοῦν ἱστορικά. Κατά τήν ἁγιολογική παράδοση, ἀποκεφαλίσθηκαν ἐπί τῆς βασι-λείας Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (361-363 μ.Χ.). Μέ ἄλλους Ἁγίους μνημονεύονται στήν Ἀναφορά τῆς Ρωμαϊκῆς καί Ἀμβροσιανῆς λει-τουργίας.
Ἡ ἐπίσημη ἀναγνώριση τῶν δύο Μαρτύρων ἀρχίζει, ὅπως φαίνεται, στήν Ρώμη μέ τήν ἀφιέρωση στή μνήμη τους, περί τά τέλη τοῦ 6ου αἰῶνος μ.Χ., ρωμαϊκῆς βασιλικῆς. Ἡ βασιλική αὐτή, ἀνεγερθεῖσα κατά τόν 4ο αἰῶνα μ.Χ., ἐπί τῶν ἐρειπίων τριῶν οἰκιῶν τοῦ Καιλίου λόφου2, ἔφερε τόν τίτλο τοῦ Παμμαχίου ἤ, πιθανῶς, καί τοῦ Βυζαντίου.

Κατά τήν ἁγιολογική παράδοση3, ὁ Ἰωάννης καί ὁ Παῦλος, εὐνοῦχοι τῆς Κωνσταντίας ἤ Κωνσταντίνης καί τιτλοῦχοι τῆς αὐτο-κρατορίας, ἀκολούθησαν τόν στρατηγό Γαλλικανό σέ πολεμική ἐκστρατεία, κατά τήν ὁποία τόν ἔπεισαν περί τῆς ἀληθείας τῆς Χρι-στιανικῆς πίστεως. Ἀφοῦ ἐπανῆλθε στήν Ρώμη νικητής, ὁ Γαλλικα-νός ἀπαρνεῖται τόν κόσμο τοῦ παλατίου καί ἀποσύρεται στήν Ὠστία. Ἐκεῖ, μετετρέπει τήν οἰκία φίλου ἀνδρός, πού ὀνομαζόταν Ἱλαρῖνος, σέ πανδοχεῖο καί ἀφιερώνεται ἐξ ὁλοκλήρου στήν ἐξυπη-ρέτηση τῶν διερχόμενων πτωχῶν καί ἀσθενῶν. Ὁ αὐτοκράτοροας Ἰουλιανός τόν καλεῖ τότε νά θυσιάσει στά εἴδωλα, ἀλλ’ ἀρνεῖται καί καταφεύγει στήν Αἴγυπτο, ὅπου συλλαμβάνεται καί ὑπόκειται σέ μαρτυρικό θάνατο († 25 Ἰουνίου). Παρόμοιο θάνατο εὑρίσκει καί ὁ Ἱλαρῖνος στήν Ὠστία († 7 Αὐγούστου).
Στή συνέχεια ὁ Ἰωάννης καί ὁ Παῦλος καλοῦνται στό παλάτι, ἀλλά δέν ἀποδέχονται τήν πρόσκληση. Ὁ Ἰουλιανός ἀπέστειλε πρός αὐτούς τόν Τερεντιανό, γιά νά τούς πείσει νά θυσιάσουν, ἀλλά καί οἱ δύο ἀρνήθηκαν μέ πνευματική ἀνδρεία. Ἔτσι, ἀποκε-φαλίσθηκαν ἀμέσως μέσα στήν οἰκία τους, ὅπου καί ἐνταφιάσθη-καν.
Ὁ μυστικός τάφος τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Ἰωάννου καί Παύ-λου εὑρέθηκε κατά τή βασιλεία τοῦ Ἰοβιανοῦ (363-364 μ.Χ.)4, διαδόχου τοῦ Ἰουλιανοῦ. Τότε ὁ διώκτης τους Τερεντιανός ἀσπάζε-ται τήν Χριστιανική πίστη καί ἀναλαμβάνει νά συγγράψει τό βίο τους5.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Δαυῒδ, τοῦ ἐν Θεσσαλονίκῃ.
Ὁ Ὅσιος Δαυῒδ καταγόταν ἀπό τή βόρεια Μεσοποταμία, πού ἦταν μεγάλο μοναστικό κέντρο, καί ἐγεννήθηκε περί τό 450 μ.Χ. Γιά λόγους πού δέν ἀναφέρονται ἦλθε στήν Θεσσαλονίκη μαζί μέ τό μοναχό Ἀδολᾶ. Κατά τό βιογράφο τουν ὁ Ὅσιος εἰσῆλθε ἀρχικά στή μονὴ τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Θεοδώρου καί Μερκουρίου, ἐπιλεγομένη Κουκουλλιατῶν, τῆς ὁποίας ἡ τοποθεσία προσδιορίζεται «ἐν τῷ ἀρκτικῷ μέρει τῆς πόλεως πλησίον τοῦ τείχους ἐν ᾧ ἐστι τό παραπόρτιον τῶν Ἀπροΐτων». Τό προσωνύμιο «Κουκουλλιατῶν» ἤ «Κουκουλλατῶν» δηλώνει τούς μοναχοὺς πού ἔφεραν κουκούλιο, ἴσως κατά ἰδιάζοντα τρόπο, ἄν κρίνει κανείς ἀπό τίς σωζόμενες ἀπεικονίσεις τοῦ Ὁσίου, δηλαδή ριγμένο στούς ὤμους. ῾Η θέση τῆς μονῆς πρέπει νά ἀναζητηθεῖ βορειοανατολικά τῆς Ἀκροπόλεως, ἐκεῖ ὅπου ἀναγνωρίζεται τό τοπωνύμιο «Κῆπος τοῦ Προβατᾶ».
Τά παραδείγματα τῶν ἁγίων ἀνδρῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἰδιαιτέρως τοῦ προφήτου καί βασιλέως Δαυῒδ, ὁ ὁποῖος «τριετῆ χρόνον ᾐτήσατο, ἵνα δοθῇ αὐτῷ χρηστότης καί παιδεία καί σύνε-σις», ὤθησαν τόν Ὅσιο Δαυῒδ νά ἀποφασίσει νά καθίσει σέ δέν-δρο ἀμυγδαλέας μέχρι ὁ Κύριος νά τοῦ ἀποκαλύψει τό θέλημά Του καί νά τοῦ χαρίσει σύνεση καί ταπείνωση. Στό τέλος τῆς τριετίας ἐμφανίσθηκε στόν Ὅσιο Ἄγγελος Κυρίου, ὁ ὁποῖος τόν διαβεβαίωσε ὅτι εἰσακούσθηκε ἡ παράκλησή του καί ἡ δοκιμασία του ὡς δενδρίτου ἀσκητοῦ ἔληξε. Ὁ Ἄγγελος τοῦ εἶπε νά κατέλθει ἀπό τό δένδρο καί νά συνεχίσει τόν ἀσκητικό του βίο σέ κελλί αἰνῶν καί εὐλογῶν τόν Θεό. Ὁ Ὅσιος ἐκοινοποίησε τήν ὀπτασία αὐτή στούς μαθητές του, ζητώντας τή βοήθειά τους γιά τήν κατασκευή τοῦ κελ-λιοῦ. ῾Η εἴδηση γρήγορα ἔφθασε στόν Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Δωρόθεο καί σέ ὅλη τήν πόλη.
Ὅταν ὁ αὐτοκράτορας ᾿Ιουστινιανός μέ τή Νεαρά 11, τοῦ ἔτους 535 μ.Χ., ἀπέσπασε ἀπό τήν ἐκκλησιαστική δικαιοδοσία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης τίς βόρειες ἐπαρχίες τοῦ ᾿Ιλλυρικοῦ καί ἀνύψωσε τήν ἰδιαίτερή του πατρίδα σέ Ἀρχιεπισκοπή, ὑπό τόν τίτλο τῆς Νέας ᾿Ιουστινιανῆς, Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης ἦταν ὁ Ἀριστείδης, ὁ ὁποῖος ἄν καί ἀποδέχθηκε τή μεταβολή, προσπάθησε ὅμως νά περισώσει τήν πολιτική σημασία τῆς πόλεως, μέ τήν ἐπα-ναφορά τῆς ἕδρας τοῦ ὑπάρχου τοῦ ᾿Ιλλυρικοῦ ἀπό τήν Πρώτη ᾿Ιουστινιανή στή Θεσσαλονίκη. ᾿Ενῶ ἡ διάσπαση τῆς ἐκκλησιαστι-κῆς διοικήσεως δέν ἐμείωνε τήν ἀξία τῆς Θεσσαλονίκης, ἡ μετάθεση τῆς ἕδρας τῆς ὑπαρχίας συνιστοῦσε σοβαρό ὑποβιβασμό τῆς πόλεως. Τό αἴτημα λοιπόν τῶν Θεσσαλονικέων, καθώς καί ἡ ἐπι-θυμία τοῦ ὑπάρχου Δομνίκου, ἦταν ἡ ἐπαναφορά τῆς ἕδρας στή Θεσσαλονίκη, ἰδέα πού ἐνστερνίσθηκε μέ ἐνθουσιασμό ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀριστεί-δης. Στό σημεῖο αὐτό ἐζητήθηκε ἡ βοήθεια τοῦ Ὁσίου Δαυῒδ γιά τή μεταφορά τοῦ αἰτήματος στόν Ἰουστινιανό, διότι ὁ Ἀρχιεπίσκοπος, ὅπως ὁ Βίος ἐξηγεῖ, δέν μποροῦσε «καταλιπεῖν τήν πόλιν ἀδιοί-κητον» καί νά μεταβεῖ στήν Κωνσταντινούπολη. ᾿Εκτὸς τῶν ἄλλων ὅμως, ἡ προτίμηση τοῦ Ὁσίου Δαυῒδ δείχνει τή βαρύτητα, ἀλλά καί τίς δυσχέρειες πού προβλεπόταν ὅτι θά συναντοῦσε ἕνα παρόμοιο αἴτημα στόν ᾿Ιουστινιανό, ὁ ὁποῖος προσφάτως εἶχε τιμήσει τήν ἰδιαίτερή του πατρίδα, Πρώτη ᾿Ιουστινιανή, μέ τίς ἕδρες τῆς νέας Ἀρχιεπισκοπῆς καί τῆς ὑπαρχίας. Μετά ἀπό τόσα χρόνια ἐγκλει-σμοῦ ὁ Ὅσιος ἐμφανίσθηκε γιά πρώτη φορά στό φῶς τοῦ ἥλιου. Ἡ μορφή του εἶχε ἀλλάξει. Τά μαλλιά του εἶχαν μακρύνει μέχρι τήν ὀσφύ αὐτοῦ καί τά γένεια του μέχρι τούς πόδες του, τό δέ ἅγιο πρόσωπό του ἔλαμπε σάν τίς ἀκτίνες τοῦ ἥλιου. Συνοδευόμενος ἀπό δύο μαθητές του, τόν Θεόδωρο καί τόν Δημήτριο, ἀπέπλευσε πρός τή Βασιλεύουσα. ῾Η φήμη ὅμως τοῦ Ὁσίου εἶχε προτρέξει. Ἔτσι, ὅταν ἔφθασε ἐκεῖ, ὅλη ἡ Πόλη τόν ὑποδέχθηκε. Ἡ ὑποδοχή του ἀπό τή Θεοδώρα, σύζυγο τοῦ ᾿Ιουστινιανοῦ, καθώς καί οἱ τιμές καί ὁ σεβασμός της πρός τό πρόσωπο τοῦ Ὁσίου, προκάλεσαν τό θαυμα-σμό ὅλων τῶν παρισταμένων. Ἡ Θεοδώρα ἐκινήθηκε δραστήρια· ἔτσι, ὅταν ἐπέστρεψε ὁ Ἰουστινιανός, ὁ ὁποῖος ἀπουσίαζε σέ ἐπίσημες ὑποχρεώσεις, ἐφρόντισε νά προκαταλάβει τή γνώμη του θετικά ὑπὲρ τοῦ Ὁσίου Δαυῒδ, μέ ἀποτέλεσμα ὁ αὐτοκράτορας νά προσκαλέσει τόν Ὅσιο ἐνώπιον τῆς συγκλήτου. Ὁ Ὅσιος παρου-σιάσθηκε στή σύγκλητο κατά τρόπο θεαματικό κρατώντας στά χέ-ρια του φωτιά μέ θυμίαμα πού δέν κατέκαιγε τή σάρκα του. Τό πα-ράστημα τοῦ Ὁσίου καθώς καί τό προφανές θαῦμα ἐπέβαλε σέ ὅλους κλίμα δέους καί κατανύξεως, ὥστε ὁ βασιλέας πρόθυμα ἱκανοποίησε τό αἴτημά του μέ σπουδή.
Κομίζοντας τά ἀγαθά νέα ὁ Ὅσιος ἀπέπλευσε γιά τήν Θεσσαλονίκη, τήν ὁποία ὅμως ἔμελλε μόνο ἀπό μακρυά νά ξαναδεῖ, διότι μόλις τό πλοῖο παρέκαμψε τό ἀκρωτήριο ἐκεῖνος παρέδωσε τό πνεῦμα του στό Θεό. Τό γεγονός συνέβη μεταξύ τῶν ἐτῶν 535 καί 541 μ.Χ.
῾Η εἴδηση τῆς ἀφίξεως τοῦ ἱεροῦ λειψάνου τοῦ ῾Οσίου κάτω ἀπό τίς συνθῆκες αὐτές συγκλόνισε ὁλόκληρη τήν πόλη τῆς Θεσσα-λονίκης. Τό σκήνωμα τοῦ Ὁσίου Δαυῒδ ἀρχικά κατατέθηκε στόν τόπο, ὅπου εἶχαν ἀποτεθεῖ παλαιότερα τά ἱερά λείψανα τῶν Μαρτύρων Θεοδούλου καί ᾿Αγαθόποδος, στά δυτικά τοῦ λιμανιοῦ. ῾Ο Ἀρχιεπίσκοπος Ἀριστείδης μέ πολλή θλίψη ὅρισε πάνδημη κηδεία. Τό λείψανο τοῦ ῾Οσίου ἐνταφιάσθηκε στή μονή του, τῶν Ἀπροΐ-των, σύμφωνα μέ τήν ἐπιθυμία του.
῾Εκατόν πενήντα χρόνια μετά τήν κοίμηση τοῦ ῾Οσίου, περί τό 685-690 μ.Χ., ἔγινε μία προσπάθεια γιά τή διάνοιξη τοῦ τάφου, ὅταν ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς τῶν Ἀπροΐτων Δημήτριος «ἠθέλησεν ἀπό πολλήν πίστιν λαβεῖν τι μέρος ἐκ τοῦ ἁγίου αὐτοῦ λειψάνου». Μόλις ὅμως ἐξεκίνησε ἡ ἐργασία αὐτή, ἡ πλάκα πού ἐκάλυπτε τόν τάφο ἔσπασε καί αὐτό ἐθεωρήθηκε ὡς φανέρωση τοῦ θελήματος τοῦ Ὁσίου νά μή θιγεῖ. Τό ἱερό λείψανο παρέμεινε στήν ἀρχική του θέση μέχρι τήν ἐποχή τῶν σταυροφοριῶν. Κατά τήν περίοδο τῆς λατινικῆς κυριαρχίας τοῦ μομφερρατικοῦ οἴκου στή Θεσσαλονίκη (1204-1222), τό ἱερό λείψανο μεταφέρθηκε στήν ᾿Ιταλία καί τό 1236 ἀπαντᾶται στήν Παβία, ἀπ᾿ ὅπου μεταφέρθηκε στό Μιλάνο, τό ἔτος 1967.
Τελικά, τό σεπτό λείψανο τοῦ Ὁσίου Δαυῒδ μεταφέρθηκε στή Θεσσαλονίκη καί κατατέθηκε στή βασιλική τοῦ Ἁγίου Δημητρίου στίς 16 Σεπτεμβρίου 1978.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἀνθίωνος.
Ὁ Ὅσιος Πατέρας μας Ἀνθίων, ἀφοῦ ἔζησε θεοφιλῶς, ἐκοιμή-θηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἰωάννου, ἐπισκόπου Γοτθίας.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης, ὡς ὁ μέγας Προφήτης Ἰερεμίας, ἀφοῦ ἀγιάσθηκε ἀπό βρέφος, ἐγεννήθηκε ἀπό γονεῖς εὐλαβικούς, τόν Λέοντα καί τήν Φωτεινή, καί πιστούς μετά ἀπό τήν ἐπαγγελία. Καί ἐδόθηκε ἀπό αὐτούς ταυτόχρονα μέ τή γέννηση ὡς δῶρο στόν Θεό καί ἀφιερώθηκε στήν ἐκκλησία τῆς Ἐπισκοπῆς Γοτθίας κατά τους χρόνους τῆς βασιλείας τοῦ Λέοντος τοῦ Ἰσαύρου. Ὅταν ὅμως ἔφθασε στό μέτρο τῆς πνευματικῆς καί σωματικῆς ἡλικίας, καί ἔπρεπε αὐτός νά ἀνέλθει στό θρόνο τῆς ἀρχιερωσύνης, ἀφοῦ ἐψηφίσθηκε ἀπό τόν ἴδιο λαό, ἀπεστάλη στήν Ἰβέρια καί ἐχειροτονήθηκε ἀπό τόν Ἀρχιερέα πού ἦταν ἐκεῖ, ἐξ αἰτίας τοῦ ὅτι στήν Κωνσταντινούπολη ἐπικρατοῦσε ἡ αἵρεση τῶν Εἰκονομάχων. Καί ἀφοῦ ἐπέστρεψε καί ἄριστα διαποίμανε τό ποίμνιό του, μεταφέρθηκε στήν Κωνσταντινούπολη μετά τό θάνατο τοῦ Ἰσαύρου. Καί ἀφοῦ ἔγινε δεκτός ἀπό τή βασίλισσα Εἰρήνη, ἐπέστρεψε στό ποίμνιό του.
Παρέμεινε ἁπλός, ταπεινόφρων, φτωχός καί ἀφιλάργυρος, ἀδελφός τῶν ἱερέων, πατέρας τῶν λαϊκών του, ἀλλά κάποια αἱμα-τηρή στάση ἀνάγκασε τόν καλό ποιμένα νά καταφύγει μέ πολλούς Χριστιανούς στήν Ἀμάστριδα τοῦ Εὐξείνου Πόντου. Ἐκεῖ ἔμεινε ἐπί τέσσερα χρόνια καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη, μή παύων να ἐλεεῖ μέχρι τήν τελευταία του ἀναπνοή.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Πελαγίου, ἐν Κόρδοβᾳ.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Πελάγιος ἐγεννήθηκε τό 912 μ.Χ. καί ἐμαρ-τύρησε τό ἔτος 926 μ.Χ. στήν Κόρδοβα τῆς Ἱσπανίας ἀπό τούς Σα-ρακηνούς ἐπί Ἄμπντ-Ραχμάν Γ΄, ἐπειδή παρέμεινε στήν ἀνδρώα εὐ-σέβεια καί δέν ἀλλαξοπίστησε. Εἶναι ὁ προστάτης πολλῶν περιο-χῶν στήν Ἀνδαλουσία καί τήν Γαλικία6.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Διονυσίου, ἀρχιεπισκόπου Σουζδαλίας.
Ὁ Ὅσιος Διονύσιος ἐγεννήθηκε στή νότια Ρωσσία στήν ἐπαρ-χία τοῦ Κέβου, κατά τίς ἀρχές τοῦ 14ου αἰῶνος μ.Χ., ἦταν ἐρημίτης καί ἱδρυτής κοινοβίων, καθώς καί ἕνας ἀπό τούς πρωταγωνιστές τῆς μοναστικῆς ἀναγεννήσεως καί τῆς γενικῆς πολιτικῆς καί πολιτι-στικῆς ἀφυπνίσεως στήν Ρωσσία τῆς ἐποχῆς του. Ὅταν ἔγινε Ἐπίσκοπος ὑπερασπίσθηκε μέ θάρρος τήν αὐτονομία τῆς Ἐκκλησία ἀπό τήν πολιτική ἐξουσία καί τήν ὀρθόδοξη πίστη ἀπό τίς αἱρέσεις.
Σχετικά μέ τά πρῶτα τοῦ βήματα στό μοναχικό βίο συλλέγουμε τίς πληροφορίες ἀπό διάφορα ρωσσικά χρονογραφήμα-τα. Ἀπό αὐτά τά χρονογραφήματα συνθέτουμε τίς κύριες κατευ-θύνσεις τῆς ἐπισκοπικῆς του διακονίας πού ἦταν στενότατα συνδεδεμένη μέ τίς πολιτικές καί ἐκκλησιαστικές ἀνακατατάξεις τῆς ἐποχῆς του. Σημαντικές πληροφορίες γιά τήν ἀναγέννηση πού ἐπέφερε στόν μοναχισμό εἶναι, ἐπίσης, οἱ Βίοι τῶν μαθητῶν του.
Σέ νεανική ἡλικία ἔζησε ὡς ἀναχωρητής σέ μία σπηλιά κατά μῆκος τοῦ Βόλγα. Ἡ παρουσία σέ ἐκείνη τήν ἔρημο τῆς θαυμα-τουργῆς εἰκόνας τῆς Παναγίας στήν ὁποία ἀπεικονιζόταν καί οἱ Ὅσιοι Ἀντώνιος καί Θεοδόσιος τοῦ Κιέβου, μᾶς ὁδηγεῖ στό συμπέ-ρασμα ὅτι ὁ Διονύσιος προερχόταν ἀπό τή Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου. Στίς ἀρχές τοῦ 1330 ἔκτισε σέ ἐκείνη τήν περιοχή τό μοναστήρι τῆς Ἀναλήψεως, ἀναδεικνυόμενος σέ ἱκανότατο ἡγού-μενο καί σοφότατο πνευματικό πατέρα.
Οἱ ἐπιδώσεις τοῦ Ὁσίου Διονυσίου στήν σκληρή ἄσκηση καί οἱ γνώσεις του ἐπάνω στίς Γραφές προσελκύουν κοντά του ἕνα μεγάλο ἀριθμό νέων. Αὐτοί μέ τή σειρά τους, γύρω στό 1350, θά ἱδρύσουν πολλά κοινόβια μοναστήρια στίς περιοχές τοῦ Νόβγκο-ροντ καί τῆς Σουζδαλίας.
Τό 1371, ὁ Ὅσιος Διονύσιος ἐτέλεσε τή μοναχική κουρά τῆς πριγκίπισσας Βασίλισσας – Θεοδώρας, χήρας τοῦ πρίγκηπος τοῦ Νιζνϊυ Νόβγκοροντ Ἀνδρέα Κωσταντίνοβιτς, ἡ ὁποία, ἀφοῦ ἐμοί-ρασε ὅλα της τά πλούτη, ἀποσύρθηκε στό μοναστήρι πού εἶχε κτίσει ἡ ἴδια στίς ὄχθες τοῦ Βόλγα. Τό παράδειγμά της ἀκολούθησαν καί ἄλλες εὐγενεῖς, ἀκολουθώντας τό μοναχικό τυπικό τό ὁποῖο εἶχε δώσει ὁ Ὅσιος Διονύσιος στήν Θεοδώρα.
Τό γεγονός ὅτι ὅλοι οἱ μαθητές τοῦ Ὁσίου Διονυσίου ἵδρυσαν κοινόβια μοναστήρια, μᾶς ὁδηγεῖ στό συμπέρασμα ὅτι ἡ ἀδελφότ-ητα τῆς μονῆς πού ἵδρυσε ὁ ἴδιος στίς ἀρχές τοῦ 1335 ἦταν ἕνα ἀπό τά πρῶτα κοινόβια τῆς βόρειας Ρωσσίας.
Στίς 19 Φεβρουαρίου 1374, ὁ Ὅσιος Διονύσιος ἐχειροτονή-θηκε Ἐπίσκοπος ταῆς Σουζδαλίας ἀπό τόν Μητροπολίτη Ἀλέξιο, τοῦ ὁποίου τίς ἀπόψεις ἀκολούθησε σχετικά μέ τήν πολιτική ἑνο-ποίηση ὅλων τῶν πριγκήπων κάτω ἀπό τήν ἡγεμονία τῆς Μόσχας.
Ὅταν ὁ Μητροπολίτης Ἀλέξιος ἐκοιμήθηκε († 1378), ὁ Διονύ-σιος μαζί μέ τόν Ὅσιο Σέργιο τοῦ Ραντονέζ καί τόν Ὅσιο Θεόδωρο τοῦ Σιμωνώφ, ἀντιτάχθηκαν μέ σκληρότητα ἐναντίον τῆς ἐκλογῆς τοῦ μοναχοῦ Μιχαήλ στή χηρεύουσα Μητρόπολη. Ἡ δραστική εἰσήγηση τοῦ Διονυσίου στή Σύνοδο, τήν ὁποία συγκάλεσε ὁ πρί-γκηπας τῆς Μόσχας Δημήτριος Ἰβάνοβιτς, προκάλεσε τήν ὀπισθο-χώρηση τοῦ τελευταίου ἀπό τήν ἀξίωσή του νά χειροτονήσει τόν ὑποψήφιό του στήν Μόσχα, πράγμα τό ὁποῖο θά ἦταν κανονικό ἀτόπημα καί θά ὑπαινισσόταν τήν de facto αὐτοκεφαλία τῆς Ρωσ-σικῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Μιχαήλ ἐστάλθηκε στήν Κωνσταντινούπολη, προκειμένου νά χειροτονηθεῖ ἀπό τόν συναινετικό Πατριάρχη Μα-κάριο ἐνῶ ὁ Ὅσιος Διονύσιος ἐφυλακίσθηκε. Μέ τήν διαμεσολά-βηση τοῦ Ὁσίου Σεργίου, ἐλευθερώθηκε δίνοντας τήν ὑπόσχεση πώς δέν θά ἐγκαταλείψει τήν Ρωσσία καί ἐγκαταστάθηκε στό Νόβγκο-ροντ. Ἀπό ἐκεῖ ἐταξίδεψε στήν Κωνσταντινούπολη καί παρέστη στή Σύνοδο τοῦ 1380 ὅπου ὁ νέος Πατριάρχης Νεῖλος ἐχειροτόνησε ὡς νέο Μητροπολίτη Κιέβου καί τῆς Μεγάλης Ρωσσίας τόν ἀρχιμανδρί-τη Ποιμένα, ἕναν ἐκ τῶν ἀπεσταλμένων τοῦ Δημητρίου πού συνό-δευε τόν Μιχαήλ, ὁ ὁποῖος ἀπέθανε κατά τή διάρκεια τοῦ ταξιδίου.
Ὁ Ὅσιος Διονύσιος προκάλεσε τό θαυμασμό τῶν Ἑλλήνων Ἐπισκόπων ὄχι μόνο μέ τήν ἀσκητικότητά του, ἀλλά καί γιά τίς νηστεῖες του, γιά τίς ὁλονύκτιες προσευχές του καί γενικά γιά ὅλες τίς χάρες πού εἶχε ὡς ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ. Θαυμασμό προκαλοῦσε καί ἡ γνώση τοῦ ἐπάνω στά Ἱερά Κείμενα τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Και-νῆς Διαθήκης. Ὁ Πατριάρχης τόν ἀνύψωσε σέ Ἀρχιεπίσκοπο καί μέ τόν τρόπο αὐτό κατέστη ὁ δεύτερος στήν ἱεραρχία τῆς Ρωσσικῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ὅσιος Διονύσιος παρέμεινε στή Βασιλεύουσα μέχρι τά τέλη τοῦ 1382. Τό 1381, ἀπέστειλε στήν Ρωσσία μέ τόν Ἕλληνα μοναχό Μαλαχία τόν Φιλόσοφο δυό ἀντίγραφα τῆς εἰκόνος τῆς Παναγίας τῆς Ὁδηγήτριας, προκειμένου νά τοποθετηθοῦν μία στό ναό τοῦ Σωτῆρος στό Νίζνϊυ Νόβγκοροντ καί ἡ ἄλλη στόν κάθε-δρικό ναό τῆς Σουζδαλίας.
Τήν 1η Ἰανουαρίου τοῦ 1383, ὁ Ὅσιος Διονύσιος ἦταν παρών στήν ἐξόδιο ἀκολουθία τοῦ στάρετς Παύλου Βισόσκϊυ, πού ἦταν μαθητής του καί γιά τόν χαμό τοῦ ὁποίου ἔκλαψε πολύ, ὅπως μας ἀναφέρουν διάφορες πηγές.
Ἀπό ἐκεῖ ἐπῆγε στή Σουζδαλία καί στό Νόβγκοροντ, ἀπ’ ὅπου ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλέξιος τόν ἔστειλε στό Πσκώφ. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος Διονύσιος ἔστειλε στούς μοναχούς της μονῆς Σνετογκόρσκϊυ μία ἐπιστολή σχετικά μέ τό τυπικό του κοινοβιακοῦ μοναχισμοῦ. Τό σπουδαιότερο δέ πρόβλημα πού εἶχε νά ἀντιμετωπίσει στό Πσκώφ ὁ Διονύσιος ἦταν ἡ αἵρεση τῶν Στριγγολνίκων, οἱ ὁποῖοι, κατά τό πρότυπο τῶν Βογομόλων, ἀρνοῦνταν τήν ἐκκλησιαστική ἱεραρχία ὡς ἀντικανονική, ἀρνοῦνταν τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καί τό θρησκευτικό ἐνταφιασμό, ἐκτός ἀπό μία παράδοξη ὁμολογία πρός τή γῆ.
Ἐπιστρέφοντας ἀπό τό Πσκώφ, ὁ Ὅσιος Διονύσιος εἶχε νά ἀντιμετωπίσει τό μοναχικό κίνημα ἐναντίον τοῦ Μητροπολίτου Ποιμένος. Προκειμένου νά τόν ἐξαναγκάσουν σέ παραίτηση τόν ἐφυλάκισαν ἀμέσως μετά τήν ἐπιστροφή του ἀπό τήν Κωνσταντι-νούπολη. Μέ τήν παρέμβαση τοῦ Ὁσίου Διονυσίου ἀποκαταστά-θηκε στό θρόνο του καί πάλι.
Τό 1383, συνοδευόμενος ἀπό τόν Θεόδωρο Σιμωνόφσκι (ἀνη-ψιό τοῦ Ὁσίου Σεργίου) ἐπιστρέφει στήν Κωνσταντινούπολη ὡς πρέσβης τοῦ μεγάλου πρίγκιπος Δημητρίου καί σύμφωνα μέ τά ρωσ-σικά χρονογραφήματα, προήχθη σέ Μητροπολίτη Κιέβου καί πάσης Ρωσσίας. Ἡ ἀντικανονικότητα αὐτῆς τῆς ἐκλογῆς ὁδηγεῖ κάποιους στό συμπέρασμα ὅτι ἐπρόκειτο στήν πραγματικότητα γιά μία συμφωνία κατά τήν ὁποία ὁ Ὅσιος Διονύσιος θά ἀνελάμβανε τή διοίκηση μέχρι τή διευθέτηση τοῦ προβλήματος πού ὑπῆρχε μεταξύ τῶν Ποιμένος καί Κυπριανοῦ πού ἦσαν διεκδικητές τοῦ μητροπολι-τικοῦ θρόνου.
Ὁ Ὅσιος Διονύσιος ἐπιστρέφοντας ἀπό τήν Κωνσταντινού-πολη, δέν κατάφερε νά φθάσει στήν Μόσχα, διότι περνώντας ἀπό τό Κίεβο συνελήφθη ἀπό τόν Λιθουανό πρίγκιπα Βλαδίμηρο Ὀλ-γκέρδοβιτς καί μετά ἀπό ἕνα χρόνο ἀπομονώσεως, ἐκοιμήθηκε στίς 15 Ὀκτωβρίου 1385. Ἐνταφιάσθηκε στή Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου, ὅπου καί εἶχε ξεκινήσει τό μοναχικό του βίο.
Τά ἱερά λείψανα τοῦ Ὁσίου ἐχάθησαν μεταξύ τοῦ 1638 καί 1686 χάθηκαν. Ἔχει τή φήμη τοῦ θαυματουργοῦ καί τό ὄνομά του εἶναι καταγεγραμμένο στή λίστα ὅλων τῶν Ἁγίων τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου. Στό Συνοδικό τῆς μονῆς τῆς Ἀναλήψεως ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου ἑορτάζεται στίς 26 Ἰουνίου, ἀλλά καί στίς 15 Ὀκτωβρίου, ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσιομάρτυρος Δαυῒδ, τοῦ ἐκ Κυδωνιῶν.
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Δαυῒδ καταγόταν ἀπό τίς Κυδωνίες (Ἀϊβαλί) τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Οἱ κάτοικοι τῶν Κυδωνιῶν εἶχαν ἀνα-πτύξει μιά ἰδιαίτερη σχέση μέ τό Ἅγιον Ὄρος καθώς ὑπῆρχαν δύο ἁγιορείτικα μετόχια στήν πόλη τους, ἕνα τῆς μονῆς ᾿Ιβήρων καί ἕνα τῆς μονῆς Παντοκράτορος. Ἔτσι ὅταν ὁ Δαυῒδ ἐγκατέλειψε τή γενέ-τειρά του, ἐπισκέφθηκε τό Ἅγιον Ὄρος καί διέμενε κοντά σέ κά-ποιον συμπατριώτη του, ἀδελφό τῆς Σκήτης τῆς Ἁγίας Ἄννης, ὅπου ἀργότερα ἐκάρη καί ὁ ἴδιος μοναχός.
Ὁ Ὅσιος Δαυῒδ κατά τή διάρκεια τῆς μοναχικῆς του πολιτείας, κινούμενος ἀπό θεῖο ζῆλο, ἀνέλαβε τήν πρωτοβουλία, ἀφοῦ πρῶτα ἔλαβε τήν εὐλογία τοῦ γέροντός του, νά ἐπισκεφθεῖ τήν Σμύρνη, γιά νά συλλέξει χρήματα γιά τήν ἀνοικοδόμηση τῶν ἐρει-πωμένων ναῶν τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος καί τῆς Θεοτόκου στό Ἅγιον Ὄρος. Μετά τήν ἀποπεράτωση τῶν ἐργασιῶν στούς δύο ναούς, οἰκοδόμησε καί δύο δεξαμενές νεροῦ, καθώς καί μία σειρά κελλιά γιά τούς προσκυνητές. Δέν παρέμεινε ὅμως ἄλλο στό Ἅγιον Ὄρος, ἀλλά φλεγόμενος ἀπό τόν πόθο τοῦ μαρτυρίου ἐπισκέφθηκε τήν Μαγνησία, ὅπου προκάλεσε τούς Τούρκους, ὀνειδίζοντάς τους γιά τή θρησκεία τους. Αὐτοί τόν συνέλαβαν καί, ἀφοῦ τόν ἐξυλοκόπησαν ἄγρια, τόν ἀπέπεμψαν ἀπό τήν πόλη τους. Ἔτσι, χωρίς νά πραγματοποιήσει τήν ἐπιθυμία του ἐπέστρεψε στή Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης, ὅπου ἐξομολογήθηκε στόν γέροντά του τόν διακαῆ πόθο του γιά τό μαρτύριο. Ὁ πνευματικός του, φοβούμενος γιά τήν ἔκβα-ση μιᾶς τέτοιας πράξεως, προσπάθησε νά τόν ἀποτρέψει, χωρίς ὅμως τελικά νά τό ἐπιτύχει. Ὁ Ὅσιος Δαυῒδ ἐπισκέφθηκε στίς Καρυές τόν Ἐπίσκοπο πρώην Χριστουπόλεως Παγκράτιο, ἀπό τόν ὁποῖο ἔλαβε τήν εὐλογία γιά νά προχωρήσει στό μαρτύριο, καί κατόπιν ἦλθε στήν Θεσσαλονίκη. ᾿Εκεῖ ἐπληροφορήθηκε τήν ἐξώμοση ἑνός μοναχοῦ ἀπό τήν Βατοπεδινή Σκήτη τοῦ Ἁγίου Δημητρίου. Ὁ Ὅσι-ος Δαυῒδ τόν ἐπισκέφθηκε καί προσπάθησε νά τόν μεταπείσει· μά-ταια ὅμως, γιατί ὁ ἀρνησίθρησκος ἐπέμενε στήν πλάνη του. Οἱ Τοῦρκοι, οἱ ὁποῖοι ἐφρουροῦσαν τόν ἐξωμότη, συνέλαβαν τόν Ὅσιο καί ἀφοῦ τόν ἐκτύπησαν, τόν παρέδωσαν στόν κριτή, γιά νά δι-κασθεῖ. Ὁ κριτής, φοβούμενος μήπως ὁ Ὅσιος Δαυῒδ καταφέρει νά μεταπείσει τόν ἐξωμότη, διέταξε τήν ἄμεση θανάτωση τοῦ ῾Οσίου. Τήν ἴδια νύχτα λοιπόν, στίς 26 ᾿Ιουνίου τοῦ ἔτους 1813, ὁ Ὅσιος Δαυῒδ ὁ Κυδωνιεύς εὑρῆκε μαρτυρικὸ θάνατο δι᾿ ἀπαγχονισμοῦ.
᾿Ιδιαίτερα τιμᾶται ὁ Ὅσιομάρτυς Δαυῒδ στήν Σκήτη τῆς Ἁγί-ας Ἄννης τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Ὁδηγητρίας, ἐν Τιχβίν τῆς Ρωσσίας.
Με βάση την αρχαία παράδοση η ιερά εικόνα της Παναγίας του Τιχβίν είναι έργο του Ευαγγελιστού Λουκά. Ο Απόστολος Λουκάς έστειλε την εικόνα μαζί με το κείμενο του Ευαγγελίου και τις Πράξεις των Αποστόλων ως δώρο στον Θεόφιλο, τον άρχοντα της Αντιόχειας. Αργότερα, κατά τον 5ο αιώνα, ἡ αγία αυτοκράτει-ρα Ευδοκία (+460 μ.Χ.), μετέφερε την ιερά εικόνα από την Αντιό-χεια στην Κωνσταντινούπολη και την κατέθεσε στον περίφημο ναό των Βλαχερνών. Στην περίοδο της εικονομαχίας (726-843 μ.Χ.) η σε-πτή εικόνα ήταν κρυμμένη στη Μονή του Παντοκράτορος. Μετά τον θρίαμβο της Ορθοδοξίας, μεταφέρθηκε πάλι στο ναό των Βλα-χερνών, από όπου, στις 26 Ιουνίου, όπως αναφέρει το Συναξάρι, εξαφανίσθηκε με θαυματουργικό τρόπο 70 χρόνια πρίν την άλωση της Πόλης από τους Μωαμεθανούς.
Η εύρεση της εικόνας της Παναγίας έγινε, το 1382, με τον ακόλουθο θαυμαστό τρόπο: στην περιοχή τοῦ Νόβγκοροντ, κοντά στην λίμνη Ὀνέγκα, κάποιοι αλιείς που ψάρευαν, είδαν ξαφνικά να εμφανίζεται ένα εκτυφλωτικό φως το οποίο τους φώτισε. Ήταν η εικόνα της Παναγίας πού έλαμπε σαν τον ήλιο και η οποία μετά από λίγο εξαφανίσθηκε. Με τον ίδιο τρόπο η εικόνα της Παναγίας εμφανιζόταν θαυματουργικά σε διάφορα μέρη της περιοχής μέχρι πού τελικά βρέθηκε στις όχθες του ποταμού Τιχβίν. Οι κάτοικοι της περιοχής είδαν την εικόνα να στέκεται ψηλά μέσα σε ένα στεφάνι από υπέρλαμπρο φως. Έπεσαν στα γόνατα και παρεκάλεσαν με δάκρυα την Θεομήτορα να κατεβάσει την εικόνα της στη γη. Και εκείνη κατήλθε. Εκεί οι ευλαβείς Χριστιανοί άρχισαν να κτίζουν, προς τιμήν της Παναγίας, ένα μικρό ξύλινο ναό στον οποίο τοπο-θέτησαν την εικόνα της Θεοτόκου. Αλλά ούτε εδώ έμεινε για πολύ ἡ Παναγία. Πάλι εξαφανίσθηκε, για να εμφανισθεῖ κοντά σ’ ένα δα-σοσκέπαστο βουνό που ήταν κοντά στο Τιχβίν. Οι Χριστιανοί άρχισαν να προσεύχονται και τότε η εικόνα κατήλθε στα χέρια τους. Αποφάσισαν να ξεχερσώσουν την περιοχή του δάσους και να χτίσουν εκεί έναν ναό για την εικόνα. Αλλά και πάλι η Παναγία έφυγε και την βρήκαν λουσμένη στο φως δυό βέρστια μακρυά από το βουνό, σ’ έναν τόπο στα ἀνατολικά του ποταμού Τιχβίνκα. Εκεί θα έμενε πλέον οριστικά. Με εντολή του Τσάρου Ιβάν Δ΄ του Τρομε-ρού (1533-1584), που επισκέφθηκε το Τιχβίν για να προσκυνήσει την εικόνα, ιδρύθηκε εκεί το έτος 1560 ανδρικό μοναστήρι, με την ευλογία του Αρχιεπισκόπου Νόβγκοροντ Ποιμένος.
Την ιερά εικόνα της Παναγίας του Τιχβίν περιέφερε ο Στάλιν με αεροπλάνο κατά τη διάρκεια της αεροπορικής επιδρομής των Γερμανών στην Μόσχα στον β΄ παγκόσμιο πόλεμο και η πόλη δια-σώθηκε.
Αντίγραφο της ιεράς εικόνος του 17ου αιώνα φυλάσσεται στο ιερό προσκύνημα της Αγίας Βαρβάρας του ομωνύμου Δήμου Αττι-κής.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἐν Νεάμτς τῆς Ρουμανίας.
Ἡ ἱερά εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Νεάμτς προσφέρθηκε ὡς δῶρο ἀπό τόν βυζαντινό αὐτοκράτορα Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγο (1391-1425) στόν ἡγεμόνα τῆς Μολδαβίας Ἀλέξανδρο τό 1399 καί τοποθετήθηκε στό μοναστήρι τοῦ Νεάμτς τῆς Ρουμανίας.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τῶν ἑπτά Λιμνῶν, ἐν Καζάν τῆς Ρωσσίας.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τῆς Ρωμαίας, ἐν Ρωσσίᾳ.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!