Μητροπολίτου Φαναρίου Ἀγαθαγγέλου,
Γενικοῦ Διευθυντοῦ Ἀποστολικῆς Διακονίας
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
† Τό γενέσιον τοῦ τιμίου ἐνδόξου προφήτου, Προδρόμου καί Βαπτιστοῦ Ἰωάννου.
Ἡ Ἐκκλησία τρία μόνο Γενέθλια τιμᾶ καί ἑορτάζει: α. τοῦ Δε-σπότου καί Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, β. τῆς Ὑπεραγίας Θεοτό-κου, καί γ. 3) τοῦ Τιμίου Προδρόμου.
Τά γεγονότα τῆς γεννήσεως τοῦ Τιμίου Προδρόμου ἀναφέρει ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς στό α΄ κεφάλαιο τοῦ Εὐαγγελίου του.
Γράφει, λοιπόν, ὅτι στίς ἡμέρες τοῦ βασιλέως Ἡρώδη ἐζοῦσε στήν Ἰουδαία κάποιος ἱερέας πού λεγόταν Ζαχαρίας. Εἶχε σύζυγό του τήν Ἐλισάβετ, ἡ ὁποία ἦταν ἀπόγονος τοῦ Προφήτου Ἀαρών. Ἦσαν καί οἱ δύο ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ καί ἐζοῦσαν μέ δικαιοσύνη, φόβο Θεοῦ, εὐλάβεια, σωφροσύνη, καί ἐτηροῦσαν τίς θεῖες ἐντολές. Γιά πολλά χρόνια ἱκέτευαν τόν Κύριο νά τούς εὐλογήσει μέ τή χαρά τῆς τεκνογονίας, ἀλλά δέν εἶχαν ἀποκτήσει, παρά τή θερμή προσευ-χή τους, παιδί. Ὁ Ζαχαρίας καί ἡ στεῖρα σύζυγός του Ἐλισάβετ εἶ-χαν φθάσει σέ βαθύ γῆρας καί δέν εἶχαν πλέον ἐλπίδα νά τεκνοποι-ήσουν.

Ἐνῶ ὁ ἱερέας Ζαχαρίας εὑρισκόταν μία ἡμέρα στό ναό καί ἐθυμίαζε στό ἱερό Βῆμα1, ἐφανερώθηκε σ’ αὐτόν Ἄγγελος Κυρίου, γιά νά προμυνήσει τή γέννηση τοῦ ἐπίγειου καί ἔνσαρκου ἄγγελου, τοῦ Βαπτιστού Ἰωάννου. Βλέἐποντάς τον ὁ Ζαχαρίας ἐταράχθηκε καί ἐφοβήθηκε τόσο πολύ ὥστε ἔμεινε ἐκστατικός. Τότε ὁ Ἄγγελος Κυρίου τοῦ εἶπε: «Μή φοβᾶσαι, Ζαχαρία. Γιατί ὁ Θεός ἐδέχθηκε τήν προσευχή σου καί ἡ γυναίκα σου, ἡ Ἐλισάβετ, θά γεννήσει υἱό. Καί θά τόν ὀνομάσεις Ἰωάννη. Καί θά δοκιμάσεις μεγάλη χαρά καί ἀγαλλίαση. Πολλοί θά χαροῦν γιά τή γέννησή του, γιατί θά εἶναι μεγάλος καί περιφανής ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Θά λάβει ὅλο τό πλήρω-μα τῆς Θείας Χάριτος καί θά γεμίσει ἀπό τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅταν ἀκόμη θά κυοφορεῖται στήν κοιλία τῆς μητέρας του Ἐλισάβετ. Καί μέ τό κήρυγμά του θά ἐπιστρέψουν πολλοί Ἰσραηλίτες στή γνώση τοῦ Ἀληθινοῦ Θεοῦ, τοῦ Κυρίου αὐτῶν».
Ἀκούγοντας ἔκπληκτος ὁ Ζαχαρίας τό μήνυμα τοῦ Ἀγγέλου, κατεπλάγη καί τόν ἐρώτησε γεμᾶτος ἀπορία: «Πῶς εἶναι δυνατόν νά γίνει αὐτό; καί μέ ποιό τρόπο θά τό γνωρίσω καί θά τό πιστέψω, ὅταν εἶμαι γέροντας στήν ἡλικία και ἡ γυναίκα μου ὑπέργηρη καί στεῖρα;». Τότε ὁ Ἄγγελος τοῦ εἶπε: «Ἐγώ εἶμαι ὁ Γαβριήλ, πού παρουσιάζομαι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί μέ ἀπέστειλε ὁ Θεός νά σοῦ φέρω αὐτή τή χαρμόσυνη ἀγγελία. Καί ἰδού, ἐπειδή δέν ἐπίστεψες στά λόγια μου, θά μείνεις ἄλαλος μέχρι τήν ημέρα πού θά ἐκπληρωθούν ὅσα σοῦ προανήγγειλα, δηλαδή μέχρι νά γεννηθεῖ ὁ Ἰωάννης».
Πράγματι ἀπό ἐκείνη τήν ἡμέρα ὁ Ζαχαρίας ἔμεινε βουβός καί ἄλαλος, ἕως ὅτου ἡ Ἐλισάβετ ἔτεκε τόν Πρόδρομο.
Τήν ὄγδοη ἡμέρα οἱ συγγενεῖς ἦλθαν γιά νά ἐκτελέσουν τήν περιτομή τοῦ παιδιοῦ καί ἤθελαν νά τό ὀνομάσουν μέ τό ὄνομα τοῦ πατέρα του, Ζαχαρία. Ἀλλά ἡ Ἐλισάβετ τούς εἶπε ὅτι θά ὀνομασθεῖ Ἰωάννης. Στήν ἀπορία τους, πῶς θά λάβει τό ὄνομα αὐτό, ἐπειδή κανένας ἀπό τούς συγγενεῖς δέν εἶχε τό ὄνομα αὐτό, ὁ Ζαχαρίας ἐζήτησε μία μικρή πλάκα ἐπί τῆς ὁποίας ἔγραψε τά ἀκόλουθα: «Ἰωάννης εἶναι τό ὄνομά του». Καί ἐξεπλάγησαν ὅλοι. Ὁ Ζαχαρίας δέ ἄνοιξε ἀμέσως τό στόμα του καί εὐλογοῦσε τόν Θεό μέσα ἀπό τήν καρδιά του. Ὁ δέ Ἰωάννης καθημερινά ἀναδεικνυόταν ὡς ἔμψυχο ὄργανο τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, πλήρης τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, στήλη κάθε ἀρετῆς καί εὐσέβειας.
Κατά τούς τελευταίους βυζαντινους χρόνους, ἡ προέλευση τοῦ αὐτοκράτορος κατά τήν ἑορτή αὐτή ἐτελεῖτο στό ναό τοῦ Προδρόμου τῆς Πέτρας2.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῶν δικαίων Ζαχαρίου καί Ἐλισάβετ, γονέων Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου καί Βαπτιστοῦ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Νικήτα, ἐπισκόπου Ρεμεσιάνας τῆς Ρουμανίας.
Ὁ Ἅγιος Νικήτας, Ἐπίσκοπος Ρεμεσιάνας3, ἔζησε τόν 4ο καί 5ο μ.Χ. αἰώνα καί ἐγεννήθηκε στήν Δεκία, το 338 μ.Χ. Στοιχεῖα γιά τή δράση του σώζονται στό ἔργο τοῦ Παυλίνου († 431 μ.Χ.), Ἐπι-σκόπου Νόλλης4, τόν Γεννάδιο τῆς Μασσαλίας († 492-505 μ.Χ.)5, τόν Κασσιόδωρο († 575 μ.Χ)6, καί τόν Ὅσιο Ἱερώνυμο7.
Ὁ Ἅγιος Νικήτας συμμετεῖχε ὡς πρεσβύτερος στή Σύνοδο τῆς Ρώμης, πού συγκλήθηκε τό 369 μ.Χ., κατά τοῦ Ἀρειανισμοῦ καί ἀναδείχθηκε ὑπέρμαχος τῆς ὀρθοδόξου πίστεως. Μεταξύ τῶν ἐτῶν 370-371 μ.Χ. ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Ρεμεσιάνας καί ἔγραψε τό πρῶτο του ἔργο «Περί πίστεως». Διακρινόμενος γιά τούς ἀγῶνες του κατά τῶν αἱρετικῶν ἔλαβε μέρος στή Σύνοδο τῆς Ἀντιόχειας, τό 378 μ.Χ., ὡς καί σέ ἄλλες. Διέπρεψε στό κήρυγμα, τήν ἱεραποστολική ἐργα-σία, τή συγγραφική δύναμη καί τήν ποιμαντική δράση, γι’ αὐτό καί ἀποκαλέσθηκε «Ἀπόστολος τῶν Δακο-Ρουμάνων».
Ὁ Ὅσιος Νικήτας ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη, τό 420 μ.Χ.8
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Γκερμοκίου, τοῦ ἐκ Κορνουάλλης.
Ὁ Ὅσιος Γκερμόκιος ἔζησε καί ἀσκήτεψε θεοφιλῶς κατά τόν 6ο αἰώνα μ.Χ. Ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη9.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ἁγίας μάρτυρος Ἀλένης, τῆς ἐκ Βρυξελλῶν.

Ἡ Ἁγία Ἀλένη καταγόταν ἀπό τίς Βρυξέλλες καί ἔζησε τόν 7ο αἰώνα μ.Χ. Ἐβαπτίσθηκε Χριστιανή χωρίς νά τό γνωρίζουν οἱ ἐθνικοί γονεῖς της καί ἐμαρτύρησε, τό 640 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἰβάν, τοῦ ἐκ Τσεχίας.
Ὁ Ὅσιος Ἰβάν, ἀφοῦ ἀσκήτεψε θεοφιλῶς, ἐκοιμήθηκε μέ εἰρή-νη, τό 903 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἱλαρίωνος, τοῦ ἐκ Γεωργίας.
Ὁ Ὅσιος Ἱλαρίων (Τβαλοέλι) ἔζησε στήν Γεωργία κατά τόν 10ο καί 11ο αἰώνα μ.Χ. Ἀσκήτεψε στή μονή τοῦ Καχούλι τῆς περιοχῆς τοῦ Σάμζχε καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη, τό 1041.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἀντωνίου, τοῦ ἐκ Ρωσσίας.
Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος τοῦ Ντύμσκ ἐγεννήθηκε στο Νόβγκοροντ, περί τό 1157. Μία ἡμέρα, ἐνῶ ἦταν στό ναό καί προσευχόταν, ἄκου-σε τή φωνή τοῦ Κυρίου: «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνη-σάσθω ἑαυτόν, καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ, καί ἀκολουθείτω μοι»10. Τότε ὁ Ὅσιος ἐγκατέλειψε τά πάντα καί ἀκολούθησε τό μοναχικό βίο, ὑπατασσόμενος πνευματικά στόν Ὅσιο Βαρλαάμ τοῦ Χουτύν († 6 Νοεμβρίου), ὁ ὁποῖος τόν ὅρισε διάδοχό του μετά τήν κοίμησή του. Ὁ Ὅσιος δέν ἀποδέχθηκε τή θέση αὐτή, ἀλλά κατέ-φυγε στήν περιοχή τῆς λίμνης Ντύμα κοντά στό Τιχβίν, γιά μεγα-λύτερη ἄσκηση. Ἐκεῖ ἵδρυσε μοναστήρι στό ὁποῖο, μετά ἀπό πνευ-ματικούς ἀγῶνες, ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη, τό 1224.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς μετακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ ἁγίου μεγαλομάρτυρος Ἰωάννου τοῦ Νέου, τοῦ ἐκ Σουτσεάβας τῆς Ρουμανίας.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Ἰακώβου καί Ἰωάννου τῶν αὐταδέλφων και Δικαίων, τῶν ἐν Μενούγκᾳ τῆς Ρωσσίας μαρτυρησάντων.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἰάκωβος καί Ἰωάννης κατάγονταν ἀπό εὐσεβή οἰκογένεια καί ἦσαν τέκνα τοῦ Ἰσιδώρου καί τῆς Βαρβά-ρας. Ἐμαρτύρησαν ἀπό ἐθνικούς, τό 1569, ὁ μέν Ἰάκωβος σέ ἡλικία 3 ἐτῶν, ὁ δέ Ἰωάννης σέ ἡλικία 3 ἐτῶν.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου νεομάρτυρος Παναγιώτου τοῦ Καισαρέως, ἐν Κωνσταντινουπόλει ἀθλήσαντος.
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Παναγιώτης ὁ Καισαρεύς καταγόταν ἀπό τό Δελβινάκι τῆς Β. Ἠπείρου καί ἐμαρτύρησε στήν Κωνσταντι-νούπολη γιά τήν πίστη του στόν Χριστό σέ ἡλικία 20 ἐτῶν, τό 1765, ἐνῶ κατ’ ἄλλους τό μαρτύριό του ἔλαβε χώρα τό 1767. Τό τίμιο λείψανο του ἐνταφιάσθηκε μέ εὐλάβεια ἀπό τούς Χριστιανούς στό ναό τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς στήν Κωνσταντινούπολη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Γερασίμου, τοῦ ἐν Ἀρχαγγέλσκ τῆς Σιβηρίας.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἀθανασίου τοῦ Παρίου.
Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος ὁ Κολυβᾶς, ἀποτελεῖ μία ἀπό τίς μεγάλες ἐξέχουσες μορφές τοῦ μοναστικοῦ φρονήματος τοῦ 18ου αἰῶνος, καθώς καί μία φωτισμένη μορφή τοῦ Ἑλληνικοῦ γένους. Τό κατά κόσμον ὄνομά του ἦταν Ἀθανάσιος Τούλιος καί καταγόταν ἀπό τό νησί τῆς Πάρου. Ὁ ἴδιος ξεχώρισε σέ μία δύσκολη ἐποχή γιά τό Ἑλληνικό γένος, γιά τή θεολογική κατάρτισή του, ἀλλά καί γιά τήν θύραθεν παιδεία του, ἀφοῦ διετέλεσε διδάσκαλος καί σχο-λάρχης.
Ὁ Ὅσιος ἐγεννήθηκε τό 1722 ἤ 1723, στό Κῶστο τῆς Πάρου καί ἔλαβε τό ὄνομα Ἀθανάσιος. Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Ἀπό-στολος Τούλιος μέ καταγωγή ἀπό τήν Σίφνο, ἀλλά ἐκατοίκησε στό Κῶστο ἀφοῦ ἐνυμφεύθηκε Κωστιανή. Ἐκεῖ ἐδιδάχθηκε τά πρῶτα του γράμματα στά ὁποῖα ἔδειξε ἰδιαίτερη κλίση, καί γι’ αὐτό ὁ πατέρας του τόν ἔστειλε στή Σχολή τῆς Μονῆς Ἁγίου Ἀθανασίου Ναούσης Πάρου. Στή συνέχεια τόν ἀπέστειλε στή Σχολή τοῦ Πανα-γίου Τάφου στήν Σίφνο καί κατόπιν μέ ἔξοδα τῆς Μονῆς Ἁγίου Ἀντωνίου Κεφάλου στή Σχολή τῆς Ἄνδρου, ἄν καί οἱ βιογράφοι του δέν συμφωνοῦν ὅλοι μέ αὐτό. Τό 1745, σέ ἡλικία 23 ἐτῶν ἀπο-χαιρετᾶ τούς γονεῖς του καί φθάνει στήν Σμύρνη, ὅπου ἐγγράφεται στήν Εὐαγγελική Σχολή. Μιά σχολή πού ἐφοίτησαν ὁ Ἀδαμάντιος Κοραῆς καί ὁ Νικόλαος Καλλιβούρτσης, (δηλαδή ὁ μετέπειτα στε-νός του συνεργάτης Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης), παραμένοντας ἐκεῖ γιά ἕξι ἔτη. Ὅταν πληροφορήθηκε τή λειτουργία τῆς Ἀθω-νιάδας Σχολῆς μέ Διευθυντή τόν Νεόφυτο Καυσοκαλυβίτη, ἀπό τήν Πάτρα, ἐγγράφεται ἀμέσως (1751), τήν ἐποχή πού ἀναλαμβάνει Δι-ευθυντής ὁ Διάκονος τότε, Εὐγένιος Βούλγαρης. Ἀπό τόν Νεόφυτο ἐκπαιδεύτηκε στά «Γραμματικά» καί στά «Περί Συντάξεως» τοῦ Θεοδώρου Γαζῆ, ἐνῶ ἀπό τόν Εὐγένιο στά φιλοσοφικά μαθήματα καί τίς ὑπόλοιπες ἐπιστῆμες τῆς ἐποχῆς. Κατόπιν ἐκπαιδεύεται στή ρητορική καί τήν ποιμαντική, ἐνῶ σταδιακά ἀρχίζει νά ξεχωρίζει γιά τίς ἱκανότητές του. Ἡ διαρκής ἀνέλιξή του τόν καθιστά «δεξί χέρι» τοῦ Εὐγένιου Βούλγαρη καί σέ ἡλικία 35 ἐτῶν, ἀναλαμβάνει τή θέση τοῦ καθηγητοῦ τῆς Σχολῆς.
Ἡ φήμη του γιά τίς ἱκανότητές του ἐμαθεύτηκε ἀνάμεσα στήν ὑπόδουλη ὀρθόδοξη κοινότητα γι’ αὐτό καί οἱ Θεσσαλονικεῖς τόν ζητοῦν γιά τή Διεύθυνση τῆς Σχολῆς τους. Μέ παρότρυνση ἀλλά καί πίεση τοῦ Εὐγένιου Βούλγαρη δέχεται, ἄν καί ἀρχικά προέβαλλε κάποιες ἐνστάσεις. Ἔτσι διευθύνει τή Σχολή ἐπιτυχῶς γιά τέσσερα χρόνια (1758-1762), ὅταν καί τό 1762 ἡ Σχολή κλείνει λόγῳ ἐπιδη-μίας πανώλης. Ἔτσι καταφεύγει σέ μία σχολή στήν Κέρκυρα, πού τή διευθύνει ὁ Νικηφόρος Θεοτόκης. Ἐκεῖ τελικά ὁλοκληρώνει τίς σπουδές του καί ὁδηγεῖται στό Μεσολόγγι, μετά ἀπό πρόσκληση, τοῦ συμμαθητοῦ του στήν Ἀθωνιάδα Παναγιώτη Παλαμᾶ, πού εἶχε ἱδρύσει ἀπό τό 1760 τήν Παλαμιαία Σχολή. Μετά τά Ὀρλωφικά (1768-1774), ἡ Παλαμιαία Σχολή εὑρίσκεται σέ ἀκμή μέ τόν Ἀθανά-σιο νά διαδραματίζει σημαντικό ρόλο, ὅμως τότε λαμβάνει τιμητική πρόσκληση ἀπό τό Πατριαρχεῖο ἀναφέροντάς του: «Ἡ μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία διά γραμμάτων Συνοδικῶν τόν παρακαλεῖ ν’ ἀπέλθει εἰς Ἅγιον Ὄρος ὡς διδάσκαλος καί σχολάρχης τῆς Ἀθωνι-άδος Σχολῆς μετά τόν ἀοίδιμον Εὐγένιον».
Ὁ ἴδιος δέχεται ἄμεσα καί παρεπιδημεῖ στό Ἅγιον Ὄρος, ὅπου συναντᾶ τόν Ἅγιο Μακάριο Νοταρᾶ, ὁ ὁποῖος τόν προτρέπει νά χειροτονηθεῖ. Ὁ Ἀθανάσιος ὑπακούει καί χειροτονεῖται ἀπ’ τόν ἴδιο πρεσβύτερος. Τό 1777, πικραμένος ἀπό τόν τρόπο πού ἀντιμε-τωπίσθηκαν οἱ Κολλυβάδες καί μετά ἀπό κάλεσμα ἐπιστρέφει ὡς Σχολάρχης στή Σχολή τῆς Θεσσαλονίκης. Διευθύνει τή Σχολή γιά 6 ἔτη (1777-1783) ἤ γιά ἄλλους 8 ἔτη (1777-1785). Τό ποίμνιο τῆς Θεσσαλονίκης τόν γνωρίζει πλέον καί ἀπό τοῦ ἄμβωνος ὡς Ἱερέα. Τώρα μέ νέα Πατριαρχική ἐπιστολή καλεῖται νά ἀναλάβει τή διεύ-θυνση τῆς Σχολῆς τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Τοῦ ζητοῦν μάλιστα νά καθορίσει μόνος του τό ὕψος τῆς ἀμοιβῆς του. Ὁ ἴδιος ὅμως θά ἀπαντήσει: «Τάς μέν ἀρχιερατείας τιμῶ καί προσκυνῶ ἀλλ’ ἐγώ δέν εἶμαι ἄξιος. Ἄν ἐκαταλάμβανα ὅτι ἔκαμνα περισσότερον καρπόν εἰς τήν Βασιλεύουσαν πόλιν, ἤθελα ἔλθει αὐτόκλητος. Ἐπειδή ὅμως, ὡς στοχάζομαι, αὐτοῦ εἶναι κάποια ἐμπόδια, διά τοῦτο, ἄφετέ μέ, παρακαλῶ, ἐδῶ εἰς τά πέριξ νά ὠφελῶ ὅσον δύναμαι τούς ἀδελ-φούς μου καί τό Γένος μου». Καί τόν ἄφησαν…».
Ἡ ὁριστική του ἀπόφαση εἶναι ἡ ἐπιστροφή στήν πατρίδα του, τήν Πάρο. Καί ἐνῶ τό πλοῖο κατευθύνεται πρός τό νότιο Αἰγαῖο, ξεσπάει ὁ Ρωσοτουρκικός πόλεμος καί τό πλοῖο ἀναγκάζεται νά προσορμισθεῖ στήν Χίο (5-6 Νοεμβρίου 1786). Ἀποσύρεται στό μονύδριο τῆς Ἁγίας Τριάδας. Ἐκεῖ μελετᾶ καί προσεύχεται. Ξεκινᾶ τό Θεολογικό τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ καί τή Λογική τοῦ ἀοιδίμου Εὐγένιου Βούλγαρη. Ὅταν τελειώνει ὁ πόλε-μος, δέχεται νά παραμείνει στήν Χίο, στά χέρια τῆς βουλήσεως τοῦ Θεοῦ. Τελικά θά παραμείνει ἐκεῖ τρεῖς δεκαετίες. Ἡ Σχολή ἐπί τῶν ἡμερῶν του γνωρίζει τεράστια ἀκμή καί ἀνάλογη φήμη, στή λεγόμενη «Φιλοσοφική Σχολή», ὅπως τήν ἀποκαλοῦσαν. Τό 1812, 90 ἐτῶν πλέον παραιτεῖται.
Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος, πρέπει νά ἀναφερθεῖ, πώς ἦταν ἕνας ἀπό τούς διωκόμενους Κολλυβάδες μοναχούς (ὅπως ὑποτιμη-τικά τούς ἀποκαλοῦσαν, λόγῳ τῆς θεολογικῆς διαμάχης γιά τή χρήση τῶν Κολλύβων), οἱ ὁποῖοι μέ ἰσχυρά ἐπιχειρήματα, προσπά-θησαν καί τελικά κατάφεραν, νά διατηρήσουν, ἀπό τίς νοθεῖες τοῦ Προτεσταντισμοῦ καί τῆς Οὐνίας, τήν ὀρθόδοξη πίστη. Γι’ αὐτό τό λόγο ἐδέχθηκε σφοδρό διωγμό στό Πατριαρχεῖο, μαζί μέ τόν Ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη, τόν Ἅγιο Μακάριο Νοταρᾶ, τόν Νεόφυτο Καυσοκαλυβίτη, τόν Ἀγάπιο τόν Κύπριο, τόν Ἰάκωβο τόν Πελο-ποννήσιο καί τόν Χριστόφορο Προδρομίτη, γιά τόν ἀγώνα τους ὑπέρ τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας. Ὁ ἴδιος καθαιρεῖται ἀπό ἱερέας καί καταδικάζονται οἱ ὑπόλοιποι. Διώκονται καί ἐξορίζονται ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος, ἐνῶ ὁ Ἀθανάσιος ὁδηγεῖται, ὅπως προαναφέρθηκε στήν Θεσσαλονίκη. Ἡ πίκρα ὅμως τῶν διωγμῶν αὐτῶν, ἔγινε τό νερό πού ἐπότισε μέ τούς διασκορπισμένους Κολλυβάδες τό Ὀρθόδοξο Γένος σέ μία δύσκολη καί μεταβατική ἱστορική ἐποχή.
Τό 1771 ὅμως, ἡ Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία διαπίστωσε τίς συκοφαντίες καί τούς ἀθωώνει. Μεταξύ ἄλλων ἡ ἀθώωση ἀναφέρει:
«Δύναται πολλάκις καί συρραφεῖσα διαβολή ὑποκλέψαι τήν ἀληθῆ γνῶσιν τῶν πραγμάτων καί μῶμον προσάψαι τοῖς ἀνεγκλήτοις καί ἀναιτίου καταδίκης αἰτία γενέσθαι πρός ἄνδρας ἀθώους καί ἀμε-τόχους τῶν κατ’ αὐτῶν λαληθέντων… Ἐπειδή τοιγαροῦν καί ὁ κύρ Ἀθανάσιος ὁ Πάριος, ἀνήρ ὧν οὐ τῶν εὐκαταφρονήτων, σοφίας τε μετασχηκώς τῆς θύραθεν καί τῆς καθ’ ἡμᾶς καί καλῶς μεμνημένος τά θεῖα… ἀθῶος ὑπάρχει… ἔχων καί τό ἐνεργοῦν τῆς ἱερωσύνης αὐ-τοῦ ἀκωλύτως…».
Στό τέλος τῆς ζωῆς του ἀποσύρθηκε σέ ἕνα ἀπόμερο μέρος τῆς Χί-ου, τά Ρεστά, ὅπου ὑπῆρχε μονύδριο τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Ἐκεῖ μαζί του ἡσύχαζε καί ὁ μαθητής καί φίλος του Νικηφόρος καί ὁ Ἱε-ροδιάκονος Ἰωσήφ ἀπό τά Φουρνά τῶν Ἀγράφων, ὁ ὁποῖος εἶχε χρηματίσει καί δάσκαλος στή Σχολή. Ἐδῶ συγγράφει τό πόνημά του «ἀλεξίκακον πνευματικόν» κατά τῶν τότε «ἐκσυγχρονιστῶν» πού ἀντέλεγαν καί ἐφέρονταν καταφρονητικά σέ ζητήματα τῶν Θείων Γραφῶν. Πρός τό τέλος τῆς ζωῆς του παθαίνει ἀποπληξία. Ὁ ἴδιος προετοιμάσθηκε πνευματικά, μετέλαβε καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρή-νη μιά ἡμέρα μετά, στίς 24 Ἰουνίου 1813. Στά προπύλαια τοῦ ναοῦ ἔθαψαν τό σεπτό του σκήνωμα, ἐνῶ οἱ συνασκητές στό κελλί του βρῆκαν μόνο μιά τριμμένη στολή, ἕνα μελανοδοχεῖο καί ἕνα λυχνά-ρι. Τά ὀστᾶ του τοποθετήθηκαν στό ὀστεοφυλάκιο τοῦ ναϋδρίου, ἀλλά ἀποτεφρώθηκαν κατά τή μεγάλη πυρκαγιά, τό 1822.
Τό συγγραφικό ἔργο τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου εἶναι πλούσιο καί πολύ σημαντικό. Ἀφορᾶ σχεδόν ὅλους τούς τομεῖς τῆς χριστιανικῆς δράσεως (βίοι Ἁγίων, δογματικά, κοινωνικά, λειτουργικά, παιδα-γωγικά, ποιμαντικά) καί ἀξιολογεῖται σήμερα γιά τή βιβλική, κοι-νωνική καί δογματική του κατάρτιση, ὡς ἕνα ἐξαιρετικό δεῖγμα ὀρθόδοξης ποιμαντικῆς διακονίας11.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἀνάμνησις θαύματος τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Ὡραιοτάτης, ἐν Ἀκαρνανίᾳ.
Βλ. † 23 Αὐγούστου.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!
1 Ὁ Ζαχαρίας εἰσῆλθε στά Ἅγια τῶν Ἁγίων κατά τήν ἑορτή τῆς Σκηνοπηγίας. Ἦταν ἡ μοναδική περίπτωση εἰσόδου στά ἄδυτα τοῦ ναοῦ, τοῦτο δέ συνέβαινε κατά μῆνα Ὀκτώβριο (πρβλ. M. Jugie, «Homelies mariales byzantines», Patrologia Orientalis 16 (3), 1921, σελ. 436). Ὁ Ἀβράμιος Ἐφέσου (6ος αἰώνας) σημειώνει ὅτι, περί τά τέλη Σεπτεμβρίου ἐπραγματοποιεῖτο στό ναό τῶν Ἱεροσολύμων «ἐναλλαγή ἐφημερίας», γιά τό λόγο δέ αὐτό ὁ Ζαχαρίας εὑρισκόταν στα Ἅγια τῶν Ἁγίων (πρβλ. M. Jugie, «Home-lies mariales byzantines», σελ. 443-444).
2 Μανουήλ Γεδεών, Βυζαντινόν Ἑορτολόγιον, σελ. 117.
3 Πόλη τῆς Θράκης στήν Μοισία, κείμενη ἐπί τῆς ὁδοῦ ἀπό Νίσσας πρός Σόφια. Ταυ-τίζεται πρός τή σημερινή Παλάγκα.
4 Στό ἔργο του «Carmina» xxvii, xvii.
5 Στό ἔργο του «De viris illustribus» xxii.
6 Ρωμαῖος ἄρχοντας, ἱστορικός καί θεολόγος.
7 Ep. Ix, P.L., XXII, 592.
8 Πρβλ. τη μελέτη: A.E. Burn, Niceta of Remesianan, His Life and Works, Cambridge 1905.
9 A Calendar of British Saints, Orhtodox Synaxarion, σελ. 71.
10 Ματθ. 16,24.
11 Πρβλ. τήν ἀξιόλογη μελέτη περί τοῦ Ὁσίου: Ἀθ. Καραμπέτσου, Ἀθανάσιος ὁ Πά-ριος, Ἀθήνα 1974.