† Μνήμη τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Τιμοθέου, μαθητοῦ τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Παύλου.
Σύμφωνα μέ τίς πληροφορίες πού μᾶς παρέχουν οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων καί οἱ Ἐπιστολές τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ὁ Τιμόθεος ἦταν ὁ πιό ἀγαπημένος μαθητής τοῦ καί ἕνας ἀπό τούς πιό στενούς συνεργάτες τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Τό ὄνομά του εἶναι ἑλληνικό καί σημαίνει αὐτός πού τιμᾶ τόν Θεό, ἀλλά καί αὐτόν πού τιμᾶ ὁ Θεός.
Ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Τιμόθεος ἐγεννήθηκε μᾶλλον στά Λύστρα τῆς Λυκαονίας ἤ πιθανόν στή Δέρβη, ἀπό πατέρα Ἕλληνα Ἐθνικό καί μητέρα πιστή Ἰουδαία, προφανῶς ἐκ γενετῆς καί πιθανόν προ-σήλυτη, πού ὀνομαζόταν Εὐνίκη. Κατά τή μαρτυρία τοῦ Ἀπο-στόλου Παύλου, ἦταν εὐσεβής, ὅπως καί ἡ μάμμη του, ἐκ μητρός, Λωΐς[1]. Ὁ Τιμόθεος ἐδέχθηκε ἀπό τίς εὐσεβεῖς αὐτές γυναῖκες τἠν πρώτη θρησκευτική ἀγωγή καί ἐδιδάχθηκε ἀπό βρέφους τά ἱερά γράμματα. Μέ τόν τρόπο αὐτό προετοιμάσθηκε κατάλληλα νά ἀπο-δεχθεῖ στή συνέχεια τή χριστιανική πίστη[2].
Ἡ ὁριστική μεταστροφή του στό Χριστιανισμό φαίνεται νά ἔγινε κατά τήν Α´ Ἀποστολική περιοδεία, ὅταν ὁ Ἀπόστολος Παῦ-λος μαζί μέ τό Βαρνάβα ἐπισκέφθησαν τά Λύστρα τῆς Λυκαονίας καί πιθανόν ἐφιλοξενήθησαν ἀπό τήν οἰκογένεια τοῦ Τιμοθέου. Ὅταν ὁ Ἀπόστολος Παύλος ἐκήρυττε τό Εὐαγγέλιο στά Λύστρα εἶναι ἐπίσης βέβαιο ὅτι ὁ Τιμόθεος παρηκολούθησε τό κήρυγμά του καί ἔγινε μάρτυρας τῶν διωγμῶν καί τῶν παθημάτων πού ὑπέστ ὁ Ἀπόστολος ἐκεῖ. Ἡ ἐμπειρία τῶν γεγονότων αὐτῶν φαίνεται ὅτι ἐπηρέασε ἔντονα τόν Ἀπόστολο Τιμόθεο καί τόν προετοίμασε ἐσω-τερικά νά δεχθεῖ τή διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί νά πιστέ-ψει σ’ Αὐτόν.
Μετά τά γεγονότα στή Δέρβη καί στά Λύστρα τῆς Λυκίας ὁ Ἀπόστολος Παῦλος παρέλαβε μαζί του τόν πιστό καί ἀχώριστο συνοδό του τόν Τιμόθεο. Ἔκτοτε ὁ Τιμόθεος ἔγινε ὁ πιό προσφιλής καί ἀφοσιωμένος μαθητής καί συνεργός τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στό ἔργο τῆς ἱδρύσεως τῶν Ἐκκλησιῶν στίς διάφορες περιοχές τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καί τῆς Ἑλλάδος ἀργότερα καί τῆς στηρίξεως τῆς πίστεως τῶν διωκομένων Χριστιανῶν. Ἀνέλαβε πολλές σημαντικές καί ἐμπιστευτικές ἀποστολές γιά σπουδαῖα ἐκκλησιαστικά ζητήμα-τα παρά τό νεαρό τῆς ἡλικίας καί τήν ἀπειρία του.
Συγκεκριμένα, συνεχίζοντας τή Β´ Ἀποστολική περιοδεία διελ-θόντες διά μέσου τῆς Φρυγίας καί τῆς Γαλατίας ἔφθασαν στή Μοι-σία καί Τρωάδα καί διαπλεύσαντες τή Σαμοθράκη ἦλθαν στή Νεά-πολη καί ἀπό ἐκεῖ στούς Φιλίππους τῆς Μακεδονίας. Ἀπό ἐκεῖ, ὁδοιποροῦντες, ἐπέρασαν ἀπό τήν Ἀμφίπολη καί Ἀπολλωνία καί κατέληξαν στή Θεσσαλονίκη. Στή Θεσσαλονίκη ὁ Τιμόθεος ἐργά-σθηκε ἀθόρυβα καί ἀποδοτικά, συνέβαλε οὐσιαστικά στό ἔργο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου τόσο γιά τήν ἵδρυση Χριστιανικῆς κοινότητος, ὅσο καί γιά τή στήριξη τῆς πίστεως τῶν Χριστιανῶν τῆς Θεσσαλο-νίκης.
Ὅμως τό ἔργο τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῶν Θεσσαλονικέων ἀπό τόν Ἀπόστολο Παῦλο καί τούς συνεργάτες του Τιμόθεο καί Σίλα διεκό-πη ἀπό τήν ἀντίδραση φθονερῶν Ἰουδαίων, πού δέν ἐπίστεψαν στό κήρυγμά τους καί τούς ἐξανάγκασαν νά ἐγκαταλείψουν τή Θεσσα-λονίκη καί νά καταφύγουν στή Βέροια.
Ἀπό τήν Ἀθήνα ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἀγωνιώντας γιά τήν κατάσταση τῶν Χριστιανῶν τῆς Θεσσαλονίκης, ἀπέστειλε τόν Τιμό-θεο, προκειμένου νά στηρίξει τούς χειμαζόμενους πιστούς τῆς ἐκ-κλησιαστικῆς κοινότητος τῆς Θεσσαλονίκης καί νά τούς παρηγο-ρήσει στίς θλίψεις τους.
Ἀργότερα, ὅταν ὁ Ἀπόστολος Τιμόθεος ἀκολούθησε τόν Παῦ-λο στήν Κόρινθο, παρέμεινε κοντά του ἀγωνιζόμενος μαζί του.
Κατά τήν Γ´ Ἀποστολική περιοδεία, ὅταν ὁ Ἀπόστολος Παῦ-λος ἐπέρασε ἀπό τά μέρη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καί κατέληξε στήν Ἔφεσο, παρέμεινε ἐκεῖ γιά μία τριετία, ἔχοντας μαζί του τόν Τι-μόθεο τόν ὁποῖο ἀπέστειλε σέ εἰδικές ἐμπιστευτικές ἀποστολές στή Μακεδονία μαζί μέ τόν Ἔραστο καί ἴσως μέ ἄλλους ἀδελφούς στήν Κόρινθο. Λίγο ἀργότερα ἀπό τήν Κόρινθο ὁ Τιμόθεος μέ τόν Ἀπό-στολο Παῦλο ἐπέστρεψαν στή Μακεδονία καί στή συνέχεια ἀποβι-βάσθησαν στήν Τρωάδα καί διαπλέοντες τό ἀνατολικό Αἰγαῖο, ἐπέρασαν ἀπό τή Μίλητο. Ἀπό τή Μίλητο διῆλθαν ἀπό τά νησιά Κῶ, Ρόδο, ἔφθασαν στά Πάταρα καί ἀπό ἐκεῖ στήν Τύρο, τήν Πτο-λεμαΐδα καί τήν Καισάρεια καί κατέληξαν στά Ἱεροσόλυμα.
Στά Ἱεροσόλυμα ὁ Ἀπόστολος Τιμόθεος παρέμεινε κοντά στόν Ἀπόστολο Παῦλο κατά τήν ἐκεῖ φυλάκισή του καί κατόπιν τόν συνόδευσε στή φυλακή στή Ρώμη. Εἶναι βέβαιο, ὅτι κατά τήν τελευταία μετάβαση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στά Ἱεροσόλυμα, μετά τήν πρώτη ἀποφυλάκισή του ἀπό τή Ρώμη, συνοδευόταν ἀπό τόν Ἀπόστολο Τιμόθεο, τόν ὁποῖο μάλιστα ἄφησε στήν Ἔφεσο ὡς Ἐπί-σκοπο μέχρι καί τοῦ ἐπισυμβάντος μαρτυρικοῦ θανάτου του. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀπέστειλε πρός τόν Ἅγιο Τιμόθεο, ὡς Ἐπίσκο-πο Ἐφέσου, δύο Ἐπιστολές, πού ἐμπεριέχονται στόν κανόνα τῶν βιβλίων τῆς Καινῆς Διαθήκης, οἱ ὁποῖες λόγῳ τοῦ ποιμαντικοῦ περι-εχομένου αὐτῶν καλοῦνται ποιμαντικές.
Κατά παλαιά παράδοση ὁ Ἀπόστολος Τιμόθεος ἐμαρτύρησε στήν Ἔφεσο ἐπί Δομιτιανοῦ ἤ Νερούα[3], ὅταν πῆγε στά κατα-γώγια τῶν εἰδωλολατρῶν, γιά νά τούς ἀποτρέψει ἀπό ἀπάνθρωπες τελετές καί θυσίες, καί γεμᾶτος ἀπό θεῖο ζῆλο, ἐπειδή δέν ἀνεχόταν νά βλέπει αὐτά τά ἀτοπήματα, τούς συνέστησε νά μή συνεχίσουν τίς αἰσχρές τους πράξεις. Τότε ἐκεῖνοι ἐξοργίσθηκαν καί ὅρμησαν ἐναν-τίον τοῦ Ἁγίου τόν ὁποῖο ἐφόνευσαν μέ ρόπαλα.
Τό τίμιο λείψανο αὐτοῦ μετακομίσθηκε τό ἔτος 356 μ.Χ. ἐπί Κωνσταντίου στήν Κωνσταντινούπολη καί ἐναποτέθηκε ἐντός τῆς Ἁγίας Τραπέζης τοῦ ναοῦ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ὅπου ἐτελεῖτο καί ἡ Σύναξή του. Στήν ἴδια Ἁγία Τράπεζα εἶχαν ἐναποτεθεῖ τά ἱε-ρά λείψανα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Ἀνδρέου καί Λουκᾶ. Ὅταν ὁ Ἰουστινιανός ἀνοικοδόμησε καί μετεσκεύασε τό ναό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, πού εἶχε ἀνεγείρει ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ἄφησε τήν Ἁγία Τράπεζα ὡς εἶχε ἀδιασάλευτη, περιορισθείς μόνο στήν κατα-σκευή ἀργυροῦ καλύμματος.
Ἡ Σύναξη τοῦ Ἀποστόλου Τιμοθέου ἐτελεῖτο τόν 6ο αἰώνα μ.Χ. στήν Ὀρμίσδα[4].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ὁσιομάρτυρος Ἀναστασίου τοῦ Πέρσου.
Ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος ἐγεννήθηκε στό χωριό Ραχήζ τῆς Περ-σίας, τῆς ἐπαρχίας Ρασνουνί. Ὀνομαζόταν Μαγουνδάτ, ἦταν υἱός τοῦ μάγου Μάβ καί ὑπηρέτησε στό στρατό ἐπί τῶν ἡμερῶν τοῦ βα-σιλέως Χοσρόη τοῦ Β´ (590-628 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος κατέλαβε τά Ἱερο-σόλυμα καί μετέφερε στή χώρα του τόν Τίμιο Σταυρό (614 μ.Χ.). Τότε ὁ Μαγουνδάτ θέλησε νά μάθει, ἀφοῦ ἄκουσε περί αὐτοῦ καί τῶν ἐπιτελουμένων θαυμάτων, γιατί οἱ Χριστιανοί ἐτιμοῦσαν αὐτόν. Ἔτσι, ἀφοῦ ἐδιδάχθηκε ἀπό κάποιον πιστό ὅτι μέ τό σταυ-ρικό θάνατο τοῦ Κυρίου ἐλυτρώθηκε τό γένος τῶν ἀνθρώπων, ἐπίστεψε στό Χριστό. Ἔπειτα, συμμετέχοντας στήν ἐκστρατεία τῶν Περσῶν κατά τῆς Κωνσταντινουπόλεως, βρέθηκε στή Χαλκηδόνα. Κατά τήν διαμονή του ἐκεῖ, ἀφοῦ ἐπληροφορήθηκε ὅτι ὁ Ἡράκλειος κατετρόπωσε τούς Πέρσες, πῆγε στήν Ἱεράπολη καί ἀπό ἐκεῖ στά Ἱεροσόλυμα ὅπου ἐβαπτίσθηκε ὑπό τοῦ κατόπιν Πατριάρχου Μο-δέστου, πρός τόν ὁποῖο τόν ὁδήγησε ὁ ἱερεύς τοῦ πανίερου Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως, καί ἔλαβε τό ὄνομα Ἀναστάσιος. Στή συνέχεια ἐκάρη μοναχός στή μονή τοῦ Ἀββᾶ Ἰουστίνου ἤ κατ’ ἄλλους στή μο-νή τοῦ Ἁγίου Σάββα. Μετά ἑπταετῆ ἄσκηση καί διαβάζοντας καθη-μερινά τούς βίους τῶν Ἁγίων καί τά μαρτύριά τους, τούς ἐζήλεψε καί προσευχόταν νά ἀξιωθεῖ τό μαρτυρικό τέλος αὐτῶν. Ἔτσι, ὅταν, κατά παραχώρηση τοῦ Κυρίου, εἶδε σέ ὄνειρο ὅτι ἀνέβηκε στό ὄρος Κυρίου καί ἐστάθηκε στόν ἅγιο τόπο Αὐτοῦ καί ἐκεῖ ἤπιε ἕνα χρυσό ποτήρι γεμᾶτο κρασί, ἐθεώρησε ὅτι σκιαγραφόταν τό μέλλον καί τό μαρτύριό του. Γι’ αὐτό, γονυπετής καί ἔνδακρυς, ἐζή-τησε τήν εὐχή τοῦ προεστῶτος ἱερέως τῆς μονῆς γιά τή μακαρία ἀποδημία του, δηλαδή τήν πορεία του πρός τό μαρτύριο. Ἀφοῦ ἐκοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων κατευθύνθηκε πρός τή Διό-σπολη, γιά νά προσευχηθεῖ στόν Ἅγιο Μεγαλομάρτυρα Γεώργιο καί ἔφθασε στήν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης. Ἐκεῖ, ὅταν εἶδε κάποιους μάγους ὁμοεθνεῖς του, ἔλεγξε καί ἐχλεύασε τά σοφίσματα καί τήν ἀσέβειά τους. Τότε ἐκεῖνοι τόν συνέλαβαν καί τόν ὁδήγησαν στόν ἄρχοντα Μαρζαβανά.

Ὁ ἄρχοντας διέταξε νά ἀφεθεῖ ἐλεύθερος ἀρκεῖ νά ἀρνηθεῖ τό Χριστό ἐνώπιον ἑνός μόνου προσώπου. Ὅμως ὁ Ἀναστάσιος μέ πνευματική ἀνδρεία ἀπάντησε: «Μή δῴη μοι ὁ Θεός τῆς ἀγαπήσεως ἐκπεσεῖν τοῦ Χριστοῦ μου». Ὁ Μαρζαβανᾶς ἐθύμωσε καί ἔδωσε ἐντολή νά μεταφέρει βαρειές πέτρες χωρίς καμιά ἀνάπαυλα. Τά βασανιστήρια συνεχίσθηκαν μέχρι πού ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ βασιλέως τῶν Περσῶν Χοσρόη. Ἀλλά καί μπροστά στόν βασιλέα δέν ἐφοβήθηκε. Τόν ἐκτύπησαν ἀλύπητα, μέχρι θανάτου, μέ ραβδιά. Τό μαρτύριο ἦταν καθημερινό. Στό τέλος τόν ἐκρέμασαν ἀπό τό ἕνα χέρι καί διά βρόχου τόν ἔπνιξαν καί ἀπέκο-ψαν τήν κεφαλή αὐτοῦ. Τό μαρτύριό του ἔγινε τό 628 μ.Χ. μέ ἄλ-λους 70 Χριστιανούς Μάρτυρες. Ἡ Σύναξη τοῦ Ἁγίου ἐτελεῖτο στό Μαρτύριό του πού βρισκόταν ἐντός τοῦ Ἁγίου Φιλήμονος, στό Στρατήγιο.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Βικεντίου τοῦ διακόνου.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Βικέντιος ἔζησε κατά τά ἔτη τῆς βασιλείας τῶν ἡγεμόνων Μαξιμιανοῦ (285-305 μ.Χ.) καί Δατιανοῦ καί κατα-γόταν ἀπό τήν Αὐγουστόπολη. Συνελήφθη μαζί μέ τόν Ἐπίσκοπο Οὐαλλέριο στήν πόλη Βαλεντία καί ἐφυλακίσθηκε. Μετά πολλά βασανιστήρια ἐτελείωσε τό δρόμο τοῦ μαρτυρίου παραδίδοντας τήν ἁγία του ψυχή στόν Θεό.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Γαυδεντίου, ἐπισκόπου Νοβάρα.

Ὁ Ἅγιος Γαυδέντιος ἐγεννήθη περί τά μέσα τοῦ 4ου αἰῶνος μ.Χ. ἀπό γονεῖς Ἐθνικούς. Ἀσπάσθηκε τή χριστιανική πίστη καί ἐχειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Νοβάρα τῆς Ἰταλίας ὑπό τοῦ Ἐπισκόπου τοῦ Μιλάνου Σιμπλικίου. Ἀνήγειρε πολλούς ναούς καί ἵδρυσε πολλές ἐνορίες. Ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 417 μ.Χ.

† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Μανουήλ, ἐπισκό-που, Γεωργίου, ἐπισκόπου Δεβελτοῦ, Πέτρου, Λέοντος, ἐπισκό-που Νικαίας, Σιωνίου, Γαβριήλ, ᾿Ιωάννου, Λέοντος, Παρόδου τοῦ πρεσβυτέρου, καί τῶν λοιπῶν τριακοσίων ἑβδομήκοντα ἑπτά.
Οἱ Ἅγιοι κατάγονταν ἀπό διάφορες ἐπαρχίες καί ἐκατοικοῦ-σαν στήν Ἀδριανούπολη ἐπί αὐτοκράτορος Λέοντος τοῦ Ἀρμενίου (813-820 μ.Χ.). Τότε οἱ Βούλγαροι, μέ ἀρχηγό τόν Κροῦμο ἐπετέ-θησαν ἐναντίον τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας καί ἔφθασαν μέχρι τήν Ἀδριανούπολη, τήν ὁποία ἐκυρίευσαν τό ἔτος 813 μ.Χ. Ἐπί τρεῖς ἡμέρες οἱ αἱμοχαρεῖς ἔσφαζαν τούς Χριστιανούς.
῞Οταν ἀπέθανε ὁ Κροῦμος, ἔγινε ἡγεμόνας τῶν Βουλγάρων ὁ Δούκουμος. ᾿Επειδή ὅμως καί αὐτός ἀπέθανε ἀμέσως, ἡγεμόνας τῶν Βουλγάρων ἔγινε ὁ Δίτζευγος, πού ἐπέδειξε θηριώδη συμπεριφορά κατά τῶν Χριστιανῶν.
Τόν Δίτζευγο διαδέχθηκε στήν ἐξουσία ὁ Μουρτάγων (Ὀμουρτάγ). ῾Ο διωγμός συνεχίσθηκε καί ἔγινε σκληρότερος. Ὁ Ἅγιος Γεώργιος, Ἐπίσκοπος Δεβελτοῦ[5], ὁ Ἐπίσκοπος Πέτρος καί πολλοί ἄλλοι Χριστιανοί συνελήφθησαν καί ἐμαρτύρησαν. Ὁ ἴδιος, ὁ Μουρτάγων, συνέλαβε τόν Ἐπίσκοπο Μανουήλ καί τόν ὑπέβαλε σέ φρικώδη βασανιστήρια. Μέ τά ἴδια του τά χέρια τόν κατεσπά-ραξε καί ἀφοῦ ἀπέκοψε ἀπό τούς ὤμους τά τίμια χέρια τοῦ Ἁγίου, τόν ἔρριψε στά σκυλιά. Ἀκόμη, ὁ σκληρός αὐτός ἡγεμόνας, ἐθανά-τωσε τούς στρατηγούς τῶν Χριστιανῶν Λέοντα καί ᾿Ιωάννη, τόν Ἐπίσκοπο Νικαίας Λέοντα, τόν Γαβριήλ καί τόν Σιώνιο καί, διά λιθοβολισμοῦ, τόν πρεσβύτερο Πάροδο.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Λέοντος καί Ἰωάν-νου.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Λέων καί Ἰωάννης ἐμαρτύρησαν κατά τόν 9ο αἰώνα μ.Χ., ἐπί ἡγεμόνος τῶν Βουλγάρων Μουρτάγονος.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων τριακοσίων ἑβδομήκοντα ἑπτά Μαρτύρων.
Οἱ Ἅγιοι 77 Μάρτυρες ἐμαρτύρησαν κατά τόν 9ο αἰώνα μ.Χ., ἐπί ἡγεμόνος τῶν Βουλγάρων Μουρτάγονος.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσιομάρτυρος Ἀναστασίου τοῦ δια-κόνου.
Ὁ Ὅσιος Ἀναστάσιος ἀσκήτεψε στή Μεγάλη Λαύρα τοῦ Κιέ-βου καί ἐμαρτύρησε στή Ρωσία κατά τό 12ο αἰώνα μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου Ἰωσήφ τοῦ ἐν Κρήτῃ, τοῦ ἡγιασμένου.
Ὁ Ὅσιος Ἰωσήφ, ὁ ἐπονομαζόμενος Σαμάκος, ἐγεννήθηκε στήν πόλη τῶν Κεράμων, τό σημερινό Ἀζωκέραμο Σητείας τῆς Κρή-της λίγο πρίν τήν ἅλωση (1440). Ὑπῆρξε πνευματικό γέννημα καί θρέμμα τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, γνωστῆς ὡς Δερματάνου, πλησίον τοῦ Χάνδακος (Ἡρακλείου), ὅπου ἔζησε καί ἔδρασε ἀπό τήν παιδική του ἡλικία μέχρι τήν κοίμησή του. Ἔζησε σέ μιά πολύ κρίσιμη ἱστορική περίοδο γιά τό Γένος. Ἡ Βυζαντινή αὐτοκρατορία ἔπεφτε στά χέρια τῶν Ὀθωμανῶν καί ἡ πατρίδα του Κρήτη βρισκόταν ὑπό τήν κυριαρχία τῶν Ἑνετῶν.
Ὁ Ὅσιος μετά τό θάνατο τῶν γονέων του διένειμε τήν περι-ουσία του στούς πτωχούς καί ἐκάρη μοναχός στή μονή Ἁγίου Ἰωάν-νου τοῦ Θεολόγου Δερματάνου. Ἐχειροτονήθηκε πρεσβύτερος καί μετά τήν κοίμηση τοῦ ἡγουμένου ἀνέλαβε τήν ἡγουμενεία τῆς μονῆς. Διακρίθηκε γιά τήν ἀρετή τῆς φιλανθρωπίας καί θά μποροῦσε δι-καιολογημένα νά τοῦ ἀποδοθεῖ ὁ χαρακτηρισμός τοῦ ἐλεήμονος. Ἀναγνωρίσθηκε, ἐπίσης, ὡς θαυματουργός, ἀφοῦ ἀναφέρονται πολ-λά θαύματά του.
Μετά ἀπό ἑβδομήντα χρόνια ἀδιάλειπτης ὁσιακῆς καί φιλαν-θρωπικῆς δράσεως ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1511 καί ἐνταφιά-σθηκε στή μονή του. Μέ τήν ἀνακομιδή τῶν λειψάνων του διαπι-στώθηκε ἡ ἁγιότητά του, διότι τό ἱερό λείψανο βρέθηκε ἀκέραιο καί ἐξέπεμπε εὐωδία. Τό ἱερό σκήνωμά του κατατέθηκε στό καθο-λικό τῆς μονῆς. Ἡ συνεχής θεραπεία πλήθους ἀσθενῶν, τυφλῶν καί δαιμονισμένων καί μετά τήν κοίμησή του καθιέρωσε εὐρύτατα τή φήμη του ὡς θαυματουργοῦ.
Τό 1669 οἱ Ὀθωμανοί ἐκυρίευσαν τό Χάνδακα (Ἡράκλειο) καί ὁ εὐλαβής κληρικός Ἀντώνιος Ἀρμάκης μετέφερε τό ἱερό λείψα-νό του στή Ζάκυνθο, ὅπου στίς 29 Αὐγούστου 1669 τό κατέθεσε στή μονή τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Μαντινειοῦ στά Ξεροβούνια. Ἐκεῖ παρέμεινε ὡς τό 1915, ὁπότε τοποθετήθηκε στόν ἐνοριακό ναό τοῦ Παντοκράτορος Γαϊτανίου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Μακαρίου, τοῦ ἐκ Ρωσίας.
Ὁ Ὅσιος Μακάριος τοῦ Ζαμπίνσκϊυ, κατά κόσμον Ὀνού-φριος, καταγόταν ἀπό τή Ρωσία καί ἐγεννήθηκε τό ἔτος 1539. Ἐμό-νασε στή μονή τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου τῆς πόλεως Ζαμπύν πού βρίσκεται στήν ἐπαρχία τοῦ Ταμπώφ. Ὁ Θεός τόν ἀξίωσε τοῦ θαυ-ματουργικοῦ χαρίσματος, γι’ αὐτό καί ἐπονομάζεται Θαυματουρ-γός.
Ὁ Ὅσιος Μακάριος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1623.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Ἰωάσαφ, φωτιστοῦ τῆς Ἀλά-σκας.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάσαφ (Μπολότωφ) ἐγεννήθηκε στή Ρωσία τόν 18ο αἰώνα μ.Χ. Ἀπό ἀγάπη στό Θεό ἔγινε ἱερέας καί ἐργάσθηκε ἱεραπο-στολικά στήν Ἀλάσκα. Ἔφθασε στή νῆσο Κόντιακ στίς 24 Σεπτεμ-βρίου 1794. Ἐκεῖ, παρά τίς τεράστιες καί ἀφάνταστες δυσκολίες, διακονεῖ τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου μέ ὅλες του τίς δυνάμεις. Τόν Ἰούλιο τοῦ ἔτους 1796 ἡ Σύνοδος τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας ἀνεκή-ρυξε τήν Ἀλάσκα σέ Ἐπισκοπή τοῦ Ἰρκούτσκ τῆς Σιβηρίας καί ὅ Ἅγιος Ἰωάσαφ ἐξελέγη Ἐπίσκοπος. Σέ μιά ἱεραποστολική περιο-δεία τό πλοῖο ἐναυάγησε στά παγωμένα νερά τοῦ ὠξεανοῦ παρασύ-ροντας στό βυθό τόν Ἅγιο Ἰωάσαφ μαζί μέ ὅλο τό πλήρωμα[6].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἀνάμνησις τῆς εὑρέσεως τῆς ἱερᾶς εἰκόνος τῆς Παναγίας Ἐλεηστρίας Κορώνης.
Ἡ ἱερά εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τῆς Ἐλεηστρίας, βρέθηκε τό ἔτος 1897 στήν Κορώνη Μεσσηνίας.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!