τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
† Μνήμη τοῦ ἁγίου Ζακχαίου τοῦ ἀρχιτελώνου καί ἀποστόλου.
Ὁ Ἅγιος Ζακχαῖος ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Ἰησοῦ Χρι-στοῦ καί ἦταν ἀρχιτελώνης, δηλαδή ἀρχιεισπράκτορας τῶν Ρωμαϊ-κῶν φόρων, στήν Ἱεριχώ.
Μικρός τό ἀνάστημα, γιά νά μπορέσει νά δεῖ τόν Χριστό, διερχόμενο ἀπό τήν Ἱεριχώ, ἀνέβηκε σέ συκομορέα. Ὁ Κύριος τόν εἶδε καί τόν ἐκάλεσε νά κατέλθει, διότι προετίθετο νά καταλύσει στόν οἶκο του. Παρά τούς ψιθυρισμούς τοῦ πλήθους, ὁ Ἰησοῦς ἐδέχθηκε τή φιλοξενία τοῦ Ζακχαίου, ὁ ὁποῖος ἐδήλωσε ὅτι θά ἐχά-ριζε στούς πτωχούς τό ἥμισυ τῶν ὑπαρχόντων του καί σέ ὅποιον εἶχε ἀδικηθεῖ ἀπό αὐτόν θά ἀπέδιδε τό τετραπλάσιο, ὑπερβάλλο-ντας ἔτσι σέ γενναιοδωρία ὅ,τι ἐπέτασσε ὁ Μωσαϊκός Νόμος1. Ἡ σχετική περικοπή τοῦ Ζακχαίου ἀναφέρεται ἀπό τόν Εὐαγγελιστή Λουκᾶ2.
Κατά τίς Κλημέντειες Ὁμιλίες3 ὁ Ἅγιος Ζακχαῖος ἀκολού-θησε τόν Ἀπόστολο Πέτρο, ἀπό τόν ὁποῖο ἐχειροτονήθηκε Ἐπί-σκοπος στήν Καισάρεια. Κάποιοι, ἀναφερόμενοι ἀπό τόν Ἅγιο Κλήμη τόν Ἀλεξανδρέα4, ἐταύτισαν τόν Ζακχαῖο μέ τόν τελώνη Ἀπόστολο Ματθαῖο.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Ἀκινδύνου, Ἀντωνίνου, Βίκτωρος, Ζήνωνος, Ζωτικοῦ, Θεωνᾶ, Καισαρίου, Σεβηριανοῦ καί Χριστοφόρου.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Βίκτωρ, Ζωτικός, Ζήνων, Ἀκίνδυνος, Καισάριος, Σεβηριανός, Χριστοφόρος, Θεωνᾶς καί ᾿Αντωνίνος ὑπέστησαν μαρτυρικό θάνατο κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ.). Ὅλους αὐτούς τούς διαπρεπεῖς ἀθλη-τές τῆς χριστιανικῆς πίστεως τούς ἔδωσε στόν Χριστό ὁ Μεγαλο-μάρτυς Γεώργιος μέ τό τροπαιοφόρο μαρτύριό του. Καί οἱ μέν Βίκτωρ, Ἀκίνδυνος, Ζωτικός, Ζήνων καί Σεβηριανός, πού ἦσαν εἰδωλολάτρες ἰδιῶτες, αἰσθάνθηκαν μέσα τους τό χριστιανικό φῶς, ὅταν εἶδαν τόν Ἅγιο Γεώργιο ἀβλαβή ἐπάνω στόν περιστρεφόμενο τροχό. Τότε μέ μία φωνή καί οἱ πέντε ἐκήρυξαν Χριστιανούς τούς ἑαυτούς τους. Ὁ εἰδωλολάτρης ἄρχοντας ἐξοργισμένος ἤδη πρίν τή δήλωση αὐτή καί μέ τούς θριάμβους τοῦ Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου ἐξεμάνη. Ἀμέσως λοιπόν τούς ἀποκεφάλισε.
Ὁ δέ Χριστοφόρος, ὁ Θεωνᾶς, ὁ Καισάριος καί ὁ Ἀντώνιος ἦταν ἀπό τούς δορυφόρους τοῦ βασιλέως καί παρακολουθοῦσαν μέ κατάπληξη καί θαυμασμό ὅσα θαυμάσια ἐκδηλώθηκαν ἀπό τό μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Καί οἱ τέσσερις ἦταν ἐνάρετοι καί τίμιοι ἄνδρες, ἀκολουθώντας τόν νόμο τῆς συνειδήσεως. Γι’ αὐτό καί εὑρῆκαν χάρη κοντά στόν Θεό. Ὅσα εἶχαν ἀκούσει προηγουμέ-νως γιά τούς Χριστιανούς, δηλαδή γιά τή δύναμη τῆς πίστεώς τους καί τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού τούς ἐνισχύει, παρουσιάζονταν ἤδη ζωντανά ἐνώπιόν τους. Καί ἡ πίστη ἐκείνη ἔκανε τό θαῦμα της καί στίς δικές τους ψυχές. Ἡ θεότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀποκαλυ-πτόταν μπροστά στά μάτια τους. Τά νέφη τῆς εἰδωλολατρίας τους διασκορπίζονταν ἀπό αὐτά, καί ἦλθε στιγμή, κατά τήν ὁποία ἡ χριστιανική φλόγα ἀνεφλέγη ἐντός τους καί σέ περίσταση πάνδημη προέβησαν σέ ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ. Τότε τούς συνέλαβαν καί κατεβλήθησαν πολλές προσπάθειες γιά νά ἀνακαλέσουν τίς ὁμολο-γίες τους. Ἀρνήθηκαν ἐπανειλημμένως καί ὁριστικά. Τότε διατά-χθηκε ὁ θάνατός τους. Ἔσχισαν τά πλευρά τους, εἰσήγαγαν ἀναμμέ-νες λαμπάδες στίς ἀνοιχτές πληγές, ὁ καπνός τῶν ὁποίων τούς κατέπνιγε, ἀλλά οἱ ἡρωϊκοί ὁμολογητές ἔμεναν μέ σταθερή τή γνώ-μη. Τά ἀξιώματα τούς ἐφαίνονταν ὄχι πλέον μάταια, ἀλλά ἄτιμα, καθώς προέρχονταν ἀπό ἄρχοντες διῶκτες τῆς ἀληθινῆς πίστεως. Καί τό νά πεθάνουν γιά τόν Χριστό, προσδοκώντας ἀνάσταση νε-κρῶν, ἦταν γι’ αὐτούς ἡ ἀνατολή τῆς πιό χαρούμενης καί τῆς πιό λαμπρῆς ζωῆς. Τέλος τούς ἔριξαν στή φωτιά καί μέσα στίς φλόγες της ἐκοσμήθηκαν μέ ἀμάραντα μαρτυρικά στέφανα. Ἦταν τό ἔτος 303 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Θεοδώρου τοῦ Τριχινᾶ.
Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος καταγόταν ἀπό τό Βυζάντιο καί ἐγεννή-θηκε ἀπό πλούσιους καί εὐσεβεῖς γονεῖς. Ἀπό νεαρή ἡλικία ἀκολού-θησε τό μοναχικό βίο γενόμενος μοναχός στή μονή πού γι’ αὐτόν ἐκαλεῖτο μονή τοῦ Τριχινᾶ. ῾Ο Ὅσιος Θεόδωρος ὑπέβαλε τόν ἑαυτό του σέ κάθε κακουχία καί σκληραγωγία. Τό σῶμα του τό ἐκάλυπτε μέ λεπτό τρίχινο ἱμάτιο, γι’ αὐτό καί ἐπονομάσθηκε Τριχι-νᾶς. Μέ τούς σκληρούς ἀσκητικούς του ἀγῶνες ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ἀπεκά-λυπτε καί ἐξουδετέρωνε τίς ἀπάτες τῶν δαιμόνων.
Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη καί ἔλαβε τή Χάρη ἀπό τόν Θεό, ὁ τάφος του νά ἀναβλύζει μύρο πού εὐωδίαζε. ῎Ετσι, ὅσοι προσέτρεχαν ἐκεῖ μέ πίστη καί εὐλάβεια, ἐλάμβαναν τήν ὑγεία τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Θεοτίμου, ἐπισκόπου Τόμεως τῆς Ρουμανίας.
Ὁ Ἅγιος Θεότιμος ἦταν Ἐπίσκοπος Τόμεως ἤ Τόμων5 τῆς Μικρᾶς Σκυθίας κατά τά τέλη τοῦ 4ου αἰῶνος μ.Χ. Οἱ περί τόν Δού-ναβη κατοικοῦντες βάρβαροι Οὗννοι, θαυμάζοντες τήν ἀρετή τοῦ Ἁγίου, τόν ὀνόμαζαν θεό τῶν Ρωμαίων. Ὁ Ἅγιος συνέγραψε, κατά τόν Ἅγιο Ἱερώνυμο, σέ διαλόγους «Ὁμιλίας βραχείας καί κομμα-τικάς», τῶν ὁποίων ἀποσπάσματα σώζονται στά Παράλληλα τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ.
Ὁ Ἅγιος Θεότιμος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 407 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Ἀναστασίου, ἐπισκόπου Ἀντιοχείας, τοῦ Σιναῒτου.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἀναστάσιος ἀσκήτεψε στό ὄρος Σινᾶ περί τίς ἀρχές τοῦ 6ου αἰώνος μ.Χ., γι’ αὐτό καί ἀποκαλεῖται Σιναῒ-της. Ἀπό τό Σινᾶ μετέβη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἔγινε ἀπκρισάριος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξανδρείας. Ὅταν ἀπέθανε ὁ Ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας ΔόμνοςΓ΄ (546-561 μ.Χ.), ἐκλήθηκε ἀπό τόν κλῆρο καί τό λαό σέ διαδοχή αὐτοῦ. Ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστίνος(565-576 μ.Χ.), μέ τήν πρόφαση ὅτι ὁ Ἅγιος κατεσπατάλησε τήν ἐκκλησιαστική περιουσία, τόν ἐξόρισε, τό ἔτος 571 μ.Χ., στά Ἱεροσόλυμα, ὅπου παρέμεινε μελετώντας καί συγγράφοντας μέχρι τό ἔτος 593 μ.Χ., ὅταν ἐπανῆλθε στό θρόνο του καί ἐκοιμήθηκε κατά τό ἔτος 599 μ.Χ. Περί τοῦ τέλους αὐτοῦ, τό ὁποῖο οἱ Συναξαριστές ἀναφέρουν ὡς μαρτυρικό, δέν ἔχουμε θετικές πληροφορίες.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἰωάννου τοῦ Παλαιολαυρίτου.
Ὁ Ὅσιος ᾿Ιωάννης ὁ Παλαιολαυρίτης ἀγάπησε ἀπό βρεφική ἡλικία τό μοναχικό βίο. Γι᾿ αὐτό, ἀφοῦ ἐγκατέλειψε τόν κόσμο, ἔγινε μοναχός καί ὡς ἀσκητής περιφερόταν σέ ξένους τόπους, μέχρι πού ἔφθασε στά Ἱεροσόλυμα καί κατέφυγε στή μονή τοῦ Ἁγίου Χαρίτωνος. ᾿Εκεῖ δέ ὁ ῞Οσιος Ἰωάννης, ἀφοῦ διῆλθε τόν ὑπόλοιο χρόνο τῆς ζωῆς του μέ ἄσκηση καί μετάνοια, ἐκοιμήθηκε μέ ἐιρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἀθανασίου τοῦ Μετεωρίτου.
Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Μετεωρίτης, κατά κόσμον Ἀνδρόνι-κος, ἐγεννήθηκε περί τό ἔτος 1302 στήν πόλη τῶν Νέων Πατρῶν ἤ τῆς Νέας Πάτρας, τή σημερινή Ὑπάτη, κοντά στό ὄρος Μολύβιον, ἀπό γονεῖς πού ἀνῆκαν στήν ἀριστοκρατική τάξη: «…γονέων ἐπιφα-νῶν υἱός καί τῆς πατρίδος αὐτοῦ τῶν πολλῶν ὑπερεχόντων».
Ἡ μητέρα του ἀπέθανε κατά τήν ὥρα τοῦ τοκετοῦ καί μετά ἀπό λίγο χρονικό διάστημα ἀναπαύθηκε καί ὁ πατέρας του. Ἔτσι, ὁ μικρός Ἀνδρόνικος ἔχασε καί τούς δύο γονεῖς του σέ πολύ μικρή ἡλικία. Τότε εὑρῆκε συμπαράσταση, στοργή καί ἀγάπη ἀπό τόν ἀδελφό τοῦ πατέρα του, ὁ ὁποῖος ἀνέλαβε τήν κηδεμονία του, φροντίζοντας γιά ὅλα του τά ἀναγκαῖα καί γιά τή μάθηση τῶν ἱερῶν γραμμάτων.
Ὅταν τό ἔτος 1319 ἡ Νέα Πάτρα καταλήφθηκε ἀπό τούς Φράγκους, ὁ Ἀνδρόνικος αἰχμαλωτίσθηκε καί μάλιστα, χαριτω-μένος καθώς ἦταν στή μορφή, ἐκινδύνευσε νά σταλεῖ στό σπίτι τοῦ κατακτητοῦ Ἀλφόνσου Φαδρίγου σάν ζωντανό λάφυρο. Ὁ Ἀνδρό-νικος ὅμως κατάλαβε τίς προθέσεις του καί ἐσώθηκε μέ τή φυγή. Ἀφοῦ συναντήθηκε μέ τόν ἐξόριστο κηδεμόνα του, ἀπέπλευσαν μαζί καί κατέληξαν στή Θεσσαλονίκη. Μετά ἀπό λίγο καιρό ἀπέ-θανε ὁ θεῖος του, ἄρρωστος ἀπό βαρειά ἀρθρίτιδα, στή μονή τοῦ Ἀκαπνίου στή Θεσσαλονίκη. Ἔτσι, ὁ νεαρός Ἀνδρόνικος, τό ἔτος 1319 (σέ ἡλικία 16-17 ἐτῶν), μένει γιά τρίτη φορά ὀρφανός, χωρίς κανένα προστάτη καί προκειμένου νά ἐξοικονομήσει τά ἀναγκαῖα γιά τή διαβίωσή του, προσελήφθη στήν ὑπηρεσία ἑνός γραμματέως βασιλικῶν ὁρισμῶν στή Θεσσαλονίκη. Ἡ μεγάλη του ἀγάπη γιά τά γράμματα ἀφ’ ἑνός καί ἡ ἔλλειψη χρημάτων ἀφ’ ἑτέρου τόν ἀναγκά-ζουν νά πηγαίνει στά σχολεῖα τῶν διδασκάλων καί καθισμένος ἔξω ἀπό τήν πόρτα νά παρακολουθεῖ τά μαθήματα.
Ἡ ροπή του πρός τόν ἀσκητισμό καί ἡ ἀναζήτηση τῆς ἀπερί-σπαστης ἐπικοινωνίας μέ τόν Θεό τόν ὁδήγησαν στό Ἅγιον Ὄρος. Νεαρός, ὅμως καθώς ἦταν καί ἀγένειος δέν ἔγινε δεκτός ἀπό τούς πατέρες. Παρ’ ὅλα αὐτά ὅμως δέν ἐκάμφθηκε. Παίρνοντας τήν εὐχή τῶν πατέρων πῆγε στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἀσπάσθηκε τούς ἱερούς ναούς καί τά τίμια λείψανα τῶν Ἁγίων. Συγκατοίκησε μέ δύο μοναχούς, οἱ ὁποῖοι διαβλέποντας τά ἐξαιρετικά καί σπάνια χαρίσματα τοῦ νέου, ὁ ὁποῖος ἔμοιαζε μέ παιδαριογέροντα, τοῦ πρότειναν νά μείνει στό ἡσυχαστήριό τους καί νά τόν κάνουν προεστῶτα. Ὁ ἴδιος ὅμως μέ ταπείνωση ἀρνήθηκε.
Στήν Κωνσταντινούπολη συναναστράφηκε μέ κορυφαῖες ἐκκλησιαστικές προσωπικότητες, πού ἐπηρέασαν τή ζωή του, ὅπως τόν Ὅσιο Γρηγόριο τόν Σιναΐτη, τόν πατέρα τῆς νηπτικῆς θεολο-γίας, τόν Δανιήλ τόν Ἡσυχαστή, τόν Ἰσίδωρο, ὁ ὁποῖος μετέπειτα, ὡς Οἰκουμενικός Πατριάρχης (1347-1350), ὑπεστήριξε τόν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ καί κατόπιν τόν κατέστησε Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης, καί πολλούς ἄλλους Ἁγίους Πατέρες, ἀπό τούς ὁποίους ὠφελήθηκε πνευματικά καί ὡς «μέλιττα συλλέγει τά καί-ρια».
Στή συνέχεια, μᾶλλον γιά βιοποριστικούς λόγους, μετέβη στήν Κρήτη γιά ὁρισμένο χρονικό διάστημα. Ἐκεῖ ἐγνωρίσθηκε μέ κά-ποιον φιλάνθρωπο Κρητικό, ὁ ὁποῖος ἐκτιμώντας τίς ἀρετές του ἐσκέφθηκε νά τόν παντρέψει μέ τή θυγατέρα του. Ὁ Ἀνδρόνικος ὅμως καταλαβαίνοντας τίς βλέψεις του καί γιά νά μήν ἐμπλακεῖ «ταῖς τοῦ βίου πραγματείας», ἐγκατέλειψε ἀμέσως τήν Κρήτη, συνάμα καί τήν κοσμική ζωή, καί ἐπέστρεψε καί πάλι στό Ἅγιον Ὄρος, γιά νά ἀφιερωθεῖ ἐξ ὁλοκλήρου στόν Ἰησοῦ Χριστό «ὡς καλός στρατιώτης Ἰησοῦ Χριστοῦ», διότι ἐπίστευε ὅτι μόνο ἐκεῖ μποροῦσε νά βιώσει τό ἀσκητικό ἰδεῶδες.
Ἀρχικά κατέφυγε στή σκήτη τοῦ Μαγουλᾶ καί εἰδικά στήν ὀρεινή τοποθεσία τήν λεγόμενη Μηλέα. Ἐκεῖ ἔγινε δεκτός ἀπό δύο ἁγιορεῖτες ἀσκητές τόν ἱερομόναχο Γρηγόριο τόν Κωνσταντινου-πολίτη καί τόν Μωϋσῆ. Σέ ἡλικία τριάντα ἐτῶν ἔγινε ἡ ρασοφορία του ἀπό τό γέροντά του Γρηγόριο καί μετονομάσθηκε Ἀντώνιος· πολύ γρήγορα ἔγινε καί μεγαλόσχημος μοναχός παίρνοντας τό ὁρι-στικό του πιά μοναχικό ὄνομα Ἀθανάσιος, μέ τό ὁποῖο ἔγινε γνω-στός καί ἐπέρασε μέσα στό χορό τῶν Ὁσίων τῆς Ἐκκλησίας, καθώς καί τῶν ὑψηλῶν ἀναστημάτων τοῦ Ὀρθοδόξου μοναχισμοῦ, καί εἰδικότερα στήν ἱστορία τοῦ μετεωρίτικου μοναχισμοῦ.
Ὁ Ἀθανάσιος κατά τήν παραμονή του στό Ὄρος ἀσκήθηκε στίς κατά Θεόν ἀρετές, στήν προσευχή, στήν ὑπακοή καί στήν ὑποταγή, ἀντιμετωπίζοντας τίς δοκιμασίες καί τίς διάφορες κακου-χίες ἀγόγγυστα καί ὑπομονετικά.
Τίς σκληρές μά ἥσυχες στιγμές τῆς ἀσκητικῆς του ζωῆς ἦλθαν νά ταράξουν οἱ ληστρικές ἐπιδρομές τῶν Ἀγαρηνῶν Τούρκων καί οἱ ἄγριες διώξεις ἐναντίον τῶν κατοίκων τῶν Ἀθωνικῶν παραλίων. Ἐξ αἰτίας αὐτῶν τῶν γεγονότων οἱ μοναχοί ἀναγκάσθηκαν νά ἐγκαταλείψουν τό Ἅγιον Ὄρος καί νά καταφύγουν σέ μέρος ἀσφα-λέστερο. Ὁ μέν Μωϋσῆς μετέβη στή μονή τῶν Ἰβήρων, ὁ δέ Ἀθανά-σιος μαζί μέ τό γέροντα καί θεῖο του Γρηγόριο καί μέ ἕναν ἄλλο μοναχό Γαβριήλ κατέφυγαν πρός τά δυτικά μέρη τῆς Ἑλλάδος.
Ἀφοῦ ἐπέρασαν ἀπό τή Θεσσαλονίκη ἔφθασαν στή Βέροια, πόλη καλῶς τειχισμένη, ὅπου πολλοί ἐπιφανεῖς ἠθέλησαν νά κρα-τήσουν κοντά τους τούς ἁγιορεῖτες ἀσκητές καί νά τούς προσφέ-ρουν τά ἀναγκαῖα γιά τή συντήρησή τους. Παρ’ ὅλα αὐτά ὅμως δέν ἐδέχθησαν, κυρίως γιατί ὁ Ἀθανάσιος ἀποστρεφόταν τήν κοσμική καί πολυθόρυβη ζωή τῶν πόλεων καί ἐπιζητοῦσε χῶρο ἰδανικό γιά ἄσκηση, ἀπομόνωση καί ἡσυχία.
Μετά ἀπό κάποια ἀγνώστου χρόνου παραμονή τῶν δύο Ὁσίων στή Σκήτη τῆς Βεροίας, στή μονή τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ἐπορεύθησαν πρός τόν Ἐπίσκοπο Σερβίων Ἰάκωβο. Κατόπιν, μέ ὑπόδειξη τοῦ ἐν λόγῳ Ἐπισκόπου Ἰακώβου, κατέφυγαν στούς θεό-κτιστους Θεσσαλικούς βράχους τῶν Σταγῶν.
Φθάνοντας περί τό 1333-1334 στόν τόπο ἐκεῖνο εὑρῆκαν μέν τούς λίθους, ὅπως τούς εἶχε περιγράψει ὁ Ἰάκωβος, ἀλλά «οὐκ ἦν τις ὁ κατοικῶν ἐν αὐτοῖς, πλήν γυπῶν καί κοράκων». Ἕνας μόνον λίθος ἀπ’ αὐτούς, ὁ πιό γειτονικός πρός τήν πόλη τῶν Σταγῶν, εἶχε κατοικηθεῖ παλιότερα κατά τήν παράδοση ἀπό κάποιον βοσκό, ὁ ὁποῖος μεταμόρφωσε ἕνα κοίλωμα τοῦ βράχου σέ λαξευτό ναό τῶν Ταξιαρχῶν καί μετονόμασε τό βράχο Στύλο. Σ’ αὐτόν τό λίθο λοιπόν πηγαίνοντας ὁ Ἀθανάσιος μέ τόν γέροντά του Γρηγόριο εὑρῆκαν μέσα ἕναν ἡλικιωμένο μοναχό, ὀνομαζόμενο Τρυφερό, καί ἐκεῖ ἐγκαταστάθηκαν.
Ὁ γέροντας Γρηγόριος βλέποντας τή σκληρότητα τοῦ τόπου ἠθέλησε νά φύγει καί νά γυρίσει πίσω. Ὁ Ἀθανάσιος ὅμως, ἀντι-λαμβανόμενος τίς προθέσεις του, τόν ἐνεθάρρυνε. Ἐπειδή ὅμως πολύς θόρυβος ἔφθανε ἐκεῖ ἀπό τήν πόλη, καθώς αὐτό τό μέρος τοῦ Στύλου ἦταν κοντά της, μέ τή συγκατάθεση τοῦ γέροντος κατέβηκε σέ ἐρημικότερο μέρος τοῦ βράχου, ὅπου καί ἐγκαταστάθηκε. Ἐκεῖ ὁ Ἀθανάσιος ἡσύχαζε τίς ἕξι ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος καί ἀνέβαινε στό Στύλο μόνο κάθε Κυριακή γιά τήν ἀγρυπνία· ἀφοῦ μετελάμβανε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καί ἔτρωγε στήν κοινή τράπεζα, κατέ-βαινε καί πάλι κάτω στό κελλί του.
Μετά ἀπό μικρό διάστημα παραμονῆς του ἐκεῖ, κάποια νύκτα ἐδέχθηκε ἐπίθεση ληστῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπίστευαν ὅτι κάτι θά εὕρισκαν νά ἁρπάξουν ἀπό τό κελλί του. Ἐκεῖ ὅμως δέν ὑπῆρχε τίποτε ἄλλο παρά μόνο λίγο λάδι καί λίγα ξερά ψωμιά. Τούς ληστές τότε ἀντιλήφθηκε ἀπό ψηλά ἕνας ἄλλος ἀδελφός, Βαρλαάμ ὀνομαζό-μενος, ὁ ὁποῖος τούς ἔδιωξε μέ τή σφενδόνα του, ὅπως τούς λύκους.
Στή συνέχεια ὁ Ἀθανάσιος, προκειμένου νά εὑρίσκεται μακριά ἀπό ληστές καί νά ἡσυχάζει ἀπερίσπαστα, ζητεῖ εὐλογία ἀπό τό γέροντά του γιά ν’ ἀνεβεῖ στόν Πλατύλιθο, δηλαδή στό σημερινό βράχο τοῦ Μεγάλου Μετεώρου. Σ’ αὐτόν λοιπόν τό βράχο, «τόπον ἀναχωρητικόν, πέτραν εἰς αἰθέριον ὕψος ἠρμένην», ἀνέβηκε γύρω στά 1343-1344 ὁ Ἀθανάσιος καί ἐγκαταστάθηκε ὁριστικά πιά, ποθώντας τήν ἀνεύρεση περισσότερης ἡσυχίας καί τήν τελειότερη ἄσκηση.
Ἀρχικά ὁ Ἀθανάσιος ἔμεινε μόνος του σέ μιά σπηλιά τοῦ βρά-χου. Λίγο ἀργότερα ἐδέχθηκε καί δύο ἄλλους ἀδελφούς, γιά νά συγκατοικήσουν μέ αὐτόν, σύμφωνα μέ τόν ὅρο πού τοῦ εἶχε θέσει ὁ γέροντάς του. Τόν ἕνα ἀπό αὐτούς, τόν Ἰάκωβο, τόν ἔστειλε στόν Ἐπίσκοπο καί τόν ἐχειροτόνησε ἱερέα. Στό βράχο ὁ Ὅσιος ἀσκητής ἐδημιούργησε πρόχειρη τήν κατοικία του καί ὀργάνωσε τήν πρώτη συστηματική μοναστική κοινότητα τῶν Μετεώρων. Πρῶτα ὅμως, οἰκοδόμησε ναό τῆς Θεομήτορος, τῆς Παναγίας τῆς Μετεωρίτισσας Πέτρας, στήν ὁποία ἀφιέρωσε καί τή μονή.
Μέ δαπάνη κάποιου τοπικοῦ ἄρχοντα ὁ Ἀθανάσιος διευκό-λυνε τόν τρόπο ἀνόδου στό βράχο μέ τή δημιουργία στοᾶς καί τήν ἐλάττωση τῶν βαθμίδων τῆς κλίμακος. Τό γεγονός αὐτό φανερώνει ἐπίσης τήν ἐπίδραση, τήν πνευματική ἀκτινοβολία καί αἴγλη πού ἀσκοῦσε ὁ Ἀθανάσιος καί στούς πολιτικούς ἄρχοντες τῆς περιοχῆς.
Μέ τή χρηματική συνεισφορά κάποιου Τριβαλλοῦ, δηλαδή Σέρβου μεγιστάνα, καί μέ τή βοήθεια τῶν συμμοναστῶν του, ὁ Ἀθα-νάσιος οἰκοδόμησε ἄλλον ὡραιότατο ναό, πρός τιμήν τοῦ Μεταμορ-φωθέντος Σωτῆρος Χριστοῦ. Μέ τήν πάροδο ὅμως τῶν χρόνων καί μέ τήν καθημερινή αὔξηση τῶν μοναχῶν ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος διαπίστωσε, ὅτι τό νά ζεῖ ὁ καθένας ἀνεξάρτητα καί νά φροντίζει μόνος του τόν ἑαυτό του θά εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα ὄχι τήν ὁμόνοια, ἀλλά τή διχόνοια καί τή φιλονικία. Γι’ αὐτό τό λόγο ἀπεφάσισε νά ἐπιβάλει στούς ἀδελφούς, πού εἶχε στήν ὑποταγή του, κοινοβιακό τύπο ζωῆς μέ αὐστηρό μοναστικό κανονισμό.
Ἡ φήμη τοῦ ἡσυχαστοῦ Ὁσίου Ἀθανασίου ἦταν τόσο μεγάλη, ὥστε καί γεροντάδες ἦλθαν μέ τή συνοδεία τους νά ὑποταχθοῦν σ’ αὐτόν. Αὐτοί ὑπῆρξαν ὁ ἁγιορείτης ἱερομόναχος, ὁ πνευματικότα-τος Ἰγνάτιος, ὁ ὁποῖος μέ πέντε ἄλλους μαθητές του ἦλθε καί ἔμεινε κοντά στόν Ἀθανάσιο καί ὁ πνευματικός Ἀγάθων, πού πρίν ὑπῆρξε συμμοναστής του στό Ἅγιον Ὄρος. Ὅλοι τους διακρίθηκαν γιά τήν ἀγάπη, τήν ὑπακοή καί τήν ὑποταγή, τόσο πρός τόν Ὅσιο Ἀθανά-σιο, ὅσο καί μεταξύ τους.
Μετά ἀπ’ αὐτές τίς τελευταῖες του νουθεσίες καί τήν παρά-ταση τῆς ἀσθένειάς του γιά σαράντα περίπου ἡμέρες, σέ ἡλικία 78 ἐτῶν, ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη, περί τό ἔτος 1380, συναριθμούμενος καί αὐτός στή χορεία τῶν μεγάλων Ὁσίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἰωάσαφ τοῦ Μετεωρίτου.
Δεύτερος κτίτορας τῆς μονῆς τοῦ Μεγάλου Μετεώρου καί διάδοχος τοῦ Ὁσίου Ἀθανασίου ὑπῆρξε ὁ «Ἰωάννης Οὔρεσης Παλαιολόγος, ὁ διά τοῦ θείου καί ἀγγελικοῦ σχήματος ἐπικληθείς Ἰωάσαφ μοναχός». Δυστυχῶς δέν εὑρέθηκε βιογραφία τοῦ Ἁγίου Ἰωάσαφ τοῦ Μετεωρίτου καί ὅλες τίς πληροφορίες πού ἔχουμε γι’ αὐτόν τίς ἀντλοῦμε ἀπό τή βιογραφία τοῦ Ὁσίου Ἀθανασίου καί ἀπό διάφορα ἐπίσημα ἔγγραφα.
Ὁ Ἰωάννης-Ἰωάσαφ ὁ Μετεωρίτης ἦταν υἱός τοῦ Ἑλλη-νοσέρβου βασιλέως Ἠπείρου καί Μεγάλης Βλαχίας, δηλαδή Θεσσα-λίας, μέ ἕδρα τά Τρίκαλα, Συμεών Οὔρεση Παλαιολόγου (1359-1370). Ἡ μητέρα του, Θωμαΐς, ἦταν θυγατέρα τοῦ δεσπότου τῆς Ἠπείρου Ἰωάννου Β΄ Ὀρσίνη (1323-1335) καί ἀδελφή τοῦ μετέπειτα δεσπότου τῆς Ἠπείρου Νικηφόρου Β΄ Ὀρσίνη.
Ὁ Ἰωάννης ἐγεννήθηκε κατά τό 1349-1350. Ἀπό τή μητέρα του συγγένευε μέ τή βυζαντινή αὐτοκρατορική οἰκογένεια τῶν Πα-λαιολόγων, ἐκ τῶν ὁποίων διετήρησε καί τό ἐπώνυμο. Ἡ γιαγιά του, ἡ Μαρία Παλαιολογίνα, δισέγγονη τοῦ βυζαντινοῦ αὐτο-κράτορος Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου (1259-1282) ἀπό τόν πατέρα της Ἰωάννη Παλαιολόγο, καί ἐγγονή ἀπό τή μητέρα της Εἰρήνη, τοῦ ὑψηλοῦ ἀξιωματούχου Θεοδώρου Μετοχίτη, κτίτορος τῆς περιώνυ-μης μονῆς τῆς Χώρας στήν Κωνσταντινούπολη, εἶχε νυμφευθεῖ τόν παπποῦ τοῦ Ἰωάννου-Ἰωάσαφ, τό Σέρβο βασιλέα Στέφανο Γ΄ Οὔρε-ση (1321-1331). Ἀκόμη ὁ Ἰωάννης εἶχε καί ἕνα νεότερο ἑτεροθαλή ἀδελφό, τόν Στέφανο, καί μία ἀδελφή, τήν Μαρία Ἀγγελίνα Κομνη-νή Δούκαινα Παλαιολογίνα, νυμφευμένη μέ τό δεσπότη τῶν Ἰωαννίνων Θωμᾶ Πρελιούμποβιτς.
Τό 1359-1360 ὁ Ἰωάννης Παλαιολόγος ἀναγορεύθηκε στήν Καστοριά συναυτοκράτορας τοῦ πατέρα του, σέ ἡλικία μόλις 10 ἐτῶν. Περί τό 1370 ἀπέθανε ὁ πατέρας του, ὁ Συμεών Οὔρεσης, καί ὁ Ἰωάννης τόν διαδέχθηκε στήν ἐξουσία. Δέν ἐκυβέρνησε ὅμως γιά πολύ. Σύντομα ἐγκατέλειψε τά ἀνώτατα κοσμικά ἀξιώματα ἀνταλ-λάσοντας τή βασιλική πορφύρα μέ τόν τρίχινο σάκκο τοῦ μοναχοῦ. Ἀρνήθηκε τό βασιλικό στέμμα γιά τήν ἀγάπη τοῦ ἀκανθοστεφανω-μένου Βασιλέως Χριστοῦ, παραδίδοντας, τή διοίκηση τῆς Θεσσα-λίας στόν Καίσαρα Ἀλέξιο Ἄγγελο Φιλανθρωπηνό. Ὥστε λοιπόν, τόν Νοέμβριο τοῦ 1372 καί πρίν ἀπό τόν Ἰούνιο τοῦ 1373, ὁ Ἰωάννης Οὔρεσης ὁ Παλαιολόγος, σέ ἡλικία περίπου εἴκοσι δύο ἐτῶν, κατέφυγε στή μονή Μεταμορφώσεως τοῦ Μετεώρου, ὅπου ἐδέχθηκε τό μοναχικό σχῆμα καί μετονομάσθηκε Ἰωάσαφ, συνα-σκούμενος δίπλα στόν Ὅσιο Ἀθανάσιο τόν Μετεωρίτη.
Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος λίγο πρίν ἀπό τήν κοίμησή του, σύμφω-να μέ τά ἀναφερόμενα στό βίο του, ἐκτιμώντας τήν προσωπικότητα τοῦ Ὁσίου Ἰωάσαφ, καί ἔχοντας σύμφωνους τούς ὑπόλοιπους ἀδελφούς, τοῦ παρεχώρησε κάθε ἐξουσία καί δικαιοδοσία καθι-στώντας τον διάδοχό του.
Μετά ἀπό μικρό χρονικό διάστημα ὁ Ὅσιος Ἰωάσαφ γιά ἄγνωστους λόγους ἐγκατέλειψε τό μοναστήρι μεταναστεύοντας στή Θεσσαλονίκη. Τό γεγονός αὐτό πρέπει νά συνέβη περί τό 1379-1380.
Λίγο μετά τήν κοίμηση τοῦ Ὁσίου Ἀθανασίου ξαναγύρισε στή μονή τοῦ Μετεώρου, ὅπου καί ἀνέλαβε τά καθήκοντα ὡς διάδοχός του, σύμφωνα μέ τήν ἐπιθυμία τοῦ Ὁσίου πνευματικοῦ του πατέρα, ὁ ὁποῖος στίς τελευταῖες του παραγγελίες καί ὑποθῆκες πρός τούς ἀδελφούς τῆς μονῆς συμπλήρωσε γιά τόν Ὅσιο Ἰωάσαφ, πού τότε ἀπουσίαζε: «Ἐπειδή διά τήν ἡμετέραν ἁμαρτίαν ἐξῆλθε τοῦ κελλίου ὁ κῦρις Ἰωάσαφ καί οὐκ ἐνέμεινε μεθ’ ἡμῶν καθά συνέταξεν, ὅμως, ὅταν ἐπιστρέψῃ ἐνταῦθα καί στέρξῃ τά συντα-γέντα, ἵνα πολιτεύηται κατά τήν ἀκολουθίαν τοῦ τυπικοῦ τοῦ κελλιοῦ, ἄς εἶναι, ἐλπίζω γάρ ὅτι ἐπιστρέψει πάλιν, καί ἄς ἄρχῃ γοῦν καί ἀποδότε αὐτῷ πάντες οἱ εὑρισκόμενοι πᾶσαν ὑποταγήν καί εὐπείθειαν».
Στά τέλη Δεκεμβρίου τοῦ 1384 καί στίς ἀρχές Ἰανουαρίου τοῦ 1385 ὁ Ὅσιος Ἰωάσαφ γιά οἰκογενειακούς λόγους πῆγε στά Ἰωάν-νινα. Μετά τή δολοφονία τοῦ Θωμᾶ Πρελιούμποβιτς (23 Δε-κεμβρίου 1384), τοῦ δεσπότου τῆς πόλεως αὐτῆς, ἀνακήρυξαν οἱ ὑπήκοοι τοῦ δεσποτάτου κυβερνήτρια τῆς δεσποτείας τῆς Ἠπείρου τή σύζυγό του καί ἀδελφή τοῦ Ἰωάσαφ, Μαρία Ἀγγελίνα.
Ἔτσι, κατόπιν προσκλήσεως ὁ Ὅσιος Ἰωάσαφ μετέβη στά Ἰωάννινα προκειμένου νά στηρίξει τήν ἀδελφή του στή διακυβέρνη-ση τοῦ κράτους.
Μέ βάση τίς πληροφορίες πού μᾶς παρέχει ἡ βιογραφία τοῦ Ὁσίου Ἀθανασίου, ἐπεξέτεινε σέ μῆκος καί σέ ὕψος καί ἀνοικοδό-μησε λαμπρότερο τόν ἀρχικό ναό τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆ-ρος, πού εἶχε ἀνεγείρει ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος.
Στά τέλη τοῦ 1393 – ἀρχές τοῦ 1394 ἔγινε ἡ εἰσβολή τῶν Τούρ-κων στή Θεσσαλία καί ἡ κατάληψή της ἀπό τό Σουλτάνο Βαγιαζίτ Α΄. Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ τοῦ γεγονότος ὁ Ὅσιος Ἰωάσαφ μαζί μέ τόν ἱερομόναχο Σεραπίωνα καί τούς μοναχούς Φιλόθεο καί Γεράσιμο κατέφυγαν στό Ἅγιον Ὄρος καί ἐγκαταστάθηκαν στή μονή Βατο-παιδίου. Ἐκεῖ, σύμφωνα μέ ἐπίσημο ἔγγραφο τῆς μονῆς τοῦ Μεγά-λου Μετεώρου, στίς 17 Ὀκτωβρίου 1394, συγκρότησε ἀδελφᾶτα καί τοῦ παραχωρήθηκαν δύο κελλιά δίδοντας μάλιστα ὡς ἀντάλλαγμα καί ἕνα χρυσό σταυρό.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάσαφ ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη κατά τά ἔτη 1422-1423.
† Τῆ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἀλεξάνδρου, τοῦ ἐκ Ρωσίας.
Ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος τοῦ Ὄσεβεν, κατά κόσμον Ἀλέξιος, ἐγεννήθηκε στίς 17 Μαρτίου 1427 στήν περιοχή Βυζεοζέρο τῆς Ρω-σίας ἀπό τήν οἰκογένεια τοῦ Νικηφόρου καί τῆς Φωτεινῆς Ὄσεβεν.
Ὁ Ἀλέξιος ἦταν ὁ τελευταῖος ἀπό τά πέντε παιδιά καί ἦλθε στόν κόσμο χάρη στίς διακαεῖς προσευχές τῶν γονέων του. Ἡ Παναγία Παρθένος καί ὁ Ἅγιος Κύριλλος τῆς Λευκῆς Λίμνης εἶχαν ἐμφανισθεῖ στή μητέρα του καί τῆς εἶχαν ὑποσχεθεῖ τή γέννηση ἑνός παιδιοῦ. Ἄν καί ὁ Ἀλέξιος ἦταν ὁ μικρότερος υἱός, οἱ γονεῖς του ἤλπιζαν ὅτι αὐτός πού θά τούς συμπαραστεκόταν στά γηρατειά τους. Φθάνοντας στήν ἐφηβεία ὁ Ἀλέξιος ἔμαθε νά διαβάζει καί νά γράφει, προετοιμαζόμενος νά γίνει ἕνας πολυμήχανος κτηματίας. Σέ ἡλικία δέκα ὀκτώ ἐτῶν οἱ γονεῖς του ἐπεχείρησαν νά τόν παντρέ-ψουν, διαλέγοντας μία πλούσια ὑποψήφια σύζυγο, ἀλλά ὁ Ἀλέξιος ἀπέσπασε τήν ὑπόσχεσή τους νά πάει νά προσευχηθεῖ στό μονα-στήρι τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου πρίν νυμφευθεῖ. Ἐκεῖ πλέον ἔμεινε.
Ἔχοντας παρατηρήσει τήν ταπείνωση τοῦ νεαροῦ δόκιμου, ὁ ἡγούμενος τοῦ πρότεινε νά γίνει μοναχός, ἀλλά ὁ Ἀλέξιος ἀρνήθη-κε, θέλοντας προηγουμένως νά δοκιμάσει ὁ ἴδιος τόν ἑαυτό του. Ἔτσι, ὁ Ὅσιος ἔζησε ἕξι χρόνια σέ ὑπακοή καί σέ διακονία τῆς μοναστικῆς κοινότητος, μελετώντας τίς Γραφές καί τά ἔργα τῶν Ἁγίων Πατέρων. Μετά ἀπό αὐτή τή μακρά περίοδο ἐκάρη μοναχός καί ἔλαβε τό ὄνομα Ἀλέξανδρος.
Στό μεταξύ οἱ γονεῖς του εἶχαν μεταφερθεῖ στό χωριό τοῦ Βολόσοβο, τριάντα χιλιόμετρα μακριά ἀπό τήν πόλη Καργκοπόλ, στά περίχωρα τοῦ ποταμοῦ Ὀνέγκα. Ὁ πατέρας τοῦ Ὁσίου, Νικη-φόρος, μέ τήν ἄδεια τοῦ ἄρχοντος τοῦ Νόβγκοροντ Ἰωάννου, εἶχε ἱδρύσει ἕνα χωριό, τό ὁποῖο στή συνέχεια ὀνομάστηκε Ὄσεβεν, στίς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Κουργιούγκα.
Ὁ μοναχός Ἀλέξανδρος ἐζήτησε ἀπό τόν ἡγούμενο τήν ἄδεια νά συναντήσει τούς γονεῖς του, ἐπιθυμώντας νά τούς ζητήσει τή συγχώρεση καί τήν εὐλογία τους γιά τόν ἀναχωρητικό βίο πού ἐπέλεξε. Ὁ ἡγούμενος δέν ἔδωσε ἀμέσως τήν ἄδεια στό νεαρό μονα-χό, ἐπισημαίνοντάς του τούς κινδύνους τῆς μοναχικῆς ζωῆς, ἀλλά ὁ Ἀλέξανδρος ἐζήτησε νά τόν ἀφήσει νά φύγει. Ἐφοβόταν πράγματι μήπως ἐκπέσει στήν ἁμαρτία τῆς ἀλαζονείας, ἀφοῦ ἤδη ἀπελάμβανε φήμης ἀσκητοῦ ἀνάμεσα στούς ἀδελφούς. Τελικά ὁ Ὅσιος Ἀλέ-ξανδρος ἔλαβε τήν εὐλογία.
Εὐτυχισμένος ἀπό τή συνάντηση μέ τό υἱό του, ὁ πατέρας του Νικηφόρος τοῦ πρότεινε νά ἐγκατασταθεῖ κατά μῆκος τοῦ ποταμοῦ Κουργιούγκα καί τοῦ ὑποσχέθηκε νά τόν βοηθήσει στήν κατασκευή μιᾶς μονῆς μέσα στήν ἔρημο. Ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος ἐδέχθηκε καί ἔστησε σέ ἕνα τόπο σταυρό ὡς σημεῖο ἱδρύσεως τοῦ μελλοντικοῦ μοναστηριοῦ καί ὑποσχέθηκε νά παραμείνει σ’ αὐτό μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του.
Ὅμως ἐπέτρεψε στή μονή τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου, ὅπου διακό-νησε γιά λίγο καιρό στήν κουζίνα, στό ἀρτοποιεῖο, στή χορωδία καί στή συνέχεια ἐχειροτονήθηκε διάκονος. Τότε ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος πῆγε στόν ἡγούμενο καί τοῦ διηγήθηκε ὅτι τρεῖς φορές ἔχει ἀκούσει μία μυστηριώδη φωνή πού τόν ἐκαλοῦσε νά κτίσει ἕνα μοναστήρι καί ὅτι εἶχε ὑποσχεθεῖ νά ζήσει σ’ αὐτό μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του. Ὁ ἡγούμενος τόν ἄφησε νά φύγει, ἀφοῦ τόν εὐλόγησε μέ εἰκόνες τῆς Παναγίας τῆς Ὁδηγήτριας καί τοῦ Ἁγίου Νικολάου.
Ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος καθαγίασε τόν τόπο μέ τήν εὐλογία τῶν εἰκόνων, ἄφησε τόν πατέρα του νά ἐπιβλέπει τίς ἐργασίες οἰκοδομήσεως τοῦ ναοῦ καί πῆγε στόν ἐπίσκοπο τοῦ Νόβγκοροντ (1459-1470), ἀπό τόν ὁποῖο ἐχειροτονήθηκε πρεσβύτερος καί ἐτοπο-θετήθηκε ἡγούμενος τοῦ νέου μοναστηριοῦ.
Οἱ ἰδιοκτῆτες τῶν γειτονικῶν κτημάτων ἦσαν πρόθυμοι νά δωρίσουν στό μοναστήρι ὅλα τά ὅμορα κτήματα, ἀλλά ὁ ἡγούμενος ἐδέχθηκεε μόνο τά ἀπαραίτητα γιά τίς ἀνάγκες τῆς κοινότητος. Ὅταν ἐπερατώθηκε ὁ ναός, καθαγιάσθηκε πρός τιμήν τοῦ Ἁγίου Νικολάου.
Μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου γύρω ἀπό τόν Ὅσιο συγκεντρώ-θηκε μία κοινότητα μοναχῶν. Ὁ Ὅσιος εἰσήγαγε αὐστηρούς κανό-νες μοναχικῆς βιοτῆς καί πολιτείας, πού συμπεριλάμβαναν ἀπόλυτη ἡσυχία στό ναό, στήν τράπεζα καί κατά τή διάρκεια τῆς ἀναγνώ-σεως τῶν Βίων τῶν Ἁγίων. Ἀπαγόρευε, ἐπίσης, νά μένει κάποιος στό κελλί του δίχως νά κάνει τίποτα. Καθόριζε τήν ἀνάγνωση Ψαλ-μῶν καί τή συνεχή ἐπανάληψη τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ κατά τή διάρκεια τῆς ἐκτελέσεως τῶν διακονημάτων.
«Ἀδελφοί», ἔλεγε συχνά ὁ Ὅσιος στούς μοναχούς του, «μήν ἀφήνετε νά σᾶς τρομάζουν οἱ δυσκολίες καί οἱ κόποι τῆς ἐρήμου. Ἐσεῖς γνωρίζετε ὅτι ὁ δρόμος, γιά νά εἰσέλθετε στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν διέρχεται μέσα ἀπό ἀγῶνες. Ἐνισχύσατε τήν ἀμοιβαία ἀγάπη καί τήν ταπείνωση. Ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη καί ἀγαπᾶ τούς ταπεινούς».
Ὅμως οἱ ἀσκητικοί ἀγῶνες ἐκλόνησαν τήν ὑγεία τοῦ Ὁσίου. Ὅταν ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος ἀρρώστησε, ἐπικαλέσθηκε τόν Ἅγιο Κύριλλο, τόν προστάτη του. Αὐτός τοῦ ἐπαρουσιάσθηκε μέ λευκό ἔνδυμα καί, ἀφοῦ ἐσταύρωσε τόν ἀσθενή, εἶπε: «Μή θλίβεσαι, ἀδελφέ, ἐγώ θά προσευχηθῶ γιά σένα καί ἡ ὑγεία σου θά ἀποκατα-σταθεῖ. Ἀλλά μήν ἀθετεῖς τήν ὑπόσχεσή σου, μήν ἐγκαταλείπεις τό μοναστήρι. Ἐγώ θά σέ βοηθήσω». Ξυπνώντας ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος διαπίστωσε ὅτι εἶχε θεραπευθεῖ. Τό ἑπόμενο πρωϊνό ἔλαβε μέρος στή Θεία Λειτουργία καί στό τέλος διηγήθηκε στήν κοινότητα τῶν μοναχῶν τή θαυματουργική ἐμφάνιση τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου.
Ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος ἔζησε ἀκόμα εἴκοσι ἑπτά χρόνια στό μοναστήρι πού ἵδρυσε καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1479.
Μετά τήν κοίμηση τοῦ Ὁσίου τό μοναστήρι ἄρχισε νά παρακ-μάζει, παρόλο πού ὁ Ὅσιος δέν ἔπαψε νά τό προστατεύει. Μιά ἡμέρα ἕνας ὑπηρέτης τοῦ μοναστηριοῦ, ὁ Μάρκος, εἶδε στόν ὕπνο του ἕνα ὅραμα: τό μοναστήρι ἔσφιζε ἀπό ζωή. Ἕνας στάρετς μέ ἄσπρα μαλλιά, πού ἦταν Ἐπίσκοπος, εὐλογοῦσε μέ ἕνα σταυρό ὅσους ἐργάζονταν σέ μία κατασκευή. Ἕνας ἄλλος στάρετς μέ μακρειά γενειάδα ἐράντιζε μέ ἁγιασμό, καί ἕνας τρίτος, μετρίου ἀναστήματος καί μέ μαλλιά ἀνοιχτά καστανά, ἐθυμιάτιζε. Τούς παρακολουθοῦσε ἀπό μακριά ἕνας τέταρτος στάρετς νεαρῆς ἡλι-κίας. Ὁ τρίτος ἀπό αὐτούς ἦταν ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος, πού ἐξήγησε ὅτι οἱ στάρετς πού ἐβοηθοῦσαν ἦταν ὁ Ἅγιος Νικόλαος καί ὁ Ἅγιος Κύριλλος, ἐνῶ ὁ νεαρός πού ἐστεκόταν χωριστά ἦταν ὁ σκευο-φύλακας τοῦ μοναστηριοῦ, ὁ Μάξιμος, πού πρίν ἀπό λίγο χρονικό διάστημα εἶχε γίνει μοναχός καί ὁ ὁποῖος στή συνέχεια, μετά ἀπό προφητεία τοῦ Ὁσίου Ἀλεξάνδρου, θά ἐγινόταν ἡγούμενος μέχρι τό ἔτος 1525 καί θά ἐκαλλιεργοῦσε στό μοναστήρι τήν παλαιά του πνευματικότητα.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Γαβριήλ, τοῦ ἐκ Πολωνίας.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Γαβριήλ ἐγεννήθηκε τό ἔτος 1684 μ.Χ. στό χωριό Ζβιέρκϊυ, πού εὑρίσκεται νότια τῆς πόλεως Μπιαλιστόκ τῆς Ἐπαρχίας Ζαμπλουντόου, κατά τήν ἐποχή πού ἐγίνονταν διωγμοί καί διακρίσεις κατά τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀπό τούς Οὐνίτες στήν Πολωνία. Ὅταν ὁ Ἅγιος ἦταν σέ ἡλικία 6 ἐτῶν, αὐτός ἀπήχθη καί ὁδηγήθηκε στήν πόλη Μπιαλιστόκ, ὅπου καί ἐμαρτύρησε, τό ἔτος 1690, ἀπό τούς ἐχθρούς τῆς Ἐκκλησίας.
Ὅταν τόν 18ο αἰώνα μ.Χ. οἱ Χριστιανοί ἄνοιξαν τόν τάφο του, εὑρῆκαν τό ἱερό λείψανό του ἔφθορο. Τό ἅγιο σκήνωμα μεταφέρθηκε στήν πόλη Μπιαλιστόκ τῆς Πολωνίας, ὅπου παρέμεινε μέχρι τόν Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ὁπότε μεταφέρθηκε στή Ρωσία, στό ναό τῆς Ὑπεραγίας Σκέπης τοῦ Γκρόντνο.
Μέ τήν εὐλογία τοῦ Ρώσου Μητροπολίτου Φιλαρέτου, στίς 21 Σεπτμεβρίου τοῦ ἔτους 1992, τό ἱερό λείψανο μετακομίσθηκε μέ τιμές καί εὐλάβεια στήν πόλη τοῦ Μπιαλιστόκ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ μετακομιδή τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Νικολάου, ἐπισκόπου Ἀχρίδος καί Ζίτσης. Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ἐγεννήθηκε στίς 23 Δεκεμβρίου 1880 στό χωριό Λέλιτς τῆς κεντροδυτικῆς Σερβίας. Ἦταν τό πρῶτο ἀπό τά ἐννέα τέκνα τῶν εὐσεβῶν ἀγροτῶν Δραγομίρου καί Αἰκατερίνης. Ἀσθενικός στή σωματική του διάπλαση καί κράση, ἐπέδειξε ἀπό μικρός τήν εὐφυῒα του, τή μεγάλη του ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τήν Ἐκκλησία καί τήν κλίση πρός τό μοναχικό βίο. Ἐσπούδασε, παρά τό γεγονός τῆς μεγάλης πτωχείας τῆς οἰκογένειάς του, στή θεολογική σχολή Βελιγραδίου, ἀνεκηρύχθηκε διδάκωρ τῆς Θεολογίας στή Βέρνη τῆς Ἑλβετίας (1908), διδάκτωρ στήν Ὀξφόρδη τῆς Ἀγγλίας (1909) καί στό Χαλλε τῆς Γερμανίας (1911). Ἐγνώριζε ἑπτά γλῶσσες, μεταξύ τῶν ὁποίων καί τήν ἑλληνική.
Ὁ Νικόλαος ἐλάτρευε τόν Θεό ἐξ ὅλης τῆς καρδίας, ἰσχύος καί διανοίας αὐτοῦ, καί ὁ Θεός τοῦ ἔδωσε στόμα καί σοφία ἀσυναγώνιστο καί ἀκαταγώνιστο. Ἐκάρτη μοναχός καί ἐχειροτονήθηκε πρεσβύτερος στή μονή Ρακόβιτσα, κοντά στό Βελιγράδι, τόν Δεκέμβριο τοῦ ἔτους 1909. Εἶχε ἀρρωστήσει βαρειά ἀπό δυσεντερία καί ἔταξε ἐάν ὁ Κύριος τόν θεραπεύσει, νά Τοῦ ἀφιερωθεῖ διά βίου μέ ὅλη του τήν ὕπαρξη, ὅπως καί ἔγινε.
Κατά τήν περίοδο 1915-1919 ἀπεστάλη στήν Ἀμερική καί στήν Ἀγγλία, γιά νά συντρέξει καί ἐνισχύσει τόν πολύπαθο Σερβικό λαό. Τό ἔτος 1919 ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Ζίτσης στήν κεντρική Σερβία καί τό ἔτος 1920 μεταφέρθηκε στήν Ἀχρίδα, ὅπου ἀνέπτυξε ἕνα τεράστιο ἱεραποστολικό, ποιμαντικό, κοινωνικό καί φιλανθρωπικό ἔργο.
Ὁ Ἐπίσκοπος Νικόλαος, παρά τήν τεράστια μόρφωσή του καί τά πολλά του χαρίσματα, διακρινόταν γιά τήν ἁπλότητα τοῦ ἤθους του, τήν καλωσύνη καί τήν ἀγάπη του. Ἡ ἀρετή, ἡ ὁποία κατ’ ἐξοχήν τόν ἐστόλιζε, ἦταν ἡ ταπείνωση. Ἡ μελέτη τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ συναναστροφή του μέ Ἁγιορεῖτες Πατέρες ἐπλού-τιζαν τήν πνευματικότητά του. Μέ τά συγγράμματά του καί τήν πνευματική του καθοδήγηση ὁ λαός ἀναγεννᾶται πνευματικά καί ὁ μοναχισμός ἀνθίζει.
Τό 1941 οἱ ἀρχές κατοχῆς τῆς χώρας του, οἱ Γερμανοί, τόν συλλαμβάνουν, τόν περιορίζουν καί τό 1944 τόν στέλνουν στό στρατόπεδο συγκεντρώσεως τοῦ Νταχάου στή Γερμανία, ὅπου ὑπέστη πάνδεινα βασανιστήρια. Ὁ δοῦλος τοῦ Κυρίου ἐβάσταζε τά στίγματα τοῦ μαρτυρίου στό σῶμα του, πού ὅλο ἦταν μία πληγή. Μάλιστα δέρμα στήν πλάτη καί στά πέλματα δέν ὑπῆρχε.
Μετά τήν ἀπελευθέρωσή του, τό Μάϊο τοῦ 1945, δέν ἠθέλησε πλέον νά ἐπιστρέψει στήν πατρίδα του. Τό τότε καθεστώς τόν ἐθεωροῦσε ἀνεπιθύμητο πρόσωπο. Πῆγε, λοιπόν, στήν Ἀμερική καί παρά τήν κλονισμένη ὑγεία του συνέχιζε τό φιλανθρωπικό καί ἱεραποστολικό ἔργο τοῦ Χριστοῦ. Ἐδίδαξε στήν ἱερατική σχολή τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Σάββα στό Λίμπερτβιλ τοῦ Ἰλλινόϊς καί ἀπό τό 1951 ἐγκαταστάθαηκε στή ρωσική μονή τοῦ Ἁγίου Τύχωνος στήν Πενσυλβάνια, ὅπου καθοδηγοῦσε τούς μοναχούς καί διηύθυνε τό θεολογικό σεμινάριο τῆς μονῆς. Οἱ δυσκολίες καί τά προβλήματα δέν τόν ἀποθάρρυναν ποτέ. Αἰσθανόταν ἔντονα τήν παρουσία τῆς Θεόας Πρόνοιας στό βίο του καί αὐτό τοῦ ἔδιδε δύναμη, ἀνδρεία καί χαρά.
Ἡ προσευχή του ἦταν ἀδιάλειπτη καί ἐρρε ὡς ποταμός τοῦ παραδείσου. Ἐπενθοῦσε ἀβίαστα καί ἔχυνε δάκρυα μετάνοιας, παρακλήσεως, μεσιτείας καί δοξολογίας. Προσευχόμενος τό πρωῒ τῆς Κυριακῆς τοῦ ἔτους 1956 στό ταπεινό κελλί του καί προετοι-μαζόμενος νά λειτουργήσει, ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τήν μνήμη του στις 5 Μαρτίου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου «Ἄξιόν ἐστιν», ἐν Καρυαῖς τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Ἡ ἱερά εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου «Ἄξιόν ἐστίν» φυλάσσεται στό ναό τοῦ Πρωτάτου στίς Καρυές τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Εἶναι ἡ ἐφέστιος τῶν ἐφεστίων εἰκόνα, τό Παλλάδιον τοῦ Ἁγίου Ὄρους, πολυτίμητη καί πολυσέβαστη ἀπό τούς Πατέρες καί μοναχούς τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί τούς εὐλαβεῖς προσκυνητές.
Τή δεύτερη ἡμέρα τοῦ Πάσχα τελεῖται στό ναό τοῦ Πρωτάτου πανηγυρική Θεία Λειτουργία καί ἀκολουθεῖ λιτανεία τῆς θαυμα-τουργοῦ εἰκόνος στά ὅρια τῆς Σκήτης τῶν Καρυῶν.
Ἡ Παναγία στήν εἰκόνα αὐτή κρατεῖ στό δεξιό βραχίονά της τόν Χριστό καί περνᾶ τό ἀριστερό χέρι κάτω ἀπό τούς πόδες ΤΡου. Σκξύβει τήν κεφαλή της καί τό ἀκουμπᾶ μέ τρυφερότητα στήν κεφαλή τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι γερμένη στόν δεξιό ὦμο. Φοράει βαθυπράσινο χιτώνα μέ χρυσές παρυφές, σκοῦρο μαφόριο μέ χρυσά κρόσσια καί πέπλο μέ χρυσδή παρυφή, διακοσμημένο μέ πολύτιμες πέτρες. Μαφόριο καί πέπλο διανθίζονται μέ ἀργυρο κονδυλιές. Ὁ Χριστός κάθεσται στήν ἀγκαλιά τῆς Παναγίας καί ἔχει τήν κεφαλή του γερμένη στόν δεξιό ὦμο. Μέ τό ἀριστερό χέρι κρατᾶ ἀπό τήν παρυφή τό πέπλο τῆς Παναγίας, ἐνῶ μέ τό ἀριστερό χέρι ἀγγίζει μισάνοικτο εἰλητάριο, πού κρατᾶ ἡ Παναγία, μέ τήν ἐπιγραφή «Πνεῦμα Κυρίου ἐπ’ ἐμέ οὐ ἕνε[κεν ἔχρισέ με εὐαγγελίσασθαι πτωχοῖς ἀπέσταλκέ με]6. Φοράει γκριζόλευκο, λεπτό ἀχειρίδωτο χιτώνα, πορτοκαλί ἐπενδύτη μέ χρυσοκονδυλιές, χωρίς μανίκια, ἀνοικτό μπροστά στό στῆθος, καί ζώνη πράσινη μέ χρυσοκονδυλιές.
Ἡ ἱερά εἰκόνα τοῦ Πρβτάτου χρονολογεῖται στό δεύτερο ἥμισυ τοῦ 14ου αἰῶνος μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρα, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Παντανάσσης, ἐν Μυστρᾷ.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!
1 Ἀριθμ. 5, 7.
2 Λουκ. 19, 1-10.
3 P.G. 2, 152- 157.
4 Κλήμεντος Ἀλεξανδρέως, Στρωματεῖς IV, 6, P.G. 8, 1248.
5 Σημερινή Κωνστάντζα τῆς Ρουμανίας.
6 Ἡσ., κεφ. 61.