τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
† Τῇ ἡμέρᾳ αὐτῇ,τήν τῆς Σαμαρείτιδος ἑορτήν ἑορτάζομεν.
Ἡ συνάντηση μὲ τὸν Χριστὸ ἐκπλήσσει τὸν ἄνθρωπο. Καὶ ὅταν ὁ ἄνθρωπος δὲν ἐκπλήσσεται, πρέπει νὰ διερωτηθεῖ, ἂν πράγ-ματι συνάντησε τὸν Χριστό, ἂν αἰσθάνθηκε τὴν ἀληθινὴ παρουσία του. Ἡ ἔκπληξη αὐτή δὲν εἶναι ἀνεξήγητη, οὔτε παράλογη, ἀλλά κατανοητὴ καὶ λογική. Εἶναι κάτι πού δημιουργεῖται ἀπὸ τὴν συ-ναντηση τοῦ φυσικοῦ μὲ τὸ ὑπερφυσικό, τοῦ σχετικοῦ μὲ τὸ ἀπόλυ-το, τοῦ πρόσκαιρου μὲ τὸ αἰώνιο.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος πού κυριαρχεῖται ἀπὸ τὸν φόβο τοῦ θανά-του συναντιέται μὲ τὸν Κύριο τῆς ζωῆς ὅταν τὸ κτίσμα ἀντικρύζει τὸν κτίστη του, ἀναδύονται ἀσύμμετρες σχέσεις, δημιουργοῦνται ἀπροσδόκητες ἐκπλήξεις. Καὶ οἱ ἐκπλήξεις αὐτές γίνονται συγκλο-νιστικότερες, ὅταν ὁ Κύριος ταπεινώνεται μπροστὰ στὸ κτίσμα, γιὰ νὰ τὸ ὑπηρετήσει. Οἱ ἐκπλήξεις μάλιστα ἐδῶ δὲν περιορίζονται στὴν φύση τῶν πραγμάτων, ἀλλά ἐπεκτείνονται καὶ σὲ λεπτομερειακὲς μορφές τους.
Στὴν συνάντηση τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν Σαμαρείτιδα πρώτη ἔκ-πληξη εἶναι ὁ ἴδιος ὁ διάλογος πού συνάπτεται μεταξύ τους. Ὁ Χριστὸς ἀπευθύνεται στὴν Σαμαρείτιδα καὶ ζητάει νερὸ γιὰ νὰ πιεῖ. Αὐτή ἐκπλήσσεται καὶ ρωτάει: «Πῶς σὺ Ἰουδαῖος ὤν παρ’ ἐμοῦ πιεῖν αἰτεῖς, οὔσης γυναικὸς Σαμαρείτιδος; Οὐ γὰρ συγχρῶνται Ἰουδαῖοι Σαμαρείταις».
Ἡ ἔκπληξη εἶναι διπλὴ ἢ μᾶλλον πολλαπλή: Πῶς ἕνας Ἰουδαῖ-ος, ὁ Ἰησοῦς, ἀπευθύνεται σὲ ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν Σαμάρεια; Ἀλλὰ καὶ ἀκόμα περισσότερο, πῶς συνομιλεῖ μὲ μιὰ γυναίκα, καὶ μάλιστα διαβεβλημένη, ὅπως καλῶς ὁ ἴδιος γνωρίζει; Καὶ τέλος, πῶς στὴν γυναίκα αὐτήν ἀποκαλύπτει τὴν ὑψηλότερη καὶ βαθύτερη ἀλήθεια τοῦ μεσσιανικοῦ του κηρύγματος;
Κάθε ἔκπληξη πού δοκιμάζουμε ὀφείλεται στὴν συνάντηση μὲ κάτι καινούργιο· στὴν φανέρωση κάποιας πραγματικότητας, κά-ποιου προσώπου, κάποιας ἀλήθειας πού ὡς τότε ἀγνοούσαμε. Ὀ-φείλεται δηλαδὴ σὲ κάποια ἀποκάλυψη. Αὐτό παρατηροῦμε καὶ στὴν περίπτωση τῆς συναντήσεως πού ἐξετάζουμε.
Ἡ Σαμαρείτιδα ἐκπλήσσεται ἀπὸ τὴν παρουσία ἑνὸς Ἰουδαί-ου, πού σπάζει τοὺς φραγμοὺς τῆς ἀκοινωνησίας μὲ τὴν φυλή της καὶ συνδιαλλέγεται μαζί της· ζητάει νερὸ γιὰ νὰ πιεῖ. Καὶ πρὶν συ-νέλθει ἀπὸ τήν ἔκπληξη αὐτή, δοκιμάζει μιὰ ἀκόμα μεγαλύτερη. Ἀκούει ὅτι αὐτός πού ζητάει τὸ νερὸ εἶναι σὲ θέση νὰ τῆς προσφέ-ρει ὁ ἴδιος «ὕδωρ ζῶν». Ἡ ἔκπληξη ὅμως αὐτή δὲν προκλήθηκε ἀπὸ κάποια νέα ἀποκάλυψη, ἀλλά ἀπὸ τὴν ἀπορία πού τῆς δημιουργή-θηκε.
-Κύριε, λέει ἡ γυναίκα, ἐσὺ δὲν ἔχεις οὔτε κουβά, καὶ τὸ πηγάδι εἶναι βαθύ. Ἀπὸ πού ἔχεις τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν;
«Ὕδωρ ζῶν» εἶναι τὸ τρεχούμενο νερό. Τὸ νερὸ τοῦ πηγαδιοῦ δὲν εἶναι τρεχούμενο. Δὲν εἶναι ἑπομένως «ὕδωρ ζῶν». Παραταῦτα ἡ Σαμαρείτιδα δὲν ἀπορεῖ γι’ αὐτό σκέφτεται ἀκόμα τὸ νερὸ τοῦ πη-γαδιοῦ. Δὲν πάει ὁ νοῦς της σὲ κάποιο τρεχούμενο νερό. Ἀλλὰ καὶ ἂν σκεφτόταν τέτοιο νερό, δὲν θὰ εἶχε καταλάβει τί ἐννοοῦσε ὁ Χριστός. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ ὁ Χριστὸς λέγοντας «ὕδωρ ζῶν» δὲν ἐννοοῦσε κάποιο τρεχούμενο νερὸ πού σβήνει προσωρινὰ τὴν σω-ματικὴ δίψα, ἀλλά νερὸ πού δημιουργεῖ στὸν ἄνθρωπο ἀστείρευτη πηγὴ αἰώνιας ζωῆς. Νερὸ πού ἀφανίζει τὸν θάνατο.
Ἡ Σαμαρείτιδα, νομίζοντας ὅτι κατάλαβε τὰ λόγια τοῦ Χρι-στοῦ, ζήτησε νὰ τῆς δώσει τὸ μαγικὸ αὐτό νερό, γιὰ νὰ λύσει τὸ κοπιαστικὸ ἔργο τῆς ὑδρεύσεώς της. «Κύριε, λέει, δῶσε μου τὸ νερὸ αὐτό, γιὰ νὰ μὴ διψῶ καὶ νὰ μὴν ἔρχομαι ἐδῶ γιὰ νὰ κουβαλῶ νε-ρό». Ἡ γυναίκα πίστεψε πώς βρῆκε μιὰ εὔκολη λύση γιὰ τὸ πρόβλη-μά της. Ὁ Χριστὸς τῆς μίλησε γιὰ νερὸ πού ἀναβλύζει μέσα ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ γίνεται πηγὴ αἰώνιας ζωῆς. Ἐκείνη φαντάστηκε νερὸ φυσικό, πού θὰ τὸ πιεῖ μιὰ φορὰ καὶ δὲν θὰ ξαναδιψάσει οὔτε θὰ χρειάζεται νὰ πηγαίνει στὸ πηγάδι γιὰ νερό.Ὅσο ὁ ἄνθρωπος περιορίζεται στὴν ἐγκοσμιότητα, δὲν μπορεῖ νὰ συλλάβει αἰώνιες ὑπερβατικὲς ἀλήθειες. Μπορεῖ νὰ ἐκπλήσσεται, νὰ ἀπορεῖ, νὰ θαυμάζει. Μπορεῖ ἀκόμα νὰ περιμένει μαγικὲς λύσεις. Ἀλλὰ παραμένει ἐγκλωβισμένος στὸν αἰσθητὸ κόσμο, δεσμευμένος ἀπὸ τὴν φυσικὴ ἀμεσότητα. Ἀσχολεῖται μὲ τὰ προβλήματα τῆς κα-θημερινότητας. Ὁ νοῦς του δὲν πηγαίνει πέρα ἀπὸ αὐτά. Δὲν λει-τουργοῦν οἱ πνευματικές του αἰσθήσεις. Ἀκόμα καὶ ἂν ἀκούσει κάτι πού ὑπερβαίνει τὴν αἰσθητή ἀμεσότητα, κάτι πού βρίσκεται πέρα ἀπὸ τὴν ἐγκοσμιότητα, τὸ ἀντιλαμβάνεται αἰσθητικὰ καὶ κοσμικά. Ἔχει ἀναζητήσεις, δοκιμάζει ἐκπλήξεις, δέχεται ἀποκαλύψεις, ἀλλά κινεῖται πάντοτε μέσα στὸν χῶρο καὶ τὸν χρόνο. Σκέφτεται, ἀντι-λαμβάνεται καὶ ζεῖ ὑποταγμένος στὸν νόμο τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θα-νάτου.
Τὸ φράγμα, στὸ ὁποῖο προσκρούει καὶ σταματᾶ κάθε σκέψη καὶ ἐνέργεια τοῦ ἀνθρώπου, κάθε ἔκπληξη πού δοκιμάζει ἢ ἀποκάλυψη πού γνωρίζει, εἶναι τὸ φράγμα τοῦ θανάτου. Καμιὰ ἀνακάλυψη, κα-μιὰ ἐφεύρεση, καμιὰ τέχνη ἢ φιλοσοφία δὲν μπορεῖ νὰ σπάσει τὸ φράγμα αὐτό. Ὅλα, ὅσα τοῦ γίνονται γνωστὰ ἢ προσιτά, βρίσκο-νται «ἐντεῦθεν» τῶν ὁρίων τοῦ θανάτου.
Ἡ ὑπέρβαση τοῦ θανάτου δὲν γίνεται μὲ τὴν λογικὴ ἢ τὴν διαλεκτική, μὲ τὴν ἐπιστήμη ἢ τὴν μαγεία. Ὅλα αὐτά ἐξυπηρετοῦν ἐνδοκόσμιες ὑποθέσεις. Ἡ ὑπέρβαση τοῦ θανάτου γίνεται μὲ τὸ θαῦμα· μὲ τὸ κατεξοχὴν θαῦμα πού εἶναι ἡ ἀνάσταση. Γι’ αὐτό ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ κατεξοχὴν ἀποκάλυψη, ἢ ἀκριβέ-στερα ἡ μόνη ἀληθινὴ ἀποκάλυψη, γιατί ἀνοίγει στὸν ἄνθρωπο μιὰ ἐντελῶς καινούργια πραγματικότητα. Γι’ αὐτό καὶ κάθε θαῦμα τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ «σημεῖον», δηλαδὴ δείκτη πού παραπέμπει τὸν ἄνθρωπο «ἐκεῖθεν» τῶν ὁρίων τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου, στὴν ἀνάσταση, στὴν αἰωνιότητα.
Ὅσο ἡ Σαμαρείτιδα συζητοῦσε μὲ τὸν Χριστό, δὲν καταλάβαινε οὐσιαστικά τὰ λόγια Του. Ἐκεῖνος μιλοῦσε στὸ ἐπίπεδο τῆς αἰώνιας ζωῆς. Αὐτή μετέφερε αὐτόματα ὅσα ἄκουε στὸ ἐπίπεδο τῆς πρό-σκαιρης ζωῆς. Δὲν ὑπῆρχε σημεῖο συναντήσεως. Τὸ σημεῖο αὐτό δημιουργήθηκε μὲ τὸ «σημεῖον»-θαῦμα, πού τῆς ἀποκάλυψε ὁ Χρι-στός. Τῆς εἶπε: «Πήγαινε, φώναξε τὸν ἄνδρα σου καὶ ἔλα ἐδῶ». Ἐκείνη ἀπάντησε: «Δὲν ἔχω ἄνδρα». Τότε τῆς εἶπε ὁ Ἰησοῦς: «Καλὰ εἶπες πῶς δὲν ἔχεις ἄνδρα. Γιατί εἶχες πέντε ἄνδρες, καὶ αὐτός πού ἔχεις τώρα δὲν εἶναι ἄνδρας σου. Ἀληθινὸ ἦταν αὐτό πού εἶπες».
Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ μετακίνησε τὴν Σαμαρείτιδα σὲ ἄλλο ἐπίπεδο. Φανέρωσε μπροστά της μιὰ νέα δυνατότητα, πού δὲν προσδιορίζε-ται ἀπὸ τὴν λογικὴ ἀναγκαιότητα. Τῆς ἄνοιξε τὴν προοπτικὴ κατά-κόρυφης θέασης καὶ ἀναφορᾶς. Τότε ἡ γυναίκα ἄφησε τὸ βιοτικὸ πρόβλημα τοῦ νεροῦ, ἢ ἀκριβέστερα τὸ ξέχασε τελείως, ὅπως φαίνε-ται ἀπὸ τὴν συνέχεια τῆς ἀφηγήσεως, καὶ ζήτησε νὰ λύσει ἕνα ἄλλο πρόβλημα, νὰ κορέσει μιὰν ἄλλη δίψα, τὴν μεταφυσικὴ δίψα της.
Λέει: «Κύριε, βλέπω ὅτι εἶσαι προφήτης. Οἱ πατέρες μας λάτρεψαν τὸν Θεὸ στὸ βουνὸ αὐτό, ἐνῶ ἐσεῖς λέτε ὅτι τὰ Ἱεροσόλυμα εἶναι ὁ τόπος, ποὺ πρέπει νὰ λατρεύεται ὁ Θεός». Καὶ τότε δέχεται τὴν μεγάλη ἀποκάλυψη: «Ἔρχεται ὥρα, καὶ ἤδη ἦρθε, ποὺ οἱ ἀληθινοὶ προσκυνητὲς θὰ λατρεύσουν τόν Πατερα «ἐν Πνεύματι καὶ Ἀλη-θεία. Πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτόν ἐν Πνεύματι καὶ Ἀληθεία δεῖ προσκυνεῖν». Ὁ ἄνθρωπος γίνεται αὐτό πού πι-στεύει καὶ λατρεύει. Ὅταν πιστεύει καὶ λατρεύει «ἐν Πνεύματι καὶ Ἀληθεία» τὸν Θεό, γίνεται καὶ αὐτός ὡς ἕνα βαθμὸ ὅμοιός του· γίνεται πνευματικὸς καὶ ἀληθινός.Τότε ξεπηδᾶ ἡ θρησκευτικὴ πίστη τῆς γυναίκας καὶ λέει: «Ξέρω ὅτι θὰ ἔρθει ὁ Μεσσίας, δηλαδὴ ὁ Χριστός. Ὅταν ἔρθει ἐκεῖνος, θὰ μᾶς τὰ ἐξηγήσει ὅλα». Καὶ ὁ Ἰησοῦς τῆς λέει: «Ἐγώ εἰμὶ ὁ λαλῶν σου».
Ἡ ἀποκάλυψη πού δέχθηκε ἡ Σαμαρείτιδα συνέπεσε μὲ μιὰ ἔκπληξη πού δοκίμασαν οἱ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ, πού ἔφτασαν τότε ἐκεῖ. Αὐτοί ἀπόρησαν, πῶς ὁ Διδάσκαλός τους μιλοῦσε μὲ τὴν γυναίκα ἐκείνη. Καὶ ἡ ἔκπληξή τους αὐτή ἦταν ἕνα χρήσιμο «σημεῖο». Ἦταν μιὰ προετοιμασία, πού θὰ τοὺς βοηθοῦσε νὰ καταλάβουν ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο πού θὰ κηρύξουν ὑπερβαίνει καὶ τὰ πιὸ αὐστηρά φυλετι-κά, κοινωνικὰ καὶ θρησκευτικὰ ὅρια.
Ὅσο ὁ ἄνθρωπος ἐπιδίδεται στὶς βιοτικές του μέριμνες, μένει προσηλωμένος στὰ ἐγκόσμια καὶ λησμονεῖ τὶς βαθύτερες ἀνάγκες του. Ὅταν ὅμως ἀπὸ κάποια αἰτία ξυπνᾶ ἡ βαθύτερη πνευματικὴ ἀνησυχία του καὶ διαπιστώνει ὅτι βρίσκει τὴν ἀπάντηση στὸ λησμο-νημένο καὶ συχνὰ ἀπωθημένο ὑπαρξιακὸ ἐρώτημα τῆς καρδιᾶς του, τότε λησμονεῖ τὶς καθημερινὲς ἀνάγκες του καὶ ἀπωθεῖ τὶς βιοτικές του μέριμνες.
«Ἄφησε ἡ γυναίκα τὴν στάμνα της ἐκεῖ, πῆγε στὴν πόλη καὶ εἶπε στοὺς ἀνθρώπους. Ἐλᾶτε νὰ δεῖτε ἕναν ἄνθρωπο πού μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκανα στὴν ζωή μου. Μήπως αὐτός εἶναι ὁ Μεσσίας;» Προφα-νῶς ἡ Σαμαρείτιδα εἶχε πεισθεῖ ὅτι αὐτός εἶναι ὁ Μεσσίας. Αὐτό ἄλλωστε ἤθελε νὰ ἀναγγείλει στοὺς συμπολίτες της. Ἤθελε νὰ τοὺς καταστήσει κοινωνοὺς τῆς μεγάλης χαρᾶς της. Ἀλλὰ καὶ ὡς ἄνθρω-πος θὰ ἤθελε ἴσως νὰ ἐπιβεβαιωθεῖ καὶ ἀπό τούς ἄλλους γιὰ τὴν ἐκπλήρωση τῆς κοινῆς προσδοκίας τους. Καὶ ἡ ἐπιβεβαίωσή της αὐ-τή ἔγινε μὲ τὴν ἐμπειρία πού ἀπεκόμισαν οἱ συμπολίτες της ἀπὸ τὴν συνάντησή τους μὲ τὸν Ἰησοῦ. Μοιρασμένη χαρά, διπλὴ χαρά. Χαρὰ πού ἀνήκει σὲ ὅλους καὶ στὸν καθένα. «Οὐκέτι διὰ τὴν σὴν λαλιάν πιστεύομεν αὐτοί γὰρ ἀκηκόαμεν, καὶ οἴδαμεν ὅτι αὐτὸς ἐστὶν ἀληθῶς ὁ Σωτὴρ τοῦ κόσμου ὁ Χριστός».
† Τῇ ἡμέρᾳ αὐτῇ, μνήμη τῶν ἁγίων ἀποστόλων Ἀνδρονίκου καί Ἰουνία.Περί τῶν Ἁγίων Ο΄ (Ἑβδομήκοντα) Ἀποστόλων μᾶς πληρο-φορεῖ τό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο στό 10ο κεφάλαιο: «Μετά δέ ταῦτα ἀνέδειξεν ὁ Κύριος καί ἑτέρους ἑβδομήκοντα καί ἀπέστειλεν αὐτούς ἀνά δύο πρό προσώπου αὐτοῦ εἰς πᾶσαν πόλιν καί τόπον οὗ ἤμελλεν αὐτός ἔρχεσθαι. Ἔλεγεν οὖν πρός αὐτούς· ὁ μέν θερι-σμός πολύς, οἱ δέ ἐργάται ὀλίγοι. Δεήθητε οὖν τοῦ κυρίου τοῦ θερι-σμοῦ, ὅπως ἐκβάλῃ ἐργάτας εἰς τόν θερισμόν αὐτοῦ. Ὑπάγετε· ἰδού ἐγώ ἀποστέλλω ὑμᾶς ὡς ἄρνας ἐν μέσῳ λύκων. Μή βαστάζετε βαλ-λάντιον, μή πήραν, μηδέ ὑποδήματα, καί μηδένα κατά τήν ὁδόν ἀσπάσησθε· εἰς ἥν δ’ ἄν οἰκίαν εἰσέρχησθε, πρῶτον λέγετε· εἰρήνη τῷ οἴκῳ τούτῳ, καί ἐάν ᾖ ἐκεῖ υἱός εἰρήνης, ἐπαναπαύεται ἐπ’ αὐ-τόν ἡ εἰρήνη ὑμῶν· εἰ δέ μήγε, ἐφ’ ὑμᾶς ἀνακάμψει…καί θεραπεύετε τούς ἐν αὐτῇ ἀσθενεῖς, καί λέγετε αὐτοῖς· ἤγγικεν ἐφ’ ὑμᾶς ἡ βασι-λεία τοῦ Θεοῦ»[1]. Τούς ἐξέλεξε ὁ Χριστός ὕστερα ἀπό τούς Δώδεκα, γιά νά βοηθοῦν τό σωτήριο ἔργο του καί νά διακονοῦν τό σχέδιο τῆς Θείας Οἰκονομίας.
Ὁ Ἀπόστολος Ἀνδρόνικος, Ἐπίσκοπος Πανονίας[2], ἀνῆκε στόν κύκλο τῶν Ο΄ († 30 ᾿Ιουλίου, † 22 Φεβρουαρίου εὕρεση ἱερῶν λειψάνων).
᾿Ιουνία(ς)· πρόκειται περί ἀνδρός Ἀποστόλου[3], τόν ὁποῖο ἀνα-φέρει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή: «ἀσπά-σασθε ᾿Ανδρόνικον καί ᾿Ιουνίαν τούς συγγενεῖς μου καί συναιχμα-λώτους μου, οἵτινές εἰσιν ἐπίσημοι ἐν τοῖς ἀποστόλοις»[4]. Δυστυχῶς στούς Συναξαριστές ἐθεωρήθηκε ὡς γυναίκα, ἐνῶ σέ πολλούς κώδι-κες γράφεται ὀρθῶς: «(᾿Ανδρόνικος) συνεπόμενον ἔχων καί τόν ὑπερθαύμαστον ᾿Ιουνίαν». Καί τό δίστιχο μαρτυρεῖ: «᾿Ιουνία(ς) τέ-θνηκε μηνί Μαΐῳ, ὅς πρῶτος ἐστίν εἰσιών ᾿Ιουνίου» († 22 Φεβρουαρίου-εὕρεση τῶν ἱερῶν λειψάνων).
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Παμφαμῆρος, Παμφυλῶνος ἤ Παμφαλῶνος καί Σολόχωνος.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Παμφαμήρ, Παμφυλών ἤ Παμφαλών καί Σολόχων κατάγονταν ἀπό τήν Αἴγυπτο καί ἄθλησαν κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Μαξιμιανοῦ (286-305 μ.Χ.). Ὑπηρε-τοῦντες στόν στρατό καί εὑρισκόμενοι στή Χαλκηδόνα, κατόπιν διαταγῆς τοῦ αὐτοκράτορος, νά ἀναζητηθοῦν οἱ Χριστιανοί στρα-τιῶτες, διετάχθησαν ὑπό τοῦ τριβούνου Καμπανοῦ νά θυσιάσουν ὅλοι στά εἴδωλα. Ὅλοι συμμορφώθηκαν μέ τή διαταγή πλήν τῶν ἀνωτέρω Ἁγίων, οἱ ὁποῖοι ἀρνήθηκαν νά πράξουν τοῦτο, ὁμολογή-σαντες τήν πίστη τους στόν Τριαδικό Θεό. Ἀμέσως συνελήφθησαν καί ὑπεβλήθησαν σέ φρικτά βασανιστήρια. Οἱ Μάρτυρες Παμφαμήρ καί Παμφυλών εὑρῆκαν μαρτυρικό θάνατο. Ὁ Μάρτυς Σολόχων, ἀφοῦ ὑπέπμεινε καί ἔλεγξε τόν Καμπανό γιά τήν ἀπάνθρωπη συμπεριφορά του, διατρυπήθηκε μέ σιδερένιο ὄργανο ἀπό τό αὐτί μέχρι τόν ἐγκέφαλο. Ἀπό τό μαρτύριο αὐτό παρέμεινε ἄνευ αἰσθή-σεων καί παράλυτος. Ἀφοῦ παραλήφθηκε ἀπό Χριστιανούς καί μεταφέρθηκε στήν οἰκία κάποιας εὐσεβοῦς χήρας, παρέδωσε τό πνεῦμα του στόν Θεό.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ἁλώσεως τῆς Ἱερουσαλήμ καί πυρπόλησις αὐτῆς ὑπό τῶν Περσῶν.Ἡ Ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύμων ἐτελοῦσε κατά τήν ἡμέρα αὐ-τή λειτουργική Σύναξη στό ναό τῆς Ἀναστάσεως, γιά τή θλιβερή ἀνάμνηση τῆς καταστροφῆς καί πυρπολήσεως τῆς Ἁγίας Πόλεως ἀπό τούς Πέρσες, τό ἔτος 614 μ.Χ. Κατά τήν ἑορτή αὐτή ἐψάλλετο ἰδιαίτερη Ἀκολουθία τῆς ὁποίας περιεσώθησαν Στιχηρά καί Κανό-νας μέχρι τῆς ζ΄ Ὠδῆς. Τήν ἅλωση τῆς Ἱερουσαλήμ ἀπό τούς Πέρσες περιέγραψε μέ λεπτομέρειες ὁ σύγχρονος αὐτῆς ἁγιοσαββίτης μο-ναχός Ἀντίοχος Στρατήγιος[5].
Ἡ ἐπίθεση τῶν Περσῶν κατά τῆς Ἱερουσαλήμ ἄρχισε στίς 15 Ἀπριλίου. Οἱ ἐχθροί εἰσέβαλαν στήν πόλη, ὅπως τά ἐξαγριωμένα ἄγρια κτήνη. Οἱ Χριστιανοί κατέφυγαν σέ σπήλαια, τάφρους, δεξαμενές καί ναούς, προκειμένου νά σωθοῦν. Οἱ κατακτητές δέν ἔδειξαν οἶκτο. Δέν ἐσεβάσθησαν οὔτε ἄνδρες, οὔτε γυναῖκες, οὔτε παιδιά, οὔτε βρέφη, ούτε νέους, οὔτε γέροντες, οὔτε μοναχούς, οὔτε κληρικούς[6]. Ὁ Βασιλέας τῶν Περσῶν Χοσρόης βοηθούμενος ἀπό 20.000 Ἰουδαίους ἐξάλειψε κάθε χριστιανικό οἰκοδόμημα καί 80.000 Χριστιανοί ἐμαρτύρησαν. Τότε μεταφέρθηκε στήν Περσία αἰχμά-λωτος ὁ Πατριάρχης καί ὁ Τίμιος Σταυρός. Ἀλλά μέ τήν ἀναχώρηση τοῦ Χοσρόη φαίνεται ὅτι ὁ Περσικός ζυγός δέν συνέχισε νά εἶναι σκληρός, διότι ὁ Ἐπίσκοπος Μόδεστος, πού ἀντικατέστησε πρό-σκαιρα τόν Πατριάρχη, κατόρθωσε νά ἀνοικοδομήσει ἔστω καί πρόχειρα τό ναό τῆς Ἀναστάσεως καί ἄλλους ναούς.
† Τῇ αὐτῆ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ἁγίας μάρτυρος Ρεστιτούτης.Ἡ Ἁγία Μάρτυς Ρεστιτούτα ἐμαρτύρησε στήν Καρθαγένη ἐπί αὐτοκράτορος Οὐαλεριανοῦ, τό ἔτος 255 μ.Χ., ἤ ἐπί αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ, τό ἔτος 304 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῆ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Ἀνδρίου, Βίκτωρος καί Βασίλλας.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἀνδρίος, Βίκτωρ καί Βασίλλα ἐμαρτύ-ρησαν στήν Ἀλεξάνδρεια ἀπό τούς εἰδωλολάτρες ἤ τοῦ αἱρετικούς Ἀρειανούς. Ὁ χρόνος τοῦ μαρτυρίου τους εἶναι ἄγνωστος.
† Τῇ αὐτῆ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Ἑραδίου, Παύλου, Ἀκυλίνου καί τῶν σύν αὐτοῖς.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἑράδιος, Παῦλος καί Ἀκυλίνος ἐμαρτύ-ρησαν, τό ἔτος 303 μ.Χ., μαζί μέ ἄλλους Χριστιανούς στήν πόλη Νυόν, κοντά στή λίμνη τῆς Γενεύης, ἐπί αὐτοκράτρος Διοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ.).
† Τῇ αὐτῆ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ματρώνου, τοῦ ἐκ Κορνουάλλης.
Ὁ Ὅσιος Ματρῶνος καταγόταν ἀπό τήν Κορνουάλλη καί ἀκολούθησε τό μοναχικό βίο. Ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 545 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῆ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Μαϊδούλφου, τοῦ ἐξ Ἀγγλίας.
Ὁ Ὅσιος Μαϊδοῦλφος καταγόταν ἀπό τήν Ἀγγλία καί ἔζησε ὡς ἐρημίτης. Ἀφοῦ ἐργάσθηκε ἱεραποστολικά στή χώρα του, ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη, τό ἔτος 673 μ.Χ., στό Μαλμέσμπουρυ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ὁσίων πατέρων ἡμῶν Νεκταρίου καί Θεοφάνους, τῶν Ἀψαράδων. Οἱ Ἅγιοι αὐτάδελφοι ἱερομόναχοι Νεκτάριος καί Θεοφάνης ἦταν γέννημα καί θρέμμα τοῦ ἀρχοντικοῦ οἴκου τῶν Ἀψαράδων στά Ἰωάννινα, ἕναν οἶκο πού διεδραμάτισε σπουδαῖο ρόλο στή ζωή τῆς Ἠπειρωτικῆς πρωτεύουσας.
Ἀρχικά τό ἐπώνυμο ξεκίνησε ὡς Ὀψαρᾶς[7], καί σημαίνει τόν ἰχθυοπώλη, ἀπό τό ὄψον-ὀψάριον-ψάρι[8]. Ἀπό τή διαλάληση τῶν ἰχθυοπωλῶν [ὁ ψαρᾶς] κατά φωνητική ἀλλοίωση προῆλθε τό [ἀψαρᾶς] καί ἐξ αὐτοῦ καί τό ἐπώνυμο Ἀψαρᾶς. Ἀργότερα ἀπό τό ὀψαρᾶς προῆλθε τό ὁ ψαρᾶς.
Ἔντονη εἶναι ἡ παρουσία καί ἡ ἀνάμιξη μελῶν τῆς οἰκογέ-νειας τῶν Ἀψαράδων στά πολιτικά πράγματα τῆς Ἠπείρου, κατά τή διάρκεια τῆς ἐξουσίας τοῦ Σέρβου Δεσπότου Θωμᾶ Πρελιούμποβιτς (1366-7/1384). Ἀναφέρεται ὁ Μιχαήλ Ἀψαρᾶς «ἄνδρας ἐπί-βουλος, καταδότης καί φαῦλος», τόν ὁποῖο ἐτίμησε γιά τίς ὑπη-ρεσίες του ὁ τύραννος μέ τό ἀξίωμα τοῦ πρωτοβεστιάριου. Μετά τή δολοφονία τοῦ Πρελιούμποβιτς, ὁ Μιχαήλ Ἀψαρᾶς συλλαμβά-νεται, τυφλώνεται καί κατόπιν ἐξορίζεται. Ἀντίθετα ὁ συγγενής του Θεόδωρος Ἀψαρᾶς καλεῖται ὡς σύμβουλος ἀπό τή χήρα τοῦ δυνά-στου Μαρία Ἀγγελίνα Παλαιολογίνα καί «…ἐντίμως τόν ἀποστάτην θάπτουσι καί τόν ἀδελφόν αὐτῆς τόν βασιλέα Ἰωάσαφ εἰσφέρουσιν…».

Οἱ δύο Ὅσιοι ἐγεννήθησαν στά Ἰωάννινα, στά τέλη τοῦ 15ου αἰῶνος μ.Χ. Οἱ ἴδιοι ξεκινοῦν τήν αὐτοβιογραφία τους ἀπό τή στιγμή πού ἀφιερώθηκαν στόν Θεό, χωρίς νά κάνουν καμμία μνεία γιά τήν ἀρχοντική καταγωγή τους, τήν ἀνατροφή, τή μόρφωση καί τήν περιουσία τους. Οἱ γονεῖς τους καί οἱ τρεῖς ἀδελφές τους ἐνδύ-θηκαν τό μοναχικό σχῆμα καί κατοικοῦσαν σέ κάποιο κελλί κοντά στό χωριό τοῦ νησιοῦ. Τό ὄνομα τῆς τρίτης ἀδελφῆς τῶν Ὁσίων πιθανότατα εἶναι Μαγδαληνή[9].
Οἱ δύο αὐτοί ἀδελφοί Νεκτάριος καί Θεοφάνης, οἱ Ἀψα-ράδες, ἔλαβαν μιά ἀξιόλογη γιά τήν ἐποχή τους παιδεία στήν περί-φημη μονή τῶν Φιλανθρωπηνῶν ἐπί ἡγουμένου Μακαρίου Φιλαν-θρωπηνοῦ. Ὅμως, τά πλούτη, ἡ δόξα, ἡ ἱκανή μόρφωση, ἐστάθηκαν ἀδύνατα νά νικήσουν τή θεϊκή τους ἀγάπη. Σέ πολύ νεαρή ἡλικία, οἰστρηλατημένοι ἀπό τό θεῖο ἔρωτα, κατέφυγαν στό μοναχισμό ξεκινώντας ἀπό τήν Ἠπειρωτική πρωτεύουσα καί δικαιώνοντας τό χαρακτηρισμό της ὡς «Μοναχοπόλεως». Τό ἱερό μοναχικό σχῆμα περιβλήθηκαν κατά τό ἔτος 1495 ἀπό κάποιον Ὅσιο γέροντα, Σάββα ὀνομαζόμενο († 3 Φεβρουαρίου). Κοντά του ἔμειναν δέκα ὁλόκληρα χρόνια, στό ἀσκητήριο τοῦ Τιμίου Προδρόμου τῆς Νήσου τῶν Ἰωαννίνων μέχρι τήν κοίμησή του, στίς 9 Ἀπριλίου 1505, συλλέγοντας τούς καρπούς τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς.
Μετά τήν κοίμηση τοῦ πνευματικοῦ τους πατέρα Σάββα ἀπεδήμησαν στό Ἅγιον Ὄρος, στήν ἀστείρευτη πηγή τοῦ ἀναχωρη-τισμοῦ, γιά νά ἀντλήσουν νέα στηρίγματα γιά τήν κατοπινή τους μοναχική πορεία. Στό «περιβόλι τῆς Παναγίας» ἔγιναν δεκτοί ἀπό τόν πρώην οἰκουμενικό Πατριάρχη Νήφωνα Β΄, ὁ ὁποῖος ἐμόναζε στή μονή Διονυσίου μετά ἀπό τήν τρίτη ἐκλογή του τό ἔτος 1502.Κατά τό διάστημα τῆς σύντομης παραμονῆς τους στή μονή Διονυσίου ἐζήτησαν καί ἔλαβαν ἀπό τόν ἁγιασμένο καί φωτισμένο πνευματικό τους καθοδηγητή, Πατριάρχη Νήφωνα, «ὅρο καί κανό-να μοναχικῆς καταστάσεως». Ἀφοῦ μέ τή διδασκαλία του ἐκπλή-ρωσε τίς ἐπιθυμίες τους καί μέ τήν ἀγαθή καρδιά του τούς ὅπλισε μέ τά ἀπαραίτητα ἐφόδια γιά τήν πνευματική τους σωτηρία, τούς συμβούλεψε νά ἐπιστρέψουν στό κελλί τῆς μετανοίας τους, συνε-χίζοντας ἐκεῖ τούς ἀσκητικούς ἀγῶνες τους.
Ὑπακούοντας στίς παραινέσεις καί στίς ἐντολές τοῦ Πα-τριάρχου Νήφωνος, πού ἐστάθηκε γι’ αὐτούς δεύτερος πνευματικός πατέρας, καί μέ τήν ὑπόσχεση ὅτι δέν θά παρέκκλιναν ἀπ’ ὅσα τούς παρήγγειλε, ἐγύρισαν στό κελλί τους, στό νησί τῶν Ἰωαννίνων.
Ἐπειδή ὅμως τό εὑρῆκαν κατειλημμένο ἀπό κάποιους κοσμι-κούς ἄρχοντες, οἱ ὁποῖοι μάλιστα προέβαλαν καί κτιτορικά δικαιώ-ματα ἐπάνω του, ἀναγκάστηκαν νά τό ἐγκαταλείψουν γιά δεύτερη φορά. Κατέφυγαν στά ἐνδότερα μέρη τοῦ νησιοῦ, ὅπου εὑρῆκαν, κατά τήν ἐπιθυμία τους, τόπο κατάλληλο γιά ἡσυχία καί ἄσκηση, κοντά σέ κάποιο ἄλλο μισοερειπωμένο καί ἔρημο ἡσυχαστήριο, ἀφιερωμένο στόν Ἅγιο Παντελεήμονα. Αὐτό ἦταν κτισμένο σέ μία σπηλιά, ἐπάνω ἀπό τή λίμνη, ὅπου τά νερά της εἶχαν εἰσχωρήσει μέσα στήν κοιλότητα τοῦ βράχου σχηματίζοντας μιά πελώρια «Γούβα», ὅπως τοπικά ὀνομαζόταν.
Πρίν πολλά χρόνια εἶχε ἁγιάσει στόν τόπο αὐτό ἕνας περί-φημος γιά τήν ἄσκησή του ἐρημίτης, ὁ Ἀντώνιος. Δεκαοκτώ χρόνια εἶχε μείνει ἔγκλειστος στό κελλί καί εἶχε προικισθεῖ ἀπό τόν Θεό γιά τήν πολλή του καθαρότητα μέ διορατικό χάρισμα.
Εὐθύς ἀμέσως ἐπισκέφθηκαν καί ἔλαβαν ἀπό τό Μητροπο-λίτη Ἰωαννίνων τήν εὐλογία του καί τήν ἔγγραφη ἄδειά του γιά τήν ἀνέγερση νέου ἡσυχαστηρίου. Γιά περισσότερη ἀσφάλεια ἐζήτησαν καί τήν ἔγκριση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Παχωμίου Α΄ (1503-1504, 1504-1513). Ἐκεῖνος μέ ἰδιόγραφο πατριαρχικό γράμμα του ἐστήριξε τίς προσπάθειες τους, ἐνισχύοντάς τους μάλιστα μέ τή διαβεβαίωση, ὅπως ἔκανε καί ὁ Μητροπολίτης, ὅτι κανένας δέν θά τούς ἐμπόδιζε στό θεάρεστο ἔργο τους.
Ἀφοῦ ἐξασφάλισαν τήν ἀπαιτούμενη ἄδεια καί ἔγκριση προχώρησαν ἀμέσως στήν ἀνέγερση ναοῦ καί στό κτίσιμο κελλιῶν. Ἡ κτιτορική δημιουργία στήν πράξη ἀποδείχθηκε ἕνας μεγάλος καί κοπιαστικός ἀγώνας. Ὅλη τήν ἡμέρα οἱ Ὅσιοι ἐδούλευαν νά κόψουν ἕνα μεγάλο τμῆμα τοῦ βράχου, νά γεμίσουν μέ χῶμα καί πέτρες τή γούβα, γιά νά ἀρχίσουν κατόπιν τό κτίσιμο. Τελικά κατά τό ἔτος 1506/1507 ἀνήγειραν μέ προσωπικά τους ἔξοδα τό ναό τοῦ Τιμίου Προδρόμου καί μαζί μ’ αὐτόν, σέ σύντομο χρονικό διά-στημα, ἐπερατώθηκε καί ἡ ἀνέγερση τῶν κελλιῶν καί τῶν λοιπῶν ἀπαραίτητων οἰκοδομῶν.
Οἱ ἱερομόναχοι Νεκτάριος καί Θεοφάνης ἦταν κτίτορες ἑνός ἀκόμα μοναστηριοῦ. Μετά τήν ἀνέγερση τῆς μονῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου στό νησί, ἀνήγειραν γιά τίς ἀδελφές τους καί τούς γονεῖς τους τό μοναστικό ἡσυχαστήριο τοῦ Ἁγίου Νικολάου στό Λεπενό.
Ἡ ἱερά μονή Ἁγίου Νικολάου Λεπενοῦ μέ τή διαθήκη τῶν κτιτόρων ἐκληροδοτήθηκε στήν ἱερά μονή Βαρλαάμ. Αὐτήν τήν ἐχρησιμοποιοῦσε ἀπό τά μέσα τοῦ 16ου αἰῶνος μ.Χ. ὡς Μετόχι καί ὡς κατάλυμα σταθμεύσεως τῶν διακονητῶν Βαρλααμιτῶν, πού ἐφρόντιζαν τά κτήματα τῶν Ἀψαράδων στήν Οὐσδίνα.
Ἡ πορεία τους συνεχίσθηκε μέ δοκιμασίες. Ἡ τελευταία ἐπί-θεση ἐναντίον τους ἦταν πιό ἐπώδυνη. Τά βέλη δέν προέρχονταν ἀπό τούς ἀλλόπιστους Τούρκους, ἀλλά ἀπό αὐτούς τούς ἴδιους τούς ἐκκλησιαστικούς καί κοσμικούς ἄρχοντες τοῦ τόπου, γιά λόγους τούς ὁποίους, ὅπως ἀναφέρουν στήν αὐτοβιογραφία τους, δέν ἠθέλησαν νά κοινοποιήσουν.
Βλέποντας λοιπόν ὅλη αὐτή τή δοκιμασία, τόν πόλεμο καί τήν κακία τῶν ἐχθρῶν νά αὐξάνεται ἦλθε στό νοῦ τους ἡ συμβουλή τοῦ ἁγιορείτη γέροντός τους, τοῦ Ἁγίου Νήφωνος, πού προορατικά τούς εἶχε πεῖ: «Ὅταν καταλάβῃ ὑμᾶς πειρασμός, μή ἀντιστῆτε αὐτῷ, ἀλλά ἀναχωρήσατε ἐν μοναστηρίῳ καί εἰρηνεύσετε».
Πράγματι μετά ἀπό τέσσερα περίπου χρόνια παραμονῆς στους στά Ἰωάννινα ἐγκατέλειψαν ὁριστικά πιά τή νεόκτιστη μονή τους καί μετέβησαν κατά τό ἔτος 1510/11 στούς μετεωρίτικους βράχους ἀναζητώντας ἐκεῖ τή νέα ἑστία γιά τήν ἀσκητική τους τελείωση.
Τούς ἐδόθηκε ἀπό τούς πατέρες τῆς Σκήτης τοῦ Μεγάλου Μετεώρου ὁ στύλος τοῦ ἱεροῦ Προδρόμου, ὅπου καί παρέμειναν γιά ἑπτά χρόνια.
Ἡ στενότητα ὅμως τοῦ βράχου καί τό ἀνθυγιεινό κλίμα ἀπό τούς δυνατούς ἀνέμους δέν τούς ἐπέτρεψε νά παραμείνουν περισ-σότερο ἐκεῖ. Γι’ αὐτό καί ἐστράφησαν στήν ἀναζήτηση καταλληλό-τερου χώρου. Ἀπό τό πλῆθος τῶν μετεωρίτικων βράχων τούς εἵλκυ-σε περισσότερο ἕνας πλατύς καί εὐάερος λίθος, ἡσυχαστικός καί ἀρκετά εὐρύχωρος, κατάλληλος γιά κατοικία, ὁ ὁποῖος ὀνομαζόταν τοῦ Βαρλαάμ. Ἡ ἐπωνυμία αὐτή ἦταν παρμένη ἀπό τόν πρῶτο ἐρημίτη-οἰκιστή, πού ἐσκαρφάλωσε καί ἐγκαταβίωσε στήν ἀπάτητη αὐτή κορυφή.
Στό βράχο λοιπόν τοῦ Βαρλαάμ, ὁ ὁποῖος ἦταν ὁλοκληρωτι-κά ἔρημος καί ἀκατοίκητος πρίν ἀπό πολλά χρόνια, οἱ δύο Ὅσιοι ἀνέβηκαν καί ἐγκαταστάθηκαν μέ τήν ἄδεια τοῦ Μητροπολίτου Λαρίσης Βησσαρίωνος καί τοῦ τότε καθηγουμένου τῆς ἱερᾶς μονῆς τοῦ Μεγάλου Μετεώρου τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1517/18.
Ἀμέσως μετά τήν ἀνάβασή τους στό βράχο ἄρχισαν τίς οἰκο-δομικές τους ἐργασίες, γιατί δέν σώζονταν τίποτε ἀπό τά παλαιότε-ρα κτίσματα. Ἀφοῦ ἔκτισαν μερικά πρόχειρα κελλιά γιά κατοίκηση, πρώτη τους δουλειά ἦταν νά ἀνεγείρουν τόν τέλεια ἐρειπωμένο ναό. Ἀπό τό παλαιό ἐκκλησάκι, πού ὁ ἐρημίτης Βαρλαάμ εἶχε ἀφιερώσει στούς Ἁγίους Τρεῖς Ἱεράρχες, ἐσώζοντο μόνο μερικά ἑτοιμόρροπα τμήματα ἀπό τό Ἅγιο Βῆμα, πού ἐξυπηρετοῦσαν τίς θρησκευτικές τους ἀνάγκες γιά ἀρκετό καιρό.
Γι’ αὐτό, μέ ἀνεξάντλητους σωματικούς κόπους καί ταλαι-πωρίες, μέ τήν ἀμέριστη συμπαράσταση τῶν Ὁσίων ὑποτακτικῶν τους, Βενεδίκτου καί Παχωμίου, οἱ ὁποῖοι ἦταν ἀπό τήν ἀρχή μαζί τους, καί μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, προχώρησαν στήν ἐκ βάθρων ἀνέ-γερση τοῦ ναοῦ.
Γιά περισσότερα ἀπό τριάντα χρόνια ἀπαρασάλευτη ἐφύ-λαξαν τήν ἀκολουθία τῶν θείων ὕμνων καί προσευχῶν, τήν ὁλονύ-κτια ἀγρυπνία τῶν Κυριακῶν, καθώς καί κάθε ἄλλης δεσποτικῆς ἑορτῆς ἤ καί μνήμης μεγάλου Ἁγίου, ἐνῶ κατά τίς ὑπόλοιπες ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος τό ἥμισυ τῆς νυκτός τό εἶχαν ἀφιερώσει στή δοξολο-γία τοῦ Θεοῦ. Ἡ δέ καθημερινή τους δίαιτα ἦταν ὑπερβολικά ἀσκη-τική καί ἀδιάπτωτη.
Τό ἔτος 1542 θεμελίωσαν τό ναό τῶν Ἁγίων Πάντων. Στίς 17 Μαΐου τοῦ 1544 ἡμέρα Σάββατο, τήν ἐνάτη βυζαντινή ὥρα ὁ ναός τῶν Ἁγίων Πάντων ὁλοκληρώθηκε.
Ἐν τῷ μεταξύ, ὁ Ὅσιος Θεοφάνης εἶχε ἤδη δέκα μῆνες ἀσθε-νής στό κρεβάτι καί ἐξαντλημένος ἀπό τήν ἀσθένειά του εὑρισκό-ταν στά πρόθυρα τοῦ θανάτου του. Καί ἐνῶ ὅλοι οἱ συμπαραστεκό-μενοι ἀδελφοί καί πατέρες γύρω του ἔκλαιγαν καί ἐθρηνοῦσαν καί μέ μάτια δακρυσμένα ἔψελναν τόν κατανυκτικό Παρακλητικό Κανόνα ἔγινε ἕνα θαῦμα. Ξαφνικά ἕνα ὑπέρλαμπρο καί διαυγέστα-το ἀστέρι εἶχε σταθεῖ πάνω ἀπό τό κελλί τοῦ Ὁσίου καταλάμπο-ντάς το μέ ὑπερκόσμιο φῶς! Μέ τή δύση τοῦ ἡλίου ἡ ψυχή τοῦ Ὁσί-ου Θεοφάνους μετέστη στίς αἰώνιες μονές. Ταυτόχρονα ἔσβησε καί τό ὑπερφυσικό ἀστέρι, σημεῖο τῆς ἀμέτρητης δόξας πού τόν περί-μενε στήν οὐράνια πολιτεία. Ἕξι χρόνια ἀργότερα, δεύτερη ἡμέρα τῆς Διακαινησίμου, στίς 7 Ἀπριλίου τοῦ ἔτους 1550, ἀναπαύθηκε καί ὁ Ὅσιος Νεκτάριος. Ὁ τάφος τους καί τά ἅγια λείψανά τους, τό δεξί χέρι τοῦ Ὁσίου Νεκταρίου καί τό ἀριστερό χέρι τοῦ Ὁσίου Θεοφάνους μέ ἄφθαρτο τό δέρμα ἐπί τῶν ἁγίων ὀστῶν τους, ἀπο-τελοῦν πηγή δυνάμεως γιά τούς ἀδελφούς τῆς μονῆς καί τούς εὐλα-βεῖς προσκυνητές.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μεγαλομάρτυρος Νικολάου, τοῦ ἐκ Σόφιας.
Ὁ Ἅγιος Μεγαλομάρτυς Νικόλαος καταγόταν ἀπό τή Βουλ-γαρία καί ἐμαρτύρησε τό ἔτος 1555.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου νεομάρτυρος Νικολάου τοῦ Νέου, ἐκ Μετσόβου καί ἐν Τρικκάλοις ἀθλήσαντος.Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Νικόλαος ἐγεννήθηκε στό Μέτσοβο ἀπό εὐσεβεῖς γονεῖς. Νέος στήν ἡλικία ἀναχώρησε γιά τά Τρίκαλα, ὅπου ἐργαζόταν ὡς ὑπάλληλος σέ ἀρτοπωλεῖο. Ἐκεῖ μέ δόλο τόν ἐξαπάτησαν οἱ Τοῦρκοι καί ἀρνήθηκε τήν πίστη του. Γρήγορα ὅμως συναισθάνθηκε τό ἁμάρτημα τῆς ἀποστασίας καί ἐπέστρεψε στό Μέτσοβο, ὅπου ἐζοῦσε αὐστηρή χριστιανική ζωή. Κάποτε ἦλθε στά Τρίκαλα, γιά νά πουλήσει κάποια προϊόντα του καί κάποιος Τοῦρκος τόν ἀναγνώρισε καί τόν ἀπειλοῦσε ὅτι θά τόν προδώσει. Ὁ Νικόλαος, γιά νά ἐξασφαλίσει τή σιωπή του, τοῦ παρέδωσε ὅλο τό φορτίο καί τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι κάθε χρόνο θά τοῦ φέρνει το ἴδιο φορτίο. Μετανόησε ὅμως γι’ αὐτή του τή συμπεριφορά, ἐξομολογήθηκε σέ κάποιο πνευματικό καί ἄρχισε νά ἐπιζητᾶ τό μαρτύριο. Γι’ αὐτό τήν ἑπόμενη χρονιά πού ἦλθε στά Τρίκαλα, δέν ἔφερε στόν Τοῦρκο τό ὑποσχεθέν φορτίο. Ὀργισμένος ὁ Τοῦρκος τόν κατήγγειλε καί ὁ Νικόλαος ὁδηγήθηκε στόν κριτή, ὅπου μέ θάρρος καί σθένος ὁμολόγησε τήν πίστη του στόν Χριστό. Ὅταν ὁ κριτής κατάλαβε ὅτι οὔτε μέ κολακεῖες, οὔτε μέ ἀπειλές μποροῦσε νά τόν μεταπείσει, διέταξε νά βασανισθεῖ σκληρά καί νά τόν ρίξουν στή φυλακή, ὅπου καρτερικά ὑπέμεινε τό μαρτύριο τῆς πείνας καί τῆς δίψας. Ὅταν γιά δεύτερη φορά ὁδηγήθηκε στήν ἀνάκριση, ἀποδείχθηκε ἀσάλευτος στήν πίστη. Τότε οἱ Τοῦρκοι ὀργισμένοι τόν ἔκαψαν ζωντανό, τό ἔτος 1617. Τήν τίμια κάρα τοῦ Νεομάρτυρος ἀγόρασε ἀντί μεγάλης ἀμοιβῆς κάποιος Χριστιανός κεραμέας καί τήν ἐδώρισε μετά ἀπό χρόνια στήν ἱερά μονή Βαρλαάμ Μετεώρων.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Ἀθανασίου, ἀρχιεπισκόπου Χριστιανουπόλεως.Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ἐγεννήθηκε στήν Καρύταινα τῆς Γορτυ-νίας περί τό ἔτος 1640 καί τό κοσμικό του ὄνομα ἦταν Ἀναστάσιος Κορφηνός. Οἱ γονεῖς του ὀνομάζονταν Ἀνδρέας καί Εὐφροσύνη καί εἶχαν ἀκόμη τρία τέκνα. Ὑποθέτουμε πώς τά πρῶτα γράμματα τά ἔμαθε στή γενέτειρά του καί στή συνέχεια μᾶλλον ἐφοίτησε στήν περίφημη σχολή τῆς μονῆς Φιλοσόφου καί ἀργότερα, ὡς κληρικός, στήν Κωνσταντινούπολη.
Ὅταν ὁ Ἀναστάσιος εὑρισκόταν σέ ἡλικία γάμου, οἱ γονεῖς του παρά τήν ἐπιθυμία του νά ἀκολουθήσει τή μοναχική πολιτεία, ἐπέμεναν νά τόν νυμφεύσουν. Ὁ πατέρας του μάλιστα, χωρίς κἄν νά ἔχει τή σύμφωνη γνώμη τοῦ υἱοῦ του, τόν ἀρραβώνιασε στήν πάτρα μέ τή θυγατέρα ἑνός πλούσιου ἄρχοντος καί στή συνέχεια τόν ἔστειλε στό Ναύπλιο νά προμηθευθεῖ τά γαμήλια πράγματα. Ὁ Ἀναστάσιος ὑπάκουσε στήν πατρική ἐντολή καί ἐξεκίνησε γιά τό Ναύπλιο. Στό δρόμο του ἐπέρασε καί ἀπό τό ἐκκλησάκι τῆς Παναγίας στό Βιδόνι, κοντά στό χωριό Σύρνα, καί ἐζήτησε τή θεία φώτιση.
Στό Ναύπλιο, ἀφοῦ ἀγόρασε ὅ,τι ἔπρεπε, ἐπῆρε τή μεγάλη ἀπόφαση. Ἀναφέρεται πώς τήν προηγούμενη νύκτα τῆς προγραμμα-τισμένης ἀναχωρήσεώς του γιά τήν Καρύταινα, βασανιζόμενος ἀπό τούς λογισμούς τί νά πράξει, εἶδε στόν ὕπνο του τήν Παναγία μαζί μέ τόν Τίμιο Πρόδρομο, ἡ ὁποία προσαγορεύοντάς τον μέ τό ὄνομα πού ἐπρόκειτο νά λάβει ἀργότερα ὡς μοναχός, τοῦ εἶπε, σύμφωνα μέ τά γραφόμενα τοῦ πρώτου βιογράφου του: «Σκεῦος ἐκλογῆς καί ὑπηρέτην τοῦ Υἱοῦ μου ἐπιθυμῶ νά γίνεις, Ἀθανάσιε. Ἀπέστειλε, λοιπόν, τούς δούλους μέ τά νυμφικά ἱμάτια πρός τόν πατέρα σου καί ἡ κόρη ἄς συζευχθεῖ ἄλλον ἄνδρα. Ἐσύ δέ νά πορευθεῖς στήν Κωνσταντινούπολη, γιά νά λάβεις ὅ,τι ὁ Υἰός καί Θεός μου εὐδόκησε»[10]. Ἔτσι καί ἔγινε. Ὁ Ἀθανάσιος ἀπέστειλε πίσω τούς δού-λους καί ἀνεχώρησε γιά τήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου, ἀφοῦ ἔγινε μοναχός μέ τό ὄνομα Ἀθανάσιος, ἐχειροτονήθηκε κατόπιν διάκονος καί πρεσβύτερος.
Ἐπί τῆς πρώτης πατριαρχίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἰακώβου[11] ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος χειροτονεῖται Μητροπολίτης Χρι-στιανουπόλεως, ὑπέρτιμος καί ἔξαρχος πάσης Ἀρκαδίας, σέ διαδοχή τοῦ Μητροπολίτου Εὐγενίου, πού μέ βάση σωζόμενα ἔγγραφα ἀρχιεράτευσε στήν ἐκκλησιαστική αὐτή ἐπαρχία ἀπό τό 1645 ὥς τό 1673 τουλάχιστον. Ὡς χρόνο τῆς χειροτονίας του πρέπει νά ὑποθέ-σουμε τό ἀργότερο τά τέλη τοῦ ἔτους 1680 ἤ τίς ἀρχές τοῦ ἔτους 1681, γιατί γιά πρώτη φορά ἀπαντᾶται τόν Ἀπρίλιο αὐτοῦ τοῦ ἔτους, ὅταν ὑπογράφει ὡς μέλος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Οἰκουμε-νικοῦ Πατριαρχείου στήν Κωνσταντινούπολη ἀφοριστικό γράμμα πρός τόν Μητροπολίτη Εὐρίπου καί Ἐπίτροπο Μελενίκου.
Ὡς πρός τήν ἕδρα τῆς Μητροπόλεως, ὁ τίτλος «Χριστιανου-πόλεως» ὁδηγεῖ στή Χριστιανούπλη, τό σημερινό χωριό Χριστιάνοι. Οὐσιαστική ὅμως ἕδρα τῆς Μητροπόλεως πρέπει νά θεωρήσουμε μέ ἀσφάλεια τήν πόλη τῆς Κυπαρισσίας.
Ἡ κατάσταση τῆς ἐπαρχίας τοῦ Ἁγίου ἦταν οἰκονομικά, ἐκκλησιαστικά καί ἠθικά ἀπελπιστική. Ὅσο ὑπῆρχε στήν Πελο-πόννησο ἡ Τουρκική κατάσταση, ἡ θέση τῶν Χριστιανῶν ἀπό οἰκο-νομική πλευρά ἦταν δεινή. ¨Η θρησκευτική κατάσταση, παρά τήν εὐεργετική δράση τῶν μοναχῶν τοῦ Λουσίου καί τῆς σχολῆς τῆς μο-νῆς Φιλοσόφου καί ὅποιων ἄλλων, δέν διέφερε καί πολύ, τά δύσκο-λα ἐκεῖνα χρόνια, ἀπό τήν κατάκτηση τῆς ὑπόδουλης χώρας.
Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ἄρχισε ἀμέσως τόν ἀγώνα προκειμένου νά ἀντιμετωπίσει τά διάφορα προβλήματα καί νά βελτιώσει τήν κατάσταση. Πρῶτο μέλημά του ἦταν ἡ ἐξεύρεση κατάλληλων νέων γιά τό ἱερατικό ἀξίωμα. Προκειμένου νά πετύχει τό στόχο του ὁ Ἅγιος σύστησε σχολεῖα γιά τή στοιχειώδη λειτουργική καί λοιπή ἐκπαίδευση τῶν ὑποψηφίων καί παράλληλα παραιτήθηκε ἀπό κάθε συνηθιζόμενη τότε οἰκονομική προσφορά, πού ἐδινόταν ἐκ μέρους τους στόν Ἀρχιερέα γιά τή συντήρηση τοῦ ἰδίου καί τῆς Ἐπισκοπῆς. Πιστεύοντας ὁ Ἅγιος πώς ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ὁ ἱερός θεσμός, πού διατηρεῖ τή γνήσια πίστη στόν Χριστό, καί ὁ συνεκτι-κός κρίκος, πού ἑνώνει τούς ὑπόδουλους Ἕλληνες καί συντηρεῖ τήν ἐθνική συνείδηση, καί ἀκόμα πώς οἱ ἐκκλησίες εἶναι τό κέντρο ἀναφορᾶς καί τό σημεῖο συναντήσεως καί κοινωνίας τῶν δύστυχων Ἑλλήνων, ἐφρόντισε γιά τήν ἐπισκευή καί συντήρησή τους, ὅσο βέβαια αὐτό ἦταν ἐφικτό καί ἀπό οἰκονομική πλευρά καί ἀπό τήν πλευρά χορηγήσεως ἀδείας ἀπό τούς Τούρκους. Ὁ Ἅγιος ἐνδιαφέρ-θηκε καί γιά τά μοναστήρια, τίς ἱερές αὐτές ἑστίες τῆς σωτηρίας, τά κέντρα φωτισμοῦ καί φιλανθρωπίας, πού πρωτοστάτησαν στόν ἀγώνα γιά τήν ἐλευθερία τοῦ ὑπόδουλου Γένους.Πρός τό ποίμνιό του ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ἐστάθηκε ἀληθινός Ἐπίσκοπος καί μιμητής τοῦ Χριστοῦ, πού ἐνδιαφέρθηκε ὄχι μονάχα γιά τούς τόπους λατρείας, ἀλλά καί γιά τή διακονία τοῦ λαοῦ του, προκειμένου νά τόν ἀνακουφίσει ἀπό τά καθημερινά δεινά τῆς ζωῆς καί τῆς δουλείας. Ἡ ἀγάπη του πρός τά ὀρφανά, τίς χῆρες, τούς ἀνήμπορους γέροντες, τούς διωκόμενους καί ἀδικούμ,ενους ἦταν μοναδική.
Ὁ Τριαδικός Θεός παρέσχε στόν Ἅγιο «μισθό» καί τόν ἀξίωσε ἤδη ἀπό τήν ἐπίγεια ζωή του καί μετά τήν κοίμησή του νά ἐπιτελεῖ σημεῖα καί θαύματα. Ἀναφέρεται πώς ὅταν ὁ Ἅγιος ἐλει-τουργοῦσε, τή στιγμή πού ἔβγαινε στήν Ὡραία Πύλη νά πεῖ τό «Κύ-ριε, Κύριε, ἐπίβλεψον ἐξ οὐρανοῦ καί ἴδε…», οἱ πιστοί ἔβλεπαν μπροστά στό στόμα του ἕνα φεγγοβόλο ἀστέρι.
Ἔτσι, ἀφοῦ ἐποίμανε θεοφιλῶς τό ποίμνιό του καί δικαόνησε τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ἐκοιμήθηκε μετά ἀπό ὀλιγοήμερη ἀσθένεια τό ἔτος 1707 ἤ τό 1708. Λίγα χρόνια ἀργότερα, μεταξύ τῶν ἐτῶν 1710-1713 ἔγινε ἡ ἐκταφή του καί τό ἱερό λείψανο εὑρέθηκε στό μεγαλύτερο μέρος του ἀδιάλυτο καί μυροβόλο[12].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Ἐλεαζάρου, τοῦ ἐκ Ρωσίας.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἐλεάζαρος ἤ Λάζαρος ἔζησε κατά τόν 18ο αἰῶνα μ.Χ. στή Ρωσία καί καταγόταν ἀπό τό χωριό Βαζέν. Ἐμαρτύ-ρησε γιά τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ κοντά στήν περιοχή τοῦ Ὄλονετς.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἰωνᾶ τῆς Ὀδησσοῦ.Ὁ Ὅσιος Ἰωνᾶς Μωϋσέεβιτς Ἀταμάνσκϊυ ἐγεννήθηκε στήν Ὀδησσό στίς 14 Σεπτεμβρίου 1855. Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Μωϋσῆς καί ἦταν διάκονος καί ἡ μητέρα του Γλυκερία. Ἀπέθαναν ὁμως ἐνωρίς καί ἄφησαν ὀρφανό τόν Ὅσιο σέ μικρή ἡλικία, ὁ ὁποῖ-ος καθημερινά, νύκτα καί ἡμέρα ἐπερνοῦσε τόν χρόνο του προσευ-χόμενος στούς τάφους τῶν γονέων τους. Τήν κηδεμονία τοῦ πτωχοῦ παιδιοῦ ἀνέλαβε ὁ θεῖος του. Ὁ Ὅσιος ἐπρόκοπτε στήν ἀρετή, τήν εὐσέβεια καί τή μόρφωση. Ὁ θεῖος ζῆλος ἐφούντωνε μέσα στήν καρδιά του. Ἔτσι τό ἔτος 1884 ἐχειροτονήθηκε διάκονος καί τό ἔτος 1886 πρεσβύτερος. Διακόνησε τήν Ἐκκλησία στήν ἀρχή ὡς ἐφημέριος σέ χωριό καί ἀργότερα, ἀπό τό 1897, στό ναό Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τῆς Ὀδησσοῦ.Ἡ ποιμαντική του δράση ὑπῆρξε ἀξιοθαύμαστη. Οἱ πτωχοί καί οἱ ἄποροι εὕρισκαν καταφύγιο κοντά του. Ὁ Ὅσιος τούς ἐδίδα-σκε μέ τή λειτουργική του ζωή καί τά φλογερά κηρύγματά του. Ἡ ἐκκλησιαστική του κοινότητα ἦταν παρόμοια μέ αὐτή τῆς Ἀρχαίας Ἐκκλησίας καί ἀναγνώριζε στό πρόσωπο τοῦ Ὁσίου τόν ἄνθρωπο τῆς εἰρήνης καί τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ.
Ἡ εὐεργετική ποιμαντική δράση τοῦ Ὁσίου ἐφάνηκε περισσό-τερο κατά τή διάρκεια τοῦ Ρωσο-ἰαπωνικοῦ πολέμου, τό 1905, κατά τήν ἐπανάσταση τοῦ 1917 καί στά χρόνια τοῦ διωγμοῦ τῆς Ἐκκλη-σίας. Ὁ Ὅσιος ἐσυνέχισε χωρίς φόβο τή διακονία του μέ πίστη πρός τόν Θεό καί ἀγάπη πρός τό λαό. Ὁ Ἅγιος Θεός τόν ἀξίωσε τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας. Ἔτσι πολλοί συνέρρεαν πρός αὐτόν, γιά νά λάβουν τήν εὐλογία του καί νά θεραπευθοῦν ἀπό τά σωματικά καί ψυχικά νοσήματά τους.
Ὁ Ὅσιος Ἰωνᾶς ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1924 καί ἡ κανονική πράξη τῆς ἁγιοποιήσεώς του ἔγινε τό ἔτος 1995. Τό ἔτος 1996 τά ἱερά λείψανά του μετακομίσθηκαν στό ναό τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τῆς Ὀδησσοῦ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ὁσίας μητρός ἡμῶν Εὐφροσύνης, τῆς ἐν Μόσχᾳ.
(Βλ. † 7 Ἰουλίου).† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ μετακομιδή τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἀδριανοῦ, τοῦ ἐκ Ρωσίας.
Βλ. † 26 Αὐγούστου).† Τῇ Ε΄ Κυριακῇ ἀπό τοῦ Πάσχα, τῆς Σαμαρείτιδος, ἡ σύναξις πάντων τῶν ἐν τῇ ἱερᾷ Μητροπόλει Δημητριάδος διαλαμψάντων Ἁγίων.
† Τῇ Ε΄ Κυριακῇ ἀπό τοῦ Πάσχα, τῆς Σαμαρείτιδος, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Βησσαρίωνος, ἀρχιεπισκόπου Λαρίσης, ἐν Τρικκάλοις.
(Βλ. † 15 Σεπτεμβρίου).
† Τῇ Ε΄ Κυριακῇ ἀπό τοῦ Πάσχα, τῆς Σαμαρείτιδος, μνήμη τοῦ ἁγίου νεομάρτυρος Γεωργίου, τοῦ ἐν Ἐφέσῳ, ἐν Χώρᾳ Σάμου.
(Βλ. † 5 Ἀπριλίου).
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!