† Μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Μελετίου, ἀρχιεπισκόπου Ἀντιοχείας τῆς Μεγάλης.
Ὁ Ἅγιος Μελέτιος ἐγεννήθηκε περί τό 310 μ.Χ. στή Μελιτηνή τῆς Μικρᾶς Ἀρμενίας. Ἡ εἴδηση περί τῆς πρώτης ἐμφανίσεώς του στό προσκήνιο τῆς ἱστορίας, λίγο μετά τό ἔτος 357 μ.Χ., τόν θεωρεῖ ἀντίπαλο τῶν αἱρετικῶν Ὁμοουσιανῶν καί ὀπαδό τοῦ Ἐπισκόπου Καισαρείας τῆς Παλαιστίνης Ἀκακίου, ὁ ὁποῖος διά Συνόδου, τό ἔτος 358 μ.Χ., ἐκλέγει τόν Ἅγιο Μελέτιο Ἐπίσκοπο Σεβαστείας. Λόγῳ ὅμως τῆς σφοδρᾶς ἀντιδράσεως τῶν ὀπαδῶν τοῦ προηγουμένου Ἐπισκόπου Σεβαστείας Εὐσταθίου, παραιτεῖται καί μεταβαίνει στή Βέροια τῆς Συρίας. Τό ἔτος 360 μ.Χ. ἐκλέγεται Πατριάρχης Ἀντιοχείας, μετατεθέντος τοῦ Πατριάρχου Εὐδοξίου στόν πατριαρχικό θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ὅταν ὁ Ἅγιος ἔφθασε στή Ἀντιόχεια ὅλοι οἱ πιστοί βγῆκαν στούς δρόμους, γιά νά τόν ὑποδεχθοῦν καί νά λάβουν τήν εὐλογία του. Στή νέα του ὅμως ἕδρα ὁ Ἅγιος Μελέτιος παρέμεινε ἕναν μόνο μῆνα, ἀφοῦ οἱ αἱρετικοί Ἀρειανοί ἔπεισαν τόν αὐτοκράτορα Κωνστάντιο (337-361 μ.Χ.) νά τόν ἐξορίσει στήν Ἀρμενία καί νά ἐκλέξει στή θέση του τόν παλαιό συνεργάτη τοῦ Ἀρείου Εὐζώϊο. Τά ὀρθόδοξα φρονή-ματα τοῦ Ἁγίου, ὡς καί ἡ ἐξορία του καί ἡ ἀντικατάστασή του συνετέ-λεσαν στή δημιουργία μεγάλης παρατάξεως ὀπαδῶν του, πού ὀνομά-σθηκαν «Μελετιανοί».
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἐξαίρει τά ἀποτελέσματα τῆς ἐπιδράσεως τοῦ Ἁγίου Μελετίου στούς πιστούς τῆς Ἀντιόχειας σέ τόσο λίγο χρονικό διάστημα. Καί ἀναφέρει χαρακτηριστικά, ὅτι ὁ Ἅγιος Μελέτιος ἐθεμελίωσε τόσο καί ἐνέβαλε τέτοιο ζῆλο ἐπί τῆς πί-στεως στούς Χριστιανούς, ὥστε, παρά τίς αἱρετικές δοξασίες καί τίς δυσκολίες πού ἀντιμετώπισαν ἀργότερα, ἡ διδασκαλία του παρέμεινε ἄσειστη. Ἐπίσης, ὁ ἱερός Χρυσόστομος διηγεῖται τό ἀκόλουθο ἐπεισόδιο, τό ὁποῖο συνέβη κατά τήν ἀπομάκρυνση τοῦ Ἁγίου ἀπό τήν Ἀντιόχεια: Ὁ διοικητής τῆς πόλεως ὁδηγοῦσε ἔξω ἀπό τήν Ἀντιόχεια μέ ἅμαξα τόν Ἅγιο, γιά νά τόν θέσει στό δρόμο τῆς ἐξορίας. Τά πλήθη τῶν Ὀρθοδόξων τό ἐπληροφορήθηκαν καί ἀμέσως ἔτρεξαν, γιά νά ζητήσουν τήν εὐχή του. Στή θέα ὅμως τοῦ διοικητοῦ τόσο πολύ ἀγανάκτησαν γιά τήν ἄδικη ἐξορία τοῦ Ἁγίου, ὥστε ἄρχισαν νά λιθοβολοῦν τόν ἀντιπρόσωπο τοῦ αὐτοκράτορος. Καί τότε ὁ Ἅγιος Μελέτιος, ἐπειδή δέν μποροῦσε νά ἐμποδίσει τήν παραφορά τοῦ λαοῦ μέ λόγια, σηκώθηκε καί προστάτευσε μέ τό σῶμα του τόν διώκτη του.
Ἡ ἐξορία τοῦ Ἁγίου τερματίσθηκε στίς ἀρχές τοῦ ἔτους 362 μ.Χ. διά τοῦ διατάγματος περί θρησκευτικῆς ἐλευθερίας ὅλων τῶν ὑπηκόων τοῦ νέου αὐτοκράτορος Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (361-363 μ.Χ.). Ὁ Ἅγιος ἐξορίσθηκε καί πάλι τήν ἄνοιξη τοῦ 365 μ.Χ. καί τό 371 μ.Χ. ἀπό τόν αὐτοκράτορα Οὐάλη (364-378 μ.Χ.) στήν περιοχή Γήτασα τῆς Ἀρμενίας, κοντά στά σύνορα τῆς Καππαδοκίας, καί εἶχε συχνή ἐπαφή καί ἐπικοινωνία μέ τόν Μέγα Βασίλειο. Ἐπανῆλθε στήν Ἀντιόχεια τό ἔτος 379 μ.Χ. Ἀμέσως συνεκάλεσε Σύνοδο, ἡ ὁποία ὁμολογοῦσε τήν πίστη στίς Ἀποφάσεις τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί κατεδίκασε ὅλες τίς αἱρέσεις.
Ὅταν ὁ αὐτοκράτορας Θεοδόσιος ὁ Μέγας (379-395 μ.Χ.), συνεκάλεσε στήν Κωνσταντινούπολη, τό ἔτος 381 μ.Χ., τή Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, ὁ Ἅγιος Μελέτιος κλήθηκε νά λάβει μέρος στή Σύνοδο καί μάλιστα ὡς πρόεδρος αὐτῆς. Δυστυχῶς ὁ Ἅγιος ἐκοιμήθηκε, λόγῳ ἀσθενείας, πρίν ὁλοκληρωθοῦν οἱ ἑργασίες τῆς Συνόδου. Στήν κηδεία του συμμετεῖχε καί ὁ αὐτοκράτορας, τόν δέ ἐπικήδειο ἐξεφώνησε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης († 10 Ἰανουαρίου), ὁ ὁποῖος ὁμίλησε γιά τόν ἀπορφανισμό τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀντιόχειας, τῆς Συνόδου καί ὁλόκληρης τῆς Ἀνατολῆς, γιά τή γλυκύτητα, τήν ὑπομονή, ὡς καί γιά τούς διωγμούς τούς ὁποίους ὑπέστη[1].
Τό ἱερό λείψανό του μεταφέρθηκε ἀργότερα μέ μεγάλη πομπή στήν Ἀντιόχεια καί ἐναπετέθη στόν τάφο τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Βαβύλα, Ἐπισκόπου Ἀντιοχείας († 4 Σεπτεμβρίου), στόν ὁμώνυμο ναό.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρα, μνήμη τῆς ὁσίας Μαρίας, τῆς μετονομασθείσης Μαρῖνος.
Ἡ Ὁσία Μαρία, πού ἀντιπροσωπεύει ἴσως τό πιό διαδεδομένο παράδειγμα τοῦ “ἱεροῦ θρύλου” τῆς γυναίκας πού ἀφιερώνεται στή μοναστική ἄσκηση κάτω ἀπό μία ἀνδρική μεταμφίεση[2] καί πού μνημονεύεται στό Συναξάριον τῆς Κωνσταντινουπόλεως[3], ἄλλοι θεωροῦν ὅτι ἔζησε τόν 5ο αἰώνα μ.Χ., μέ βάση οὐσιαστικά τή Μαρωνιτική παράδοση πού τοποθετεῖ τόν τόπο ἀσκήσεώς της στή σπηλιά τοῦ Qanubin, στήν πεδιάδα τῆς Qadisa στό βόρειο Λίβανο, καί ἄλλοι τόν 7ο αἰώνα μ.Χ. καί σέ Αἰγυπτιακή περιοχή[4].
Οἱ Συναξαριστές διηγοῦνται, ὅτι ἡ Ὁσία, ἐπιθυμοῦσα τή μοναστική ζωή, μεταμφιέσθηκε σέ ἄνδρα καί κατέφυγε μετά τοῦ πατρός της Εὐγενίου, πού εἶχε μείνει χῆρος, σέ μοναστήρι. Ὅταν κάποτε ἡ Ἁγία κατέλυσε, μέ ἄλλους μοναχούς, σέ πανδοχεῖο, τήν κατηγόρησαν ὅτι διέφθειρε τήν κόρη τοῦ ξενοδόχου, πού εἶχε ἀπατηθεῖ ἀπό ἕνα στρατιώτου. Ἐκείνη ὄχι μόνο ὑπέμεινε τό ὄνειδος, τίς προσβολές καί τίς διώξεις μέ σιωπή καί ὑπομονή, ἀλλά καί τό παιδί πού ἐγεννήθηκε τό ἐδέχθηκε ὡς δικό της καί τό διέτρεφε ἔξω ἀπό τή μονή ἐπί τριετία, ἀφοῦ οἱ μοναχοί τήν ἐξέβαλαν ἔξω τῆς μονῆς ὡς ἁμαρτωλή. Ὅταν, μετά τήν ὁσιακή κοίμησή της, ἐφανερώθηκε ὅτι ἦταν γυναίκα οἱ μοναχοί, πού πρίν τήν ἀποκαλοῦσαν ἀθλία, τήν ἐμακάρισαν γιά τήν ἀρετή καί τήν πνευματική ἀνδρεία αὐτῆς καί τήν ἐθεώρησαν ὁσία[5].
Στό Μηναῖο ἀναφέρεται χαρακτηριστικά:
Στολή Μαρῖνον μαρτυρεῖ τήν Μαρίαν·
Ταφή Μαρίαν δεικνύει τόν Μαρῖνον.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Εὐγενίου.
Ὁ Ὅσιος Εὐγένιος ἦταν πατέρας τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς μετονομασθείσης Μαρῖνος.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Πρίμας, Ἀμπλία, Δατίβου, Πλωτίνου, Σατορνίνου, Φαβίου, Φήλικος καί τῶν σύν αὐτοῖς μαρτυρησάντων.
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Πρίμα καί οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἀμπλίας, Δά- τιβος, Πλωτίνος, Σατορνίνος, Φάβιος καί Φῆλιξ ἐμαρτύρησαν μαζί μέ ἄλλους Χριστιανούς στήν Καρχηδόνα καί ἐτελειώθησαν διά ξίφους. Οἱ Ἅγιοι πού συνολικά ἐθυσίασαν τή ζωή τους γιά τήν πίστη τοῦ Χρι στοῦ ἦσαν 48[6].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Ἰουλιανοῦ καί Μοδέστου.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἰουλιανός καί Μόδεστος ἐμαρτύρησαν στήν Καρθαγένη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Σισιννίου, ἐπισκόπου Θέου.
Ὁ Ἅγιος Σισίννιος δέν ἔχει ἀφήσει ἴχνη στήν Ἑλληνική ἁγιο-γραφία οὔτε στήν ἐπίσημη λατρεία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Στή Βενετία πράγματι ἐχρειάσθηκε νά προχωρήσουν στή συγγραφή τοῦ βίου αὐτοῦ τοῦ ἁγίου μέ βάση δύο κώδικες τοῦ 15ου αἰῶνος μ.Χ., Βενε-τσιάνικης προελεύσεως, καί τόν κώδικα Coventi soppr. G.V. 1212, τῆς Ἐθνικῆς Κεντρικῆς Βιβλιοθήκης τῆς Φλωρεντίας[7].
Ὁ Ἅγιος, ἡ ἀρχιερατεία τοῦ ὁποίου τοποθετεῖται τήν ἐποχή τοῦ αὐτοκράτορος Ρωμανοῦ Α´ Λεκαπηνοῦ (919 -944 μ.Χ.), εἶναι στενότατα συνδεδεμένος μέ τή μορφή τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου. Οἱ γονεῖς του, Εὐτύχιος καί Εὐτυχία, πού δέν εἶχαν παιδιά, ἔφεραν στόν κόσμο, μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, τόν Ἅγιο, μετά ἀπό τό προσκύνημα στήν Ἔφεσο, στόν τάφο τοῦ Ἀποστόλου καί Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου. Ὁ Μητροπολίτης Ἐφέσου Θεόδωρος θά τόν χειροτονήσει σέ πολύ μικρή ἡλικία Ἐπίσκοπο Θέου, πού ἀνῆκε στήν κανονική δικαιοδοσία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἐφέσου. Ἡ ἀρχιερατεία του διαρκεῖ τριαντατέσσερα ἔτη. Ὁ Ἅγιος Σισίννιος ἐκοιμήθηκε ὁσίως μέ εἰρήνη καί τό τίμιο λείψανό του φυλάσσεται στή Βενετία[8].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν ᾿Αντωνίου, ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως.
Ὁ Ὅσιος ᾿Αντώνιος ἐγεννήθηκε πρό τό 830 μ.Χ. στήν Κωνσταντινούπολη. Σέ μικρή ἡλικία ἔγινε μοναχός καί ἀναδείχθηκε «ἀνήρ ὅσιος, ἐστεμμένος μέ ἀρετές καί ναός οἴκτου». Ἐχειροτονήθηκε Πρεσβύτερος καί μή θέλοντας νά ἐγκαταλείψει τό μοναχικό βίο ἵδρυσε τή μονή τοῦ Καλλίου ἤ Καλλέως. Ὁ Ὅσιος ἐργάσθηκε πολύ γιά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καί τήν κατασίγαση τῶν παθῶν μεταξύ τῶν ὀπαδῶν τῶν Πατριαρχῶν Ἰγνατίου καί Φωτίου[9] καί ἔγινε περιλάλητος γιά τή φιλανθρωπία καί τήν ἐλεημοσύνη του. Τό ἔτος 893 μ.Χ. ἐξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως καί ἐξακολούθησε νά αὐξάνει στήν πνευματική προκοπή, τήν εὐσέβεια καί τή φιλαδελφία. Ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 901 μ.Χ. ῾Η Σύναξή του ἐτελεῖτο στή μονή, στήν ὁποία ἀνῆκε ὡς μοναχός.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἀνάμνησις τῶν ἐγκαινίων τοῦ ναοῦ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου εἰς Πούσγην.
Τό γεγονός τῶν ἐγκαινίων ἀναφέρεται στόν Παρισινό Κώδικα 1590 καί στόν Κώδικα 787 τῆς Μαρκιανῆς Βιβλιοθήκης. Τά ἐγκαίνια ἔγιναν τό ἔτος 1002 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Προχόρου, τοῦ ἐκ Γεωργίας.
Ὁ Ὅσιος Πρόχορος ἀσκήτεψε στή Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σάββα καί στή μονή τοῦ Τιμίου Σταυροῦ στά Ἱεροσόλυμα, κατά τόν 11ο αἰώνα μ.Χ., στήν ὁποία ὑπῆραν πολλοί Γεωργιανοί, καί διετέλεσε ἡγούμενος αὐτῆς. Ἐκοιμήθηκε ὁσίως μέ εἰρήνη τό ἔτος 1066.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων ὁσιομαρτύρων Λουκᾶ καί Νικολάου καί τῶν σύν αὐτοῖς μαρτυρησάντων, τῶν ἐκ Γεωργίας.
Οἱ Ἅγιοι ὁσιομάρτυρες Λουκᾶς († 1273) καί Νικόλαος Ντβάλι († 1314) κατάγονταν ἀπό τή Γεωργία καί ἀσκήτεψαν θεοφιλῶς στή μονή τοῦ Τιμίου Σταυροῦ στά Ἱεροσόλυμα. Ἐκεῖ ἐτελειώθησαν μαρτυρικά ἀπό τούς Μουσουλμάνους μαζί μέ ἄλλους μοναχούς.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ὁσιομάρτυρος Ἰωάννου τοῦ Σιναῒτου.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἐμαρτύρησε τό ἔτος 1091.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἀλεξίου τοῦ θαυματουργοῦ, ἀρχιεπισκόπου Μόσχας.
Ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος, κατά κόσμον Ἐλευθέριος, ἐγεννήθηκε στή Ρωσία τό ἔτος 1300 καί ἀνῆκε στήν πλούσια, εὐγενῆ καί εὐσεβῆ οἰκογένεια τῶν Πλετσέγιεφ. Οἱ γονεῖς του, Θεόδωρος Βιάκοντ καί Μαρία, κατάγονταν ἀπό τό Τσέρνιγκωφ. Ὅταν ἡ πόλη καταστράφηκε ἀπό τούς Τατάρους, τό ζεῦγος κατέφυγε στή Μόσχα, ὅπου βρῆκε τή φιλοξενία τοῦ Ἁγίου Δανιήλ Ἀλεξάνδροβιτς τοῦ πρίγκηπος, ὁ ὁποῖος ἀπέθανε τό ἔτος 1303 καί τιμᾶται ὡς Ἅγιος τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Θεόδωρος κατέλαβε μία σημαντική θέση στή διοίκηση τοῦ πριγκιπάτου καί ἐκτιμήθηκε δεόντως ἀπό τούς μεγάλο πρίγκιπα καί τούς ἄρχοντες.
Ὁ Ἐλευθέριος εἶχε ὡς πνευματικό πατέρα τό δευτερότοκο υἱό τοῦ πρίγκιπος Δανιήλ καί μέλλοντα μοσχοβίτη πρίγκιπα Ἰωάννη Ντανίλοβιτς Kαλίτα (1328-1340). Ἀπό τά παιδικά του χρόνια ἀνέπτυξε ἕνα χαρακτήρα συγκρατημένο καί σεμνό. Σέ ἡλικία 12 ἐτῶν, κατά τή διάρκεια ἐνός κυνηγιοῦ στά λιβάδια, ἀποκοιμήθηκε καί στόν ὕπνο του ἄκουσε μία φωνή νά τόν προστάζει: «Ἀλέξιε, γιατί κουράζεσαι μάταια; Ἐσύ πρέπει νά γίνεις ἁλιεύς ἀνθρώπων!». Ἡ φωνή αὐτή ἄσκησε ἀποφασιστική ἐπιρροή στή ζωή τοῦ νεαροῦ Ἐλευθερίου. Ἀπαρνήθηκε τά παιδικά παιχνίδια καί ἀφιερώθηκε μέ μεγάλο ζῆλο στήν ἄσκηση τῆς προσευχῆς καί τῆς νηστείας καί τή μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Σέ ἡλικία 20 ἐτῶν ἐγκαταβίωσε στή μονή τῶν Θεοφανείων τῆς Μόσχας, στήν ὁποία ἡγούμενος ἦταν ὁ Στέφανος, μεγαλύτερος ἀδελφός τοῦ Ἁγίου Σέργιου τοῦ Ραντονέτζ. Κείρεται μοναχός καί λαμβάνει τό ὄνομα Ἀλέξιος. Πνευματικός καθοδηγητής του γίνεται ὁ στάρετς Γερόντιος. Μέ μεγάλο ζῆλο περατώνει τά μοναχικά καθήκοντά του, καλλιεργώντας μέ ξεχωριστό πάθος τή μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Γιά νά μελετήσει τήν Καινή Διαθήκη στήν πρωτότυπη γλώσσα μελετάει τά ἑλληνικά. Χάρη σ’ αὐτό στή συνέχεια ἦταν σέ θέση ν’ ἀντιπαραβάλλει τό σλαβικό μέ τό ἑλληνικό κείμενο καί νά διορθώσει τίς ἀνακρίβειες τῶν διαφόρων μεταφραστῶν καί ἀντιγραφέων. Ἡ νέα σλαβική ἔκδοση τοῦ Εὐαγγελίου ἀπευθείας ἀπό τά ἑλληνικά, πού ἔγινε πράξη ἀπό τό Μητροπολίτη Ἀλέξιο, εἶναι ἕνα ἀνεκτίμητο κείμενο τῆς Ρωσικῆς ἐθνικῆς λογοτεχνίας.
Τά μεγάλα πνευματικά χαρίσματα καί οἱ θεολογικές ἀρετές τοῦ Ἀλεξίου ἐτράβηξαν τήν προσοχή τοῦ Μητροπολίτη Θεογνώστου, πού τόν ἐκτίμησε καί τόν ὀνόμασε ἀντιπρόσωπό του γιά τίς ὑποθέσεις τῆς Μητροπόλεως καί, κυρίως, γιά τίς περιπτώσεις τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ δικαστηρίου. Γιά μία χρονική περίοδο 12 ἐτῶν ὁ Ἀλέξιος ἔφερε εἰς πέρας αὐτό τό διακόνημα ἀποκτώντας σπουδαία ἐμπειρία καί μία εὐρεία γνώση τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων, εἰδικότερα στόν διοικητικό καί δικαστικό τομέα.
Προικισμένος μέ ἀρετές ἀπό τόν Θεό ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος, ἔγινε γρήγορα τοποτηρητής τοῦ Μητροπολίτου Θεογνώστου, κάθε φορά πού ὁ Μητροπολίτης μετέβαινε στήν Κωνσταντινούπολη ἤ στήν παρεμβολή τοῦ Χάνου τῶν Τατάρων, πού ἐκυριαρχοῦσαν τότε στή Ρωσία, ἤ ἐπισκεπτόταν ἀπομακρυσμένες ἐπαρχίες. Λίγο ἀργότερα ἐκλέγεται Ἐπίσκοπος τοῦ Βλαδιμήρ. Ὅταν ἐνέσκηψε, κατά τό ἔτος 1344, ὁ τρομερός ἐκεῖνος λοιμός, πού ὀνομάσθηκε μέγας θάνατος, προσβλήθηκε ἀπό τήν ἀσθένεια καί ὁ Μητροπολίτης Θεόγνωστος. Ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος προσκλήθηκε τότε ἀπό τό λαό καί τήν αὐλή τοῦ μεγάλου ἡγεμόνος τῆς Μόσχας νά ἀναλάβει τή θέση τοῦ Μητροπολίτου Θεογνώστου, ὁ ὁποῖος ψυχορραγώντας ἔγραψε πρός τόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ὑπέρ τοῦ Ὁσίου Ἀλεξίου. Τό ἴδιο ἔπραξε καί ὁ μέγας ἡγεμόνας Συμεών πρός τόν αὐτοκράτορα Ἰωάννη Καντακουζηνό (1347-1354).
Ὅμως ὁ Πατριάρχης Φιλόθεος (1354-1355, 1364-1376) ἐχει-ροτόνησε, στήν Κωνσταντινούπολη, ἀντί ἑνός δύο Μητροπολίτες, τόν Ἅγιο Ἀλεξιο καί τόν Ρωμανό, ἑλληνικῆς καταγωγῆς, ἀποσταλέντα ὑπό τοῦ ἡγεμόνος τῆς Λιθουανίας Ὀλγκέρντ (1341-1380). Ἡ πράξη αὐτή τοῦ Πατριάρχου προεκάλεσε ἐκκλησιαστικό σκάνδαλο. Ἔτσι, ὁ Πατριάρχης Φιλοθεος, γιά νά ἐπαναφέρει τή γαλήνη, ἀναγόρευσε τόν Ἅγιο Ἀλέξιο Μητροπολίτη Κιέβου, τόν δέ Ρωμανό Μητροπολίτη Λιθουανίας καί Βολυνίας.
Ὁ Ἅγιος Ἀλέξιος, τοῦ ὁποίου ἡ φήμη τῶν ἀρετῶν εἶχε ἐκταθεῖ σέ ὅλη τή Ρωσία καί μεταξύ αὐτῶν τῶν Τατάρων, ὠφέλησε τά μέγιστα τή χώρα. Ἡ σύζυγος τοῦ Χάνου Ταϊδούλα, πάσχουσα ἀπό βαρειά ἀσθένεια, ἐπικαλέσθηκε τή βοήθεια τοῦ Ἁγίου. Ὁ ἀρχηγός τῶν Τατάρων ἔγραψε πρός τόν ἡγεμόνα Συμεών: «Ἀκούσαμε ὅτι ὁ οὐρανός τίπτε δέν ἀρνεῖται στίς παρακλήσεις τοῦ παπᾶ σας. Ἄς ζητήσει, λοιπόν, τήν ὑγεία τῆς συζύγου μου». Πράγματι ὁ Ἅγιος προσευχήθηκε στό Θεό. Ἡ ἡγεμονίς Ταϊδούλα ἀνέκτησε τήν ὑγεία της καί θέλησε νά ἐκδηλώσει τήν εὐγνωμοσύνη της πρός τόν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἅγιος τότε παρεκάλεσε νά ἀπαλλαγοῦν οἱ Ρῶσοι ἀπό τούς βαρύτατους φόρους πού ἐπλήρωναν στόν Χάνη τῶν Τατάρων. Ἔτσι ἦλθαν καλύτερες ἡμέρες, ἡμέρες εἰρήνης, γιά τό λαό τοῦ Θεοῦ. Σάν σημάδι εὐγνωμοσύνης γιά τή θεραπεία, ὁ Χάνης ἐδώρισε στόν Ὅσιο ἕνα τεμάχιο γῆς πού βρισκόταν στό Κρεμλίνο, ὅπου ἀργότερα ἐκτίσθηκε ἡ Μονή τῶν Θαυμάτων, σέ ἀνάμνηση τοῦ θαύματος πού ἔκανε ὁ Ἀρχάγγελος Μιχαήλ στίς Κολοσσές (ἤ Χώνια) τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ἐπίσης, ὁ Χάνης ἐδώρισε στόν Ὅσιο Ἀλέξιο ἕνα πολύτιμο δαχτυλίδι, πού φυλάσσεται μέχρι σήμερα στό σκευοφυλάκιο τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου στό Κρεμλίνο.
Ὁ Ἅγιος Ἀλέξιος ἐργάσθηκε σκληρά στό Κίεβο γιά τήν ἀπο-κατάσταση τῆς ἐκκλησιαστικῆς τάξεως καί τῆς εὐημερίας τοῦ λαοῦ καί μάλιστα σέ καιρούς δύσκολους γιά τήν πολιτική ζωή τῆς Ρωσίας. Ἡ ἐξουσία τοῦ μεγάλου δουκός τῆς Μόσχας Ἰωάννου τοῦ Ἐρυθροῦ ἐξασθενοῦσε. Μετά τό θάνατο τοῦ ἡγεμόνος μέγας δούκας ἀναγορεύθηκε ὄχι ὁ νόμιμος διάδοχος Δημήτριος, ἀλλά ὁ δούκας τοῦ Σούζνταλ. Παρά τήν ἀντίδραση τοῦ νέου ἡγεμόνος κατά τοῦ Πατριάρχου, ὁ Ἅγιος δέν ἐγκατέλειψε τή Μόσχα καί προσπάθησε μέ ὅλες του τίς δυνάμεις νά ἀποκαταστήσει στό θρόνο τό νεαρό Δημήτριο. Ὑπῆρξε σύμβουλος τοῦ Δημητρίου καί ἀνέλαβε ἔργο εἰρηνοποιοῦ μεταξύ τῶν φιλόδοξων Ρώσων ἡγεμόνων. Ἡ ἁγιότητα τοῦ Ὁσίου εἶχε τέτοια ἐπίδραση καί στούς Μογγόλους, ὥστε οἱ υἱοί τοῦ Χάνου Κούλπα ἔγιναν Χριστιανοί καί ἔλαβαν τά ὀνόματα Ἰωάννης καί Μιχαήλ. Ὁ Ἅγιος ἐβοήθησε, ἐπίσης, στήν κατάργηση τῶν κληρουχικῶν ἡγεμονιῶν, τή συνδιαλλαγή τους καί τήν ἀναγνώριση τοῦ μεγάλου ἡγεμόνος τῆς Μόσχας ὡς ἐθνικοῦ ἀρχηγοῦ.
Ἀκούραστη ὑπῆρξε, ἐπίσης, ἡ δραστηριότητα τοῦ Ἁγίου στόν ἐκκλησιαστικό χῶρο. Συνέβαλε στήν ἀνέγερση πολλῶν ναῶν καί μοναστηριῶν, πού ἦσαν ἑστίες τῆς ρωσικῆς κουλτούρας, ἐπάνδρωσε μέ ποιμένες τίς ἐπαρχίες, ἐπισκέφθηκε τίς ἐνορίες καί τίς Ἐπισκοπές κηρύττοντας ἀκούραστα τό λόγο τοῦ Θεοῦ καί ἔστειλε ποιμαντικές ἐπιστολές πρός τό ποίμνιό του.
Στήν πρωτεύουσα ἵδρυσε τή μονή Σπάζο-Ἀνδρόνικωφ, τή μονή τῶν Θαυμάτων καί τή γυναικεία μονή Ἀλεξέεφσκι. στἠν ὁποία τοποθετήθηκε ἡγουμένη ἡ ἀδερφή τοῦ Ἁγίου Ἰουλιάνα. Μοναστήρια ἀνυψώθηκαν ἀκόμα καί στίς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Μόσχοβα, ὅπως ἡ μονή Σιμονώφ, στίς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Κλιάζμα καί ἀλλοῦ.
Ὁ Ἅγιος εἰσήγαγε ἕνα νέο καθεστώς γιά τά γυναικεία μοναστή-ρια, πού μέχρι τότε ἐξαρτῶντο ἀπό τά ἀνδρικά μοναστήρια. Τό κανονικό τους καθεστώς ἐγκρίθηκε, κατά τρόπο ὁριστικό, ἀπό τή Σύνοδο τῶν «Ἑκατό Κεφαλαίων», τό ἔτος 1551, καί ἔγινε ὑποχρεωτικό γιά ὁλόκληρη τήν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας.
Στά χρόνια ἐκεῖνα στή Μόσχα ἄρχισαν νά κατασκευάζονται κτίρια ἀπό πέτρα. Μέ προτροπή τοῦ Ἁγίου Ἀλεξίου τό Κρεμλίνο περιστοιχήθηκε ἀπό τείχη, πύργους καί θύρες διαμορφωμένες μέ πέτρινα ἐμπόδια.
Ὁ Ἅγιος ἐφάνηκε γενναιόδωρος ἀπέναντι στίς ἄλλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, πού ἀπευθύνονταν στή Μόσχα, γιά νά ζητήσουν βοήθεια. Ἔστειλε πίσω μέ πλούσια δῶρα τούς ἐκπροσώπους τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἱερουσαλήμ καί τούς μοναχούς της ἐρήμου τοῦ Σινᾶ, πού ἦταν ἐπιφορτισμένοι νά καταβάλλουν χρηματικές εἰσφορές στούς Μουσουλμάνους.
Ὁ γεμάτος ζῆλο ποιμένας ἀπευθυνόταν συχνά πρός τούς πιστούς μέ ἐπιστολές καί τούς προέτρεπε νά ἀκολουθήσουν τό χριστιανικό βίο. Περίφημη εἶναι ἡ ἐγκύκλιός του, ἐμψυχωμένη ἀπό βαθύ εὐαγγελικό πνεῦμα, στήν ὁποία γράφει: «Παιδιά μου, νά ἔχετε φόβο Θεοῦ στίς καρδιές σας, ἐπειδή μ’ αὐτόν τόν τρόπο ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά κατακτήσει κάθε ἀρετή… Μήν προσβάλλετε τίς χῆρες, τά ὀρφανά καί τούς ξένους, γιατί αὐτοί δέν ἀπευθύνονται στόν Θεό ἐναντίον σας. Νά φοβᾶσθε τόν Θεό καί νά τιμᾶτε τούς μεγαλύτερους, ἀλλά κυρίως νά ἐκτιμᾶτε τή θεία ἱεραρχία, μέ κάθε ὑπακοή καί δίχως καμία ἀπροθυμία, ἐπειδή αὐτή κάθε μέρα καί νύχτα φροντίζει τίς ψυχές σας, ἐπειδή λογοδοτεῖ στόν Θεό γιά τό ποίμνιό της… Παιδιά μου, νά προσπαθεῖτε νά εἶστε φιλεύσπλαγχνοι, καταδεκτικοί, ὅπως μᾶς διδάσκει ὁ μεγάλος Ἀπόστολος Ἰάκωβος, ὁ Ἀδελφόθεος: «Ἡ κρίση θά εἶναι χωρίς φιλευσπλαχνία ἐνάντια σ’ αὐτόν πού δέν θά ἔχει κάνει χρήση τῆς φιλευσπλαχνίας» (Ἰακ. 2, 13). Ἀπ’ ὅσο καί κατά τή δύναμή σας νά τηρεῖτε τό νόμο τοῦ Θεοῦ ὄχι μέ τίς λέξεις, ἀλλά μέ τίς πράξεις… Σπεύσατε νά συμμετάσχετε στίς ἱερές ἀκολουθίες, προσπα-θώντας νά τίς προφθάσετε διαδοχικά, ὅπως ὁ Ἰωάννης ὁ Θεολόγος πρόλαβε τόν Πέτρο, σπεύδοντας νά πάει στόν τάφο τοῦ Χριστοῦ. Προσεγγίστε τόν ἱερέα, τόν πνευματικό πατέρα, μέ μετάνοια καί δάκρυα ἀπαρνηθεῖτε ὅλες τίς ἁμαρτωλές πράξεις καί νά μήν τίς ἐπανα-λάβετε. Ἡ ἀληθινή μετάνοια ἐπιμένει σ’ αὐτό: στό νά μισοῦμε τά προηγούμενα ἁμαρτήματα. Μέ θέρμη συναχθεῖτε, γιά νά προσευχηθεῖ-τε στήν Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία ἀποκαλεῖται ὁ ἐπί γῆς οὐρανός… Μήν ἀποτολμήσετε, παιδιά μου, νά προκαλέσετε τήν ὀργή τοῦ Θεοῦ μέ τίς ὁμιλίες σας μέσα στήν Ἐκκλησία… Νά μήν παραλείπετε καμία νηστεία… Νά κοινωνεῖτε τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Κυρίου».
Ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1378. Ὁ ἐνταφιασμός τοῦ ἱεροῦ λειψάνου αὐτοῦ ἔγινε στή μονή τῶν Θαυ-μάτων, πού εἶναι ἀφιερωμένη στόν Ἀρχάγγελο Μιχαήλ.
Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας τίμησε ἐξαιρετικά τήν ἀρετή καί τήν ποιμαντική δράση τοῦ Ἁγίου, ἀποκαλώντας τον «φωστήρα τῆς Ρωσίας, τιμή τῆς Μόσχας, στῦλο καί θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας».
Τό 1431 ἡ ξύλινη ἐκκλησία, στήν ὁποία φυλάσσονταν τά λεί-ψανα τοῦ Ἁγίου, καταστράφηκε καί στή θέση της ὁ μεγάλος πρί-γκηπας διέταξε νά ἀνεγερθεῖ πέτρινος ναός. Κατά τή διάρκεια τῶν ἐργασιῶν βρέθηκε ἄφθαρτο τό λείψανο τοῦ Ἁγίου. Ὁ Μητροπολίτης Μόσχας Φώτιος, περιστοιχισμένος ἀπό τόν κλῆρο, ἐτέλεσε ἀκολουθία εὐχαριστίας στόν Θεό καί τά ἱερά λείψανα τοῦ Ἁγίου Ἀλεξίου τοπο-θετήθηκαν μέ ἐπισημότητα στό παρεκκλήσι τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου. Ἔκτοτε δέν ἔπαψε ποτέ ἡ τιμή πρός τόν Ἅγιο, στόν ὁποῖο ἀποδίδονται πολλά θαύματα καί πνευματικές εὐεργεσίες.
Ἡ Ρωσική Σύνοδος, τό ἔτος 1448, προεδρεύοντος τοῦ Πα-τριάρχου Ἰωνᾶ (1448-1461), καθιέρωσε τόν ἑορτασμό τῆς μνήμης τοῦ Ἁγίου Ἀλεξίου τήν 12η Φεβρουαρίου, ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του, καί τήν 20ή Μαΐου, ἡμέρα τῆς εὑρέσεως τῶν ἱερῶν λειψάνων του.
Τό ἔτος 1485, στή μονή τῶν Θαυμάτων, ἀνηγέρθη ναός πρός τιμήν τοῦ Ἁγίου Ἀλεξίου καί ἐκεῖ μεταφέρθηκαν τά λείψανά του. Ἐπί πατριαρχείας Ἰωακείμ (1674-1690), τό ἔτος 1686, ἔλαβε χώρα μία δεύτερη ἐπίσημη μετακομιδή τῶν λειψάνων στόν καινούργιο ναό, πού ἦταν ἀφιερωμένος στόν Εὐαγγελισμό τῆς Θεοτόκου καί τόν Ἅγιο Ἀλέξιο. Μέ εὐλογία τοῦ Πατριάρχου Ἀλεξίου, τό ἔτος 1947, τά λεί-ψανα τοῦ Ἁγίου μετεκομίσθησαν στόν καθεδρικό πατριαρχικό ναό τῶν Θεοφανείων στή Μόσχα, ὅπου βρίσκονται ἀκόμα σήμερα, μπροστά ἀπό τό τέμπλο τοῦ ναοῦ, στή δεξιά πλευρά.
† Τῆ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Βασιανοῦ τοῦ Οὔγκλιχ.
Ὁ Ἅγιος Βασιανός καταγόταν ἀπό τό χωριό Ροζαλώφ τῆς Ρωσίας τῆς περιοχῆς τοῦ Κέσοβ. Σέ ἡλικία 33 ἐτῶν ἐγκαταβίωσε σέ μοναστήρι καί ἀκολούθησε τήν ἀσκητικό ὁδό. Ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1509.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου νεομάρτυρος Χρήστου τοῦ κηπουροῦ.
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Χρῆστος καταγόταν ἀπό τήν Ἀλβανία καί ἦλθε στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἐργαζόταν ὡς κηπουρός. Κάποια ἡμέρα ἐλογομάχησε μέ κάποιον Τοῦρκο, ὁ ὁποῖος τόν κατήγγειλε στίς ἀρχές μέ τή συκοφαντία ὅτι ἐξύβρισε τή μουσουλμανική θρησκεία. Οἱ Τοῦρκοι τόν συνέλαβαν καί τόν ἔρριξαν στή φυλακή. Τά βασανι-στήρια δέν ἄλλαξαν τή σταθερή πίστη τοῦ Ἁγίου στόν Χριστό. Γι’ αὐτό καί οἱ Τοῦρκοι ἀπέκοψαν τήν τιμία κεφαλή αὐτοῦ, στό ἔτος 1748. Τό μαρτύριό του παρακολούθησε καί ὁ λόγιος Καισάριος Δαπόντε, ὁ ὁποῖος βρισκόταν στήν ἴδια φυλακή καί ἀργότερα συνέγραψε τό μαρτύριο τοῦ Ἁγίου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Μελετίου, ἐπισκόπου Χαρκώβ.
Ὁ Ὅσιος Μελέτιος, κατά κόσμον Μιχαήλ Ἰβάνοβιτς Λεοντόβιτς, ἐγεννήθηκε στίς 6 Νοεμβρίου 1784 στή Ρωσία. Ἐσπούδασε στή θεολογική Ἀκαδημία τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως καί ἔγινε μοναχός τό ἔτος 1820 στή μονή Μπράτσκ τοῦ Κιέβου. Στίς 19 Ὀκτωβρίου 1826 ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Τσιγκίρινσκ τοῦ Κιέβου καί διακρίθηκε γιά τόν ἀσκητικό βίο καί τή φιλανθρωπία του. Ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη καί ἐνταφιάσθηκε στή μονή τῆς Παναγίας τοῦ Χαρκώβ. Τό ἔτος 1948 τό ἱερό λείψανο αὐτοῦ μετακομίσθηκε στόν καθεδρικό ναό τῶν Θεοφα-νείων τοῦ Χαρκώβ.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τή μνήμη του καί στίς 28 Φεβρουαρίου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Ἀλεξίου, ἐπισκό-που Βορονέζ.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἀλέξιος, Ἐπίσκοπος Βορονέζ τῆς Ρωσίας, ἐμαρτύρησε τό ἔτος 1930[10].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Μητροφάνους, τοῦ ἐκ Ρωσίας.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Μητροφάνης ἦταν πρωτοπρεσβύτερος καί ἐμαρτύρησε τό ἔτος 1931[11].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Ἰβηριτίσσης.
Ἡ ἐπωνυμία τῆς ἱερᾶς εἰκόνος τῆς Παναγίας, Ἰβηρίτισσα, ὀφείλεται στόν ἱερά μονή Ἰβήρων τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπου ἔφθασε κατά τρόπο θαυματουργικό τό ἔτος 999 μ.Χ., ἀφοῦ ἐπέπλεε ἐπάνω στά κύματα τῆς θαλάσσης.
Τό ἔτος 1648, μετά ἀπό ἐπιθυμία τοῦ Πατριάρχου τῆς Ρωσίας Νίκωνος, ἔφεραν στή Μόσχα πανομοιότυπο ἀντίγραφο τῆς ἱεςρᾶς εἰκόνος.
Ἡ εἰκόνα τιμᾶται, ἐπίσης, στίς 12 Ὀκτωβρίου, ἡμέρα κατά τήν ὁποία ἔφθασε στή Μόσχα, καί τήν Τρίτη τῆς Διακαινησίμου.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!