† Μνήμη τοῦ ἁγίου ῾Ιερομάρτυρος Βλασίου, ἀρχιεπισκόπου Σεβαστείας.
Ὁ Ἅγιος Βλάσιος ἔζησε στά χρόνια τοῦ αὐτοκράτορος Λικινίου (308-323 μ.Χ.). Ἐσπούδασε ἰατρική, ἀλλά προσέφερε χωρίς χρήματα τίς ὑπηρεσίες του, ὡς φιλανθρωπία, στούς πάσχοντες καί ἀσθενεῖς. Ἐκτός ἀπό τήν ἰατρική βοήθεια ἐχορηγοῦσε δωρεάν στούς ἀσθενεῖς τά φάρμακα καί τούς ἔδινε τά ἔξοδα τῆς νοσηλείας τους. Ἡ φιλανθρω-πική του δραστηριότητα ἐκαλλιεργεῖτο στήν ψυχή του ἀπό τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τή μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ἡ Ἐκκλησία τόν δέχθηκε στίς τάξεις τοῦ ἱεροῦ κλήρου καί τόν ἐξέλεξε Ἐπίσκοπο Σεβαστείας[1].
Ἐπί τῆς βασιλείας τοῦ Λικινίου, ὁ ἔπαρχος Ἀγρικόλας τόν συνέλαβε καί τόν ὑπέβαλε σέ φρικτά βασανιστήρια. Οἱ στρατιῶτες, ἀφοῦ τόν μαστίγωσαν ἀνηλεῶς μέ ραβδιά, τόν ἐκρέμασαν ἀπό ξύλο καί στή συνέχεια τόν ὁδήγησαν δεμένο στή φυλακή. ῎Επειτα τόν ἔρριξαν στό βυθό μιᾶς λίμνης. Ὅμως ὁ Ἅγιος, μέ τή θαυματουργική ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ, διασώθηκε. ᾿Εξοργισθέντες τότε οἱ ἐχθροί τῆς πίστεως τόν ἀποκεφάλισαν. ῎Ετσι, ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Βλάσιος ἔλαβε ἀπό τόν Κύριο τῆς δόξας τό στέφανο τοῦ μαρτυρίου.
Ἡ Σύναξή του ἐτελεῖτο στό Μαρτύριό του, τό ὁποῖο βρισκόταν κοντά στό Μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Φιλίππου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων δύο Παίδων καί τῶν ἑπτά γυναι-κῶν Μαρτύρων, τῶν συναθλησάντων τῷ ἁγίῳ Βλασίῳ.
Κατά τό μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Βλασίου ἑπτά γυναῖκες, οἱ ὁποῖες τόν ἀκολουθοῦσαν, αἰσθάνθηκαν τόση ἀγανάκτηση γιά τή σκληρή ἀδικία καί θαυμασμό πρός τόν Ἅγιο, ὥστε ἔλεγξαν τόν ἔπαρχο Ἀγρικόλα καί διεκήρυξαν μέ παρρησία τήν πίστη τους στόν Χριστό. Γιά τήν ὁμολογία τους αὐτή ἀποκεφαλίσθηκαν καί, ἔτσι ἔλαβαν τούς στεφάνους τοῦ Μαρτυρίου.
Μαζί μέ τόν Ἅγιο Βλάσιο ἦσαν στή φυλακή καί δύο νέοι, τούς ὁποίους ὁ Ἅγιος κατήχησε καί ἐβάπτισε. Καί οἱ δύο συνήθλησαν μετά τοῦ Ἁγίου καί κατέστησαν κοινωνοί τοῦ μαρτυρικοῦ θανάτου αὐτοῦ καί τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ.
† Τῇ αὐτῆ ἡμέρᾳ, ἑορτάζομεν τήν εὕρεσιν τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ ἁγίου Ζαχαρίου, πατρός Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου.
Τά ἱερά λείψανα τοῦ Ἁγίου Ζαχαρίου († 5 Σεπτεμβρίου) ἀνευρέθησαν, κατά πληροφορία τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων Δοσιθέου, τό ἔτος 415 μ.Χ., στήν Ἐλευθερούπολη τῆς Παλαιστίνης ἐπί αὐτοκράτορος Θεοδοσίου τοῦ Μικροῦ (408-450 μ.Χ.)[2] ἀπό κάποιον πού ὀνομαζόταν Καλήμερος. Τά ἱερά λείψανα μαζί μέ τό σκήνωμα τοῦ Ἰωσήφ, τοῦ υἱοῦ Ἰακώβ, κατατέθηκε στή Μεγάλη Ἐκκλησία.
Περί τῆς μετακομιδῆς δέ τοῦ ἱεροῦ λειψάνου τοῦ Προφήτου Ζαχαρίου στή Βενετία τῆς Ἰταλίας γράφει ὁ Πατριάρχης Ἱεροσο-λύμων Νεκτάριος[3].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ἁγίας Θεοδώρας τῆς βασιλίσσης, τῆς στερεωσάσης τήν ᾿Ορθοδοξίαν.
Ἡ Ἁγία Θεοδώρα, ἡ βασίλισσα, ἐγεννήθηκε στή Ἔβεσσα τῆς Παφλαγονίας[4], τό 815 μ.Χ., ἀπό εὐσεβεῖς γονεῖς, τό δρουγγάριο[5] Μαρῖνο καί τήν ἐνάρετη Θεοκτίστη πού διακρινόταν γιά τήν εὐλάβειά της καί τήν προσήλωσή της στήν ὀρθόδοξη πίστη. Ἡ Ἁγία εἶχε τρεῖς ἄλλες ἀδελφές, τήν Σοφία, τήν Μαρία καί τήν Εἰρήνη, καί δύο ἀδελφούς, τόν Βάρδα καί τόν Πετρωνᾶ. Τό ἔτος 830 μ.Χ. ἐνυμφεύ-θηκε τόν αὐτοκράτορα Θεόφιλο (829-842 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος ἦταν εἰκονομάχος. Παρά τό εἰκονομαχικό κλῖμα πού ἐπικρατοῦσε ἡ Θεοδώρα ἐξακολουθοῦσε νά τιμᾶ τίς ἱερές εἰκόνες καί νά τίς φυλάσ-σει κρυφά στά δώματά της. Ἡ μητέρα της, Θεοκτίστη, ἐγκατέλειψε τά ἀνάκτορα καί ἀποσύρθηκε σέ γυναικεία μονή, τήν ὁποία ἡ ἴδια εἶχε ἱδρύσει.
Τό 842 μ.Χ. ὁ Θεόφιλος ἀπέθανε καί ἡ Ἁγία Θεοδώρα ἀνέλαβε τή βασιλεία καί τήν ἐποπτεία του ἀνήλικου υἱοῦ της Μιχαήλ, μέ συνεπιτρόπους τόν ἀδελφό της Βάρδα, τόν ἐκ τοῦ πατέρα της θείου της, πού ἦταν μάγιστρος[6], καί τό λογοθέτη[7] Θεόκτιστο. Ἡ πρώτη ἐνέργεια ἦταν ἡ ἀπομάκρυσνη τοῦ εἰκονομάχου Πατριάρχου Ἰωάννου καί ἡ ἐκλογή τοῦ Ἁγίου Μεθοδίου(†14 Ἰουνίου). Ἡ Σύνοδος, πού συνῆλθε στίς 11 Μαρτίου τοῦ 843 μ.Χ., ἀπεφάσισε τήν ἀναστήλωση τῶν ἁγίων εἰκόνων καί ἀνόρθωσε τή διδασκαλία τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἡ μεγαλοπρεπής πανήγυρις ἐτελέσθη τήν Α΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν, στό ναό τῆς Ἁγίας Σοφίας, πού ἀπό τότε καθιερώθηκε ὡς Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἀλλά ἐκτός ἀπό τό ζήτημα τῶν εἰκόνων, τήν Ἁγία Θεοδώρα ἀπασχόλησαν καί ἄλλοι ποικίλοι ἐσωτερικοί καί ἐξωτερικοί περισπασμοί, ὅπως οἱ ἐπιδρομές τῶν Ἀράβων στή Σικελία καί Μικρά Ἀσία, οἱ ἐπαναστάσεις τῶν Σλαύων τῆς Πελοποννήσου καί τῶν Παυλιανιτῶν τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, οἱ ἐκστρατεῖες κατά τῶν Ἀράβων τῆς Κρήτης, τῆς Συρίας καί τῆς Αἰγύπτου, καί οἱ περιπλοκές μέ τόν ἡγεμόνα τῶν Βουλγάρων Βόγορι, τόν ὁποῖο ὁδήγησε στήν Ὀρθοδοξία. Ἔτσι, ἐμπιστεύθηκε τήν ἀνατροφή τοῦ υἱοῦ της στόν ἀδελφό της Βάρδα, ὁ ὁποῖος, μέ σκοπό τό δικό του συμφέρον, ἐνεθάρρυνε καί ἐνίσχυε κάθε ροπή τοῦ νεαροῦ βασιλέως πρός τήν ἀκολασία. Ἡ δολοφονία τοῦ λογοθέτου Θεοκτίστου κατέστησε τόν ἀδελφό τῆς Ἁγίας πανίσχυρο, ὥστε νά περιφρονεῖ καί νά ἀπειλεῖ καί τήν ἴδια.
Ἀργότερα, ὁ ἴδιος ὁ υἱός τῆς Ἁγίας, Μιχαήλ, καί ὁ ἀδελφός της, Βάρδας, διέταξαν τόν ἐγκλεισμό της, μαζί μέ τίς θυγατέρες της Ἄννα, Θέκλα, Ἀναστασία, Μαρία καί Πουλχερία, στή μονή Γαστρίων, στήν περιοχή τῶν Ὑψωμαθείων, καί τήν κουρά της ὡς μοναχῆς. Ἐκεῖ ἡ Ἁγία Θεοδώρα ἀφοσιώθηκε στήν προσευχή καί στήν ἄσκηση. Ἐκοιμήθηκε ὁσίως μέ εἰρήνη τό ἔτος 867 μ.Χ., τό δέ ἱερό λείψανό της φυλάσσεται μέ εὐλάβεια στό ναό τῆς Παναγίας Σπηλαιωτίσσης στήν Κέρκυρα.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Βλασίου, τοῦ ἐξ Ἀκαρνανίας.
Ὁ Ἅγιος Βλάσιος ἐγεννήθηκε πιθανῶς στό χωριό Σκλάβαινα τῆς Ἀκαρνανίας[8] περί τά τέλη τοῦ 10ου καί ἀρχές τοῦ 11ου αἰῶνος μ.Χ., ὅπου τό ἔτος 1923 βρέθηκε ὁ τάφος του καί τό τίμιο λείψανό του. Ἐκάρη μοναχός στή μονή Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου, στήν παλιά Κιά-φα[9]-Σκλάβαινα τῆς ἐπαρχίας Βόνιτσας καί Ξηρομέρου, στήν ὁποία διετέλεσε καί ἡγούμενος. Ἐμαρτύρησε τό ἔτος 1006 ἀπό τούς Ἀγαρηνούς πειρατές μαζί μέ πέντε συμμοναστές του. Τό μαρτύριό του ἐφανέρωσε ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος σέ πολλούς εὐσεβεῖς ἱερεῖς καί Χριστιανούς τῆς περιοχῆς.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ ἁγίου Γαβριήλ τοῦ βασιλέως.
Ὁ Ἅγιος Γαβριήλ (Βσεβολόδος Μστισλάβιτς), υἱός τοῦ μεγάλου Ρώσου ἡγεμόνος, ἐπί πολλά ἔτη καταπολέμησε, ὡς Πρίγκηπας τοῦ Νόβγκοροντ, τίς διαμάχες μεταξύ τῶν διαφόρων Ρώσων ἡμεμόνων. Μετά τήν κοίμηση αὐτοῦ, τό ἔτος 1138 μ.Χ., ἡ Ρωσική Ἐκκλησία τόν ἀνεκήρυξε Ἅγιο καί θαυματουργό τό ἔτος 1549.
† Τῆ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Δημητρίου, τοῦ ἐκ Ρωσίας.
Ὁ Ὅσιος Δημήτριος τοῦ Πριλούσκϊυ ἐγεννήθηκε στήν περιοχή Περεγιασλάβ Ζαλέσκ τῆς Ρωσίας κατά τόν 14ο αἰώνα μ.Χ. ἀπό οἰκογένεια πλούσια καί εὐσεβή. Ἀπό νεαρά ἡλικία ἐκάρη μοναχός καί ἵδρυσε μονή ἀφιερωμένη στόν Ἅγιο Νικόλαο.
Τό ἔτος 1354 ὁ Ἅγιος Δημήτριος συναντήθηκε μέ τόν Ἅγιο Σέργιο τοῦ Ραντονέζ, ὁ ὁποῖος εἶχε ἔλθει στό Περεγιασλάβ, γιά νά ἐπισκεφθεῖ τόν Μητροπολίτη Ἀθανάσιο. Ἀπό τότε οἱ δύο Ἅγιοι συνεδέθησαν διά φιλίας.
Ἡ φήμη τοῦ Ἁγίου ἐξαπλώθηκε τόσο πολύ, ὥστε ὁ μέγας πρίγκηπας Δημήτριος Ἰωάννοβιτς τοῦ ἐζήτησε νά γίνει πνευματικός πατέρας τῶν τέκων του.
Ὅμως ὁ Ἅγιος ἐπιθυμοῦσε τή μοναχική ἡσυχία. ὑπό τήν ἐπίδραση τοῦ Ἁγίου Σεργίου ἀποσύρεται σέ ἀπομακρυσμένο τόπο καί ἐγκαθίσταται βόρεια μέ τό μαθητή του Παχώμιο.
Στά δάση τῆς περιοχῆς Βολογκντά, κοντά στόν ποταμό Βελίκα, ἔκτισε τό ναό τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου καί ἑτοιμαζόταν νά θέσει τά θεμέλια γιά τήν ἀνέγερση μονῆς. Ὁμως οἱ ντόπιοι, μέ τό φόβο ὅτι τά χωράφια τῆς περιοχῆς θά γίνονταν μοναστηριακή περιουσία, ἀντέδρασαν καί ἐζήτησαν ἀπό τούς δυό μοναχούς νά ἀποχωρήσουν. Ἐκεῖνοι, χωρίς νά θέλουν νά ἐπιβαρύνουν κανέναν μέ τήν παρουσία τους, μέ πικρία ἀπεχώρησαν.
Ὁ Ὅσιος Δημήτριος συνέστησε τότε τήν πρώτη κοινοβιακή μονή στό ρωσικό βορρᾶ. Τό ἔτος 1372, μέ τήν πολύτιμη βοήθεια τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς, ἀποπερατώθηκε ὁ ξύλινος καθεδρικός ναός τοῦ Σωτῆρος καί τό πρόσωπο τοῦ Ὁσίου ἄρχισε νά προσελκύει μαθητές καί μοναχούς ἀκόμη καί ἀπό τήν περιοχή τῆς γενέτειράς του.
Στή νέα του μοναστική κοινότητα ὁ Ὅσιος συνεδύαζε τήν προσευχή μέ τήν αὐστηρά ἄσκηση καί νηστεία, ἀλλά καί τή φιλανθρωπία. Ἐφρόντιζε γιά τό συσσίτιο τῶν πεινώντων, ἐφιλοξενοῦσε ἄστεγους, ἐβοηθοῦσε τούς πτωχούς, παρηγοροῦσε τούς θλιμμένους καί συνεβούλευε πνευματικά ὅσους προσέτρεχαν καί ἐκζητοῦσαν τόν Κύριο. Τίς δωρέες τῶν πιστῶν πρός τή μονή τίς ἐδεχόταν μέ διάκριση καί προσοχή καί τίς διαχειριζόταν μέ τέτοιο τρόπο πού δέν προκαλοῦσε, ἀφοῦ πρόσεχε ἰδιαίτερα νά μήν καλλιεργεῖται στήν καρδιά τῶν μοναχῶν κοσμικό φρόνημα.
Ὁ Ἅγιος Θεός τόν ἐπροίκισε μέ τό χάρισμα τῆς διακρίσεως. Ἀφοῦ ἔζησε τό ὐπόλοιπο τοῦ βίου του θεοφιλῶς καί θεαρέστως, ὁ Ὅσιος Δημήτριος ἐκοιμήθηκε σέ βαθύ γῆρας τό ἔτος 1392.
† Τῆ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Γρηγορίου τοῦ Σιναῒτου.
Βλ. † 6 Ἀπριλίου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου νεομάρτυρος Γεωργίου, τοῦ ἐκ Σερβίας.
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Γεώργιος ἐγεννήθηκε στήν πόλη Κράτοβα[10] τῆς Σερβίας ἀπό γονεῖς εὐσεβεῖς, τόν Δημήτριο καί τήν Σάρρα. Ἀπό πολύ μικρή ἡλικία ἐπιδόθηκε στή μελέτη τοῦ θείου λόγου καί ἀργότερα ἔμαθε τήν τέχνη τοῦ χρυσοχόου. Ἔχασε τόν πατέρα του σέ νεαρά ἡλικία καί φοβούμενος μήπως, λόγῳ τῆς ὡραιότητός του, ἀπαχθεῖ στήν αὐλή τοῦ σουλτάνου Βαγιαζῆ Β΄(1481-1512 μ.Χ.), ἦλθε στή Βουλγαρία καί παρέμεινε στή Σόφια πλησίον ἑνός ἱερέως πού ὀνομαζόταν Πέτρος. Ὁ ἱερεύς ἐκεῖνος τοῦ παρέσχε κάθε μέσο γιά νά διδαχθεῖ τά ἱερά γράμματα. Καί ἔτσι ὁ Ἅγιος ζοῦσε βίο θεοφιλῆ καί ἀσκητικό.
Οἱ Τοῦρκοι προσπάθησαν νά τόν ἐξισλαμίσουν καί γιά τό λόγο αὐτό μεταχειρίσθηκαν ἔμπειρο μουσουλμᾶνο διδάσκαλο, ὁ ὁποῖος σάν ἀφορμή γιά νά πλησιάσει τόν Γεώργιο προσκόμισε σέ αὐτόν χρυσό γιά κατασκευή κοσμήματος. Κατά τίς ἐπαφές μαζί του ὁ Γεώργιος ἀπέδειξε ὅτι ἡ μόνη ἀληθινή πίστη εἶναι ἡ χριστιανική καί ἤλεγξε ὡς ψευδῆ τή μουσουλμανική θρησκεία. Γιά τό λόγο αὐτό ὁδηγήθηκε στόν κριτή. Παρά τίς κολακεῖες, τίς ὑποσχέσεις καί τίς ἀπειλές ὁ Μάρτυρας παρέμεινε σταθερός στήν πατρώα εὐσέβεια. Ὁ ἱερεύς Πέτρος τόν ἐπισκέφθηκε στή φυλακή, τόν ἀσπάσθηκε καί τοῦ εἶπε: «Χαῖρε, Γεώργιε, ἐσύ σήμερα ἐδόξασες τόν Χριστό, ὅπως κάποτε ὁ Πρωτομάρτυρας Στέφανος, καί ὁ νέος Στέφανος τήν ἐποχή τῆς εἰκονομαχίας, καί ἄλλοι πολλοί ἅγιοι, γιατί παρόμοιο ἔργο καί σύ ἔκανες». Μετά ἀπό αὐτά ὁ Ἅγιος ὁδηγήθηκε καί πάλι ἐνώπιον τοῦ κριτοῦ, ὁ ὁποῖος τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θά τόν υἱοθετήσει καί θά τοῦ χαρίσει ἀμέτρητα πλούτη καί δόξα, ἐάν ἀρνηθεῖ τόν Χριστό. Ὁ Ἅγιος καί πάλι ἐξεδήλωσε τή διάθεσή του νά μαρτυρήσει καί ὁμολόγησε τόν Χριστό. Τότε ὁ κριτής, ὑπο-κύπτοντας στίς πιέσεις τοῦ ὄχλου, παρέδωσε τό Μάρτυρα στό μαινόμενο πλῆθος, τό ὁποῖο τόν ἔδεσε καί τόν περιέφερε ἀνά τίς ὁδούς τῆς πόλεως. Ἔτσι, ὁ Ἅγιος Γεώργιος ἀναδείχθηκε Μάρτυρας τῆς πίστεως καί ὑπέστη τόν διά πυρᾶς θάνατο, τό ἔτος 1515 μ.Χ. στή Σόφια τῆς Βουλγαρίας.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Κασσιανοῦ, τοῦ ἐκ Ρωσίας.
Ὁ Ὅσιος Κασσιανός τοῦ Μποσόϊ ἔζησε καί ἀσκήτεψε στή μονή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Βολοκολάμσκ τῆς Ρωσίας, ὅπου ἦταν ἡγούμενος ὁ Ὅσιος Ἰωσήφ († 9 Σεπτεμβρίου).
Ὁ Ὅσιος Κασσιανός ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1532.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἀνάμνησις τοῦ θαύματος τῆς ἱερᾶς εἰκόνος τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν Πάργᾳ.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!