του Αρχιμ. Γρηγορίου Κωνσταντίνου, Δρ. Θεολογίας
Μασονία[1], Μασονισμός ἤ Τεκτονισμός λέγεται μία ἄλλη ἀντιχριστιανική ὀργάνωση καί κίνηση πού ἐμφανίζεται κατά τό Μεσαίωνα στή Δυτική Εὐρώπη ἔχοντας ὡς στόχο καί αὐτή νά ὑπηρετήσει μέ τόν τρόπο της τούς σκοπούς τῆς «Νέας Ἐποχῆς». Συνεπικουρεῖ βέβαια σέ μεγάλο βαθμό στά μεγαλόπνοα σχέδια τῶν νεοεποχιτῶν[2]. Ὁ Μασονισμός ἐπιπλέον εἶναι ἕνας ἐξαίρετος ἀπόγονος τοῦ Μανιχαϊσμοῦ[3]. Βέβαια κέντρο καί βάση τοῦ Μασονισμοῦ εἶναι ἡ Θεοσοφία, ἡ ὁποία ἔχει τίς ρίζες της στόν Ἰνδουισμό, Βουδισμό καί σέ ἄλλες ἀνατολικές θρησκεῖες[4]. Στήν διατήρηση ἀλλά καί στήν αὔξηση τοῦ γοήτρου τῆς ὀργάνωσης συνέβαλαν τά μέγιστα ἡ αὐστηρή ἐφαρμογή τῶν κανονισμῶν της περί μύησης τῶν μελῶν της, καθώς καί ἡ προβίβαση τῶν μελῶν στούς διαφόρους βαθμούς[5].
Στίς ἀρχές τοῦ 16ου αἰώνα οἱ Στοές, λόγω τῆς φθίνουσας πορείας τους, ἄρχισαν νά δέχονται στούς κόλπους τους καί ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι δέν ἦταν λιθοξόοι, ἀλλά μέλη βασιλικῶν Οἴκων καί εὐγενεῖς ἤ ἁπλῶς ἀνθρώπους πού ἤθελαν νά ξεφύγουν ἀπό τόν θρησκευτικό φανατισμό τῆς ἐποχῆς καί νά δομήσουν μία καλύτερη κοινωνία βασισμένη στήν ἀνεκτικότητα καί στήν εἰρηνική συνύπαρξη τῶν λαῶν[6]. Στά μέσα τοῦ 17ου αἰώνα ὑπάρχουν σαφεῖς ἐνδείξεις τῆς παρουσίας μυστικῆς ὀργάνωσης τῶν Ἐλευθεροτεκτόνων μέ τρεῖς συμβολικούς βαθμούς στήν Ἀγγλία[7]. Τό The Regius Manuscript εἶναι ἕνα ποίημα πού χρονολογεῖται περί τό 1390 καί ἀποτελεῖ τό παλαιότερο γνωστό Τεκτονικό Χειρόγραφο.
Ἡ πρώτη Τεκτονική Μεγάλη Στοά στήν ἱστορία, ἡ Μεγάλη Στοά τῆς Ἀγγλίας, ἱδρύθηκε πρός τιμή τοῦ Γεωργίου τοῦ A´ (1660-1727), πρώτου προτεστάντη βασιλέα τῆς Μεγάλης Βρετανίας, πού ἀνέβηκε στόν θρόνο τήν 1η Αὐγούστου 1714. Ἐπίσημα ἡ Μεγάλη Στοά τῆς Ἀγγλίας ἱδρύθηκε ὡς ἡ «Μεγάλη Στοά τοῦ Λονδίνου καί τοῦ Γουέστμινστερ» τήν ἡμέρα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Βαπτιστῆ, 24 Ἰουνίου 1717. Τήν ἡμέρα αὐτή συγκεντρώθηκαν τέσσερις Στοές τῆς Τέχνης στό Apple Tree Tavern τοῦ Λονδίνου καί σχημάτισαν μία κανονική Μεγάλη Στοά. Ἡ νέα Μεγάλη Στοά ὡς βάση εἶχε τήν «ἀλληλεγγύη» καί τήν «ἀγάπη» μεταξύ τῶν Ἐλευθεροτεκτόνων μελῶν της καί ὡς πεποίθηση τήν ἐλευθερία σκέψης πέρα ἀπό πολιτικές καί θρησκευτικές διχόνοιες. Ὁ χαρακτήρας τῆς Μεγάλης Στοᾶς τῆς Ἀγγλίας ἔπαψε νά εἶναι αὐστηρά ἐπαγγελματικός καί τά ἐργαλεῖα, πού παλαιότερα χρησίμευαν γιά τίς οἰκοδομικές ἐργασίες, πῆραν τόν ρόλο τῶν συμβόλων γιά τήν ἐξαγωγή ἠθικῶν συμπερασμάτων.
Οἱ τέσσερις προϋπάρχουσες Στοές συνέρχονταν ὡς ἑξῆς: Ἡ πρώτη, σήμερα ὀνόματι “Antiquity No 2”, στό Goose and Gridiron Ale-house στήν πλατεία τῆς ἐκκλησίας τοῦ Ἁγ. Παύλου, ἡ δεύτερη στό Crown Ale-house, ἡ τρίτη, σήμερα ὀνόματι “Lodge of Fortitude and Old Cumberland Nο 12”, στό Apple Tree Tavern στό Κόβεντ Γκάρντεν καί ἡ τέταρτη, σήμερα ὀνόματι “Westminster Royal Somerset House and Inverness Lodge No 4”, στό καπηλειό Rummer and Grapes. Ἡ τελευταία ἦταν Στοά θεωρητικῶν Τεκτόνων, ἐνῶ οἱ τρεῖς πρῶτες ἦταν κατά κύριο λόγω ἐπαγγελματικές Στοές Τεκτόνων.
Τό 1723 ὁ James Anderson ἔγραψε καί ἐξέδωσε τά Συντάγματα τῶν Ἐλευθεροτεκτόνων γιά τή Χρήση τῶν Στοῶν τοῦ Λονδίνου καί τοῦ Γουεστμίνστερ. Στό ἔργο αὐτό παρατέθη-καν οἱ κανόνες διακυβέρνησης τῆς ἀδελφότητας καί ἐξιστορή-θηκε ἡ «Ἱστορία τοῦ Ἐλευθεροτεκτονισμοῦ», σύμφωνα μέ τήν ὁποία ἡ ἀδελφότητα καταγόταν ἀπό τίς μεσαιωνικές φατρίες κτιστῶν, πού προέρχονταν ἀπό ἀρχαίους Ρωμαίους καί Ἕλληνες ἀρχιτέκτονες καί μαθηματικούς. Οἱ τελευταῖες εἶχαν μέ τή σειρά τους τίς ἀρχαῖες ρίζες τους στήν βιβλική περιγραφή τῆς ἀνέγερ-σης τοῦ Ναοῦ τοῦ Σολομώντα. Τό ἔργο αὐτό ἀνατυπώθηκε τό 1734 στήν Φιλαδέλφεια τῶν Η.Π.Α. ἀπό τόν Βενιαμίν Φραγκλίνο, ὁ ὁποῖος ἐκεῖνο τό ἔτος εἶχε ἐκλεγεῖ Μέγας Διδάσκαλος τῶν Ἐλευθεροτεκτόνων τῆς Πενσυλβανίας τῶν Η.Π.Α. Παράλληλα, ἄρχισαν νά καταρτίζονται καί κάποιες ἄλλες Μυστικές Ἑταιρεῖ-ες, πού ἰσχυρίζονταν πώς προέρχονταν ἀπό τά Ἰπποτικά Τάγμα-τα. Αὐτά ἀπό τό 1721 ἄρχισαν νά διαμορφώνουν ἕνα σύστημα πού συνέπλεε μέ τόν Ἐλευθεροτεκτονισμό. Ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς διαδικασίας ἦταν ὁ σχηματισμός τοῦ Σκωτικοῦ Τύπου, ὁ ὁποῖος ἄρχισε ἀπό τό 1730 νά ἐξαπλώνεται στήν ὑπόλοιπη Εὐρώπη. Στίς 17 Ἰουλίου 1751 ἐκπρόσωποι πέντε Στοῶν, στό καπηλειό τοῦ Turk’s Head στό Σόχο τοῦ Λονδίνου, ἱδρύουν τήν «Ἀρχαία Μεγάλη Στοά τῆς Ἀγγλίας», ἤ ἀλλιῶς ὀνομαζόμενη «Μεγάλη Στοά τῶν Ἐλευθέρων καί Ἀποδεκτῶν Τεκτόνων τῆς Ἀγγλίας».
Ὁ νέος σχηματισμός ἀποτελοῦνταν κυρίως ἀπό Σκοτσέ-ζους Ἐλεύθερους Τέκτονες, πού ἦταν δυσαρεστημένοι ἀπό τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο οἱ Ἐλευθεροτέκτονες τῆς Premier Μεγάλης Στοᾶς τῆς Ἀγγλίας εἶχαν ἀλλάξει τόν Ἐλευθεροτεκτονισμό. Γι’ αὐτό τούς ἀποκαλοῦσαν μοντέρνους καί τούς κατηγοροῦσαν πώς δέν ἀκολουθοῦσαν τά παλαιά ἔθιμα τοῦ Ἐλευθερο-τεκτονισμοῦ. Στήν ἵδρυση τῆς Ἀρχαίας Μεγάλης Στοᾶς τῆς Ἀγγλίας θά ἔπρεπε, ὅμως, νά ἀναγνωρίσουμε καί πολιτικά αἴτια, ἐφόσον θεωρηθεῖ ὡς προέκταση τῆς μή ἀποδοχῆς ἀπό μεγάλη μερίδα Σκοτσέζων τῆς Πράξης Διευθέτησης τοῦ 1701. Ἡ τελευταία ἀπαγόρευε σέ ρωμαιοκαθολικούς νά ἀνέβουν στόν θρόνο καί καθιέρωνε τόν οἶκο τοῦ Ἀνοβέρου, δημιουργώντας ἐκτεταμένες ἀντιδράσεις καί διάφορα μέτρα πού θεσμοθετοῦσε ἀπό τό 1704 τό Ἀγγλικό Κοινοβούλιο. Ὁ σκοπός μιάς τέτοιας κίνησης ἀπέ-βλεπε στόν καταποντισμό τῆς οἰκονομίας τῆς Σκωτίας καί στή διαφωνία τους μέ τήν Πράξη τῆς Ἕνωσης τῆς Ἀγγλίας μέ τή Σκωτία, ὑπό τήν πολιτική ὀντότητα τῆς Μεγάλης Βρετανίας τό 1707.
Οἱ δύο ἀντίπαλες Μεγάλες Στοές γιά 63 χρόνια συνυπῆρχαν δίχως νά ἀναγνωρίζουν ἡ μία τήν ἄλλη ὡς κανονική καί ὡς ἐπίσης ἡ μία τά μέλη τῆς ἄλλης ὡς κανονικούς Ἐλεύθερους Τέκτονες. Στή δεκαετία τοῦ 1750 παρατηρεῖται ἕνα χάος τοῦ Σκωτικοῦ Δόγματος πού εἶχε ἐν τῷ μεταξύ συγχωνευθεῖ μέ τό Δόγμα τῆς Βασιλικῆς Ἁψίδας (Royal Arch) μέ καθιέρωση τριῶν κυρίως συστημάτων: Τῶν «Ροδοσταύρων» (1745), τῆς «Τελειοποίησης»(1754) καί τῆς «Αὐστηρᾶς Τήρησης» (1762). Ἐπικεφαλῆς τοῦ Δόγματος τῆς Τελειοποίησης ἀνέλαβε ὁ Φρειδερίκος ὁ Μέγας τῆς Πρωσίας. Τό 1813 ὁ πρίγκιπας Αὔγουστος Φρειδερίκος (1773-1843), Δούκας τοῦ Σάσεξ καί ἕκτος γιός τοῦ βασιλέα Γεωργίου τοῦ 3ου, ἔγινε Μέγας Διδάσκαλος τῆς Premier Μεγάλης Στοᾶς τῆς Ἀγγλίας καί ὁ ἀδερφός του ὁ πρίγκιπας Ἐδουάρδος Αὔγουστος (1767-1820), Δούκας τοῦ Κέντ καί τέταρτος γιός τοῦ Βασιλέα Γεωργίου τοῦ 3ου, ἔγινε Μέγας Διδάσκαλος τῆς Ἀρχαίας Μεγάλης Στοᾶς τῆς Ἀγγλίας. Τήν ἐποχή αὐτή πραγματοποιήθηκαν τά πιό σοβαρά βήματα γιά τήν ἐπανένωση. Σέ διάστημα περίπου ἔξι ἑβδομάδων εἶχαν συνταχ-θεῖ καί ψηφιστεῖ τά 21 «Ἄρθρα τῆς Ἕνωσης» τῶν δύο Μεγάλων Στοῶν, καί στίς 27 Δεκεμβρίου 1813, τήν ἡμέρα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Εὐαγγελιστῆ, ἡ Premier Μεγάλη Στοά τῆς Ἀγγλίας καί ἡ Ἀρχαία Μεγάλη Στοά τῆς Ἀγγλίας σχημάτισαν τήν Ἑνωμένη Μεγάλη Στοά τῆς Ἀγγλίας (UGLE).
Ἡ Μεγάλη Στοά τῆς Σκωτίας ἱδρύθηκε τό 1736 καί ἡ Μεγάλη Στοά τῆς Ἰρλανδίας τό 1725. Τή δεκαετία τοῦ 1730 ὁ Ἐλευθεροτεκτονισμός διαδόθηκε στίς βρετανικές ἀποικίες τῆς Ἀμερικῆς. Μετά τήν ἀνεξαρτησία τῆς Ἀμερικῆς, σέ κάθε πολιτεί-α τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν σχηματίστηκε καί μία ἀνεξάρτητη Μεγάλη Στοά. Διάφορες σκέψεις γιά ἵδρυση μίας «Μεγάλης Στοᾶς τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν», μέ τόν Τζώρτζ Οὐάσινγ-κτον νά ἔχει τόν ρόλο τοῦ πρώτου Μεγάλου Διδασκάλου, ἐγκαταλείφθηκαν πρόωρα. Στίς Η.Π.Α. εἶναι γνωστό ὅτι 14 πρόεδροι ἦταν τέκτονες.
Ἡ Μεγάλη Ἀνατολή τῆς Γαλλίας (GOdF) ἱδρύθηκε τό 1728. Τό 1877 ἡ Μεγάλη Ἀνατολή τῆς Γαλλίας ἀφαίρεσε τήν προϋπόθεση ἀπό τά μέλη της νά πιστεύουν στό Ὑπέρτατο Ὄν, ὁπότε καί οἱ περισσότερες Ἀγγλόφωνες Μεγάλες Στοές σταμάτησαν νά τήν ἀναγνωρίζουν ὡς «κανονική» καί διέκοψαν τίς ἐπίσημες σχέσεις τους μαζί της. Ἡ Ἐθνική Μεγάλη Στοά τῆς Γαλλίας (GLNF), εἶναι μέχρι σήμερα ἡ μόνη Τεκτονική δύναμη στή Γαλλία πού ἀναγνωρίζεται ἀπό τήν Ἑνωμένη Μεγάλη Στοά τῆς Ἀγγλίας (UGLE). Λόγω τῶν ἀνωτέρω, συχνά ἀναφέρεται πώς ὁ Ἐλευθεροτεκτονισμός ἀποτελεῖται ἀπό δύο παράλληλα παρακλάδια πού τό ἕνα δέν ἀναγνωρίζει τήν «κανονικότητα» τοῦ ἄλλου: τήν Ἑνωμένη Μεγάλη Στοά τῆς Ἀγγλίας (UGLE) μέ ὅσες Μεγάλες Στοές ἔχουν καθεστώς ἀμοιβαίας ἀναγνώρισης μέ αὐτήν, καί τή Μεγάλη Ἀνατολή τῆς Γαλλίας (GOdF) μέ ὅσες Μεγάλες Ἀνατολές συντάσσονται μέ τήν πολιτική της.
[1] R. F. Gould, History of Freemasonry throughout the World (rev. ed., 6 vol., 1936); A. G. Mackey, Encyclopedia of Freemasonry (rev. ed., 3 vol., 1946); F. L. Pick and G. N. Knight, The Pocket History of Freemasonry (4th ed. 1963); C. Kephart, Concise History of Freemasonry (2d ed. 1964); E. Bebe, The Landmarks of Free Masonry (1980); J. Ankerberg and J. Weldon, The Facts on the Masonic Lodge (1988).
[2] Κ. Δ. ΓΙΟΒΑΝΙΔΗ, Μασσωνία, χ. ε., Ἀθήνα 1990, σ. 34.
[3] ΧΑΛΙΒΕΛΑΚΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ, Αἱρέσεις καί Δόγματα, ὄπ. π. σ. 464. Ἱδρυτής τοῦ Μανιχαϊσμοῦ ὁ Πέρσης Μυστικιστής Μάνης ἤ Μανιχαῖος (215-276 μ. Χ.). Πίστευε γιά τόν ἑαυτόν του ὅτι ἦταν ὁ διάδοχος καί συνεχιστής τοῦ ἔργου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Πίστευε στή δυαρχία, δηλαδή τοῦ Θεοῦ καλοῦ καί τοῦ φωτός καί τοῦ Διαβόλου, τοῦ κακοῦ καί τοῦ σκότους.
[4] ΜΗΤΙΛΗΝΑΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, περί αἰρέσεων, ἔκδ. Ἱ. Μονῆς Κομνηνείου, Στόμιον Λαρίσης 2008, σ. 36.
[5] P. Pirri, EC VIII, σσ., 312-313.
[6] Stevenson, David (November 1988). The Origins of Freemasonry: Scotland’s Century 1590-1710. Cambridge: Cambridge University Press.
[7] Coil Henry Wilson, William M. Brown, William L. Cummings, Harold Van Buren Voorhes , 1961” Coil’s Masonic Encyclopedia”, Revised and Updated by Allen E. Roberts, 1995, Richmond, Va, Macoy Pub. & Masonic Supply Co