Με πνευματική χαρά, δοξάζουσα και αινούσα τον ‘Αγιο Τριαδικό Θεό, η Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος έχει την τιμή να σας προσκαλέσει στην Τελετή Υποδοχής της ιεράς και σεβασμίας Εικόνος της Παναγίας Οδηγητρίας και Ελεούσης του Τιχβίν της Ρωσίας (παλαιού αντιγράφου του 1700), που θα γίνει στον Ιερό Προσκυνηματικό Ναό της Αγίας Βαρβάρας του ομωνύμου Δήμου Αττικής, την Κυριακή Γ Νηστειών 31 Μαρτίου 2019, ώρα 630 απογευματινή. Θα ακολουθήσει Κατανυκτικός Εσπερινός, Ιερά Παράκληση στην Υπεραγία Θεοτόκο και Αγιασμός χοροστατούντος του Θεοφ. Επισκόπου Φαναρίου, Γενικού Διευθυντού της Αποστολικής Διακονίας.
Καθημερινά, από την Δευτέρα 1 Απριλίου μέχρι και την Παρασκευή 12 Απριλίου, θα τελούνται με πρόγραμμα Όρθρος- Θεία Λειτουργία, Προηγιασμένη Θεία Λειτουργία (πρωϊνή και εσπερινή), Ιερά Παράκληση, Ευχέλαιο και η Ακολουθία των Χαιρετισμών.
Οσοι ιερείς επιθυμούν να διοργανώσουν με τις ενορίες τους προσκυνηματική επίσκεψη, δύνανται να λάβουν μέρος στις Ιερές Ακολουθίες.
Ο ναός θα παραμένει ανοικτός από 6η πρωϊνή – 9η βραδυνή.
Η χαριτόβρυτη εικόνα της Παναγίας του Τιχβίν.
Η ιερά εικόνα της Παναγίας του Τιχβίν είναι μια από τις πιο αγαπημένες και σεβαστές εικόνες των Ρώσων. Φυλάσσεται στη μονή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην πόλη Τιχβίν (6) και είναι ένα έργο σπάνιας ομορφιάς που φέρει τα χαρακτηριστικά του εικονογραφικού τύπου της Οδηγήτριας και της Ελεούσας (7).
(6) Το Τιχβίν είναι μια πόλη κτισμένη στις όχθες του ποταμού Τίχβινα. Ανήκει στην επαρχία του Νόβγκοροντ και βρίσκεται 220 χιλιόμετρα ανατολικά της Αγίας Πετρούπολης.
(7) Για τις εικόνες της Παναγίας στη Ρωσία βλ. την αξιόλογη έκδοση της Ιεράς Μονής Παρακλήτου, υπό τον τίτλο «Θαυματουργές εικόνες της Παναγίας στη Ρωσία », Ωρωπός Αττικής 2018.
Η αρχαία παράδοση.
Με βάση την αρχαία παράδοση η ιερά εικόνα της Παναγίας του Τιχβίν είναι έργο του Ευαγγελιστού Λουκά. Ο Απόστολος Λουκάς έστειλε την εικόνα μαζί με το κείμενο του Ευαγγελίου και τις Πράξεις των Αποστόλων ως δώρο στον Θεόφιλο, τον άρχοντα της Αντιόχειας. Αργότερα, κατά τον 5 ο αιώνα, η αγία αυτοκράτειρα Ευδοκία (+460 μ.Χ.), μετέφερε την ιερά εικόνα από την Αντιόχεια στην Κωνσταντινούπολη και την κατέθεσε στον περίφημο ναό των Βλαχερνών. Στην περίοδο της εικονομαχίας (726-843 μ.Χ.) η σεπτή εικόνα ήταν κρυμμένη στη Μονή του Παντοκράτορος. Μετά τον θρίαμβο της Ορθοδοξίας, μεταφέρθηκε πάλι στο ναό των Βλαχερνών, από όπου, στις 26 Ιουνίου, όπως αναφέρει το Συναξάρι, εξαφανίσθηκε με θαυματουργικό τρόπο 70 χρόνια πριν την άλωση της Πόλης από τους Μωαμεθανούς. Η παράδοση λέει ότι όταν κάποιοι Ρώσοι έμποροι πήγαν στην Κωνσταντινούπολη, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Νείλος (8) τους ερώτησε εαν ξέρουν κάτι για την εικόνα της Παναγίας με το βρέφος η οποία εξαφανίσθηκε ξαφνικά. Από τις περιγραφές κατάλαβε ότι η εικόνα βρίσκεται στο Τιχβίν και ότι αυτό ήταν το θέλημα της Παναγίας. Ο Πατριάρχης τους μίλησε για την «συνήθεια» της θαυματουργής αυτής εικόνας να φεύγει από την Κωνσταντινούπολη, ταξιδεύοντας επάνω στο νερό και να πηγαίνει όπου η θεία πρόνοια και φροντίδα ορίζει. Μετά από λίγο καιρό γύριζε πάλι και έπαιρνε τη θέση της στο ναό. Είναι αξιοπρόσεκτο πάντως, ότι κατά την δεκαετία του 1380, επί Μεγάλου Δουκός Αγίου Δημητρίου (Ντονσκόϋ) (9), πολλές εικόνες της Θεοτόκου του εικονογραφικού τύπου της Οδηγητρίας, στον οποίο ανήκει και η εικόνα της Παναγίας του Τιχβίν, μεταφέρθηκαν στην Αγία Ρωσία.
(8) 1380-1388.
(9) Ο ‘Αγιος Δημήτριος Ντονσκόι εγεννήθηκε το 1350. Την πνευματική ανατροφή του είχε αναλάβει ο Επίσκοπος της Μόσχας Αλέξιος. Η ευσέβεια του Δημητρίου συνδυαζόταν με την ικανότητά του στη διοίκηση. Ετσι αφιέρωσε τον εαυτό του στην ένωση της Ρωσικής γης και στην απελευθέρωσή της από το ζυγό των Ταταρομογγόλων, ως στη διακονία της Εκκλησίας. Προετοιμαζόμενος για την αποφασιστική μάχη με τις ορδές του Μαμάι, ο ‘Αγιος Δημήτριος εζήτησε την ευλογία του Οσίου Σεργίου του Ραντονέζ. Ο Όσιος Γεροντας ενθάρρυνε τον πρίγκιπα και του έστειλε ως συμπαραστάτες τούς μοναχούς Αλέξανδρο (Περεσβιάτ) και Ανδρέα ( Οσλιάμπι). Για τη νίκη του στο πεδίο της μάχης Κουλικώφ (μεταξύ των ποταμών Ντον και Νεπριάντβα), κατά την μέρα της εορτής του Γενεσίου της Θεοτόκου, ο πρίγκιπας Δημήτριος επήρε το όνομα Ντονσκόι. Ο ‘Αγιος οικοδόμησε τη μονή Ουσπένσκι στον ποταμό Ντουμπένκα και έκτισε το ναό του Γενεσίου της Θεοτόκου στο κοιμητήριο, όπου είχαν ενταφιασθεί οι στρατιώτες που έπεσαν στη μάχη. Ο ‘Αγιος Δημήτριος εκοιμήθηκε με ειρήνη το 1389 και ενταφιάσθηκε στο ναό των Αρχαγγέλων του Κρεμλίνου της Μοσχας.
Το γεγονός της ευρέσεως της ιεράς εικόνος.
Η εύρεση της εικόνας της Παναγίας έγινε, το 1382, με τον ακόλουθο θαυμαστό τρόπο: στην περιοχή του Νόβγκοροντ, κοντά στη λίμνη Ονέγκα, κάποιοι αλιείς που ψάρευαν, είδαν ξαφνικά να εμφανίζεται ένα εκτυφλωτικό φως το οποίο τους φώτισε. Ήταν η εικόνα της Παναγίας που έλαμπε σαν τον ήλιο και η οποία μετά από λίγο εξαφανίσθηκε. Με τον ίδιο τρόπο η εικόνα της Παναγίας εμφανιζόταν θαυματουργικά σε διάφορα μέρη της περιοχής μέχρι που τελικά βρέθηκε στις όχθες του ποταμού Τιχβίν. Οι κάτοικοι της περιοχής είδαν την εικόνα να στέκεται ψηλά μέσα σε ένα στεφάνι από υπέρλαμπρο φως. Έπεσαν στα γόνατα και παρεκάλεσαν με δάκρυα την Θεομήτορα να κατεβάσει την εικόνα της στη γη. Και εκείνη κατήλθε. Εκεί οι ευλαβείς Χριστιανοί άρχισαν να κτίζουν, προς τιμήν της Παναγίας, ένα μικρό ξύλινο ναό (10) στον οποίο τοποθέτησαν την εικόνα της Θεοτόκου. Αλλά ούτε εδώ έμεινε για πολύ η Παναγία. Πάλι εξαφανίσθηκε, για να εμφανισθεί κοντά σ’ ένα δασοσκέπαστο βουνό που ήταν κοντά στο Τιχβίν. Οι Χριστιανοί άρχισαν να προσεύχονται και τότε η εικόνα κατήλθε στα χέρια τους. Αποφάσισαν να ξεχερσώσουν την περιοχή του δάσους και να χτίσουν εκεί έναν ναό για την εικόνα. Αλλά και πάλι η Παναγία έφυγε και τη βρήκαν λουσμένη στο φως δυό βέρστια (11) μακρυά από το βουνό, σ’ έναν τόπο στα ανατολικά του ποταμού Τιχβίνκα. Εκεί θα έμενε πλέον οριστικά. Κατά τις αρχές του 16ου αιώνα ο Μέγας Ηγεμόνας Βασίλειος Γ Ἰβάνοβιτς (12) έδωσε εντολή και στη θέση του μέχρι τότε ξύλινου ναού χτίσθηκε ένας λιθόκτιστος ναός.
Με εντολή του Τσάρου Ιβάν Δ΄ του Τρομερού (1533-1584), που επισκέφθηκε το Τιχβίν για να προσκυνήσει την εικόνα, ιδρύθηκε εκεί το έτος 1560 ανδρικό μοναστήρι, με την ευλογία του Αρχιεπισκόπου Νόβγκοροντ Ποιμένος (13) .
(10) Энциклопедия Города России , Μόσχα: Большая Российская Энциклопедия,. 2003, σελ. 465.
(11) Το βέρστι είναι παρωχημένη ρωσική μονάδα μήκους.
(12) 1505-1533.
(13) 1552-1571.
Τα θαύματα της Παναγίας.
Τον 17ο αιώνα η Παναγία έσωσε την πόλη του Τιχβίν και το μοναστήρι από τους Σουηδούς, καθώς και την πόλη του Νόβγκοροντ. Το μοναστήρι υπερασπιζόταν, το 1613, με λίγους άνδρες ο Σεμέν Βασίλιεβιτς Προσοβόφσκι (14) . Οι πολιορκητές Σουηδοί εξαγριωμένοι απεφάσισαν να ισοπεδώσουν το μοναστήρι . Τότε μια ευλαβεστάτη γυναίκα, που λεγόταν Μαρία και που δυο χρόνια πριν, όντας εκ γενετής τυφλή, είχε αποκτήσει το φως της με θαύμα της Παναγίας του Τιχβίν, είδε σε όραμα τη Θεομήτορα, «Πες σε όλους», την πρόσταξε, «να περιφέρουν την εικόνα μου στα τείχη και θα δουν το έλεος του Θεού». Όταν διαδόθηκε η είδηση της θεομητορικής εμφανίσεως, οι πολιορκητές πανικόβλητοι άρχισαν να φεύγουν τρέχοντας μακρυά από τη μονή. ‘Αλλη μια φορά οι Σουηδοί ήλθαν για τρίτη φορά με σκοπό την καταστροφή της μονής. Οι μοναχοί σκέφθηκαν τότε να πάρουν την εικόνα της Παναγίας και να φύγουν για τη Μόσχα. Διαπίστωσαν, όμως, με δέος και έκπληξη πως η εικόνα ήταν ασήκωτη. Με κανένα τρόπο δεν κατάφεραν να τη μετακινήσουν από τη θέση της. Κατάλαβαν, λοιπόν, πως ήταν θέλημα της Θεοτόκου να μείνει εκεί, για να υπερασπισθεί η ίδια το μοναστήρι της. Στο μοναστήρι παρέμειναν οι μοναχοί που βρήκαν ακόμη κάποιους πιστούς και θαρραλέους μαχητές. Έστειλαν κατασκόπους για να συγκεντρώσουν πληροφορίες για την προέλαση και τη δύναμη του στρατού. Ο Σουηδικός στρατός ήταν αναρίθμητος. Αλλά η Δέσποινα του κόσμου δεν άφησε τους Σουηδούς να πλησιάσουν. Σε απόσταση μισής ημέρας από τη μονή, πίσω από τον ποταμό Σιάσι, τους φάνηκε ότι ένα τεράστιο και πάνοπλο στράτευμα τους περικύκλωσε με αστραπιαία ταχύτητα. Ανήμποροι να το αντιμετωπίσουν, οι Σουηδοί τράπηκαν σε φυγή άτακτη και διαλύθηκαν. Με τη χάρη της εικόνας της Παναγίας, το 1771, ο λαός θεραπεύθηκε από την επιδημία της πανώλης. Οι Χριστιανοί σέβονταν το ιερό εικόνισμα της Παναγίας και απέδιδαν πάντοτε τιμές ευλάβειας με τις προσευχές και τις δεήσεις τους. Γι’ αυτό και την λιτανεύουν 24 φορές το χρόνο, την θεωρούν. προστάτιδα της οικογένειας και εκείνη που θεραπεύει ιδιαίτερα τα μικρά παιδιά. Την ίδια αυτή εικόνα είχαν συνοδεία τους οι Ρώσοι στρατιώτες στην εποχή του Πατριωτικού Πολέμου κατά του Ναπολέοντα το 1812 και τους βοήθησε στην ηρωική μάχη της πεδιάδας του Μποροντίνο, ενώ στη συνέχεια η εικόνα είχε μεταφερθεί και στα τάγματα πολιτοφυλακής του Κριμαϊκού Πολέμου κατά τα έτη 1855-1856.
Το 1920, τα στρατεύματα των Σοβιέτ έκλεισαν το μοναστήρι της Παναγίας και η εικόνα της Θεοτόκου μεταφέρθηκε στο Εθνογραφικό Μουσείο. Παρ’ όλα αυτά φημολογείται ότι η εικόνα της Παναγίας του Τιχβίν, με εντολή του ίδιου του Στάλιν στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μεταφερόταν με ένα αεροπλάνο που πετούσε επάνω από τη Μόσχα και τα ναζιστικά στρατεύματα δεν κατάφεραν ποτέ να καταλάβουν τη ρωσική πρωτεύουσα. Αργότερα οι Γερμανοί, το Νοέμβριο του 1941 κλέβουν όλα τα κειμήλια και τις εικόνες. Η εικόνα της Θεομήτορος μεταφέρθηκε πρώτα στο Πσκωβ και έπειτα στη Ρίγα της Λιθουανίας.
(14) Ο νεώτερος υιός του πρίγκιπα Βασιλείου Αλεξάντροβιτς Προσοβόφσκι.
Η ιερά αποδημία και επιστροφή.
Κατά την υποχώρηση των ναζιστικών στρατευμάτων, το 1943, η εικόνα της Παναγίας βρέθηκε στα χέρια του Επισκόπου Ρίγας Ιωάννου, ο οποίος, διαπερνώντας μέσα από εξορίες και προσφυγιά μετεγκαταστάθηκε στο Σικάγο των Η.Π.Α. έχοντας μαζί του την εικόνα, την οποία διεφύλασσε με τιμή και ευλάβεια. Το έτος 2004, εκπληρώθηκε το τάμα και η προσδοκία του Επισκόπου Ιωάννου και η εικόνα της Παναγίας επέστρεψε και ανήλθε στο θρόνο της στο ανδρώο μοναστήρι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου του Τιχβίν.
Ο συγγραφέας Γκλεμπ Ουσπένσκυ, άνθρωπος γεμάτος φλογερό ενδιαφέρον για το πνευματικό καλό του λαού, μας περιγράφει με το στόμα ενός χωρικού την ιεροπρέπεια της ετήσιας λιτανείας της ξακουστής εικόνας της Παναγίας του Τιχβίν:
«…Έβγαλαν την Παναγιά Μητέρα από την εκκλησία. Οι αρχιμανδρίτες σεβάσμια ασπάστηκαν ο ένας τον άλλο σ’ αποχαιρετισμό τους στην πύλη του μοναστηρίου, και ο λαός ανάλαβε να βαστά την εικόνα. Όλοι αυτοί του Τιχβίν κι’ εκείνοι της Στάραγια Ρούσα, είχαν μια ψυχή, μια πνοή. Το ίδιο κι’ ο κόσμος που όλο φτάνει και φτάνει απ’ όλα τα γύρω χωριά και απ’ όλους τους δήμους. Στην είσοδο κάθε χωριού ερχόταν ο κλήρος σε συνάντηση, με κυματίζουσες σημαίες, και τη μετέφεραν στην εκκλησιά. Τη σήκωναν καλά ψηλά την Παναγιά μας, πάνω από τα πλήθη, κι’ αυτή σαν κόκκινη ανθρακιά λαμπρόφεγγε στον ήλιο… Οι γυναίκες είχαν έρθει απ’ όλα τα μέρη, ψάλλοντας δίχως τέλος σαν τους αγγέλους τ’ ουρανού α! τι ωραίο ν’ άκούς: «Και Σε μεσίτριαν έχω…»!
«Η ψαλμωδία δεν παύει στιγμή, νύχτα μέρα. Έν’ απέραντο πλήθος βαδίζει και ψάλλει. Κι όλα βρίσκονται άφθονα, σαν από θαύμα. Ποιος έδωσε να φάει και να πιεί σ’όλον τούτο τον κόσμο; Η σπλαχνικιά βασίλισσα: Αυτή! Αν σταματήσουν σ’ έναν κάμπο για να ξαποστάσουν, ανάβουνε γοργά φωτιές μεγάλες, πελώρια καπνίζουνε καζάνια πάνω στις φωτιές και μαγειρευουνε κάθε λογής τροφές, όλος ο κόσμος τρώει με την πείνα πούχει, τρώει και πίνει, κι όλοι ευχαριστημένοι, όλοι. Κι η ψαλμωδία κρατά νύχτα και μέρα γύρω απ την εικόνα, ολόγυρα της πλήθη κόσμου δίχως τέλος, και σ’ όλον τούτο το μακρινό δρόμο την κρατάν, την πάνε, τα χέρια τον λaού… Απ’ όλους τούτους τους φτωχούς .κι ανέργους, που τόσους έβρισκες στα δρόμο, δεν έμεινε ουτ’ ένας. Όλοι τους βρήκανε ψωμί, δουλειά και που να μείνουν χάρη στην Παναγιά Παρθένα».