Kάθε Σάββατο «Ἄκου ἕνα βιβλίο» μέ τόν ἀρχιμανδρίτη Ἰάκωβο Κανάκη.
Στήν σειρά παρουσίασης τῶν βιβλίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, μετά ἀπό ἕνα σύντομο εἰσαγωγικό κείμενο περί τῶν ἐννοιῶν προφήτης καί προφητεία, καί τόν Ὠσηέ, προχωροῦμε σήμερα στόν δεύτερο προφήτη, τόν Ἀμώς. Ἡ μετάφραση τῆς ἑβραϊκῆς αὐτῆς λέξης ἀποδίδεται ὡς «ἀχθοφόρος» ἤ «φορτίο». Γιά τόν βίο τοῦ προφήτη αὐτοῦ διαβάζουμε, ἤδη ἀπό τήν ἀρχή τοῦ ὁμώνυμου βιβλίου του, ὅτι καταγόταν ἀπό τήν Θεκουέ τῆς Ἰουδαίας (1,1). Ἄσκησε τό ἐπάγγελμα τοῦ γεωργοῦ καί τοῦ ποιμένα ζώων καί δέν εἶχε ἰδιαίτερη μόρφωση. Ἔτσι, μπορεῖ νά εἰπωθεῖ ὅτι προερχόταν ἀπό μία ἄσημη οἰκογένεια. Ὡστόσο, στά κείμενά του διακρίνεται γιά τίς γενικότερες γνώσεις του ἐπί διαφόρων πολιτικῶν, ἱστορικῶν καί κοινωνικῶν θεμάτων.
Χρονικά ὁ προφήτης δρᾶ ἐπί τῶν βασιλέων Ὀζία (783-742 π.Χ.) καί Ἰεροβοάμ (786-746 π.Χ.) καί τό πιό πιθανό μεταξύ τῶν ἐτῶν 760 – 750 π.Χ., ἐνῶ ἡ σύνθεση τοῦ βιβλίου προσδιορίζεται πρίν τό 722 π.Χ.
Συγγραφέας φαίνεται νά εἶναι ὁ ἴδιος ὁ προφήτης, τουλάχιστον τοῦ μεγαλύτερου τμήματος τῶν ἐννέα κεφαλαίων τοῦ βιβλίου, ἄν καί ὑποστηρίζεται ὅτι μερικά ἄλλα τμήματα ἔχουν διαφορετικό συγγραφέα, πού ἔζησε μετά τήν βαβυλώνια αἰχμαλωσία.
Τό βιβλίο περιλαμβάνει γενικά λόγους, ὁράματα καί προφητείες, σχετικά μέ τήν θεία κρίση κατά τοῦ βορείου βασιλείου ἀλλά καί τῆς σωτηρίας του τελικά.
Σημαντικό θέμα ποῦ ἀπαντᾶ στό βιβλίο εἶναι τό ζήτημα τῶν λαῶν, τῶν ἐθνῶν, πού δέν ἄκουσαν τόν Νόμο τοῦ Θεοῦ. Τί γίνεται μέ τό πλῆθος αὐτό τῶν ἀνθρώπων; Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, χρησιμοποιώντας ὡς βάση τά ἀναφερόμενα στόν προφήτη Ἀμώς, θά ἐκφράσει τό: «ὅταν γάρ ἔθνη τά μήν νόμον ἔχοντα φύσει τά τοῦ νόμου ποιῶσιν, οὗτοι νόμον μή ἔχοντες ἑαυτοῖς εἰσιν νόμος» (Ρωμ.2,14-15). Πράγματι, ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἔμφυτος στόν ἄνθρωπο, ἀρκεῖ ὁ ἴδιος νά ἐπιτρέψει νά ἐκδηλώνεται μέσα του. Μέ αὐτήν τήν προσέγγιση ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν μέσα τους τόν νόμο, αὐτό πού ὀνομάζουμε «ἠθικό καλό». Ἔτσι, τόν ἴδιο αὐτό νόμο ὀφείλουν νά σέβονται ὄχι μόνο οἱ ἰσραηλίτες, ἀλλά ὅλοι οἱ λαοί. Τόν θεό ὡς «ἐνσαρκωτή τῆς αἰώνιας ἠθικῆς ἰδέας» καλοῦνται νά δεχθοῦν.
Ἄλλη θεολογική ἰδέα πού βρίσκεται στό βιβλίο ἀφορᾶ στήν δικαιοσύνη. Ἡ δικαιοσύνη γιά τόν προφήτη σχετίζεται μέ γνωστό σχῆμα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἁμαρτία-τιμωρία. Ἡ παραβίαση, ἡ μή τήρηση τῶν νόμων ὁδηγεῖ στήν δίκαιη τιμωρία. Δέν εἶναι μιά τιμωρία ὅμως ἄσχετη ἀπό τήν παιδαγωγική βούληση τοῦ Θεοῦ. Ἡ δικαιοσύνη στά χρόνια δράσης τοῦ προφήτη εἶναι περισσότερο ἀπό ἐπίκαιρη, ἀφοῦ ἡ κοινωνική ἀδικία βρίσκεται στό ἀποκορύφωμα. Ἰδιαίτερα οἱ πλούσιοι καταδυναστεύουν τόν λαό ὁδηγώντας τον στήν ἐξαθλίωση. Ἡ κοινωνική ἀνισότητα θά κυριαρχεῖ καί οἱ πιό πολλοί θά διάγουν βίο ἀβίωτο, ὅμως πάντοτε, ὅπως καί στά χρόνια τοῦ προφήτη, θά διατηρεῖτε καί θά καλλιεργεῖτε ἕνα μικρό «ὑπόλοιπο» ἀνθρώπων εὐσεβῶν. Αὐτοί θά διατηρήσουν τήν Πίστη καί τίς ἱερές τους παραδόσεις. Αὐτοί θά ἀποτελέσουν τόν λαό τοῦ Θεοῦ.
Συναφής μέ τά προηγούμενα εἶναι καί ἡ ἔννοια τῆς θρησκείας. Στόν Ἰσραήλ ἡ σχέση μέ τόν Θεό ἔχει νά κάνει, ὅπως εἴπαμε, μέ τήν τήρηση νόμων. Δέν ὑπάρχουν μεταξύ τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἀνθρώπων ἐνδιάμεσοι κρίκοι, ἀλλά ἡ ἴδια ἡ τήρηση τῶν νόμων τοῦ Θεοῦ, μέσω τελετουργικῶν διατάξεων. Ὄχι ὅμως μία τυπική τήρηση τῶν λειτουργικῶν διατάξεων, ἀλλά ἡ καρδιακή καί οὐσιαστική ἐφαρμογή τους. Σέ καμμία περίπτωση δέν ἐπιθυμεῖ ὁ Θεός θυσίες καί προσφορές χωρίς τήν καθαρότητα καί ἀγαθότητα τῆς καρδιᾶς.
Ἡ «ἡμέρα τοῦ Θεοῦ» ἀποτελεῖ μιά ἀκόμα ἰδέα πού ἀναπτύσσεται στόν προφήτη Ἀμώς. Πρόκειται γιά ἡμέρα ἱστορική, ἀλλά καί ἡμέρα τοῦ μέλλοντος. Ἱστορική γιατί ἀφορᾶ στήν ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ σέ γεγονότα, πού σχετίζονται μέ τό παρόν. Ὁ Θεός δέν εἶναι ἀδιάφορος καί ἀμέτοχος τῶν ὅσων διαδραματίζονται στήν ἱστορία. Ἐμφανίζεται μέσα ἀπό πρόσωπα καί καταστάσεις, δηλώνει μέσω αὐτῶν τήν παρουσία Του. Ὅμως καί μέ τά ἔσχατα σχετίζεται. Ἡ «ἡμέρα τοῦ Κυρίου» εἶναι ἡμέρα πού θά δηλώσει τήν σωτηρία γιά τούς ἀνθρώπους καί θά ἀποτελεῖ καί «κρίση» γιά ὅλους. Θά εἶναι δηλαδή φῶς καί σκοτάδι ἀνάλογα μέ τήν κατάσταση τοῦ καθενός.
Τέλος, νά σημειωθεῖ ὅτι στήν Καινή Διαθήκη, ἐκτός τῆς ἰδέας περί τῶν ἐθνῶν πού δέν «ἔχουν νόμο», ὁ ἐρευνητής θά διακρίνει θεολογικές ἰδέες τοῦ προφήτη στά Πραξ. 7,42 ἑξ, Ρωμ. 12,9 καί Ἀποκ.8,3. 10,7. Οἱ Πατέρες καί ἐκκλησιαστικοί συγγραφεῖς πού ἀσχολήθηκαν μέ τό βιβλίο εἶναι οἱ: Θεόδωρος Μοψουεστίας (PG 66, 241-304), Κύριλλος Ἀλεξανδρείας (PG 71, 407-582), Θεοδώρητος Κύρου (PG 81, 1663 -1708) καί Ἡσύχιος Ἱεροσολύμων (PG 93, 1349-52).