Τό Σάββατο στίς 7 τό ἀπόγευμα, μέσα σέ πανηγυρικό κλίμα ἀναστάσιμης χαρᾶς, τελέσθηκε ὁ Μέγας Πανηγυρικός Ἑσπερινός χοροστατοῦντος τοῦ Σεβασμ. Μητροπολίτου μας.
Λόγω τῶν μέτρων γιά τήν ἀντιμετώπιση τῆς πανδημίας, οἱ περισσότεροι ἀπό τούς πιστούς στάθηκαν στόν αὔλειο χῶρο τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ, ἀκούγοντας την Ἀκολουθία ἀπό τά ἐξωτερικά ἠχεῖα.
Ὁ Ἑσπερινός μεταδόθηκε τόσο διαδικτυακά μέσω τοῦ καναλιοῦ τῆς Ἐνορίας, ὅσο καί ἀπό τόν ραδιοφωνικό σταθμό τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Ὁμιλητής ἦταν ὁ Πανοσιολ. Ἀρχιμανδρίτης π. Νικόλαος Πουλάδας, ἐφημέριος τοῦ Ἱεροῦ Ἐνοριακοῦ Ναοῦ Ἁγίου Σώστη λεωφ. Συγγροῦ. Ὁ π. Νικόλαος, μεταξύ τῶν ἄλλων, τόνισε στό κήρυγμά του ὅτι «…μαζί μέ τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, γιορτάζουμε καί τήν ἀνάσταση τῆς Σαμαρείτιδας! Ἡ μεγαλύτερη συνάντηση τῆς ζωῆς της ἦταν αὐτή μέ τόν Ἰησοῦ, τό σπουδαιότερο ἀξιοθέατο τῆς ζωῆς της ἦταν τό πηγάδι τοῦ Ἰακώβ, ἡ κρισιμότερη ὥρα τῆς ζωῆς της ἦταν ἡ “ἕκτη ὥρα” ἐκείνου τοῦ εὐλογημένου μεσημεριοῦ.
Μετά τή συνάντηση ξέχασε τή στάμνα της! Παράξενο! Ἀφοῦ γι᾽ αὐτήν ἦρθε. Ἦρθε γιά νερό καί βρῆκε τό «ὕδωρ τό ζῶν», ἦρθε γιά πηγάδι καί βρῆκε τήν πηγή τῆς ζωαρχίας, ἦρθε γιά κάτι καθημερινό καί πρόσκαιρο καί βρῆκε τήν αἰώνια ζωή. Μαζί μέ τή στάμνα, πίσω στό πηγάδι ἄφησε καί ξέχασε καί τήν παλιά της ζωή, τόν παλιό της ἑαυτό. Ἐρχόμενη στό πηγάδι, κουβαλοῦσε τήν ἄδεια στάμνα της. Αὐτή ἡ ἄδεια στάμνα της ἦταν ἡ ἄδεια καρδιά της! Ἄδεια ἀπό νόημα, σκοπό, εὐτυχία. Ζοῦσε στήν μονοτονία, τήν βαρεμάρα, τή ρουτίνα. Κάθε μέρα τά ἴδια καί τά ἴδια. Ἴδιες ἁμαρτίες, ἴδια πάθη.
Ἄφησε πίσω τή στάμνα, διότι τήν ξέχασε. Ἡ συνάντηση μέ τό Χριστό εἶναι ἕνα πνευματικό, ὑπαρξιακό “σόκ” πού σέ κάνει νά ξεχνᾶς ὅλα τά ἄλλα. Ἄφησε πίσω τή στάμνα, διότι τήν περιφρόνησε πλέον ἐντελῶς. Ἀφοῦ εἶδε τόν Ἥλιο, γιατί νά ἀσχολεῖται μέ πυγολαμπίδες καί σπίθες; Ἀφοῦ πῆρε τό Χρυσό-Χριστό, γιατί νά ἐνδιαφέρεται γιά τίς πενταροδεκάρες αὐτῆς τῆς ζωῆς; Ἀφοῦ βρῆκε τήν Μονάδα, γιατί νά τήν ἀποσποῦν τά μηδενικά; Ἀφοῦ βρῆκε τό Πᾶν, γιατί νά νοιάζεται γιά τό μηδέν; Ἐρχόμενη στό πηγάδι, ἦταν, ὅπως λέει ὁ Παῦλος, “ὡς μηδέν ἔχουσα” και φεύγοντας ἀπό τό πηγάδι ἦταν ὡς “τά πάντα κατέχουσα”, διότι κατεῖχε Αὐτόν πού κατέχει τά πάντα.
Ξεδίψασε μέ τό Χριστό καί ταυτόχρονα κάηκε ἀπό τό Χριστό ἡ καρδιά της, ὅπως στούς δύο μαθητές, τούς πορευομένους πρός Ἑμμαούς! Ὁ Χριστός γι᾽ αὐτήν ἔγινε ταυτόχρονα καί νερό πού ξεδίψασε τήν εὐτυχία της καί φωτιά πού ἔφλεξε τόν πόθο τῆς καρδιᾶς της!
Σήμερα οἱ ἄνθρωποι κουβαλοῦν τίς στάμνες τους τίς ἄδειες. Τή φιλοχρηματία, τή φιλοδοξία, τή φιληδονία. Ἄδειες στάμνες. Διότι μέ τό νερό τους, ὅπως εἶπε ὁ Χριστός, θά διψάσουν πάλι.
Τό μεγάλο ἐρώτημα γιά μᾶς εἶναι: ποιόν θά πάρουμε μαζί μας φεύγοντας ἀπό τό πηγάδι, τό Χριστό ἤ τή στάμνα μας; Ἡ Σαμαρείτις ξέχασε-ἄφησε τή στάμνα της καί πῆρε τό Χριστό. Δυστυχῶς, πολλοί ἄνθρωποι ἀφήνουν τό Χριστό καί γυρνοῦν πίσω μέ τίς στάμνες τους, τά πάθη τους, τίς μέριμνές τους κ.λπ. Ἡ Σαμαρείτις βρῆκε τήν εὐτυχία της! Λίγο κράτησε αὐτή ἡ συνάντηση. Σέ λίγο χρόνο ἄλλαξαν ὅλα. Συγκλονίστηκε, μετάνιωσε, διότι, ὅπως λέει ὁ ὅσιος γέρων Πορφύριος, “ἡ μετάνοια εἶναι σάν τήν ἀστραπή”!
Ἡ Σαμαρείτις, τέλος, ἄφησε τή στάμνα της καί ἔγινε ἡ ἴδια στάμνα! Ξέχασε τή στάμνα καί ἔγινε ἡ ίδια στάμνα Χριστοῦ καί πῆγε στούς συμπολίτες της καί τούς ξεδίψασε μέ αὐτό τό νερό».
Καί ὁ π. Νικόλαος ἔκλεισε τήν ὁμιλία του μέ τήν εὐχή «νά ἀφήνουμε καί ἐμεῖς τίς στάμνες μας, νά τίς ξεχνᾶμε, γιατί θά ἔχουμε χορτάσει ἀπό τό ὕδωρ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου!».