του Αρχιμ. Γρηγορίου Κωνσταντίνου, Δρ. Θεολογίας
Στὸ κεφάλαιο αὐτὸ ὁ Φρόυντ πραγματεύεται τὴ λήθη τῶν ὀνείρων καὶ συμπορεύονται μαζί του κατὰ σειρὰ οἱ σχετικὲς παρατηρήσεις τῶν Στρύμπελ, Ράντεστοκ, Μπονατέλλι, Γιένσεν, Β. Ἐγγέρ, καὶ τοῦ Σπίττα. Ἐξετάζονται περιπτώσεις ὀνείρων στίς ὁποῖες ἔχουμε τὴν ἐντύπωση ὅτι οἱ ἀναμνήσεις εἶναι ἀτελεῖς μόλις ξυπνήσουμε ἐνῶ κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ὕπνου ἦταν πλουσιότερες καὶ ἐντονότερες, και συγχρόνως ἡ ἐνθύμηση γίνεται τὸ πρωὶ καθότι εἶναι ζωηρότερες καὶ σταδιακὰ βαίνουν πρὸς διάλυση στὴ διάρκεια τῆς ἡμέρας. Ἀξίζει νὰ ἐπισημάνουμε καὶ μιὰ δεύτερη πτυχὴ τοῦ θέματος στὴν ὁποία κάποια ὄνειρα παραμένουν στὴ μνήμη μας γιὰ πολλὰ χρόνια χωρὶς ὅμως νὰ φθαρεῖ ἡ ἀρχική τους εἰκόνα.
Οἱ ἀφορμὲς ποὺ εἶναι ἡ αἰτία τῆς λήθης σὲ κατάσταση ἐγρήγορσης ἰσχύουν καὶ στὸ ὄνειρο. Ὅλα ἐξαρτῶνται ὅπως στὴν ἐγρήγορση ἔτσι καὶ στὸ ὄνειρο ἀπὸ τὴ δύναμη τῶν εἰκόνων, δηλαδὴ τὸ κατὰ πόσο οἱ εἰκόνες τοῦ ὀνείρου ἦταν ἐντυπωσιακές. Ξεχνᾶμε τὶς εἰκόνες ποὺ ἦταν ἀδύναμες, ἀσθενικές, καὶ ἀσήμαντες καὶ ποὺ δὲ μᾶς προκάλεσαν συγκίνηση, χωρὶς νὰ σημαίνει αὐτὸ ὅτι προϋπόθεση τῆς ἀνάμνησης εἶναι ἀπαραίτητα ἡ ἔνταση. Τὸ γεγονὸς ποὺ ξεχνᾶμε τὶς εἰκόνες τοῦ ὀνείρου ὀφείλεται στὸ ὅτι ἐπὶ τὸ πλεῖστον αὐτὲς ἐμφανίζονται μόνο μιὰ φορά. Μιὰ ἐπιπλέον αἰτία λήθης μὲ μεγαλύτερη σημασία εἶναι ἡ ἀπουσία ἑνώσεων καὶ συνειρμῶν μεταξὺ αἰσθημάτων σκέψεων καὶ παραστάσεων. Ἡ κατάσταση αὐτὴ παρομοιάζεται μὲ τὸ σύνολο λέξεων ποὺ συνθέτουν ἕνα νοηματικὸ ὅλον ἀλλὰ αὐτὸ δὲ γίνεται κατανοητὸ ἐφόσον οἱ λέξεις εἶναι τοποθετημένες ἄτακτα καὶ χωρὶς λογικὴ συνάρτηση συναρμοσμένες.
Ἡ διαδικασία σύνθεσης τῶν ὀνείρων εἶναι αὐτὴ ποὺ καθιστᾶ δύσκολη τὴ συγκράτησή τους, ἀλλὰ μπορεῖ ἐπίσης νὰ ἔχει καὶ ἀντίθετα ἀποτελέσματα ὅπως τὸ νὰ συγκρατοῦμε εὐκολότερα τά παράξενα ὄνειρα. Πρόσθετοι παράγοντες λησμονιάς τῶν ὀνείρων εἶναι ὅτι: α) ἡ συνείδηση ἀναπαράγει κυρίως στιγμὲς τῆς ἐγρήγορσης, καὶ β) ἡ κυριαρχία τοῦ κόσμου τῶν αἰσθήσεων στὴν προσοχὴ μας μόλις ἔχουμε ξυπνήσει. Ἡ ἀλλαγὴ αὐτὴ ἐπιδρᾶ δυσμενῶς στὴν ἀνάμνηση, καὶ ἡ διάταξη τοῦ ὑλικοῦ τῶν παραστάσεων στὸ ὄνειρο καθίσταται ἀναπόδοτη στὴ συνείδηση τῆς ἐγρήγορσης.
Ἡ ἔκπληξη ὅμως εἶναι παροῦσα ὅταν διαπιστώνουμε πὼς παρὰ τὶς ἀφορμὲς τῆς λησμονιάς πολλὰ ὄνειρα δὲν ξεχνιοῦνται καὶ αὐτὸ ἐνισχύει ἀκόμη περισσότερό το αἴνιγμα τῆς ἀνάμνησης, τῆς ὁποίας δὲν μποροῦν νὰ ἀγνοηθοῦν οἱ ἰδιομορφίες ὅπως π. χ. ἕνα ὄνειρο ποὺ ξεχνοῦμε τὸ πρωὶ νὰ ἐπανέλθει στὴ μνήμη μας στὸ ὑπόλοιπο τῆς μέρας. Δὲ μπορεῖ ὅμως νὰ ὑποστηριχθεῖ μὲ βεβαιότητα ὅτι εἶναι δυνατὴ ἡ πλήρης ἐνθύμηση τοῦ ὀνείρου. Οἱ ἀναμνήσεις ποὺ ἔχουμε χάσει ἀπὸ μεγάλο μέρος τοῦ ὀνείρου θὰ μποροῦσαν νὰ ἐκληφθοῦν ὡς διαστροφὴ αὐτοῦ ποὺ ἀπέμεινε. Συνεπῶς ἐλέγχεται ἡ ἀκριβὴς ἀναπαράσταση τοῦ ὀνείρου καθὼς ἡ συνείδηση τῆς ἐγρήγορσης μπορεῖ ἀκούσια νὰ προσθέσει πράγματα στὴν ἀνάμνηση τοῦ ὀνείρου. Ἔτσι τὰ ὄνειρα δὲν μποροῦν νὰ θεωρηθοῦν πλήρως ἀληθινὰ ἀφοῦ ἔχουμε τὴν τάση νὰ καλύπτουμε ἄθελά μας τὰ κενά τῶν ὀνείρων.
Γιὰ ἀποτελεσματικότερη παρατήρηση τῶν ὀνείρων καὶ ἀποφυγὴ κάθε ἀνακρίβειας συνιστᾶται ἡ ἄμεση καταγραφὴ σὲ χαρτὶ τῶν ἐντυπώσεων τῆς ὀνειρικῆς ἀνάμνησης γιὰ νὰ ἀποφευχθεῖ ἡ ὁλικὴ ἢ μερικὴ λησμονιά. Ἡ δεύτερη θεωρεῖται καὶ πιὸ ἐπιλήψιμη διότι μᾶς ὠθεῖ νὰ συμπληρώσουμε τὰ ὅποια κενὰ ποὺ ἔχουμε μὲ τὴ φαντασία μας, ὥστε νὰ διασφαλιστεῖ ἡ συνοχὴ τῶν ἀποσπασμάτων τῆς μνήμης. Ἐλλείψει ἀντικειμενικοῦ ἐλέγχου μειώνεται ἡ ἀξία τῆς ἀνάμνησης ποὺ μπορεῖ νὰ γίνει δεκτὴ μόνο ὡς ὑποκειμενική.