Ανέγνωσα σήμερα στο διαδίκτυο το Δελτίο Τύπου της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς, (δείτε εδώ) με το οποίο ανακοινώνεται η επιβολή ποινών σε ιερομόναχό της και επειδή δεν επέδειξε μεταμέλεια, κινήθηκε η διαδικασία για περαιτέρω δίωξή του ενώπιον της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης.
Εγώ δεν θα κρίνω, το αν ο συγκεκριμένος κληρικός αιδεσιμολογιώτατος π. Χριστόδουλος Ταμπακόπουλος διέπραξε τα κανονικά παραπτώματα, για τα οποία καταρχήν καταδικάσθηκε και για όσα κατηγορείται. Δεν είναι δική μου δουλειά. Εγώ απλώς θα κρίνω, αν η διαδικασία που ακολουθήθηκε και η διαδικασία που επελέγη για την συνέχιση τη διώξεως του κληρικού είναι κανονικές και νόμιμες. Και δυστυχώς, οι διαπιστώσεις μου για μία ακόμη φορά θα είναι αρνητικές.
Καταρχήν, όπως εξιστορείται στο Δελτίο Τύπου της Ιεράς Μητροπόλεως, περιήλθε σε γνώση προφανώς του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Πειραιώς η τέλεση από κληρικό που ανήκει στην κανονική δικαιοδοσία του κανονικού παραπτώματος, ήτοι δημοσίευση άρθρου με αιρετικές απόψεις. Συνεπώς, έχουμε καταρχήν κανονικό παράπτωμα αιρέσεως.
Στην περίπτωση αυτή, το Επισκοπικό Δικαστήριο της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς θα έπρεπε καταρχήν να εξετάσει, ποια είναι η αίρεση, στην οποία υπέπεσε ο κληρικός της. Και τούτο, διότι πλην των γνωστών αιρέσεων που καταδικάσθηκαν από τις Οικουμενικές συνόδους, υπάρχουν και πλείστες όσες άλλες αιρέσεις, για τις οποίες επίσης προβλέπονται συγκεκριμένες ποινές (βλ. Α. Βαβούσκου, Νομοκανονικός Κώδικας, εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη 2016, Κεφ. Β΄ Περί αιρέσεων, αριθ. 5 – 37, σ. 1044επ.). Και με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι πλέον συνήθεις ποινές είναι η καθαίρεση ή ο αφορισμός και σε λιγότερες περιπτώσεις η μετάνοια.
Στη συνέχεια, το Δικαστήριο, αφού θα ανεύρισκε την αίρεση και έκρινε ότι τελέστηκε το κανονικό παράπτωμα, και επειδή η μεν ποινή της μετανοίας δεν προβλέπεται στον ν. 5383/1932, οι δε ποινές της καθαιρέσεως και του αφορισμού δεν ανήκουν στην αρμοδιότητά του θα έπρεπε:
α) αν η καθορισθείσα αίρεση ετιμωρείτο με καθαίρεση, να παραπέμψει την υπόθεση στο Πρωτοβάθμιο Συνοδικό Δικαστήριο (άρθρο 12 ν. 5383/1932).
β) αν η καθορισθείσα αίρεση ετιμωρείτο με αφορισμό, να κάνει σχετικό έγγραφο στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, προβλεπόμενη ποινή (άρθρο 4, στοιχ. θ΄ του Καταστατικού Χάρτη Εκκλησίας Ελλάδος).
Παρά ταύτα, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πειραίως επέλεξε μια άλλη και απλούστερη διαδικασία, αυτή του άρθρου 11 πργφ. 3 ν. 5383/1932, η οποία:
α) αφορά σε ελαφρά παραπτώματα
β) προβλέπει προφορική ή έγγραφη απολογία
γ) προβλέπει ποινή αργίας 30 ημερών και σε περίπτωση δημιουργίας σκανδαλισμού ποινή μέχρις έξι μηνών.
Εάν η επιλογή αυτή του Σεβασμιωτάτου ήθελε θεωρηθεί ως ορθή, αυτομάτως χαρακτηρίζεται το τελεσθέν κανονικό παράπτωμα ως «ελαφρύ» , οπότε αναιρείται αυτοδικαίως ο ισχυρισμός περί κανονικού παραπτώματος της αιρέσεως, που είναι από τα βαρύτερα κανονικά παραπτώματα. Εάν, όμως, όντως υπάρχει αίρεση, τότε είναι εσφαλμένη η επιλεγείσα διαδικασία του άρθρου 11 πργφ. 3, η οποία υποβιβάζει εξάλλου ένα σοβαρό αδίκημα σε ελαφρύ.
Περαιτέρω, υπάρχει και ένα άλλο σφάλμα. Από τη στιγμή που επελέγη η διαδικασία του άρθρου 11 πργφ. 3 του ν. 5383/1932, τότε θα πρέπει και η ποινή που θα επιβληθεί, να είναι αυτή που προβλέπει η σχετική διάταξη, δηλαδή αργία 30 ημερών ή μέχρι έξι μηνών, αν υπάρχει σκανδαλισμός. Σε καμία περίπτωση όμως δεν προβλέπεται η ποινή της αφαιρέσεως του οφφικίου του Αρχιμανδρίτη άνευ στερήσεως των αποδοχών, η οποία επιπροσθέτως δεν θα μπορούσε ούτως ή άλλως να επιβληθεί. Και τούτο, διότι η πρώτη αφορά σε αγάμους κληρικούς και προβλέπεται στο άρθρο 11 του ν. 5383/1932, η δεύτερη αφορά στους εγγάμους κληρικούς και προβλέπεται στο άρθρο 10 του ν. 5383/1932. Και σας διαβεβαιώνω, ότι συνδυασμός και σώρευση ποινών, εκ των οποίων η μία επιβάλλεται σε άγαμο κληρικό και η άλλη σε έγγαμο, δεν προβλέπεται. Αφήνω δε ασχολίαστη την ποινή της αφαιρέσεως της πνευματικής πατρότητας!
Συμπερασματικώς, όσον αφορά στο πρώτο στάδιο της υποθέσεως, έχουμε:
α) λάθος αξιολόγηση του κανονικού παραπτώματος
β) λάθος καθορισμό της ποινής
γ) λάθος επιλογή της διαδικασίας κρίσεως του κανονικού παραπτώματος
και άρα η ποινή που επιβλήθηκε στον κληρικό είναι ανυπόστατη.
Στη συνέχεια, όπως προκύπτει από το Δελτίο Τύπου, ο καταδικασθείς κληρικός επανήλθε με ιδιόγραφη επιστολή, με την οποία εμμένει – κατά το Δελτίο Τύπου – στην «αιρετική» άποψή του.
Εάν με την επιστολή αυτή ο καταδικασθείς κληρικός απλώς επιβεβαιώνει τις απόψεις του, τότε κανονικώς, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πειραιώς δεν δύναται να επανέλθει στην υπόθεση, διότι έχει ήδη κρίνει αυτήν μια φορά ως ελαφρύ παράπτωμα και δεν μπορεί να επανέλθει και να ξανακρίνει δική του απόφαση, κατά τον 107ο κανόνα της Καρθαγένης «Εἰς ταύτην τὴν σύνοδον ἤρεσεν, ὥστε ἕνα ἐπίσκοπον μὴ ἐκδικεῖν ἑαυτοῦ διάγνωσιν». Υπό αυτή την έννοια, δεν μπορεί, ούτε να ξαναδικάσει ούτε να ξανακινήσει οποιαδήποτε διαδικασία για άσκηση κανονικής διώξεως. Συνεπώς, εσφαλμένως ο Σεβασμιώτατος επανήλθε στην υπόθεση.
Παρά ταύτα, εγώ θα θεωρήσω, ότι δύναται να επανέλθει στην υπόθεση, οπότε θα κρίνω, τι έπραξε ορθώς και τι όχι.
Κατά πρώτο λόγο, αφού την πρώτη φορά, οπότε και έλαβε χώρα το κανονικό παράπτωμα, χαρακτήρισε αυτό ως «ελαφρύ», δεν μπορεί τώρα, που δεν έχουμε στην κυριολεξία «πράξη» αλλά επιβεβαίωση της «πράξεως», αυτή να χαρακτηρισθεί αυστηρότερα. Συνεπώς, πρώτο σφάλμα ο αυστηρότερος χαρακτηρισμός της πράξεως
Κατά δεύτερο λόγο, ο Σεβασμιώτατος άσκησε κανονική δίωξη και αγωγή. Την κανονική δίωξη να την δεχθώ, διότι προβλέπεται από τον ν. 5383/1932. Την αγωγή όμως, η οποία είναι ένδικο βοήθημα που ασκείται ενώπιον των Πολιτικών και Διοικητικών Δικαστηρίων, δεν μπορώ να την δεχθώ, διότι είτε ως «αγωγή» είτε ως «κανονική αγωγή» είναι έννοια άγνωστη στην εκκλησιαστική δικονομία, οπότε η άσκηση της δεν επιφέρει καμία συνέπεια, για να μην πω, ότι δεν έχει κανένα νόημα η αναφορά της.
Κατά τρίτο λόγο, η δίωξη αφορά σε τέσσερα κανονικά παραπτώματα.
Α. Για να είναι έγκυρη η αναφορά σ’ αυτά, θα πρέπει καταρχήν να συνοδεύεται η αναφορά σ’ αυτά και από τον σχετικό ιερό κανόνα, ώστε ο κατηγορούμενος να μπορεί να διακριβώσει, αν θεμελιώνεται κάπου η καταλογιζόμενη πράξη και να υπερασπισθεί τον εαυτό του. Συνεπώς, υπάρχει το κατηγορητήριο είναι άκυρο.
Β. Εκ των τεσσάρων κανονικών παραπτωμάτων:
– το πρώτο κανονικό παράπτωμα «αἱρέσει καί ἀμεταμελήτῳ ἐμμονῇ εἰς αὐτήν» για να θεμελιωθεί, πρέπει να προσδιορισθεί η αίρεση, όπως έχει ήδη αναφερθεί παραπάνω, αν και όπως επίσης έχει ήδη αναφερθεί, δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί βαρύτερα η τελεσθείσα δεύτερη πράξη.
– το δεύτερο παράπτωμα «καθυβρίσει τοῦ ἐν ἁγίοις Πατρός ἡμῶν καί Οἰκουμενικοῦ Διδασκάλου Ἁγίου Γρηγορίου Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης τοῦ Παλαμᾶ» δεν υφίσταται και κανένας ιερός κανόνας δεν το προβλέπει. Υπάρχει το κανονικό παράπτωμα της εξυβρίσεως επισκόπου, το οποίο προβλέπεται στον 55ο κανόνα των Αποστόλων (βλ. Α. Βαβούσκου, ο.π., Κεφ. ΛΖ΄, αριθ. 319, σ. 1122) αλλά για την τέλεσή του απαιτείται πραγματική εξύβριση και ο επίσκοπος να είναι εν ζωή.
– το τρίτο κανονικό παράπτωμα «ἀπειθείᾳ καί καταφρονήσει τῆς οἰκείας αὐτοῦ Ἐκκλησιαστικῆς Ἀρχῆς» προβλέπεται στους κανόνες κανόνες 4ο και 8ο της Δ΄ Οικουμενικής συνόδου αλλά η ποινή είναι αφορισμός, οπότε εκφεύγει της αρμοδιότητας του Επισκοπικού Δικαστηρίου της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς, εφόσον βεβαίως έχει τελεσθεί.
– το τέταρτο κανονικό παράπτωμα «δεινοτάτῳ σκανδαλισμῷ τῆς συνειδήσεως τῶν πιστῶν» δεν συνιστά αυτοτελές κανονικό παράπτωμα. Θα το πω για μία ακόμη φορά, ότι ο σκανδαλισμός των πιστών απλώς επαυξάνει την επιβλητέα ποινή και δεν αποτελεί κανονικό παράπτωμα.
Εν κατακλείδι, ακόμη και αν δεχθώ, ότι ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πειραιώς μπορεί να επανέλθει στην υπόθεση, διότι η επιστολή του κληρικού του συνιστά νέο κανονικό παράπτωμα, το μόνο που μπορεί να κάνει, είναι να ακολουθήσει κα πάλι την διαδικασία του άρθρου 11 πργφ. 3 τον ν. 5383/1932 και να του επιβάλλει – σωστά αυτή την φορά – μόνο ποινή αργίας 30 ημερών, αφού τον καλέσει σε έγγραφη ή προφορική απολογία. Η οποιαδήποτε σκέψη για επιβολή μεγαλύτερης στον κληρικό του λόγω σκανδαλισμού δεν μπορεί να ευσταθήσει, διότι η δεύτερη αντικανονική πράξη του κληρικού, δηλαδή η επιστολή, εφόσον απευθυνόταν στον Σεβασμιώτατο και δεν ήταν «ανοικτή» επιστολή, δεν θεμελιώνει σκανδαλισμό των πιστών, οι οποίοι δεν θα μπορούσαν να μάθουν το πλήρες περιεχόμενό της, παρά μόνο αν εδίδετο στην δημοσιότητα από την Ιερά Μητρόπολη.
Κατακλείοντας, θα τονίσω αυτό, που τόνισα και στο προηγούμενο άρθρο μου. Δεν επιθυμώ να θίξω πρόσωπα ή υπολείψεις. Απλώς, θέλω να καταστήσω σαφές, πόσο σημαντικό για την απονομή της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης είναι η γνώση εκ μέρους των Επισκόπων της διαδικασίας και της νομοθεσίας.
Γιατί με τον θεσμό της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης και την αξιοπρέπεια των κληρικών δεν παίζεις. Τα προστατεύεις.
Δρ. Αναστάσιος Βαβούσκος
Δικηγόρος
Άρχων Ασηκρήτης του Οικουμενικού Πατριαρχείου