Τοῦ Μητροπολίτου Καισαριανῆς, Βύρωνος καί Ὑμηττοῦ Δανιήλ
Τό Πάθος τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καί Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ ὑπέρτατη φανέρωση καί δωρεά τοῦ Θεοῦ πρός τούς ἀνθρώπους. Στό Δημόσιο Βίο Του τοποθετεῖται ἀπό τούς ἱερούς εὐαγγελιστές ὅ, τι συνέβη κατά τό τρίτο Πάσχα πού ὑπολογίζεται σύμφωνα μέ τά βιβλικά δεδομένα, ἀλλά καί τίς ἐξωβιβλικές μαρτυρίες τό 782 ἀπό κτίσεως Ρώμης πού ἀντιστοιχεῖ στό ἔτος 29 μ.Χ. Πρέπει γιά τούς ὑπολογισμούς αὐτούς νά ἔχουμε ὑπ’ ὄψη μας ὅτι ὁ ἀκριβής χρονικός προσδιορισμός τῶν γεγονότων δέν εἶναι ἐφικτός. Ὡστόσο ἡ Ἐκκλησία δέν θέτει αὐτήν τήν προτεραιότητα γιά τήν ἑορτή.
Τό Πάθος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἑρμηνεύθηκε ἀπό τόν Ἴδιο τόν Κύριό μας:
Ὡς ὁ ἀναγκαῖος θάνατος τοῦ κόκκου τοῦ σίτου, ὁ ὁποῖος πέφτοντας στήν γῆ φέρει πολύ καρπό[1].
Ὡς ἡ ὑπερτάτη δόξα Του (μαζί μέ τήν Ἀνάσταση) ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ Πατρός[2].
Ὡς ἡ ὥρα τῶν ἐχθρῶν καί ἡ ἐξουσία τοῦ σκότους[3].
Ὡς προσφορά τῆς ζωῆς πρός λύτρωση πολλῶν[4].
Ὡς ἀναγκαία ἐκπλήρωση τῶν προφητειῶν, ὥστε ὁ Ἰησοῦς Χριστός νά εἰσέλθει στή δόξα Του[5].
Ἡ πρώτη ἀποστολική κατήχηση εἶδε στό Πάθος:
Ἕνα γεγονός πού συνέβη, ὅπως τό εἶχε προείδει καί ἀποφασίσει ὁ Θεός[6].
Μία ἐκ μέρους τῶν Ἰουδαίων ἀποδοκιμασία τοῦ «λίθου», ὁ ὁποῖος μετά ἀπέβη ἀκρογωνιαῖος[7].
Μία συνένωση τοῦ Ἡρώδου καί τοῦ Πιλάτου, τῶν ἐθνικῶν καί τῶν Ἰσραηλιτῶν ἐναντίον τοῦ ἁγίου Παιδός τοῦ Θεοῦ, τοῦ Ἰησοῦ, Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, γιά νά τοῦ κάμουν ὅ, τιδήποτε τό χέρι καί ἡ βουλή τοῦ Θεοῦ εἶχε ἤδη πρίν προορίσει[8].
Ἀργότερα, μία θεολογική ἐμβάθυνση θά ἐξάρει ἀκόμη τήν ἁγιάζουσα δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ Πατρός στό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ[9]. Ὁ Θεός Πατέρας μή φειδόμενος τοῦ ἰδίου Υἱοῦ, Τόν παραδίδει γιά ὅλους ἐμᾶς[10]. Τελειοποιεῖ, διά μέσου τῶν παθημάτων, τόν ἀρχηγό καί ὁδηγό τῆς σωτηρίας μας[11], δηλαδή Τόν καθιστᾶ κατά πάντα ὅμοιο μέ τούς ἀδελφούς Του, πειραζόμενο καί δοκιμαζόμενο ὡς ἐκεῖνοι, καί γι’ αὐτό ἐλεήμονα, δυνάμενο νά συμπαθεῖ τίς ἀδυναμίες μας[12]. Αὐτός ἔμαθε, διά τῶν παθημάτων, τί εἶναι ἡ ὑπακοή, πρόσφερε κατά τίς ἡμέρες τῆς ζωῆς Του προσευχές καί ἱκεσίες μέ μεγάλη κραυγή καί δάκρυα καί εἰσακούσθηκε γιά τήν εὐσεβειά Του καί, θυσιασθείς, κατέστη γι’ ὅλους ὅσοι ὑπακούουν σ’ Αὐτόν αἰτία αἰώνιας σωτηρίας, ἀνακηρυχθείς ἀπό τόν Θεό Ἀρχιερέας κατά τήν τάξη Μελχισεδέκ[13]. Αὐτός προσφέρθηκε (αὐθόρμητα) στόν Θεό ὡς ἄμωμο θύμα[14].
Τά θεολογικά λοιπόν θέματα, τά ὁποῖα ἐξηγοῦν καί συντονίζουν τά γεγονότα τοῦ Πάθους, εἶναι: 1) Ἡ ἐξουσία τοῦ σκότους, 2) Ἡ αὐθόρμητη προσφορά τοῦ Ἰησοῦ, 3) Τό θέλημα τοῦ Πατρός καί ἡ ὑπακοή τοῦ Ἰησοῦ, 4) Ὁ ἱερατικός χαρακτήρ τῶν παθημάτων, 5) Ἡ διέλευση τοῦ Ἰησοῦ διά μέσου ὅλων τῶν δοκιμασιῶν τῶν ἀνθρώπων, 6) Ἡ υἱϊκή προσευχή, 7) Ὁ καρπός τοῦ σπόρου ὁ ὁποῖος πέφτει στήν γῆ, 8) Ἡ συντελουμένη λύτρωση.
1. Ἡ ἐξουσία τοῦ σκότους εἰσέρχεται σέ δράση
Τό δρᾶμα τό ὁποῖο διήρκεσε σ’ ὅλο τόν Δημόσιο Βίο τοῦ Ἰησοῦ, ἦταν ὁ ἀγώνας μεταξύ τῆς ἀπιστίας τῶν Ἰουδαίων καί τοῦ κηρύγµατός Του. Αὐτή ἡ σύγκρουση ἀποκορυφώνεται μέ τήν ἀπόφαση τοῦ Μεγάλου Συνεδρίου γιά νά θανατωθεῖ ὁ Ἰησοῦς, ἀπόφαση πού λήφθηκε μετά τήν ἔγερση τοῦ Λαζάρου[15]. Μία δεύτερη συγκέντρωση τοῦ Συνεδρίου δύο ἡμέρες πρό τοῦ Πάσχα ἀποφασίζει γιά τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο θά συλαμβάνοταν ὁ Ἰησοῦς[16]. Κατά τήν ἴδια ἡμέρα ἤ κατά τόν ἴδιο χρόνο ὁ Ἰούδας παρουσιάζεται γιά νά παραδώσει τόν Ἰησοῦ. Ὁ Σατανᾶς εἰσῆλθε στόν μαθητή αὐτό[17]. Ἡ τιμή εἶναι τριάκοντα ἀργύρια, τιμή κατωτέρα τῆς τιμῆς τῶν δούλων.
2. Ὁ Μυστικός Δεῖπνος
Κατά τόν Μυστικό Δεῖπνο ἐκδηλώνεται ἡ ἑκούσια προσφορά τοῦ Ἰησοῦ καί ἡ ὑπακοή Του στόν Θεό Πατέρα.
Τό χωρίο Ἰωάννου ιγ΄, 1 βλέπει στά γεγονότα τοῦ Δείπνου τήν μέγιστη ἀπόδειξη τῆς ἀγάπης τοῦ Ἰησοῦ (μή ἐξαιρουμένου καί τοῦ ὑπολοίπου μέρους τοῦ Πάθους). Οἱ ὑπέρτατες μαρτυρίες τῆς ἀγάπης ὀφείλονται στό γεγονός, ὅτι ὁ Ἰησοῦς γνωρίζει, ὅτι ἦλθε ἡ ὥρα Του νά ἀνεβεῖ πρός τόν Πατέρα.
Ὁ Ἰησοῦς, ὁ ὁποῖος καθ’ ὅλο τόν Δημόσιο Βίο Του ἰδιαίτερα τώρα εἶναι ὁ διακονῶν[18], διδάσκει τήν ταπεινοφροσύνη, πρῶτα μέ λόγους[19], μετά μέ τό παράδειγμα[20], νίπτοντας τά πόδια τῶν Δώδεκα. Κατόπιν δεικνύει στούς μαθητές Του, ὅτι μεταβαίνει στόν θάνατο οὔτε ἀναγκασμένος οὔτε ἀσυνείδητα. Ἔτσι φανερώνει τόν προδότη, ὁ ὁποῖος ἀμέσως μετά, ἀφοῦ εἰσῆλθε σ’ αὐτόν ὁ Διάβολος, ὁ ἄρχοντας τοῦ σκότους, νύκτωρ, ἐξέρχεται τοῦ Δείπνου[21].
Στό Μυστικό Δεῖπνο διακρίνουμε τρία μέρη.
Στό πρῶτο μέρος ὁ Κύριος θεσμοθετεῖ τό Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Ἐξελθόντος τοῦ προδότου, ὁ Ἰησοῦς δίδει στούς Ἀποστόλους τό Σῶμα Του καί τό Αἷμα Του καί τούς ἐμπιστεύεται μέ τόν τρόπο αὐτό τήν Θυσία τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ὅπως ἡ Διαθήκη μεταξύ Θεοῦ καί τοῦ Ἰσραήλ τοῦ περιουσίου ἔθνους εἶχε ἐπικυρωθεῖ μέ τό αἷμα τῶν θυμάτων, ἔτσι καί ἡ Διαθήκη τήν ὁποία ὁ Θεός διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀνανεώνει μέ ὅλο τό ἀνθρώπινο γένος, θά ἐπικυρωθεῖ μέ τό Αἷμα τοῦ Ἴδίου τοῦ Ἰησοῦ. Τό Αἷμα Του θά χυθεῖ γιά ὅλους σέ ἄφεση ἁμαρτιῶν, τό Σῶμα Του ἐντός ὀλίγου θά δοθεῖ σέ θυσία. Ὁ Μυστικός Δεῖπνος συνεχιζόμενος ἀνά τούς αἰῶνες κατ’ ἐντολή τοῦ Ἰησοῦ, θά εἶναι ἡ «ἀνάμνηση» καί θά πραγματοποιεῖ τούς καρπούς τῆς ἐπί τοῦ Σταυροῦ θυσίας, ἀπό τόν ὁποῖο ἤδη ὁ πρῶτος Δεῖπνος ἔχει τήν ἀξία του.
Στό δεύτερο μέρος θεσμοθετηθέντος τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ὁ Ἰησοῦς ἀπευθύνει πρός τούς Ἀποστόλους καί τούς διαδόχους τους τήν δωρεά τῶν τελευταίων λόγων παρηγορίας καί προειδοποιήσεων. Οἱ κύριες γραμμές τῆς διδαχῆς εἶναι οἱ ἀκόλουθες:
α΄) Ὁ Ἰησοῦς βεβαιώνει τούς Μαθητές περί τοῦ ὅτι προσεχῶς θά δοξασθεῖ καί ὅτι φέρει ἐντός Του τήν δόξα τοῦ Θεοῦ[22].
β΄) Δίνει σ’ αὐτούς τήν ἐντολή τῆς ἀγάπης, ἐντολή νέα[23], διακριτικό τῶν μαθητῶν Του[24], πού ἀντιστοιχεῖ στήν δική Του πρός αὐτούς ἀγάπη[25].
γ΄) Τούς προτρέπει νά ἔχουν ἐμπιστοσύνη στό Θεό καί σ’ Αὐτόν[26].
δ΄) Τό ἔργο τοῦ Πατέρα καί τοῦ Υἱοῦ γιά τήν σωτηρία τους. Ὁ Πατήρ προετοίμασε γιά τόν καθένα τήν θέση του στόν οὐρανό.
ε΄) Ὁ Υἱός ἀρχίζει ἕνα ταξίδι, τοῦ ὁποίου τελική φάση θά εἶναι ἡ κοινή ζωή μέ τόν Πατέρα[27]. Ὁ Ἰησοῦς εἶναι ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια, ἡ ζωή, εἶναι ἡ μοναδική ὁδός γιά νά ἔλθει κάποιος στόν Πατέρα. Ὅποιος Τόν γνωρίζει, γνωρίζει τόν Πατέρα, χάρις στήν κοινότητα οὐσίας καί ζωῆς μεταξύ Ἰησοῦ καί Πατρός, πού φανερώθηκε μέ λόγους καί ἔργα[28].
στ΄)Χρησιμότητα τῆς ἀναχωρήσεως τοῦ Ἰησοῦ: Ἀποτελεσματικότητα τῆς προσευχῆς στό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ[29].
ζ΄) Ὁ Ἰησοῦς ὑπόσχεται τό Πνεῦμα τό Ἅγιο καί περιγράφει τήν ἐνέργειά Του: Θά εἶναι Παράκλητος, θά μείνει αἰωνίως μαζί τους, ὡς Πνεῦμα ἀληθείας[30].
η΄) Ὁ Ἰησοῦς θά ἐπιστρέψει μετά τήν Ἀνάστασή Του καί θά εἶναι ζωοποιό πνεῦμα: Στήν κοινωνία ζωῆς ἡ ὁποία ὑπάρχει μεταξύ Ἰησοῦ καί Πατρός θά μετάσχουν καί αὐτοί[31].
θ΄) Ἡ Ἁγία Τριάδα διαμένει στόν τηροῦντα τίς ἐντολές[32].
ι΄) Τελευταία κίνητρα χαρᾶς εἶναι ἐκ νέου ἡ φωτιστική ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό χάρισμα τῆς εἰρήνης, ἡ μετάβασή Του πρός τόν Πατέρα, ἡ νίκη ἐπί τοῦ ἄρχοντος τοῦ κόσμου[33].
Ἡ συνέχεια τοῦ λόγου[34] εἶναι μία συλλογή ἀποφθεγμάτων τοῦ Ἰησοῦ, πού ἐλέχθησαν ἴσως σέ διάφορες περιστάσεις[35]. Ἀποκαλύπτεται ἐδῶ ἀπό τόν Ἰησοῦ πρό παντός τό μυστήριο τῆς ἑνώσεώς μας μαζί Του.[36] Ὁ Ἰησοῦς βλέπει ὅτι πραγματοποιεῖ τελείως «ἀληθινά» στοιχεῖα ὀργανικῆς ἑνώσεως καί ζωτικῆς συνοχῆς μέ τά κλήματα, ὥστε νά ἐπιτευχθεῖ ἕνωση ἀναγκαία, ἡ ὁποία θά φέρει τήν ἀποτελεσματικότητα τῆς προσευχῆς καί τήν δόξα τοῦ Πατρός. Ἔχει ὡς προϋπόθεση τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν, ἰδιαίτερα τῆς ἀγάπης, τῆς ὁποίας ὑπόδειγμα εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ἰησοῦς μετά προλέγει στούς Ἀποστόλους τό μῖσος τοῦ κόσμου, τούς διωγμούς, ὑπόσχεται τό Ἅγιο Πνεῦμα ὡς μάρτυρά Του, ὡς κατήγορο τοῦ κόσμου καί φωτιστή τῆς Ἐκκλησίας[37]. Ὁλοκληρώνοντας τήν ὁμιλία Του ὁ Ἰησοῦς στηρίζει ἀκόμη τούς μαθητές Του, μιλώντας γιά τήν ἐπιστροφή Του[38], γιά τήν ἀγάπη τοῦ Πατρός πρός τούς μαθητές[39], γιά τήν ἕνωσή Του μέ τόν Πατέρα καί τήν νίκη ἔναντι τοῦ κόσμου[40].
Στό τρίτο μέρος τῆς καρδιακῆς ἐκχύσεως τοῦ Ἰησοῦ κατά τόν Μυστικό Δεῖπνο ἐντάσσεται ἡ ἀρχιερατική προσευχή, κατά τήν ὁποία ὁ Κύριός μας ζητεῖ ἀπό τόν Ἐπουράνιο Πατέρα ὅπως δοξασθεῖ[41], ὅπως διαφυλαχθοῦν οἱ Ἀπόστολοι στήν πίστη, ὅπως διατηρηθοῦν ἑνωμένοι μαζί Του καί μεταξύ τους “ἵνα ὦσιν ἕν”, ὅπως ἁγιασθοῦν αὐτοί γιά τούς ὁποίους ὁ Ἰησοῦς προσφέρεται ὡς θύμα[42], τέλος δέ τά περί τῶν μελλόντων μαθητῶν[43], ὅπως “ὦσιν ἐν καί ὦσιν” ὅπου ὁ Ἰησοῦς εἶναι.
Οἱ λόγοι τοῦ Ἰησοῦ μετά τόν Μυστικό Δεῖπνο, μέ τήν προσευχή Του, εἶναι μεταξύ τῶν πλουσιωτέρων σελίδων τοῦ Εὐαγγελίου γιά τίς φανερώσεις τίς ὁποῖες ὁ Ἰησοῦς κάνει ἐκεῖ γιά τό μυστήριο τοῦ προσώπου Του καί τῆς ζωῆς Του[44].
3. Ἡ εἰς τόν κῆπο ἀγωνία
Ἀφοῦ εἶπε τόν ὕμνο, ὁ Ἰησοῦς ἐξέρχεται τοῦ ὑπερώου τοῦ Δείπνου καί μεταβαίνει στόν κῆπο τῶν Ἐλαιῶν. Τά αἰσθήματα, τά ὁποῖα Τόν διακατέχουν, εἶναι λύπη («λυπεῖσθαι»)[45], ἀδημονία («ἀδημονεῖν»), φρίκη καί ἔκπληξη («ἐκθαμβεῖσθαι»). Εἶναι αἰσθήματα, ἀπό τά ὁποῖα διέρχονται οἱ ἄνθρωποι καί τά ὁποῖα ὁ Ἰησοῦς ἔπρεπε νά συμμερισθεῖ[46]. Ἡ λύπη ὠθεῖ τόν Ἰησοῦ νά ζητήσει ἀπό τόν Πατέρα νά παρέλθει τό ποτήριο (μέ τήν ἔννοια τοῦ τί ἔμελλε νά πάθει) καί ἀμέσως συμμορφώνεται μέ τό θέλημα τοῦ Πατέρα[47]. Ὁ Ἰησοῦς, φοβούμενος τόν θάνατο, περιέρχεται σέ τέτοια ἀγωνία, ὥστε ἱδρώνει αἷμα (τό φαινόμενο δέν φαίνεται ξένο στίς φυσικές αἰτίες[48].
4. Ἡ θρησκευτική δίκη
Ἡ σειρά τῶν γεγονότων φαίνεται νά εἶναι ἡ ἀκόλουθη: Μετά τήν σύλληψή Του στόν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ ὁ Ἰησοῦς ἀνακρίνεται ἰδιωτικῶς ὑπό τοῦ Ἀρχιερέως Ἄννα, ὁ ὁποῖος θά μποροῦσε νά βρεῖ εὐκολώτερη αἰτία πρός καταδίκη[49]. Ὁδηγεῖται κατόπιν στόν Καϊάφα, τόν Ἀρχιερέα, καί στό Μέγα Συνέδριο, πού συγκεντρώθηκε μέσα στήν νύκτα στήν οἰκία του[50], ὅπου ρωτᾶται, ἄν εἶναι ὁ Χριστός καί ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ. Οἱ δύο ἐρωτήσεις εἶναι καλῶς χωρισμένες καί τό νόημα τό ὁποῖο δίδει ὁ Καϊάφας στήν δεύτερη εἶναι ἄν εἶναι ὁ κατά φύση Υἱός τοῦ Θεοῦ, μέ τήν ἔννοια τῶν Ψαλμῶν[51] καί αὐτοῦ τοῦ Ἰησοῦ[52]. Ὁ Ἰησοῦς, μέ τήν φράση «ἀπ’ ἄρτι ὄψεσθε τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου καθήμενον ἐκ δεξιῶν της δυνάμεως καὶ ἐρχόμενον ἐπὶ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ»[53], ἀπαντᾶ βεβαιωτικῶς στίς δύο ἐρωτήσεις, ἀναφέροντας τό χωρίο τοῦ προφήτου Δανιήλ ζ΄, 13-14 καί ἀποδεικνύει τήν μεσσιανικότητά Του : τό «καθέζεσθαι ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ» σημαίνει, ὅτι ἔχει θεῖες τιμές καί ἄρα θεία φύση[54]. Ἡ καταδίκη τοῦ Ἰησοῦ, πού ἐκφωνήθηκε ἀπό τόν Καϊάφα καί ἐκυρώθηκε ἀπό τό Μέγα Συνέδριο, ἐπιβλήθηκε διότι Αὐτός διεκήρυξε “ἑαυτόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ”[55]. Τό νά παρουσιασθεῖ κάποιος ὡς ὅμοιος πρός τόν Θεό[56], ἐθεωρεῖτο βλασφημία[57] καί γιά αὐτό ἔπρεπε νά τιμωρηθεῖ μέ θάνατο.
Τό Συνέδριο τῶν Ἰουδαίων ἦταν τό ἀνώτατο Ὄργανο διοικήσεως τῶν Ἰσραηλιτῶν πού εἶναι γνωστό ὡς Μέγα Συνέδριο καί ἀντιστοιχεῖ στό θεσμό τῆς Βουλῆς καί εἶχε ἐξουσία ζωῆς καί θανάτου ἐφ’ ὅλων τῶν Ἰσραηλιτῶν μή ἐξαιρουμένων τῶν Βασιλέων καί Ἀρχιερέων. Αὐτό ἐξέδωσε θανατική ἀπόφαση γιατί τοῦ εἶχε ἀφεθεῖ τό δικαίωμα αὐτό ἀπό τήν Ρωμαϊκή Διοίκηση, ἀλλά δέν μποροῦσε νά ἐκτελέσει τήν ποινή. Γι’ αὐτό κρίθηκε ἀναγκαῖο νά ἀναφέρει τήν ὑπόθεση καί νά ζητήσει ἐπικύρωση τῆς ποινῆς ἀπό τήν Ρωμαϊκή Ἀρχή[58].
Μέ τήν σέ θάνατο καταδίκη τοῦ Ἰησοῦ, τερματίζεται ἡ θρησκευτική δίκη, πού διεξήχθηκε, κατά τούς εἰδικούς ἐρευνητές, ἀντιθέτως πρός τήν ἑβραϊκή δικονομία, καί γιά τόν λόγο αὐτό ἦταν παράνομη[59]. Ἀλλά καί παραμεριζόμενης τῆς δικονομικῆς ἀταξίας, ἡ ἀπόφαση ὑπῆρξε ἄδικη, καθ’ ὅσον οἱ κριτές ὤφειλαν νά γνωρίζουν ἀπό τήν προπαρασκευή τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί ἀπό τίς ἀποδείξεις τοῦ Ἰησοῦ, ὅτι παρουσιαζόμενος Αὐτός ὡς Υἱός τοῦ Θεοῦ δέν προσέβαλλε τήν ἁγιότητα τοῦ μόνου Θεοῦ. Τήν ἄδικη ἀπόφαση, τῆς ὁποίας προηγήθηκε τό «ράπισμα»[60], καί τήν τριπλῆ ἄρνηση τοῦ Πέτρου[61], ἀκολούθησαν οἱ ἀπό μέρους τῶν μελῶν τοῦ Συνεδρίου καί τῶν ὑπηρετῶν προσβολές[62] καί ἡ δεύτερη καταδίκη τό πρωΐ[63], ὑπῆρξε ἡ ἐξουσία τοῦ σκότους σέ δράση.
5. Ἡ πολιτική δίκη
Ὅταν πῆγαν τόν Ἰησοῦ ἐνώπιον τοῦ Πιλάτου, οἱ Ἰουδαῖοι Τόν κατηγόρησαν ὡς ἔνοχο πολιτικῶν ἐγκλημάτων, τῶν μόνων πού θά ἔκαναν τόν Ρωμαῖο Προκουράτορα (Διοικητή) νά ἐπικυρώσει τήν θανατική καταδίκη. Τόν κατηγόρησαν πρῶτον γενικῶς ὡς κακοποιό[64], ἀκολούθως ὡς πολιτικό ταραχοποιό ὁ ὁποῖος ἔλεγε τόν ἑαυτό του βασιλέα καί ἀπαγόρευε τήν καταβολή τῶν φόρων[65].
Ὁ Πιλᾶτος ἀναγνωρίζει ἔξι φορές τήν ἀθωότητα τοῦ Ἰησοῦ:
Πρῶτον, μετά τήν ἀνάκριση σχετικά μέ τήν βασιλική ἰδιότητα[66], βλέποντας ὅτι δέν πρόκειται περί ἐπικίνδυνης ἰδιότητας.
Δεύτερον, μετά τήν παραπομπή στόν Ἡρώδη[67], βλέποντας ὅτι οὔτε ὁ Ἡρώδης τόν κατεδίκασε.
Τρῖτον, μετά τήν ναυαγήσασα πρόταση ἀντικαταστάσεως μέ τόν Βαραββᾶ καί τό μήνυμα τῆς συζύγου του, τῆς ὁποίας οἱ λόγοι ἐντυπωσιάζουν τόν Πιλᾶτο[68].
Τέταρτον, μετά τήν μαστίγωση καί τήν δι’ ἀκανθῶν στέψη[69]. Ὁ Πιλᾶτος θέλει νά ἀποδείξει ὅτι ἐπέβαλε τήν μαστίγωση γιά νά ἱκανοποιήσει τούς Ἰουδαίους, μέ τήν πρόθεση ὅμως νά μή προχωρήσει περαιτέρω.
Πέμπτον, ἀμέσως μετά, ὅταν εἶπεν: «ἴδε ὁ ἄνθρωπος» καί οἱ Ἰουδαῖοι ζητοῦν νά σταυρωθεῖ[70].
Ἕκτον, μετά τόν τελευταῖο διαξιφισμό μέ τούς Ἰουδαίους. Ὁ Πιλᾶτος, ὑποχωρώντας στόν φόβο μήπως κατηγορηθεῖ ἐνώπιον τοῦ Καίσαρος (τοῦ Τιβερίου) ὅτι ἀπάλλαξε ἔνοχο καθοσιώσεως, νίπτει τάς χείρας ἐνώπιον τοῦ λαοῦ[71].
Πραγματοποιήθηκαν τότε οἱ λόγοι τοῦ Ψαλμοῦ β΄, 1-2 περί τῆς συνωμοσίας τῶν Βασιλέων καί τῶν Ἀρχόντων κατά τοῦ Χριστοῦ ὡς ὑπεμίμνησκον οἱ πρῶτοι Χριστιανοί[72]. Ὁ Ἰησοῦς ἔπαθε καί σύμφωνα μέ τά ὁποῖα προεφήτευσε ὁ Ἡσαΐας[73]. Ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ «παῖς τοῦ Γιαχβέ» (Ὁ Δοῦλος τοῦ Κυρίου), ὁ ὁποῖος δέν ἀποστρέφει τό πρόσωπό Του ἀπό ἐμπτυσμούς, ἔδωκε τόν νῶτο Του σέ μαστίγωση καί τίς παρειές Του στούς ἐκριζοῦντες τό γένειό Του. Εἶναι ὁ ἄνθρωπος τῶν πόνων, πού ἐξοικειώθηκε μέ τίς θλίψεις, ὁ κακοποιηθείς, ὁ ἐγκαταλειπόμενος, ὁ μή ἀνοίγων τό στόμα, ὁ ὅμοιος μέ ἀρνίον ὁδηγούμενον στήν σφαγή.
Ὁ Ἰησοῦς δεικνύει μέ ὅλο τό Πάθος τήν δική Του προστασία τήν ὁποία ὁ Θεός Τοῦ παραχωρεῖ[74]. Ἀποκαλύπτεται κατά τάς ἀποκρίσεις Του ὡς βασιλιᾶς πνευματικῆς βασιλείας. Προβάλλει τήν ἀποστολή Του καί τήν ὑπεράνθρωπη προέλευσή Του[75]. Βεβαιώνει ὅτι εὑρίσκεται στά χέρια τοῦ Πιλάτου, ἐπειδή τό θέλει ὁ Πατήρ[76]. Ἡ πλήρωση τῶν προφητειῶν καί οἱ φανερώσεις τῆς φύσεώς Του, ἐνῶ ὁδηγεῖται πρός τό τέρμα ὁ ἀγώνας τῆς ἐξουσίας τοῦ σκότους κατά τοῦ φωτός, προετοιμάζουν τήν ὑπέρτατη δόξα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Πατρός στό θάνατο καί τήν Ἀνάσταση.
6. Ἡ σταύρωση καί ὁ θάνατος
Ἡ φανέρωση τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ κατά τίς τελευταῖες ὧρες (ἀπό ὥρας ἕκτης περίπου, δηλαδή μεσημέρι τῆς 14ης Νισάν, πού ἀντιστοιχεῖ στή δική μας 23η Μαρτίου τοῦ 29 [782 ἀπό κτίσεως Ρώμης] ἕως τῆς ἐνάτης ὥρας δηλαδή ἕως τῆς 3ης μ.µ., ἐκτυλίσσεται μέ τήν μακροθυμία προφητικῶν πληρώσεων, προσευχῶν πρός τόν Πατέρα καί ἀγαθότητα ἔναντι τῶν ἀνθρώπων, ἐνῶ ἐνεργοῦν τά φυσικά αἴτια πού καθορίζουν τόν θάνατο. Οἱ σταυρωτές προσήλωσαν τόν Ἰησοῦ στόν σταυρό. Μαζί μέ τόν Ἰησοῦ σταυρώθησαν καί δύο κακοποιοί καί αὐτό τό γεγονός ἴσως νά σκεπτόταν ὁ Ἰησοῦς[77], ἐφαρμόζοντας τούς λόγους τοῦ Ἡσαΐου νγ΄, 12. Ὁ Ἰησοῦς σταυρώθηκε χωρίς τά ἐνδύματά Του, παρά τήν ἀναφορά τοῦ ἀποκρύφου Εὐαγγελίου τοῦ Νικοδήμου ὅτι στόν Σταυρό φοροῦσε λέντιον (§9) τά ὁποῖα διαιρέθηκαν σέ μέρη, ἐνῶ ὁ χιτών κληρώθηκε μεταξύ τῶν στρατιωτῶν[78]. Στόν ἴδιο ψαλμό, 8 – 9, προλέγονται οἱ ὕβρεις[79]. Τίθεται τό ἐρώτημα ἄν ὁ Ἰησοῦς, προσευχόμενος ἐπί τοῦ σταυροῦ μέ τούς πρώτους λόγους τοῦ ἴδιου Ψαλμοῦ, 2, «ὁ Θεός, ὁ Θεός μοῦ, ἵνα τὶ ἐγκατέλιπες μέ;»[80], προέφερε μόνο αὐτούς τούς λόγους μέ δυνατή φωνή ὡς ἀρχή τῆς προσευχῆς, τήν ὁποία εἶπε μετά μέ χαμηλή φωνή, ἤ θέλησε νά δείξει μία ἐγκατάλειψή Του ἐκ μέρους τοῦ Πατρός. Ἡ δεύτερη αὐτή ἑρμηνεία ἔχει πάντοτε λιγώτερους ὑποστηρικτές μεταξύ τῶν ἑρμηνευτῶν[81].
Τήν κραυγή τοῦ Ἰησοῦ «διψῶ» ἀκολούθησε ἡ προσφορά τοῦ ὄξους[82]. Ἔτσι πληρώθηκαν ὅλες οἱ γραφές[83], πληρώθηκε καί ἡ τελεία εὐσπλαγχνία τοῦ Κυρίου πού ἀποδείχθηκε ἐπί τοῦ σταυροῦ ἤδη μέ τήν συγχώρηση τῶν σταυρωτῶν, μέ τήν ὑπόσχεση τοῦ παραδείσου στόν ληστή, μέ τήν υἱϊκή ἐκδήλωση πρός τή Μητέρα Του, ἔτσι ὁ Ἀρχιερέας εἰσήρχετο στούς οὐρανούς, μέ τήν μοναδική θυσία, μέ τήν ὁποία «τετελείωκεν εἰς τὸ διηνεκές τούς ἁγιαζόμενους»[84], μέ τόν θάνατο δέ τοῦ «διαθεμένου» εἰσῆλθεν σέ ἰσχύ ἡ Καινή Διαθήκη τοῦ αἵματός Του[85].
7. Ἡ δόξα
Ὁ Ἰωάννης παρουσιάζει τόν θάνατο μαζί μέ τήν Ἀνάσταση ὡς τήν δόξα τοῦ Ἰησοῦ, τό σχισθέν παραπέτασμα τοῦ Ναοῦ, ἡ σειομένη γῆ, ὁ λογχισμός τῆς πλευρᾶς εἶναι ἡ πρώτη δόξα τοῦ Ἰησοῦ[86].
Οἱ φανερώσεις τῆς νέας ζωῆς: Οἱ Ἀπόστολοι, στό κήρυγμά τους, ἐμφανίζονται ὡς οἱ μάρτυρες τῆς νέας ζωῆς τοῦ Ἰησοῦ καί συνδέουν ἀκραδάντως τό ἀποστολικό ἔργο τους μέ τόν Ἀναστάντα Κύριο[87]. Οἱ Ἀπόστολοι αἰσθάνονται ἐξ ἄλλου ὅτι ὀφείλουν τήν δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στόν ἀναστάντα Χριστό, τόν Ὁποῖο ἀποκαλοῦν «πνεῦμα ζωοποιοῦν»[88].
Ἡ Χριστολογία τοῦ πρώτου ἀποστολικοῦ κηρύγματος ἀποκαλεῖ τόν Ἰησοῦ Χριστό καί Υἱό τοῦ Θεοῦ[89] γιά ὅλο τό περιεχόμενο πού ἔχει σχέση μέ τήν Ἀνάσταση,[90] Τίς τρεῖς ἀνωτέρω γραμμές πού ἀναφέρουν στήν κατήχησή τους οἱ Ἀπόστολοι εἶδαν συγκεκριμένα στό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως. Ὁ Ἰησοῦς, ἀναστάς, φανερώθηκε ὡς ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ καί ὡς ὁ Χριστός. Τό θαῦμα αὐτό θά ἦταν ἡ ὑπέρτατη ἀπόδειξη[91] καί τώρα φανερώνει τήν δόξα τοῦ Πατρός «ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ»[92]. Φανερώνεται ὡς τέτοιος μέ θαύματα, κατά τήν ἁλιεία[93], προκαλεῖ τήν πίστη, εἶναι ὁ Κύριος[94], μέ τήν πρόρρηση τοῦ μέλλοντος[95], μέ τήν γνώση τῆς καρδιᾶς τῶν Ἀποστόλων, ἀπό τήν ὁποία προέρχεται ἡ κραυγή «ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου»[96]. Ὁ ἀναστάς Ἰησοῦς ἀποδίδει στόν ἑαυτό Του ρητῶς τήν μεσσιανικότητα καί τήν θεότητα: Στούς μαθητές στούς Ἐμμαούς[97], στούς Ἀποστόλους[98], στούς μαθητές μέ τήν Μαγδαληνή Μαρία[99], στούς Ἀποστόλους, στέλνοντας αὐτούς ὡς ὁ Πατήρ ἔστειλε Αὐτόν[100].