ΤΟΥ ΑΡΧΙΜ. ΑΝΤΙΠΑ ΝΙΚΗΤΑΡΑ Δρ. ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
Δοκιμάσαμε τη μεγάλη χαρά της Αγιοκατατάξεως του Γέροντός μας όπου ο Παναγιώτατος οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος και οι σεβασμιώτατοι συνοδικοί ἀποφάσισαν να καταγραφεί στο Αγιολόγιο της μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας.
Ὁ Άγιος Ἀμφιλόχιος γεννήθηκε στην Πάτμο στίς 13 Φεβρουαρίου τοῦ ἔτους 1889 ἀπό εὐλαβεστάτους γονεῖς, τόν Ἐμμανουήλ Μακρῆ ἀπό τοῦς Λειψούς καί τήν Εἰρήνη Γαλάνη ἀπό τήν Πάτμο και φέρει το ὄνομα Αθανάσιος. Το έτος 1906 σπρωγμένος από θείο πόθο και αγάπη προς τον Κύριο σε ηλικία μόλις 17 ετών εισέρχεται δόκιμος στην καθ’ ημάς Ιερά Μονή. Διακρίνεται για το ζήλο και την κατά Θεόν προκοπή και το αυτό έτος 23/8 κείρεται ρασοφόρος μοναχός μετονομαζόμενος Αμφιλόχιος, προς τιμή του αναδόχου του Πηλουσίου Αμφιλοχίου όπου ἐφησύχαζε ὠς ἀσκητής στο Λειβάδι των καλογήρων της Πάτμου. Στις 23 Μαρτιου του 1913 κείρεται μεγαλόσχημος στο ἱερό ἡσυχαστήριο του Απολλώ. Το 1919 χειροτονείται διάκονος κατά την 27η Ιανουαρίου στον Άγιο Νικόλαο, της νήσου Κω. Στις 23 Απριλίου του ἰδίου ἔτους χειροτονείται πρεσβύτερος στον ἱερό ναό του ἁγίου Σπυρίδωνος, Βαθύ, Σάμου. Προς πνευματική του ωφέλεια επιδιώκει τακτική επικοινωνία με ενάρετους ἡσυχαστάς που ἐγκαταβιοῦν στην Πάτμο όπως ο ασκητής Θεόκτιστος . Το 1914 ασθενεί και μεταβαίνει στην Αθήνα και από κει στην Αίγινα όπου συνδέεται πνευματικά με τον Άγιο Νεκτάριο από τον οποίο μυείται βαθύτερα στην ησυχαστική παράδοση και τη νοερά προσευχή. Στο στερρό μοναχικό του φρόνημα και ο ιεραποστολικός του ζήλος τον βοηθούν ν’ αναπτύξει ιεραποστολική και ποιμαντική δράση στα πέριξ νησιά. Κατά τα έτη 1926-1932 ορίζεται προϊστάμενός του Ιερού Σπηλαίου της Αποκαλύψεως όπου εκτελεί επισκευές στο Ναό κι επιμελείται την αγιογράφησή του. Την 14η Νοεμβρίου του 1935 εκλέγεται ηγούμενος για δύο έτη, στην κρίσιμη περίοδο της Ιταλοκρατίας, ενώ παράλληλα ιδρύει τη γυναικεία μονή του Ευαγγελισμού. Σύμφωνα με την ηγουμένη Ευστοχία, η ίδρυση της μονής ήταν επιθυμία του Γέροντα όπως «ἐκ τοῦ κέντρου αὐτοῦ μέ ἐφόδια πνευματικά νά ἐργασθοῦν αἱ κατάλληλοι ἐκ τῶν μοναχῶν ἐν τῇ κοινωνίᾳ διά τήν διάδοσιν τῆς χριστιανικῆς ἀληθείας καί τήν ἐξάσκησιν τῆς φιλανθρωπίας». Η εκλογή του δεν ήταν αρεστή στους Ιταλούς κατακτητές γι’ αυτό και τον εξορίζουν στην ηπειρωτική Ελλάδα, διαλύουν τη γυναικεία Ιερά μονή και τον αντικαθιστούν με κάποιον έμπιστό τους. Από την ηπειρωτική Ελλάδα αναπτύσσει άοκνο ιεραποστολική και πνευματική δράση, περιοδεύων πνευματικώς εις Ιωάννινα, Θεσσαλονίκη και Κρήτη. Στην Κρήτη διορίζεται από τον τότε Μητροπολίτη Βασίλειο ως πνευματικός όλης της Μεγαλονήσου. Τελικώς ανακαλείται από την εξορία και υπηρετεί τη μονή της μετανοίας του ως πνευματικός και Ηγουμενοσύμβουλος. Αναδιοργανώνει τη γυναικεία μονή του Ευαγγελισμού και εργάζεται για τη θρησκευτική ανόρθωση της Δωδεκανήσου που βάλλεται από τον καθολικισμό και την Ουνία. Ιδιαίτερη σχέση αναπτύσσει ο Αγιος με τους μαθητές της Πατμιάδος Εκκλησιαστικής Σχολής όπου τελεί το μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως. Η ακτινοβολία της εξαγιασμένης προσωπικότητας του ασκεί ευεργετική επίδραση στις ψυχές των μαθητών. Δημιουργεί έτσι ένα ακόμη πνευματικό φυτώριο από νέους σπουδαστές που έχουν την έφεση της αφιέρωσης στον Κύριο. Ο πλούτος της αγάπης του όμως δεν εκδηλώνεται μόνο στην εικόνα του Θεού, τον άνθρωπο, αλλά ιδιαίτερη είναι η αγάπη του προς τα δένδρα και με δική του πρωτοβουλία και πολλών κόπων στηναρχή δενδροφύτευονται πεύκα και κυπαρίσια, ελιές, αμπέλια. Σήμερα η ιερά νήσος Πάτμος είναι από τις πιο κατάφυτες περιοχές των μικρών νησιών του Αιγαίου. Η δενδροφύτευσης για τον Άγιο ήταν κανόνας και άσκηση, γι αυτό μετά την εξομολόγηση όριζε τον αριθμό των δένδρων που θα φυτέψει ο εξομολογούμενος. Η εποποιΐα της ζωής του τελειώνει, ο ίδιος λαμβάνει μήνυμα από τον Κύριο για την αναχώρησή του και ως την τελευταία στιγμή ευλογεί τα τέκνα του και παραγγέλνει την ανάγκη καλλιέργειας της νοεράς προσευχής «παιδιά μου καλλιεργήσετε τήν εὐχήν» Την 16ην Απριλίου του έτους 1970 κατόπιν ολιγοήμερης ασθένειας αλλά συνεπείᾳ χρονίων νοσημάτων από τα οποία κατατρυχόταν αναπαύθηκε εν Κυρίω σε ηλικία 81 ετών. Σύμφωνα με την επιθυμία του ενταφιάστηκε στο κοιμητήριο της Ἱεράς Μονής του Ευαγγελισμού. Μετά παρελεύσεως 10 ετών από την κοίμησή του στις 19 Σεπτεμβρίου του 1980 έγινε η ανακομιδή των τιμίων λειψάνων του και η εναπόθεσή τους σε ξύλινη λάρνακα στο οστεοφυλάκιο της Ἱεράς Μονής Ευαγγελισμού. Η ευωδία και η θαυματουργία τους δίνουν έκδηλα σημεία Ἁγιότητος εις τον πρόλογον της έκδοσης του εορτολογίου του έτους 2010 της Ἱεράς Μονής του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου και Ευαγγελιστού που ήταν αφιερωμένο στο όσιο γέροντα Αμφιλόχιο. Σημείωνε ο τότε φοιτητής της Χάλκης Δημήτριος Αρχοντώνης και τώρα Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος «Ὁ Κύριος οὐδέποτε τυγχάνει φειδωλός εἰς τάς ἀκενώτους δωρεάς του. Καί ὁ Ὅσιος Γέρων Ἀμφιλόχιος διά τῆς ἀσκητικῆς ἀνδρείας, τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς καί συνόλου τῆς εὐεκτικῆς ἐργασίας ἐτόλμησεν, ἐζήτησεν καί ἐπέτυχεν τοῦ χαρίσματος. Ἐντός αὐτοῦ θαλερῶς ἐπενείργει ἡ δροσοβόλος καῦσις τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Ἐξ ὦν ἔπαθεν, ἔμαθεν, ἐδίδαξεν, ἐνέπνευσεν καί παρέδωκεν τοῖς μετ’ αὐτοῦ καί τοῖς ἐπιγενομένοις διά λόγου καί ἔργων ἀγάπης ἄρτον ζωοποιῶν, βρῶσιν ἄφθαρτον, ὕδωρ ζῶν, θησαύρισμα ἀγαλλιάσεως. Συνελόντ’ εἰπεῖν« οὖτος,ὁ μηδέν ἔχων κατεῖχε πάντα», ἐφόσον ἦτο ἀφοσιωμένος εἰς τήν Νῆψιν, τήν προσευχήν, τήν ἄσκησιν, τήν ποδηγεσίαν ψυχῶν. Δια τοῦτο καί πανθομολογουμένως ἀνεγνωρίσθη ὡς ἀκραιφνής τῶν θείων δογμάτων ὑποφήτης, ἀπλανής τῆς πίστεως διδάσκαλος, γενναῖος τῆς Εὐαγγελικῆς Ἀληθείας πρόμαχος ,στοργικός τῆς μοναδικῆς πολιτείας μύστης ,θερμουργός τῆς ἀσπίλου Ὀρθοδοξίας ἀμύντωρ. Ἐξαιρέτως δέ ἡ Χριστοειδής αὐτοῦ ἀγάπη συνέθλιβε τάς προσωπικάς ἀνάγκας αὐτοῦ καί τῶν μετ’ αὐτοῦ ἐνώπιον τῶν ἀκανθωδῶν προβλημάτων τοῦ λιμώττοντος πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν εἰς αὐτῶν καταφευγόντων πιστῶν. Ἐνέπνευσε πλείστους ἐκ τῶν τοῦ ἱεροῦ καταλόγου, ὡς καί τήν ἡμετέραν μετριότητα ἐν τῇ περιόδῳ τῶν θεολογικῶν ἡμῶν σπουδῶν ἀποστείλας ἐπιστολάς πλήρεις πατρικοῦ ἐνδιαφέροντος καί ἐποικοδομητικοῦ περιεχομένου». Ο Άγιος κατ’ αρχάς υπήρξε ο κατ’ εξοχήν πνευματικός άνθρωπος υπό τη γενικοτέρα έννοιαν του όρου, εμποτισμένος με πίστη ακλόνητη και με σταθερά προσήλωση εις τας παραδόσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Το στερρό θεμέλιο στο πνευματικό οικοδόμημα της ψυχής του ήταν η υψοποιός ταπείνωση, η διφυής αγάπη προς το Θεόν και τον πλησίον και η αγωνιστική ορθόδοξος βιωτή. Η εναρμόνιση του θελήματός του προς το θέλημα του Θεού και εκούσια σταύρωση και νέκρωση του εαυτού του καταδεικνύονται στους ασκητικούς του αγώνες. Η θεία χάρις αλλοιώνει εσωτερικά κι εξωτερικά τη μορφή του. Κυρίως όμως αλλοιώνει την καρδιά του. Χρηματίζει έτσι όργανον του Άγιου Πνεύματος, μεσίτης και πρεσβευτής εις τύπον Χριστού οδηγώντας τις εμπεπιστεμένες ψυχές από τα πάθη στην απάθεια και στην εν Χριστώ ελευθερία. Μία είναι η αποστολή του, η διακονία της συμφιλιώσεως και καταλλαγής του μετανοημένου αμαρτωλού με τον φιλάνθρωπο και Άγιο Θεό. Μιμείται τον καλό Ποιμένα. Με χαρακτηριστικά την αγάπη, στοργή την αυταπάρνηση και την αυτοθυσία,εξέρχεται κυριολεκτικά και μεταφορικά προς αναζήτηση του πλανηθέντος προβάτου. Διατρέχει ξηρά, διαπλέει θάλασσα. Ήταν Κυριακή μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας .Ο Άγιος είχε μια πάνινη ξαπλώστρα θαλάσσης και σε αυτή ήταν ἀνακεκλημένος, προσηλωμένος στην καλλιέργεια της ευχής. Ακούει τότε καθαρά «Πήγαινε στην Ικαρία να βρεις την Ελένη»Δεν έδωσε σημασία στη φωνή γιατί το θεώρησε πειρασμικό. Όταν όμως άκουσε τη φωνή και δεύτερη και τρίτη φορά, χωρίς αναβολή σηκώνεται .Παίρνει το πρώτο σκάφος για Ικαρία και τρέχει στο λιμάνι. Εκεί βλέπει μια γυναίκα να τρέχει. Φωνάζει την άγνωστη γυναίκα με το όνομά της « Παιδί μου Ελένη στάσου!!»Η γυναίκα στρέφεται στον Ιερωμένο «Συγχώρεσέ με Πάτερ. Με προλάβατε. Θα αυτοκτονούσα. Ἤμουν απελπισμένη γιατί πέθανε ο άντρας μου»«Παιδί μου δεν θέλω να απελπίζεσαι . Εγώ θα είμαι κοντά σου. Από δω και πέρα εγώ θα είμαι ο πνευματικός σου πατέρας». Στην πρώτη περίοδο της Ιεραποστολικής προσφοράς συνεδέθη πνευματικώς μετά της νεάνιδος Καλλιόπης Γούναρη. Σ’αυτήν είδε τη ιεραποστολική μορφή που θα τον βοηθούσε στην πραγμάτωση του ιεραποστολικού του έργου στα Δωδεκάνησα και στις επτά εκκλησίες της Μικράς Ασίας. Ημερολόγιον Αγίου: « Τό ἐπόμενον σχολικόν ἔτος ἡ διδασκάλισσα Καλλιόπη Γούναρη μετετέθη εἰς Κῷ. Θεοῦ οἰκονομίᾳ εἶχον ἀναλάβει ὑπό τήν προστασίαν μου τά ἐν Κῷ κτήματα της ἱερᾶς μονής καί ὡς ἐκ τούτου μετέβαινον συχνά εκεί για διαφόρους υποθέσεις». Περιοδεύει όλα τα Δωδεκάνησα ως πνευματικός, συνεργάζεται με τον ιεροκήρυκα της «Ζωής» κ. Λάζαρον Χατζηθέμελη για να τονώσει το θρησκευτικό και εθνικό φρόνημα των Δωδεκανησίων που βάλλονται απ’ τον προσηλυτισμό των Ἰταλίδων καλογριῶν. Μετά της Καλλιόπης Γούναρη ιδρύει αδελφότητα παίδων, δεσποινίδων, κυριών και κατηχητικά σχολεία για να χτυπήσει την ιταλική προπαγάνδα. Δημιουργεί τους πρώτους κύκλους, πολύ πριν από τις αδολφότητες Ζωή και Σωτήρ. Το ησυχαστήριο Χριστός της Αργυρής γίνεται ο πνευματικός σταθμός της νήσου Κω για όλα τα Δωδεκάνησα και το πρώτο κρυφό σχολειό. Συμβουλεύει το πνευματικό του τέκνο Καλλιόπη Γούναρη ως πνευματικός ποδηγέτης τα εξής:«ἡ Κῶς εὐρίσκεται εἰς τό σκότος καί φοβοῦμαι πολύ μή τυχόν ἐξ ἀπροσεξίας….προσκόψεις καί πέσεις χαμαί…Μήν ἀπομακρυνθείς τοῦ Χριστού δίοτι οὖτος ἐστί τό φῶς τό ἀληθινόν. Ἡ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν πατέρων ἔστω σοι τροφή καί ἀπόλαυσις, ἡδονή δέ ἡ προσευχή καί ἡ Θεία Μετάληψις, ὅλαι αἱ ἐλπίδες μου εἶναι εἰς σέ καί περιμένω ν’ ἀνάψεις τό πῦρ τῆς θρησκείας εἰς τήν Δωδεκάνησο». Η νεανίς ιδρύει θρησκευτικόν όμιλον νεανίδων τις οποίες καθ’ εκάστην Κυριακή κατηχεί καθώς και τη παραινέσει του Αγίου φιλόπτωχον αδελφότητα κυριών επ’ ονόματι της οσίας Ξένης για να περιθάλψει τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας. Προκειμένου να επιτελέσει το πατρικό του καθήκον δεν σκέφτεται ταξίδια, δεν υπολογίζει τους κόπους και την επισφαλή υγεία του. Επιστολή στην Κ.Γούναρη: «Από τη Λέρο εως την Πάτμο μη ρωτάς. Φουρτούν και βροχή. Εις τας 10 της νυκτός ευρισκόμεθα εις τον λιμένα. Βροχή απελπιστική. Μετά κόπου εξήλθον και εβρεχόμην ανερχόμενος πεζός εως την μονήν. Όλα τα φορέματά μου ήσαν ωσάν να τα έβγαλες από την θάλασσαν.» Η τρελή αγάπη για τα τέκνα του δεν τον αφήνει ήσυχο: «Τίποτα δέ σκέφτομαι παρά τόν Χριστόν καί τήν πνευματική μου οἰκογένεια. Τ’ ἀγαπῶ τα παιδιά μου μέ μιά ἀγάπη ἀνώτερη τοῦ σαρκικοῦ πατέρα…..Γράφουν ὅμως ψέματα ὅτι ἐγώ τά τρέφω. Εἶμαι πτωχός καί πάντοτε πεινασμένα τά ἔχω. Ἀλλά εἶναι πολύ καλά παιδιά καί γιά τοῦτο μέ ἀγαποῦν χωρίς να ἔχουν τίποτε ἀπό ἐμένα. Τίποτε ἄλλο παρά μόνο μιά «τρελή» ἀγάπη ἔχω γι’ αὐτά καί φαίνεται αὐτή τά θερμαίνει.» (Επιστολή στην Κ.Γούναρη) Ο Άγιος ως Σαμαρείτης με τους δεσμούς της αγάπης επιδένει τα ψυχικά τραύματα και τις ηθικές πληγές με στοργή, ευσπλαχνία, κατάνυξη για σωφρονισμό κατά Θεόν. Γίνεται περιάκουστος και περιζήτητος ἐξομολόγος . Η αδελφότητος θεολόγων Ζωή επιζητούσα την συνεργασία μαζί του απευθύνεται στον Ηγούμενο της Μονής «Παρακαλῶ ὅπως παράσχητε εἰς τόν εἰρημένον Πατέρα Αμφιλόχιον ἄδειαν ἀπουσίας ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς εἰ δυνατόν τρίμηνον ὅπως χρησιμοποιήσωμεν αὐτόν διά τό Ἱερόν τῆς ἐξομοληγήσεως ἔργον. Διότι ἔχομεν τήν ἐλπὶδα, τοῦ Κυρίου συνεργοῦντος, οὐχί μικρά προκύψει ὠφελεία. Και άλλη χριστιανική αδελφότης εξ Ιωαννίνων « ο Άγιος Κοσμάς» εκφράζει ευχαριστίες για την αποστολή του αγίου Αμφιλοχίου ως εξομολόγου. Ιεραποστολικές αδελφότητες, ευσχήμονες μητροπολίτες, διαπρεπείς ιερείς, διαπρέποντες στην ποιμαντορική και ιερατική διακονία, θεωρούν απαραίτητη την παρουσία του ως εξομολόγου. Ο μητροπολίτης Ιωαννίνων Σπυρίδων, ο εις αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος αναδειχθής, ο μητροπολίτης Λήμνου Διονύσιος ο μετέπειτα Τρίκκης και Σταγών ,ο επίσκοπος Διοκλείας Κάλλιστος Γουέαρ, ο διευθυντής της Πατμιάδος εκκλησιαστικής σχολής αρχιμανδρίτης Μελέτιος Γαλανόπουλος και μετέπειτα μητροπολίτης Κυθήρων εξομολογούνταν στον Άγιο Αμφιλόχιο. Μια άλλη πνευματική μορφή της Ελλάδος ο καθηγούμενος της Ιεράς μονής Ζωοδόχου Πηγής Λογγοβάρδας Πάρου, ο όσιος Γέροντα Φιλόθεος Ζερβάκος εξομολογούνταν και γράφει επί τω θανάτω του Αγίου Αμφιλοχίου τα εξής «: Ευχαριστῶ τόν πανυπεράγιον καί πανάγαθον Θεόν καί Πατέρα ἠμῶν τόν ἐν οῖρανοίς ὅστις ἐπλήρωσε τόν πόθον μου καί τήν ἐπιθυμίαν μου, ἥν εἶχον νά τόν ἔβλεπον προσωπικῶς πρίν ἀπέλθωμεν ἀμφότεροι τῶν προσκαίρων. Πρό εἰκοσαμήνου πληροφορηθείς ὅτι ἠσθένει… ἔσπευσα ἀεροπορικῶς καί ἔφθασα εἰς Ρόδον. Ἡ χαρά κι ἀγαλίασις ὅτε εἴδομεν ἀλλήλους ἦτο ἀπερίγραπτος, ἀλλά καί ἡ πνευματική μας ὠφέλεια διά της εξομολογήσεως ἦτο μεγίστη, διότι ἀμφότεροι ἐξομολογήθημεν. Ἐπειδή καί ἠμεῖς ὡς ἄνθρωποι εἴμεθα ἁμαρτωλοί, μόνος γάρ ἀναμάρτητος ἐστί ὁ Θεός». Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος δίνει στις επιστολές του Α προς Αντιοχείς και Επιστολές τα χαρίσματα του Πνευματικού Πατέρα Ὁ γὰρ ἄριστος κυβερνήτης οὔτε ἐν γαλήνῃ χαυνοῦται, οὔτε ἐν χειμῶνι ταράττεται. Κατάστειλον τὰ κύματα τῶν ἀτόπων ἐπιθυμιῶν, ἀπόκρουσαι τὸν χειμῶνα τῶν πονηρῶν λογισμῶν.διάσωσον τὸ σκάφος, πολλὴν ἐπίδειξαι τὴν ἐμπειρίαν, καὶ γέγονας κυβερνήτης. Ο όσιος είναι η τύπωσις αυτών των χαρισμάτωνκαι των αρετών, ιδιαιτέρως στη συμπεριφορά που καταδεικνύει στα πνευματικά του παιδιά. Κάποτε ευρισκόμενος εις την Ρόδον και διακονών την εξομολόγησιν λαμβάνει νοερώς μήνυμα από πνευματική του θυγατέρα που σπουδάζει στην Αθήνα ότι αυτή πολεμείται από λογισμούς. Αμέσως δε χάνει καιρό, με το πρώτο αεροπλάνο της γραμμής ταξιδεύει εις Αθήνας συναποκομίζων και Ιερά λείψανα για να σώσει μία ψυχή που όπως και κάθε άλλης ψυχής δεν είναι αντάξιος όλος ο κόσμος « ὑπέρ ἧς ὁ Χριστός ἀπέθανεν». Στον αγώνα κατά του αοράτου πολέμου είναι απαραίτητη η τακτική επικοινωνία με τον Κύριο «Ἡ νίκη θά εἶναι πάντοτε κοντά σου διότι θέλεις νά ἀκολουθήσεις τό Βασιλέα Χριστό. Ἕνα μόνο θέλω τακτική ἐπικοινωνία μέ Αὐτόν μέσῳ τῆς προσευχῆς. Ἡ προσευχή εἶναι ἐκείνη πού θά μᾶς φέρει πολύ πλησίον Του. Τότε κάθε ἐπίθεσις τοῦ διαβόλου θά εἶναι μικρᾶς διαρκείας, διότι φοβεῖται ὁ ἐχθρός τήν μεγάλην προστασίαν τοῦ Κυρίου. Ἡ προσευχή συνοδευομένη ἀπό τήν προσοχήν ἀποτελεῖ τάς δύο πτέρυγας τῆς ψυχῆς( Επιστολή προς πνευματικόν τέκνον (Πάτμος 16-3-1957)). «Γιά να ἀπολαύσεις τίς χαρές, τῆς πνευματικής ζωής, πρέπει να καλλιεργήσεις με ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς σου τήν προσευχή, τήν ὑπομονή καί τήν σιωπή. Χωρίς τήν προσευχή δέν εἶναι εὔκολο νά ὑπομένεις, οὔτε νά σιωπᾶς. Μέ τή Χάριν τοῦ Θεοῦ, αὐτά ἐφήρμοσα στήν ζωήν μου. Μᾶς βοηθοῦν νά όν Χριστόν κάτοικον εἰς τήν καρδιά μας. Πρώτιστον καθῆκον εἰς τόν Θεόν εἶναι ἡ γλυκύτατη συνομιλία μ’ αὐτό τό παντοδύναμον ὄπλο τῆς προσευχῆς ἡ ἀναπνοή τῆς ψυχῆς.»(επιστολή προς πνευματικόν τέκνον). Ο Άγιος καθήμενος, ιστάμενος, αναπαυόμενος, συνομιλών, εξομολογών, συμβουλεύων μετουσιώνει σε πράξη το θεόπνευστο παράγγελμα του ουρανοβάμωνος αποστόλου Παύλου. Η προσευχή για τον έμπειρο στον πνευματικό αγώνα Άγιο πρέπει να συνδυάζεται με άλλες αρετές όπως η προσοχή, μελέτη, η ταπείνωση και η αγάπη. «Κρατῆστε ψηλά τή σημαῖα τοῦ Χριστοῦ γιά νά ἔχετε πάντα τό τηλέφωνο τοῦ Γέροντά σας, ὅπου καί ἄν εἶστε. Ἡ διάθεσις ἡ δική σας μοῦ ἀνάβει φωτιά. Εἶναι σάν νά μοῦ ρίχνετε κάρβουνα σ’αὐτό πού ὑπάρχει μέσα μου. Θέλω παιδί μου, νά ζεῖς γιά τόν Χριστό, ὁλόκληρος νά δοθεῖς σ’Αὐτόν. Θέλω ὄταν τύχει ν’ἀνοίξει κανείς τήν καρδιά σου τίποτε ἄλλο νά μή βρεῖ. Μόνο τόν Χριστό.» (επιστολή προς πνευματικόν τέκνον)«Γίνεστε παιδιά ποῦ κατοικεῖ ὁ Θεός στΉν καρδιά σας. Ἡ προσευχή ὅλα τά τακτοποιεῖ. Τήν θάλασσα μπορεῖς νά τήν περπατᾶς. Ἐκμηδενίζει τίς ἀποστάσεις. Τίς βουλήσεις τῶν ἀνθρώπων μεταβάλλει. Δίνει θάρρος, πίστη καί ὑπομονή στήν ζωή μας πάντοτε» Η μεγάλη πνευματική μορφή της Πάτμου και ιδιαίτερα αγαπητό πνευματικό του τέκνο, ο Γέροντας Παύλος Νικηταράς καταγράφει με σπαραγμό απώλειας την εναγώνια αναζήτηση και διάσωση του πεπλανημένου αμαρτωλού στον επικήδειο λόγο του «Επί ήμισυ αιώνα υπηρέτησεν ευόρκως τον Κύριον και δεν εφείδετο ούτε κόπων ούτε θυσιών ,προκειμένου να αναζητά το απολωλός εις τα όρη ,εις τας χαράδρας, εις τας νήσους ,εις τας επαρχίας. Πότε εις Λέρον ,πότε εις Κάλυμνον ,πότε εις Κων, και Ρόδον και Νίσυρον και Κάρπαθον και Σύμην. Ο Ιεραποστολικός του βίος ωδήγησε αυτόν και εκτός της Δωδεκανήσου. Εις Αθήνας,εις Κρήτην, εις Θεσ/νίκην, εις Σαντορίνην, εις Κων/νπολιν ,εις Ιωάννινα. Πόσα πνευματικά τέκνα του δεν εδρόσισαν τις ψυχές των από τα νάματα της χριστιανικής του διδασκαλίας και δεν εχόρτασαν από τον ουράνιο άρτον, τον οποίον με τόσην απλότητα και ολόφωτον σκέψιν ως άλλος παπουλάκος παρείχεν ο ευλαβής ιερομόναχος Αμφιλόχιος… έζησεν οσιακόν βίον και είχεν οσιάκήν τελευτήν. Εκδημήσας προς Κύριον αφήνει δυσαναπλήρωτον κενόν εις τα πνευματικά του τέκνα, αλλά και παράδειγμα φωτεινόν και αείζωον εις τας επερχόμενας γεννεάς.(περ. Αναγέννησις έ.1970).