Γράφτηκε από τον Απόστολο Δ. Παπαθανασίου Εφημ. Θεσσαλία, 18/1/2016
Θέλω να πιστεύω ότι στη διάρκεια της ζωής του κάθε ανθρώπου υπάρχουν παρορμητικές και εσώτερες γι’ αυτόν στιγμές «μνήμης» και «τιμής» αναφοράς, για κάποιον καταξιωμένο εν ζωή συνάνθρωπο και μάλιστα ιερωμένο, ήδη εκδημήσαντα εκ του προσκαίρου τούτου κόσμου, που έλαχε, κατ’ αγαθή βίου συγκυρία, να γνωρίσει από κοντά και να συνδεθεί φιλικά μαζί του. Και ιδιαίτερα, όταν πρόκειται για ένα χαρισματικό ιερωμένο, όπως ο Μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χριστόδουλος. Μια φωτεινή και σπάνια προσωπικότητα ιερωμένου, του οποίου η προς την Εκκλησία του Χριστού διακονία του άρχιζε από την πόλη του Βόλου, για πρώτη φορά, την 2 Αυγούστου 1974, όταν τότε ήρθε στην πόλη μας σε ηλικία μόλις 35 ετών, για να αναλάβει και συνεχίσει τη διαποίμανση του αρχαίου και ιστορικού θρόνου της Μητροπόλεως Δημητριάδος και Αλμυρού, ως εκλεγμένος Μητροπολίτης από την Ι. Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος και εν συνεχεία ολόκληρου του ελλαδικού χώρου, με τη μέγιστη γι’ αυτόν τιμητική αναγνώρισή του από την Εκκλησία της Ελλάδος ως Αρχιεπισκόπου και Προκαθήμενου του ιστορικού θρόνου της Αρχιεπισκοπής Αθηνών και πάσης Ελλάδος.
Ο Μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος καταξιωμένος και χαρισματικός ιερωμένος, παρά τις τόσες δυσκολίες που αντιμετώπισε στη διάρκεια της επισκοπικής και αρχιεπισκοπικής του θητείας, διέλαμψε στους χώρους που διεκόνησε σαν άλλος αρχαίος «Λυχνοστάτης», μετεωρίζοντας την γήινη ύπαρξή του σε φωτεινό της Εκκλησίας άστρο. Ένα άστρο «μετέωρο» που διέλαμπε σε όλη τη διάρκεια της επίγειας εκκλησιαστικής του διακονίας, μέχρι του χρόνου της εκδημίας του, την 28η Ιανουαρίου 2008. Γράφοντας τις γραμμές αυτές σήμερα, μετά από οχτώ ολόκληρα χρόνια από την εκδημία του Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου, θέλω να πιστεύω χωρίς υπερβολή, ότι, όχι μόνον εγώ, που έτυχε από κοντά να τον γνωρίσω και να εκτιμήσω τα πολλαπλά του χαρίσματα στη διάρκεια της διακονίας του ως Μητροπολίτου Δημητριάδος, αλλά και όλοι οι κάτοικοι του Βόλου και της ευρύτερης μαγνησιακής περιφέρειας ακόμα, που γνώρισαν το έργο του ως επισκόπου, εκτίμησαν την προσωπικότητά του και τα πολλαπλά του ψυχικά χαρίσματα. Είναι άλλωστε διάχυτες και μέχρι σήμερα ακόμα, οι κρίσεις των πάσης κατηγορίας και επαγγέλματος ανθρώπων, που διατηρούν τις καλύτερες εντυπώσεις μνήμης γι’ αυτόν και το εκκλησιαστικό και κοινωνικό επισκοπικό του έργο. Και μέχρι σήμερα όλοι μιλούν για την εκκλησιαστική του συγκρότηση, την απεραντοσύνη των γνώσεών του, της φωνής του το χάρισμα, τη βαθύτατη πίστη του, τη θαυμαστή του μνήμη, τις κοινωνικές του ευαισθησίες, τη μεγάλη και την ακατάβλητη προς τον τόπο και το χώρο προσφορά του, παρακολουθώντας το μεγάλο και ακαταπόνητο κοινωνικό, εκκλησιαστικό, πνευματικό, φιλανθρωπικό και ποιμαντικό του έργο. Ένα τεράστιο και θαυμαστό έργο για το χώρο και τον τόπο που επετέλεσε στη διάρκεια της εικοσιτετραετούς διακονίας του ως Μητροπολίτου στη Μητρόπολη Δημητριάδος κατά την περίοδο των ετών 1974-1998. Ένα τόπο διακονίας, που ο Θείος Δημιουργός του κατά πρώτον του παρεχώρησε, για να του εμπιστευθεί στη συνέχεια το θρόνο της Αρχιεπισκοπής Αθηνών και Πάσης Ελλάδος. Και από τότε, ως έκφραση ζωής και πράξεων, για τον Μακαριστό Χριστόδουλο ως Προκαθήμενο της Εκκλησίας της Ελλάδος, υπήρξε η συνεχής διακονία των αξιών της Ορθόδοξης Ανατολής του Χριστού Εκκλησίας, αλλά και η ιδιαίτερη καθομολογούμενη φροντίδα του διά το χριστεπώνυμο των πιστών πλήρωμά της, ζωής αξίες αδιατίμητες τις οποίες διά βίου ευλαβώς ετίμησε μέχρι τις τελευταίες στιγμές της μεγάλης καρδιάς του. Ας μην ξεχνούμε επίσης ότι, μεταξύ των πολλών επιτευγμάτων του Μακαριστού Χριστοδούλου, είναι και το αδιανόητο για όλους μας επίτευγμά του, να δεχθεί από τον Προκαθήμενο της Δυτικής Εκκλησίας, τον Πάπα Παύλο το Β’, στην πρώτη επίσκεψη στην Ελλάδα του Ποντίφικα μετά από 10 αιώνες, στη διάρκεια τελετής, τη «Συγγνώμη» της Δυτικής Εκκλησίας για τα «εγκλήματα» των καθολικών κατά των ορθοδόξων.
Μπορεί ο Χριστόδουλος ως άνθρωπος, όπως ο κάθε άνθρωπος στη γη, ακόμα και ο πιο ενάρετος, να είχε κι αυτός ατέλειες. Ατέλειες, που πάντα με την ανθρώπινη φύση συνυφαίνονται. Εκείνο όμως που ιδιαίτερα τον διέκρινε ήταν η ευθύτητα του χαρακτήρος του, η εντιμότητα, η αξιοκρατία του λόγου του, η καταδεκτικότητα, η προσήνεια, η απέραντη καλοσύνη, αλλά, προπαντός, η σταθερή του εμμονή στην υπεράσπιση των ακατάλυτων της Ορθοδοξίας δογμάτων, αλλά και επιπρόσθετα των εθνικών δικαίων των Ελλήνων που μας κληροδότησαν οι αιώνες και η Μεγάλη του Θεού η Χάρις μας διαφύλαξε μέχρι σήμερα.
Ο Χριστόδουλος πάντοτε πρωτοστάτησε στην υπεράσπιση των αξιών αυτών. Δεν δίστασε να συγκρουσθεί γι’ αυτές ακόμα και με κάθε μορφή κοσμικής εξουσίας. Ο λόγος του, στις καρδιές όλων μας μιλούσε και με την πρωτόγνωρη εκείνη, αλλά και περίτεχνη και θαυμαστή εκφραστική τεχνική του πηγαίου λογισμού του, λάμπρυνε τους χώρους, όπου βρίσκονταν και μιλούσε, καταλείποντας στο εκκλησίασμα και τους ακροατές, έντονο το εκφραστικό περίγραμμα λόγων αδαμάντινων, που αποτελούσαν, για όλους όσους τον άκουγαν, «Θυμιάματα Μνήμης» και «Λογισμού Προσφορές» στην εκκλησιαστική και εθνική του Ελληνισμού και της πατρίδας μας την ιστορία. Και είναι πραγματικά ευτύχημα σήμερα και για τον τόπο μας το γεγονός ότι το έργο του Μακαριστού Χριστόδουλου στην Ι. Μητρόπολη Δημητριάδος, με το ίδιο πάθος και την ίδια θέρμη λόγου και πράξεων, συνεχίζει ένας άξιος συνεχιστής του: Ο Σεβασμιότατος Μητροπολίτης μας κ.κ. Ιγνάτιος.
Τον Μακαριστό Χριστόδουλο τον γνωρίσαμε ακόμα και στη διάρκεια της δεκαετής του θητείας (1999-2008) ως Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος, για μια ακόμα φορά, ως αδιαπραγμάτευτο από τη θέση αυτή μαχητή των δικαίων της Εκκλησίας, χωρίς ποτέ να παύσει να ενδιαφέρεται και για τα εθνικά δίκαια των Ελλήνων, τα οποία θεωρούσε ως εξίσου αδιαπραγμάτευτα σε μια κρίσιμη ιστορική περίοδο που διέρχεται σήμερα η χώρα μας εξαιτίας των ποικίλων συγκυριών και των απρόσμενων ενδεχόμενων εξελίξεων στον ευαίσθητο γεωπολιτικό χώρο της Βαλκανικής.
Θα ήταν ακόμα παράλειψη, νομίζω, αν δεν ανέφερα και τον πρωτόγνωρο ηρωισμό, την καταπλήσσουσα καρτερία στους πόνους και στη συνεχή επί μήνες σωματική και ψυχική ταλαιπωρία που επέδειξε ο Χριστόδουλος στη διάρκεια των φάσεων της ανίατης ασθένειάς του. Όλοι μας γνωρίζουμε ότι στη διάρκεια της φρικτής ταλαιπωρίας του παρέμεινε ακόμα μια φορά στη συνείδηση όλων μας ως παράδειγμα μοναδικό ψυχικού και ηθικού σθένους, ηρωισμού, ακατάλυτου δυναμισμού και μεγάλης στο Θεό Πίστεως, η οποία υπήρξε γι’ αυτόν καταλύτης κάθε πόνου και κακουχίας μέχρι τις τελευταίες στιγμές της μεγάλης καρδιάς του.
Αυτός υπήρξε ο Μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος. Ένας φλογερός ιερωμένος, υπερασπιστής της εκκλησιαστικής παράδοσης και ένθερμος «τροβαδούρος» της εθνικής παράδοσης της ελληνικής πατρίδας. Τώρα που γράφονται οι γραμμές αυτές, ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος δεν βρίσκεται κοντά μας. Έχει ήδη ουρανοδρομήσει, εγκαταλείποντας το μάταιο τούτο κόσμο, για να συναντήσει το Θείο Δημιουργό του και Πλάστη του στο Μέγα των Ουρανών το Βασίλειο. Από το χρόνο της εκδημίας του πέρασαν ήδη οχτώ ολόκληρα χρόνια. Ο Χριστόδουλος όμως ζει, όπως τον γνωρίσαμε. Ζει μέσα σε όλων μας τις καρδιές και θα παραμένει πάντα στη μνήμη μας ως μοναδικό φαινόμενο φωτεινής προσωπικότητος ανθρώπου, πανάξιου ιερωμένου, πρόμαχου της Ορθοδοξίας και αγνού Έλληνα ευπατρίδη. Και στη γη των Μακάρων, όπου η αθάνατη ψυχή του αναπαύεται, δεν θα τη συνοδεύουν μόνο μνήμης νεκρολούλουδα, όπως και σήμερα συμβαίνει στο ταφικό του μνήμα στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, που πάντα ο κάθε επισκέπτης βλέπει να είναι κατάμεστο απ’ αυτά. Θα τον συνοδεύουν, πάντοτε, οι μυριόστομες εγκάρδιες ευχές των ανθρώπων που τον γνώρισαν στη διάρκεια της επίγειας ζωής του, την εποχή που το ανέσπερον της Βηθλεέμ το φως φώτιζε τις πράξεις του, τη ζωή του και το έργο του. Και οι ευχές τους αυτές θα είναι μια διαχρονική ευλαβής κατάθεση τιμής στην αξέχαστη μνήμη του, συνοδευτική της αθάνατης ψυχής του, στο Μεγάλο των Ουρανών το Ταμιευτήριο, όπου σήμερα αυτή θα αναπαύεται.