Τό ἀπόγευμα στίς 7.00 μ.μ. τελέστηκε μέ κάθε ἐκκλησιαστική λαμπρότητα μέσα στήν ἀναστάσιμη χαρά ἡ μνήμη τῆς ἁγίας καί ἐνδόξου Μεγαλομάρτυρος καί Ἰσαποστόλου Φωτεινῆς τῆς Σαμαρείτιδος, πολιούχου καί προστάτιδος τῆς πόλεως τῆς Νέας Σμύρνης καί τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς.
Προσκεκλημένοι Ἱεράρχες στήν ἐφετινή μας πανήγυρη ἦταν οἱ Σεβασμ. Μητροπολίτες Ἐλευθερουπόλεως κ. Χρυσόστομος καί Ἄρτης κ. Καλλίνικος.
Πρός τό τέλος τῆς ἀκολουθίας τοῦ Ἑσπερινοῦ, πρίν τό «Νῦν ἀπολύεις …», καί μετά ἀπό τήν προσφώνηση τοῦ Σεβασμ. Ποιμενάρχου κ. Συμεών, ὁ Μητροπολίτης Ἄρτης κ. Καλλίνικος ἔλαβε τόν λόγο καί ἀναφέρθηκε στήν χαρά πού νιώθει καί τήν εὐγνωμοσύνη πού αἰσθάνεται γιά τήν πρόσκληση νά συμμετέχει στήν πανήγυρη τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς.
Στό κήρυγμά του ὁ Σεβ. Ἄρτης τόνισε ὅτι ἡ χαρά πού ἔνιωσε ἡ Σαμαρείτιδα δέν ἔχει τόπο. Δέν ἔχει ἔθνος. Δέν ἔχει φύλο, γένος. Ἔνιωσε τή χαρά, παρόλο πού στήν ἀρχή ἦταν «γειωμένη», καθώς δέν καταλάβαινε ποιόν ἔχει δίπλα της. «Ἀπό μένα ζητᾶς νερό;». «Καί φυσικά θέλω νά ξεδιψάσω γιά νά μήν τρέχω στό πηγάδι κάθε τρεῖς καί λίγο», Τοῦ ἀπάντησε ὅταν τή ρώτησε ἄν θέλει νά πιεῖ νερό γιά νά σβήσει τή δίψα της.
Ὁ Θεός εἶναι Πνεῦμα, καί σάν Πνεῦμα βλέπει τίς καρδιές καί τίς διαθέσεις τῶν ἀνθρώπων, ὅπου καί ἄν βρίσκονται καί ἀνήκουν. Ἡ Ἁγία Φωτεινή γυρίζει στό χωριό καί λέει στούς συγχωριανούς της τί ἔζησε. Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά βρεθεῖ παντοῦ καί ἄν ἔχει τόν Θεό μέσα του νά κάνει τόν τόπο ἐκεῖνο Παράδεισο. Δέν κάνει ὁ τόπος τόν ἄνθρωπο, ἀλλά ὁ ἄνθρωπος τόν τόπο. Δυστυχῶς, μπορεῖ νά συμβεῖ καί τό ἀντίθετο.
Τί ἔψαχνε ἡ Σαμαρείτιδα; Ἔψαχνε νά βρεῖ ζωή. Ἡ ζωή δέν εἶναι κάτι, ἀλλά Κάποιος. Δέχθηκε μέ ταπείνωση αὐτά πού τῆς εἶπε. Ἰσαπόστολος κλήθηκε, γιατί διέδωσε σέ ὅλους ποιός εἶναι ὁ Χριστός, μέχρι πού μαρτύρησε γι᾽ αὐτή τήν ὁμολογία. Τί εἶναι ἡ ζωή; Ὑπῆρχε πρίν ἀπό μᾶς καί θά ὑπάρχει καί μετά ἀπό μᾶς. Πού βρίσκεται ἡ Σμύρνη. Χάθηκε; Ὄχι. Γιατί; Γιατί βρίσκεται στά ὄνειρα, στίς ἀναμνήσεις, τά βιώματα τῶν προσφύγων, πού ὅταν ξεριζωμένοι ἔφτασαν ἐδῶ ἔφτιαξαν τή Νέα Σμύρνη.
Πάντοτε οἱ ἐποχές ἦταν δύσκολες, ὅπως καί σήμερα. Ἐάν ὅμως βάλουμε στήν ψυχή μας τόν Χριστό, τότε ὅπου καί νά βρεθοῦμε θά εἶναι Παράδεισος. Τελικά τί εἶναι ἡ Σμύρνη; Εἶναι ὁ οὐρανός. Ἐκεῖ πού ἐπιθυμοῦμε ὅλοι νά φθάσουμε κάποια μέρα. Μακάρι νά βροῦμε νερό καί τροφή για νά ξεδιψάσουμε καί νά χορτάσουμε τήν πείνα μας καί μέ ταπείνωση νά βροῦμε «τό περισσόν ζωῆς». Καί ὅταν τό βροῦμε νά τό δώσουμε καί στούς ἄλλους, πού προσπαθοῦν νά βροῦν τόν Θεό μέσα στήν καθημερινότητά τους καί τότε ὅλοι μαζί θά ἀναφωνήσουμε : «Χριστός ἀνέστη-Ἀληθῶς ἀνέστη ὁ Κύριος!».