Μεθ̉ ιεροπρεπείας και εκκλησιαστικής τάξεως, ετελέσθη ο πανηγυρικός Αρχιερατικός Εσπερινός επί τη Θεομητορική εορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου εις την ομώνυμη Ιερά Μονή, γνωστή και ως Μονή Καισαριανής (Αρχαίο).
Ο επιχώριος ποιμενάρχης, Σεβ. Μητροπολίτης Καισαριανής, Βύρωνος και Υμηττού κ.κ. Δανιήλ, χοροστάτησε κατά την Ακολουθία του Μέγα Πανηγυρικού Εσπερινού, πλαισιούμενος από πλειάδα ιερέων μεταξύ των οποίων και ο Ιεροκήρυκας της Μητροπόλεως Αρχιμ. π. Καλλίνικος Νικολάου.
Τον θείο λόγο εκήρυξε με ρητορική δεινότητα ομιλώντας επικαίρως περί του νοήματος και της σημασίας των Εισοδίων της Υπεραγίας Θεοτόκου o Σεβ. Μητροπολίτης κ. Δανιήλ.
Προέτρεψε δε τους πιστούς, ακριβώς όπως η Θεοτόκος Μαρία προετοίμασε τον εαυτό της ώστε να δεχτεί μέσα της τον Υιό του Θεού και να Τον φέρει στον κόσμο ωσάν άνθρωπο, έτσι κι εμείς καλούμαστε να προετοιμάσουμε τον εαυτό μας ώστε να κατοικήσει μέσα μας η Χάρις του Αγίου Πνεύματος. Είναι καθήκον και ευθύνη μας η προετοιμασία ταύτη μέσω της πίστης μας στον Κύριο Ιησού Χριστό. Μονάχα έτσι θα καταφέρουμε να γίνουμε Χριστοφόροι και Θεοφόροι!
Προ του Δι’ ευχών, ο Σεβασμιώτατος ευχήθηκε στους προσκυνητές, που προσήλθαν από διάφορες περιοχές του Λεκανοπεδίου, η Παναγία να είναι βοήθειά προστασία και μεσίτρια πρός τον Κύριο για την άφεση των αμαρτιών.
Λίγα λόγια για το μοναστήρι.
Η Μονή Καισαριανής βρίσκεται στη δυτική πλευρά του Υμηττού. Στις πηγές αναφέρεται ακόμα ως Κυριανή ή Σάνκτα Συργιανή.
Το πρώτο χριστιανικό κέντρο είχε ιδρυθεί νοτιοδυτικότερα, στο λόφο του «Κοιμητηρίου των Πατέρων» ή Φραγκομονάστηρο, όπου σώζονται ερείπια παλαιοχριστιανικής βασιλικής και ναού μεταβατικού τύπου 10ου αι. Την περίοδο της φραγκοκρατίας κτίστηκε εκεί ο ναός του Αγ. Μάρκου ή Φραγκομονάστηρο και το 17ο αι. ο ναός των Ταξιαρχών.
Η μονή Καισαριανής υπήρξε, για πολλά χρόνια, οικονομικά εύρρωστη και διέθετε αξιόλογη βιβλιοθήκη. Το 1833 διαλύθηκε με διάταγμα της Αντιβασιλείας του Όθωνα.
Το μοναστηριακό συγκρότημα περιβάλεται από υψηλό περίβολο, με δύο πύλες, ανατολικά και δυτικά. Έξω από την ανατολική πύλη υπάρχει η πηγή του Κριού ή Κοτς Μπασί, ονομασία που οφείλεται στην αρχαϊκή υδρορρόη, που αποδίδει κεφάλι κριού.Από τη βυζαντινή περίοδο διατηρούνται το καθολικό, δηλαδή ο κυρίως ναός, και ο λουτρώνας που ανάγονται στα τέλη του 11ου-αρχές 12ου αι.
Το καθολικό, αφιερωμένο στα Εισόδια της Θεοτόκου, ανήκει στον αρχιτεκτονικό τύπο του σταυροειδούς, εγγεγραμμένου ναού και φέρει τοιχογραφίες του 18ου αι. Ο νάρθηκας αποτελεί προσθήκη του 17ου αι. και οι σύγχρονες του τοιχογραφίες είναι έργο του πελοποννήσιου ζωγράφου Ιωάννη Ύπατου. Την ίδια εποχή προστέθηκε, στα νότια, το παρεκκλήσι του Αγίου Αντωνίου.Η παλαιότερη σωζόμενη τοιχογραφία με μορφή Θεοτόκου Δεομένης, 14ου αι., βρίσκεται εξωτερικά του καθολικού και είναι ορατή από το εσωτερικό του παρεκκλησίου.
Ο λουτρώνας της μονής, νότια του καθολικού, είναι τρουλλαίος, κτισμένος με πλινθοπερίκλειστο σύστημα. Στους μεταβυζαντινούς χρόνους ενσωματώθηκε σε ένα κτιριακό σύμπλεγμα διαφόρων κατασκευαστικών φάσεων και τμήμα του λειτούργησε ως ελαιοτριβείο.
Δυτικά του καθολικού βρίσκεται το μεταβυζαντινό συγκρότημα της τράπεζας, ενώ στη θέση του, ακολουθώντας τον ίδιο άξονα, έχουν βρεθεί και ίχνη παλαιότερης τράπεζας.
Τα μεταβυζαντινά κελλιά, χώροι διαμονής των μοναχών, αναπτύσσονται στη νότια πλευρά του περιβόλου. Διαμορφώνεται μία κύρια, διώροφη σήμερα, πτέρυγα που διαχωρίζεται από τριώροφο κτίσμα, γνωστό ως Πύργος των Μπενιζέλων.