τοῦ Ἀρχιμ. Βαρλαὰμ Μετεωρίτου
Ἡ μέρα ξημερώνει χωρὶς φῶς. Ὁ ἥλιος ἀνατέλλει, ἀλλὰ δὲν φωτίζει. Τὰ πουλιὰ σιωποῦν, τὰ δέντρα στέκονται ἀκίνητα, ἡ πλάση κρατᾷ τὴν ἀνάσα της. Κάτι φοβερὸ γίνεται στὴ γῆ.
Στὴν Ἱερουσαλήμ, ἕνας ἄνθρωπος σέρνεται στὰ σοκάκια, μὲ ἕναν σταυρὸ φορτωμένο στὴν πλάτη του. Ἡ πορεία του εἶναι ἀργή, γεμάτη πόνο. Στὰ μάτια του ὑπάρχει κάτι ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ἀντέξῃ ὁ κόσμος: ἀγάπη μέσα στὸ μαρτύριο.
Τὸ αἷμα κυλᾷ ἀπὸ τὸ μέτωπό του, ἀπὸ τὴν πλάτη του, ἀπὸ κάθε ἀνοικτὴ πληγὴ ποὺ ἄφησαν τὰ μαστίγια. Κάποιοι γελοιοποιοῦνται, κάποιοι Τὸν φτύνουν, ἄλλοι ἁπλῶς παρακολουθοῦν, δίχως νὰ μιλοῦν.
Ἀλλὰ ὁ Χριστὸς δὲν μισεί.
Στὸ βλέμμα Του ὑπάρχει μία σιωπηλὴ συγχώρεση, μία γλυκύτητα ποὺ κανένας πόνος δὲν μπορεῖ νὰ σβήσῃ.
Ἡ κραυγὴ τοῦ κόσμου: «Σταύρωσον Αὐτόν!»
Λίγες μέρες πρίν, ὁ ἴδιος λαὸς φώναζε «Ὠσαννά!». Τώρα φωνάζουν: «Σταύρωσον Αὐτόν!»
Γιατί;
Διότι ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν ὅ,τι περίμεναν. Δὲν ἦταν ὁ βασιλιᾶς ποὺ θὰ ἔφερνε γήινες νῖκες, δὲν ἦταν ὁ ἡγέτης ποὺ θὰ ἐξέγειρε τὸν λαὸ ἐνάντια στὴ Ῥώμη. Ἦταν ἕνας βασιλιᾶς ποὺ ἔλεγε: «Ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθρούς σας», ἕνας Θεὸς ποὺ ἔσκυβε νὰ πλύνῃ πόδια ἀνθρώπων. Ἐκεῖνοι ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ δεχθοῦν μιὰ τέτοια ἀγάπη, Τὸν κάρφωσαν στὸν Σταυρό.
Ὁ Ἰησοῦς ἐπάνω στὸν Γολγοθᾶ
Τὰ καρφιὰ σκίζουν τὴν σάρκα, καὶ ἕνας βαθὺς πόνος διαπερνᾷ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ κόσμος ἀπὸ κάτω Τὸν κοιτᾷ.
Οἱ Φαρισαῖοι γελοιοποιοῦνται: «Ἄλλους ἔσωσε, ἑαυτὸν οὐ δύναται σῶσαι!»
Καὶ δὲν ξέρουν πόσο μεγάλη εἶναι ἡ ἀλήθεια ποὺ λένε. Ναί, δὲν μπορεῖ νὰ σωθῇ, ἐπειδὴ ἐπέλεξε νὰ σωθοῦμε ἐμεῖς.
Ἡ Παναγία στέκεται ἐκεῖ, βλέπει τὸ παιδί της νὰ πεθαίνῃ. Πόσο ἀντέχει μία μητέρα; Καμμία λέξη δὲν μπορεῖ νὰ περιγράψῃ τὸν πόνο της.
Δίπλα στὸν Χριστό, δύο ληστές. Ὁ ἕνας Τὸν χλευάζει. Ὁ ἄλλος Τὸν κοιτᾷ καὶ λέει μὲ σπασμένη φωνή:
«Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου.»
Καὶ ὁ Χριστός, μέσα στὸ φρικτό του μαρτύριο, βρίσκει τὴ δύναμη νὰ στραφῇ σὲ ἐκεῖνον ποὺ ἔδειξε μία σπίθα πίστης καὶ νὰ τοῦ ψιθυρίσῃ:
«Σήμερον μετ’ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ Παραδείσῳ.»
Ἡ τελευταία κραυγὴ
Ὁ οὐρανὸς σκοτεινιάζει. Ὁ ἥλιος χάνεται. Ὁ κόσμος γίνεται βαρύς, ἀσφυκτικός. Ὁ Χριστός, μὲ ἕνα τελευταῖο βλέμμα πρὸς τὸν οὐρανό, ἀναστενάζει καὶ φωνάζει:
«Τετέλεσται.»
Ὁ Θεὸς πέθανε.
Ἡ γῆ σείεται, οἱ πέτρες σχίζονται, ὁ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ σκίζεται στὰ δύο. Ὁ κόσμος, γιὰ μία στιγμή, νιώθει τὸ ἀβάσταχτο βάρος τῆς πράξης του.
Ὁ Ῥωμαῖος ἑκατόνταρχος κοιτᾷ τὸν νεκρὸ πιὰ Χριστό, τὸ βλέμμα Του ποὺ ἔχει παγώσει σὲ μιὰ πράξη ἀπόλυτης ἀγάπης, καὶ ψελλίζει:
«Ἀληθῶς Θεοῦ Υἱὸς ἦν οὗτος.»
Καὶ τώρα;
Τώρα ἡ ἀνθρωπότητα στέκεται μπροστὰ στὴν πιὸ τραγικὴ σιγή: ὁ Θεὸς εἶναι νεκρός.
Ἡ Παναγία δὲν μιλᾷ. Ὁ Ἰωάννης δὲν μπορεῖ νὰ κλάψῃ. Ὁ κόσμος θὰ συνεχίσῃ τὴ ζωή του.
Ἀλλὰ ἡ καρδιὰ τῆς γῆς ξέρει: αὐτὴ ἡ σιγὴ δὲν εἶναι τὸ τέλος. Εἶναι ἡ ἀναμονὴ πρὶν ἀπὸ τὸ μεγάλο θαῦμα.
Γιατὶ ὁ Χριστὸς πέθανε… ἀλλὰ μόνο γιὰ λίγο.