Εν ολίγοις
Το σημερινό ευαγγέλιο μας παρουσιάζει ένα θλιβερό γεγονός. Μία χήρα μητέρα συνοδεύει το νεκρό μονάκριβο παιδί της στον τάφο. Τη νεκρώσιμη πομπή συνάντησε ο Χριστός στην πόλη Ναϊν. Εκεί έρχεται αντιμέτωπος με το πιο βασανιστικό πρόβλημα της ανθρώπινης ύπαρξης, το πρόβλημα του θανάτου. Στην είσοδο της πόλεως ο Κύριος και η συνοδεία Του συναντά οδυρόμενη μια χήρα μητέρα, που κήδευε το μονάκριβο παιδί της. Την σπλαχνίζεται, την πλησιάζει και της λέει παρηγορητικά: « Μη κλαίε». Μην κλαίς. Πλησιάζει τη σορό και ως εξουσίαν έχων δίνει εντολή στο νεκρό παιδί: «Νεανίσκε, σοι λέγω, εγέρθητι». Και ο πρώην νεκρός νέος ανασηκώνεται και άρχισε να μιλά. Αυτό είναι ένα δείγμα ότι έχει επιστρέψει στον κόσμο των ζώντων. Ο Χριστός παραδίδει τον αναστημένο γιο της χήρας, ενώ όσοι παρακολουθούν το γεγονός έλεγαν: «μεγάλος προφήτης εμφανίσθηκε ανάμεσά μας», και «ότι επεσκέψατο ο Θεός τον λαόν αυτού».
To γεγονός της ανάστασης του γιού της χήρας της Ναίν το αναφέρει μόνο ο ευαγγελιστής Λουκάς και έχει ως σκοπό να ρίξει φως στο δράμα της ζωής και του θανάτου. Ο θάνατος είναι η κατάλυση της ζωής και μπήκε στον κόσμο μετά την πτώση του ανθρώπου και είναι αποτέλεσμα της αμαρτίας και της διακοπής των σχέσεών του με τον Θεό που είναι η πηγή της ζωής. Ο θάνατος πάντα μας δημιουργεί τρομακτικά συναισθήματα και μας αιφνιδιάζει, γιατί είναι κάτι έξω από τη φύση του ανθρώπου. Ο Χριστός δεν έχει καμία σχέση με τον θάνατο, αλλά με τη ζωή και αυτό φαίνεται από τις νεκραναστάσεις του ευαγγελίου και με την δική του Ανάσταση.
Ο θάνατος κατανικήθηκε με την παρουσία του Χριστού στον κόσμο και σε καμία περίπτωση δεν είναι η τελική πορεία της ζωής. Και τούτο γιατί έχασε τη δύναμή του. «Πού σου θάνατε το κέντρον; Ανέστη Χριστός και συ καταβέβλησαι». Και αυτό το διαπιστώνουμε στην περίπτωση της αναστάσεως του νεκρού νέου της Ναίν. Η παρουσία του Χριστού και ο κόσμος που εγκαινιάζει είναι ένας κόσμος φωτός, ζωής και ανάστασης.
Εξ άλλου κεντρικό θέμα της Καινής Διαθήκης είναι η ζωή και η ανάσταση και όχι ο θάνατος. Και η ανάσταση δεν είναι μία θεωρητική έννοια, αλλά έχει χαρακτήρα σωτηριολογικό. Ο Χριστός φέρνει την ανάσταση σ’ όλους τους ανθρώπους και έρχεται να κηρύξει για την ανάσταση και να την κάνει πραγματικότητα. Έτσι το γεγονός του θανάτου από μία γενική θλιβερή και αποτρόπαια πραγματικότητα γίνεται ένα είδους ύπνου, αναγκαίο όμως όπως και σκληρό. Ένα πέρασμα από την προσωρινότητα στην αιωνιότητα. Ο Χριστός είπε στη μητέρα του νεκρού παιδιού της: «Μην κλαίς», όπως είπε και άγγελος στη Μαγδαληνή μπροστά στο κενό μνημείο: «Γύναι, τι κλάιεις;» Τώρα όλα γεμίζουν από φως γιατί η ελπίδα και η χαρά ήρθαν ξανά στον κόσμο.
Ο χριστιανισμός δεν είναι θρησκεία δακρύων και αδιεξόδων. Δεν αποδέχεται τον θάνατο ως ένα κάτι το φυσικό και τετελεσμένο. Ο αναστημένος Χριστός έρχεται να δώσει χαρά και ζωή στους ανθρώπους που κτυπιούνται από το κεντρί του θανάτου: «Την Χαράν την εμήν δίδωμι ημίν». Και η ανάσταση γίνεται «ίνα ζωήν έχωσι και περισσόν έχωσιν» οι άνθρωποι.
Αξιοπρόσεκτη είναι η κατακλείδα του σημερινού ευαγγελίου. Η ανάσταση του νεκρού νέου της Ναϊν έγινε γνωστό σ’ όλη τη χώρα από την Γαλιλαία μέχρι την Ιουδαία. Όλοι θαύμασαν και δοξολογούσαν τον Θεό. Και όπως γνωρίζουμε δοξάζει κανείς τον Θεό, όταν νοιώθει χαρούμενος και πληρωμένος. Ε, λοιπόν η ανάσταση μας οδηγεί στο «περισσόν» της ζωής και ο άνθρωπος από βιολογική μονάδα γίνεται ένα όν δοξολογούμενον.
H ανάσταση του νεκρού νέου της Ναϊν σηματοδοτεί μία βαθιά θεολογική σημασία. Ο κόσμος καλείται από τη ζωή της φθοράς και της οδύνης να γίνει κόσμος χαράς και αναστάσιμης ζωής. Ένας κόσμος που θα διαποτίζεται από την παρουσία του Χριστού που φέρνει στον κόσμο το μήνυμα της ανάστασης και της ζωής. Μιας ζωής που θα εκδηλώνεται ως φιλάνθρωπη πράξη απέναντι το συνάνθρωπο όχι από οίκτο ή λύπη, αλλά από το περίσσευμα της καρδιάς. Οι πιστοί καλούνται ιδιαίτερα σήμερα να πράττουν το αγαθό ως αποτέλεσμα της αναστάσιμης ζωής και το αναστάσιμο πνεύμα να χαρακτηρίζει κατά πάντα και δια πάντα την αναστάσιμη πνευματικότητα τους.
Καλή Αναστάσιμη Κυριακή
π. γ. στ.