(Εὐαγγέλιο Ἰωάννου α΄44-52)
«Η ΜΗΤΕΡΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ»
Ἡ αὐριανή Κυριακή ἀγαπητοί μου εἶναι ἀφιερωμένη ἀπό τήν ἁγία μας Ἐκκλησία στήν ὀρθόδοξη πίστη καί ζωή. Εἶναι μία ἑορτή πού θυμίζει σ’ ὅλους μας τήν δυναμική παρουσία τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καί ζωῆς μέσα στόν κόσμο. Θυμόμαστε τούς ἀγῶνες της. Τιμᾶμε τούς ἡρωές της. Συγχρόνως ὅμως προβληματιζόμαστε γιά τό παρόν καί ὁραματιζόμαστε τό μέλλον μας. Ἐπαναβεβαιώνουμε τήν ἐμπιστοσύνη μας σ’ αὐτήν. Ἐξετάζουμε τήν συνέπειά μας στίς ἀρχές της. Ἀναλαμβάνουμε ἀγώνα γιά τήν διάδοση τῶν ἀρχῶν της.
Γι’ αὐτό ὁ λόγος σήμερα θά εἶναι ἀφιερωμένος στήν Ἁγία Ὀρθοδοξία μας στό χρέος μας ἀπέναντι της.
Ἡ Ὀρθοδοξία ἔχει μία ἱστορική διαδρομή εἴκοσι αἰώνων. Κατά τήν διάρκεια αὐτῶν ἐποδηγέτησε λαούς, κατηύθυνε ἔθνη καί κατηύγασε. Ἐλάμπρυνε καί ἐκόσμισε κάθε εἴδους δυσχέρειες καί διῆλθε διά πυρός καί σιδήρου. Πάντοτε ὑπῆρξε ἡ πιστή συμπαραστάτης ἐκείνων οἱ ὁποίοι τήν ἀκολουθοῦσαν ἤ κατέφευγαν σ’ αὐτήν. Τήν ἐκπροσώπησαν ἄνδρες καί γυναῖκες ἤθους, ἀγωνιστές τῆς ἀρετῆς καί τῆς πνευματικῆς ἐλευθερίας. Ἐκπροσωπήθηκε ἀπό φωτισμένες διάνοιες ἀλλά καί ἁπλούς ἀνθρώπους. Αὐτοί ὅλοι πού σήμερα ἔρχονται στό προσκήνιο καί στήν λειτουργική μνήμη τῆς Ἐκκλησίας μας τήν μετεβίβασαν διά μέσου τῶν αἰώνων ἀπό γενιά σέ γενιά, τήν ἑρμήνευσαν, τήν ἐδίδαξαν σ’ αὐτήν τήν μόνη κρυστάλλινη ἀλήθεια τῆς ζωῆς.
Πολλοί τήν ἐπολέμησαν, τήν κατεδίωξαν. Ὑπέστη ἐπιθέσεις καί ἐδέχθη διώξεις. Δέν τήν ἐφόβησαν. Δέν τήν τρομοκράτησαν. Δέν κατόρθωσαν νά ἀνακάμψουν τήν δυναμική καί ἀνακαινιστική πορείας της. Πολλοί πάλι ἀποπειράθηκαν νά τήν παρερμηνεύσουν. Καί σήμερα ἐπικρατεῖ ἴδια εἰκόνα. Δέν πτοεῖται ὅμως, διότι ἀποτελεῖ τήν ἀλήθεια σέ ὅλες της τίς ἐκφράσεις. Ὑψηπετεῖ στό δόγμα, ἀλλά πεζοπορεῖ στόν ἀκανθώδη δρόμο τῆς ἀρετῆς. Μετέχει τοῦ καθημερινοῦ πνευματικοῦ βίου καί τῶν ἀναγκῶν τοῦ ποιμνίου της ὑπό καθεστώς ἐλευθερίας, ἀδιαφορίας ἤ καί καταδυναστεύσεως. Πρός αὐτήν προσβλέπουν πολλοί, ἀτενίζοντας τό φέγγος τῆς πνευματικῆς ὑποστάσεως της καί καθοδηγούμενοι ἀπ’ αὐτό.
Ἤδη βρισκόμαστε στό λυκαυγές τοῦ νέου αἰώνα τῶν ὑποσχέσεων, τῶν ἐλπίδων, τῶν προσδοκιῶν, ἀλλά καί τῆς ἀβεβαιότητος καί τῆς ἀποτυχίας πού πηγάζουν ἀπό τά ἀνθρώπινα πάθη, καί τό ἄγχος πού προέρχεται ἀπό ἀκοές ὁλοκληρωτικῶν καταστροφῶν καί χρεοκοπιῶν.
Θά πρέπει ὡς δεῖγμα αὐτοκριτικῆς ἀναλύσεως νά παραδεχθεῖ κανείς ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι παρά τό γεγονός ὅτι κατέχουν στήν Ὀρθοδοξία τήν πληρότητα τῆς ἀλήθειας, ἴσως δέ ἐπιστεγάζουν τήν πραγματικότητα αὐτή μέ τό περιεχόμενο τοῦ δικοῦ τους βίου. Αὐτή ἡ συνέπεια μας στίς ἀρχές τῆς ὀρθόδοξης πίστεως εἶναι ἡ εὐθύνη μας, τό χρέος μας ἔναντι τῆς ἀλήθειας, τήν ὁποία ἐκπροσωπεῖ καί διακηρύσσει. Δέν εἶναι μικρό τό θρησκευτικό καί ἠθικό χάος γύρω μας, τό ὁποῖο προέρχεται ἀπό τό γεγονός ὅτι ἡ ζωή τῆς πλειονότητος τῶν Ὀρθοδόξων δέν συμβαδίζει μέ τήν ὀρθόδοξη πίστη μας.
Καί ἔτσι κατέχουμε τήν «ἀλήθεια ἐν ἀδικίᾳ» (Ρωμ. α΄ 18)
Ἄς ἐπιδιώξει κάθε ὀρθόδοξος χριστιανός νά ἀποκτήσει συνείδηση τῆς ἀνεκτιμήτου ἀξίας τήν ὁποία περικλείει ἡ ὀρθοδοξία. Τότε ἡ ὀρθοδοξία θά ἀνακύψει μέ ὅλη τήν ἀπαστράπτουσα θεῖο φῶς μεγαλοπρέπεια της, ἡ δέ δυναμική πορεία της θά συνεχισθεῖ μέ τό λυτρωτικό γιά τόν ἄνθρωπο κύρος της.
«Αρχιμ. Καλλίνικος Νικολάου, Ι.Μ. Καισαριανής»