Όλο μιλάμε καί μιλάμε καί μιλάμε. Τελευταία μιλάμε πολύ. Μιλάμε πολύ καί φωνάζουμε πολύ μέσα από σταθερά, μέσα από κινητά, μέσα από υπολογιστές, μέσα από ραδιόφωνα, μέσα από τηλεοράσεις, μέσα από αυτοκίνητα, στά σπίτια μας, στούς δρόμους όλοι συνεχώς μιλάμε. Όλοι μέ έντασι προσπαθούμε κάτι βαθύτερο νά πούμε πού δέ λέμε. Μιλάμε αδιάκοπα γιά κάθε τι. Πλέον τά έχουμε ακούσει όλα, τά έχουμε δεί όλα!
Ευκαίρως ακαίρως μιλάμε πολύ. Πολύ περισσότερο από όσο σκεπτόμαστε. Λέμε περισσότερα από αυτά πού θέλουμε καί δέ λέμε αυτά πού θά έπρεπε. Υπάρχει σοβαρό έλλειμα ουσίας, πνευματική φτώχεια, πολύ χαμηλό επίπεδο ζωής. Συγχρόνως μέσα από τά λόγια μας βγαίνη λαχάνιασμα, άγχος, γιατί ποτέ δέ φτάνη o χρόνος. Μιά υπερέντασι, μιά έρευνα αφορμής νά νευριάσουμε, νά μαλώσουμε, νά σφαχτούμε. Κι όλο μιλάμε καί μιλάμε μέ θυμό σά νά εμαστε αδικημένοι. Σά νά προειδοποιούμε μή μάς βλάψουν. Ευερέθιστοι στήν oδήγησι, καχύποπτοι στίς συναλλαγές, αμφισβητίες απέναντι σέ όλους καί σέ όλα, απομονωμένοι, παραμελημένοι, ξεχασμένοι, εχθροί τών άλλων, αποστασιοποιημένοι καί διαρκώς επιφυλακτικοί. Διαμαρτυρόμαστε γιά όλα εκφράζοντας αγανάκτησι καί προβληματισμό, όλης μας τής ψυχής τό βρασμό, έντονη αποδοκιμασία γιά πρόσωπα, γιά θεσμούς, πού τί θέλουμε κι όλο μαλώνουμε, αλλά πάλι μιλάμε καί μιλάμε καί μιλάμε.
Διαβάζοντας καλύτερα τά φαινόμενα επισημαίνουμε ότι περίσσεψαν τά λόγια μας γιατί φτώχυναν τά αισθήματά μας. Εις μάτην προσπαθούμε σήμερα νά συζητάμε ψάχνοντας απεγνωσμένα νά συναντήσουμε καρδιές. Οι πόρτες είναι κλειστές. Εδώ καί καιρό τά συναισθήματα ξενοίκιασαν από τά ζεστά δωμάτια τής ψυχής. Ζούν oρφανεμένα, ξενιτεμένα σ” όμορφες προτάσεις, στά ωραία λόγια πού πολύ μάς αρέσουν γιά νά μιλάμε καί νά μιλάμε. Περίσσεψαν τά λόγια μας γιά νά καλύψουν τά χρέη, τήν πτώχευσι τών ανθρωπίνων αισθημάτων. Εισροή πληθώρας εγκεφαλικού κεφαλαίου δημιούργησε χαοτικό έλλειμα καί ψύχρα στά θερμά μέρη τής ψυχής. Επεκτάθηκε η δυναστεία τής γνώσεως καί πάγωσε τούς χώρους τής καρδιάς. Έτσι πλήθυναν καί τά λόγια μας γιά νά φανερώνουν ότι είναι άδεια, ξενοίκιαστη η ζωή.
Όσο περισσότερο ακάθεκτα συνεχίζουμε νά μιλάμε τόσο διαπιστώνουμε ότι λιγότερο αγαπάμε. Προσπαθώντας νά δώσουμε στούς άλλους νά μάς καταλάβουν καλύτερα, πόσο άσχημα αισθανόμαστε, πόσο δύσκολα περνάμε, μέ τήν ακατάσχετη πολυλογία μας γινόμαστε κουραστικοί. Μιλάμε γιά κόπωσι, μιλάμε γιά προβλήματα, μιλάμε γιά τά ψυχολογκά μας, γιά τήν ταλαίπωρη ζωή μας, πού δέν μάς καταλαβαίνουν οι άλλοι, πού εμείς δέν φταίμε, πού εμείς προσπαθούμε, πού όλοι μάς πολεμάνε καί δώστου όλο μιλάμε, καί μιλάμε… Κι ενώ θέλουμε νά κοινωνήσουμε μέ τόν άλλο, τελικά τόν κυνηγάμε…
Από τήν άλλη μόνοι μας, όσο περισσότερο προσπαθούμε νά διερευνούμε καλύτερα τά μέρη τού ευατού μας τόσο μπερδευόμαστε διακρίνοντας μέσα μας σφιχταγκαλιασμένες τή λιακάδα μέ τή συννεφιά, τήν εκτίμησι μέ τήν κατάκρισι, τήν αρετή μέ τήν κακία, τήν πίστι μέ τήν απιστία, τή χαρά μέ τή δυστυχία. Κι ενώ απορούμε μέ τήν κατάστασι αρχίζει νά μάς τρώη μιά καλή ανησυχία. Σέ μιά καθαρά προσωπική προσπάθεια, μόνοι μας, αποφασίζουμε νά ακουμπήσουμε τό κεφάλι μας στό τζάμι τής ψυχανάλυσης. Ζουλώντας τή μύτη μας βλέπουμε μέσα μέ δέος σέ διάφορες θέσεις νά σιγαναπνέουν ναρκωμένα τά απωθημένα μας… Σκιαζόμαστε καί σταματάμε απότομα όλο νά μιλάμε… Είναι απίστευτο νά βλέπης τήν κρυμμένη σου πραγματικότητα… τά προσωπικά σου αποκτήματα, έτσι τόσο δύσμορφα, αναπαυμένα, θρονιασμένα μέσα σου νά ψιλοροκανίζουν τό δέντρο τής ζωής. Ούτε κάν τά εχαμε φαντασθεί! Κι αυτά ανενόχλητα όλο μασάνε καί μασάνε… Τρομαγμένοι από τή συνάντησι μαζί τους βαριανασαίνουμε… θολώνοντας όλο καί ποιό πολύ μέ τά αγχωμένα χνώτα μας τήν oρατότητα στό τζάμι καί καθόλου δέ μιλάμε. ΔΕ ΜΙΛΑΜΕ… Μπροστά στό θαμπωμένο oρίζοντα τής ψυχής σταματάμε! Δέν αντέχουμε άλλο νά στεκόμαστε κατάντικρυ μέ τήν αλήθειά μας. Βλέποντας τήν παράλληλη πραγματικότητα, τά αναισθητοποιημένα εσώψυχά μας τραυματισμένα νά σπαρταράνε καί μέ διάφορους τρόπους νά πονάνε, όλο καί πιό πολύ φοβόμαστε καί ζαλιζόμαστε μέ τήν κατάντιά μας, μέ τά χάλια μας… αγναντεύοντας τό χάος, τό απύθμενο σκοτεινό παλάτι τών παθών, τή βασιλεία τής φθοράς, τήν μεταπτωτική κόλασι μέσα μας. Πολύς φόβος, αβεβαιότητα, ανασφάλεια… λιποψυχάμε. Κι από τήν τρομάρα μένουμε άφωνοι… Σιγά σιγά, όμως, αρχίζουμε νά μιλάμε κι όσο φέρνουμε τήν εικόνα στό μυαλό μας μέ συνειδητή προσπάθεια όλο και λιγότερο μιλάμε κι όλο καί πιό πολύ ΔΕ μιλάμε.
Νά, γιατί σήμερα συνέχεια μιλάμε. Επειδή κατά βάθος θέλουμε νά εκφράσουμε ότι ψυχικά πεινάμε καί διψάμε καί πονάμε. Επειδή εμαστε αποπροσανατολισμένοι, ταραγμένοι, ταυτισμένοι μέ τή ματαιότητα σέ ζωή χωρίς ποιότητα, ψυχικά στραγγαλισμένοι κι από τήν ημερομηνία λήξεως στριμωγμένοι. Επειδή απογοητευόμαστε, ανησυχούμε καί δέ σωφρονούμε.
Τελικά, συνειδητοποιούμε ότι από μόνοι μας είναι αδύνατο νά σωθούμε. Δέ σωζόμαστε μέ τίς δικές μας δυνάμεις κι εξυπνάδες. Χρειαζόμαστε δάνειο, πίστωσι, βοήθεια από Μέγα Χορηγό. Έχουμε άμεση ανάγκη από τή Χάρι Του. Από τό Μέγα Έλεός Του, τό αιώνια αποταμιευμένο στά σπλάγχνα τής Ορθόδοξης Εκκλησίας, πού ενεργοποιείται σωτηριολογικά διά τής μυστηριακής μας εκούσιας συμμετοχής. Πρόκειται γιά τήν καλύτερη δανειοληπτική κίνησι χωρίς τόκους, αλλά καί χωρίς υποχρέωσι επιστροφής κεφαλαίου! Τί άλλο θέλουμε λοιπόν γιά νά γεμίσουμε από αιώνια χαρά καί ευγνωμοσύνη; Πράγματι, δέν υπάρχει πουθενά αλλού τέτοια θυσιαστική προσφορά όπως στή Σταυρωμένη δική μας Αγία Τράπεζα. Παίρνοντας, λοιπόν, τήν άνωθεν χορηγία βαδίζουμε τήν πλέον ασφαλή πορεία, μέσα από τίς αναγκαστικά δαιδαλώδεις διαδρομές, τής προσωπικής μας σωτηρίας. Πρόκειται γιά τό πλέον σημαντικό θέμα, πού πραγματικά αξίζει νά ασχοληθούμε γιά νά μιλάμε καί νά μιλάμε κι ατελεύτητα νά μιλάμε μέ αντίκρυσμα καί τελικό σκοπό αιώνια νά αγαπάμε καί νά αγαπάμε καί νά αγαπάμε….