Κυριακή του Θωμά
(Ιωάννου Κ’ 19-31)
Λίγες ψυχές έχουν προσεγγίσει τη λύπη των μαθητών και λίγες υπάρξεις έζησαν το δράμα των αποστόλων, όταν αυτοί είδανν τον Κύριο νεκρό και όταν η ειρήνη φτερούγησε μέσα από την καρδιά τους.
Και δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από το να χάνει κανείς την ελπίδα του και μέσα στην καρδιά του το καρκίνωμα της συγχύσεως και της ταραχής να κατατρώγει τα κύτταρα της ειρήνης.
Αυτή ακριβώς την κατάσταση βίωναν οι μαθητές κλεισμένοι μέσα στο υπερώον όταν ξαφνικά τα πράγματα άλλαξαν. Ο Κύριος και Διδάσκαλος, ο Ένδοξος Νικητής του Θανάτου, ο Θεάνθρωπος Αναστημένος, εμφανίζεται μπροστά τους.
«Ήλθεν ο Ιησούς και έστη εις το μέσον, και λέγει αυτοίς· ειρήνη υμίν». Μέσα στην ομάδα των μαθητών, που η θλίψις τους είχε μεταβάλει σε ανθρώπινα ράκη, προσφέρει την δική Του Ειρήνη; «Ειρήνη υμίν» είπε και ξαναείπε, δίνοντάς τους την εξουσία του δεσμείν και λύειν τις αμαρτίες των ανθρώπων: «Καθώς απέσταλκέ με ο πατήρ, καγώ πέμπω υμάς. Και τούτο ειπών ενεφύσησε και λέγει αυτοίς· λάβετε Πνεύμα Άγιον· αν τινών αφήτε τας αμαρτίας, αφίενται αυτοίς, αν τινών κρατήτε, κεκράτηνται».
“Ειρήνη” λοιπόν. Το γλυκύ όνομα και η πνοή του ουρανού μέσα στην όλη ψυχοσωματική ύπαρξη. Αυτό είναι το πρώτο και μεγάλο δώρο που χαρίζει ο Ιησούς αμέσως μετά την ένδοξή Του Ανάσταση στους μαθητές Του.
Και όταν λέμε για μαθητές, δεν εννοούμε μόνο αυτούς που ευρίσκονταν φοβισμένοι στο υπερώον. Πρωτίστως βεβαίως σε αυτούς. Αλλά η ευλογία της ειρήνης επεκτείνεται, καλύπτει και επισφραγίζει τις καρδιές όλων των μαθητών, δηλ. των πιστών, των μελών της Εκκλησίας Του, του Σώματός του, έως το τέλος των αιώνων.
Υπήρξε, άραγε άνθρωπος, υπάρχει αλλά και θα βρεθεί ποτέ ψυχή που να μη διψά στα τρίσβαθα της πνευματικής καρδιάς το ουρανόσταλτο αυτό δώρο που χαρίζει ο Πατήρ δι’ Υιού εν Αγίω Πνεύματι; Είτε το έχει συνειδητοποιήσει η ύπαρξις, είτε όχι, στο βάθος της συνειδήσεώς μας και του είναι μας, αυτό κυρίως λαχταρούμε και γι’ αυτό αγωνιζόμαστε .
Ρώτησε κάποτε, ένας άνθρωπος του Θεού που ευρισκόταν έτη και ενιαυτούς στον ευλογημένο χώρο της ασκήσεως, μια ομάδα φοιτητών: Τι έστι άνθρωπος; Για να δώσει ο ίδιος την απάντηση στους νέους εανθρώπους που εκρέμοντο από τα χείλη του. «Άνθρωπος εστί το ομορφότερο δημιούργημα του Θεού, το οποίο δεν είναι πλασμένο παρά για την χαρά και την ευλογία που φέρει η Ειρήνη του Αγίου Πνεύματος «η πάντα νουν υπερέχουσα»».
Ναι, αυτή είναι η πραγματικότητα. Και στην φράση αυτή του Γέροντος περικλείεται όλο το κεφάλαιο του Χριστιανικού μας αγώνα και ο Προσανατολισμός της Ορθοδόξου πορείας μας, της όμορφης και τρισευλογημένης Ορθοπραξίας μας.
Μέσα δε στο πλαίσιο αυτό που αποτυπώνει την πραγματικότητα, τού γιατί υπάρχουμε και για ποιον λόγο ζούμε, ατενίζουμε τους μαθητές, την ώρα που είχαν στο μέσον αυτών, τον Αναστημένο διδάσκαλο, ως εκπροσώπους όλης της οικουμένης, από των περάτων έως των περάτων της γης, ως εκπροσώπους του γένους των ανθρώπων που εντός της Εκκλησίας, δια των Αποστόλων και των διαδόχων αυτών, λαμβάνουν και θα λάβουν την ευλογία της «Ειρήνης»!
Αλλά στο σημείο αυτό είναι ανάγκη να προσθέσουμε τούτο το σημαντικό. Το «Ειρήνη πάσι» που απευθύνει ο Κύριος, δεν εξαντλείται απλά σε μία κατάσταση ειρηνική και που όπως είπαμε διψά ο άνθρωπος, αλλά είναι κάτι το πολύ βαθύτερο που ξεπερνά τις διανοητικές δυνάμεις του ανθρώπου. Η “Ειρήνη” αυτή του Ιησού είναι μία ευλογία, που συμπεριλαμβάνει και πλήθος άλλων δωρεών που είναι αναγκαίες για να ανθίσει και να ευωδιάσει το λουλούδι αυτό της χάριτος.
Και ομολογουμένως, το κατάλληλο έδαφος είναι η άφεσις των αμαρτιών, που ο ίδιος ο άνθρωπος χρειάζεται εν ταπεινώσει να ζητήσει από τον Ιησού δια του μυστηρίου της Ιεράς εξομολογήσεως. Ο επίγειος άγγελος, ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος σε τόνο θριαμβευτικό και μέσα σε ριπές Αναστάσιμης χαράς και ευωδίας, διασαλπίζει: «μηδείς οδυρέσθω πταίσματα· συγγνώμη γαρ εκ του τάφου ανέτειλεν»!
Και όσοι γεύθηκαν αυτή την αλήθεια, αισθάνθηκαν την απαλοιφή της ενοχής από την συνείδηση, το σκόρπισμα της ταραχής και την ενθρόνιση, στο κέντρο της καρδιάς, της γαλήνης και επιτέλους τη χαράς.
Τώρα καταλαβαίνει κανείς την εναλλαγή των συναισθημάτων των μαθητών, που από φοβισμένοι και απογοητευμένοι μεταβάλλονται σε πρόσωπα που αναδύουν την χαρά του Χριστού από τα απύθμενα βάθη της καρδιάς.
Ο μαθητής της αγάπης που θεοκίνητος καταγράφει και την τελευταία του λέξη σε ό,τι υψηλότερο θα μπορούσαν να κρατούν στα χέρια τους τα μέλη της Εκκλησίας, στο Ιερό του Ευαγγέλιο, σημειώνει την λέξη «εχάρησαν». Και πώς είναι δυνατόν να συμβαίνει διαφορετικά, αφού η Ειρήνη είναι η θυγατέρα που γεννά την χαρά! Όπου είναι η μία, αδύνατον να απουσιάζει και η δεύτερη.
«Εχάρησαν ουν οι μαθηταί ιδόντες τον Κύριον»!
Με την ζωντανή παρουσία του αναστάντος Χριστού, ο φόβος και ο τρόμος που είχαν φωλιάσει, έφυγαν από τις καρδιές τους, και η χαρά πλημμύρισε τις υπάρξεις τους. Αυτήν ακριβώς την κατάσταση της λύπης που θα την διαδεχόταν η χαρά, την είχε προείπει ο Κύριος: «Μικρόν και ου θεωρείτε με, και πάλιν μικρόν και όψεσθέ με». Και επιπλέον τους διευκρινίζει: «Αμήν αμήν λέγω υμίν ότι κλαύσετε και θρηνήσετε υμείς… αλλά η λύπη υμών εις χαράν γενήσετε» (Ιωάν. ΙΣΤ’ 16,20).
Βεβαίως η χαρά αυτή στηρίζεται στην πίστη της Αναστάσεως. Όχι μόνο στην Ανάσταση του Χριστού, αλλά και στη δική μας, την προσωπική ανάσταση, όταν θα έρθει η ορισμένη ώρα. Όποιος όμως δεν πιστεύει στην ανάσταση του Χριστού, και δεν ελπίζει και στη δική του ανάσταση, αυτός δεν έχει λόγο να χαίρεται. Κι αν φαίνεται στον κόσμο ότι χαίρεται, για όσους μπορούν να διακρίνουν κάτω από τα φαινόμενα, η καρδιά είναι γεμάτη θλίψη, άγχος και στενοχώρια. Αυτός δε είναι και ο ουσιαστικός λόγος που στα μάτια των αθέων και των απίστων, έχει αποτυπωθεί η μόνιμη θλίψη και το παγερό βλέμμα της αποστασίας.
Εχάρησαν λοιπόν οι μαθητές και διότι είδαν τον Κύριο και διότι έλαβαν την ευλογία της ειρήνης, αλλά και την ιδιαίτερη εξουσία να συγχωρούν τα αμαρτήματα.
Και ναι μεν ο Θωμάς δεν πίστευσε στην ομολογία των άλλων μαθητών, εκφράζοντας μαζί με την ολιγοπιστία και ένα παράπονο, για το ότι δεν έζησε και αυτός το συγκλονιστικό γεγονός. Όμως, «μεθ’ ημέρας οκτώ», λαμβάνει το μεγάλο μάθημα από τον ίδιο τον Κύριο και γεμάτος ιερό δέος και ειρήνη στην καρδιά, ομολογεί «ο Κύριός μου και ο Θεός μου»!
Της ειρήνης που κατοικεί αναφαίρετα στην ψυχή αλλά και στο σώμα μας. Και αυτή η κατάσταση είναι όχι κάτι το στατικό, αλλά μια δυναμική πραγματικότητα που εμπνέει τον πιστό να αναπτερώνει το ζήλο του και να προκόπτει στην αρετή και στην αγιότητα. Άλλωστε η ειρήνη αυτή δεν εξαρτάται από εξωτερικούς παράγοντες και από ανθρώπινες συμφωνίες. Είναι η ειρήνη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Μάς το ετόνισε ξεκάθαρα, μάς το υποσχέθηκε και μάς την εχάρισε. «Ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν, ού καθώς ο κόσμος» (Ιωαν. ΙΔ’ 27).
Και αυτό συμβαίνει διότι ο Χριστός δεν είναι μόνο άνθρωπος, αλλά ο Θεός που έγινε άνθρωπος. Ο Αναστάς Κύριος, δεν χαρίζει απλώς και για λίγες στιγμές την ειρήνη, αλλά την δωρίζει αναφαίρετα. Είναι αποκλειστικώς δική του αυτή η δωρεά, και τούτο, διότι είναι ο Θεός που δύναται να παρέχει ισοβίως το μοναδικό αυτό δώρο Του στους πιστούς. Σύμφωνα δε με τον λόγο του Απ. Παύλου, ο Χριστός, «Αυτός εστίν η ειρήνη ημών» (Εφεσ. Β’ 14). Επομένως η ειρήνη δεν είναι απλώς ένα πολύτιμο αγαθό, που έχει και προσφέρει ο Χριστός, αλλά είναι πρόσωπο. Το Πρόσωπο του Νικητού του Θανάτου, του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.
Αυτή η πραγματικότητα είναι ανάγκη να βιώνεται στην ζωή μας. Ο αγώνας δηλ. και η ευλογία της Χριστοποιήσεώς μας, που ξεκινά ειρηνικώς από την απλή καθημερινότητα και τις αναγκαίες υποχωρήσεις στα επουσιώδη και που φθάνει έως αυτή την κορυφαία ομολογία προς την κάθε κατεύθυνση «ο Κύριός μου και ο Θεός μου»!
Και επειδή όλοι μας λίγο-πολύ έχουμε παρασυρθεί από το ταραχώδες πνεύμα της εποχής, ας επικεντρώσουμε λίγο την προσοχή μας στον Βιβλικό λόγο του Θεόπνευστου Παροιμιαστή: «Κρείσσον ψώμος μεθ’ ηδονής εν ειρήνη ή οίκος πλήρης πολλών αγαθών» (Παρ. ΙΖ’ 1).
Αμήν.
Αρχιμ. Ιωήλ. Κωνστάνταρος