(1855 -1860, Α ΄ ΜΕΡΟΣ)
Στρατιωτικού Ιερέως Αρχηγείου Στόλου – Ναυστάθμου Σαλαμίνας
Το έγγραφο με το οποίο θα συνεχίσουμε την σημερινή μας παρουσίαση, έχει ημερομηνία εκδόσεως, 21 Μαΐου 1855 και αποστέλλεται προς την 1η και 3η Μοίρα. Στο έγγραφο αυτό, ζητείται να απαντήσουν οι υπεύθυνοι, για κάποια άμφια και λοιπά λειτουργικά αντικείμενα, τα οποία χρησιμοποιούσε ο προηγούμενος Ιερέας και τα οποία ανήκαν στην 3η Μοίρα. Μέσα στο έγγραφο αυτό διαβάζουμε ότι τα άμφια και τα σκεύη που υπήρχαν ήταν : μία στολή ιερατική, ένα σετ δισκοπότηρο με τα καλύμματά του, μια λαβίδα, μια λόγχη, ένα Ευαγγέλιο, ένα θυμιατό και ένα επιγονάτιο.
Αφού έλαβαν το έγγραφο αυτό και οι δύο Μοίρες, απαντά με έγγραφό της, στο Υπουργείο των Στρατιωτικών, η 1η Μοίρα, ότι όλα τα παραπάνω λειτουργικά σκεύη και άμφια, τα κατέχουν αυτοί και βρίσκονται στην αποθήκη τους φυλαγμένα. Διαβάζοντας το ανωτέρω έγγραφο, καταλαβαίνουμε ότι ο κάθε Ιερέας, από τότε είχε στην κατοχή του, όλα εκείνα τα σκεύη και άμφια, τα οποία χρειαζόταν να έχει, προκειμένου ανά πάσα στιγμή, όπου και αν βρισκόταν, να μπορεί να τελέσει την οποιαδήποτε λειτουργική πράξη, από το Μυστήριο της Θεία Λειτουργίας, μέχρι την Ακολουθία του Αγιασμού και από το να διαβάσει μια ευχή, μέχρι να σταυρώσει τον πιστό.
Μέσα στα πεδία των μαχών, κατά τον καιρό του πολέμου, αλλά και στον καιρό της ειρήνης, ο Ιερέας, καλείτο πάντοτε δια των αγιαστικών πράξεων, να ενδυναμώνει και να ενισχύει τους στρατευμένους και να παρέχει τη Χάρη και την ευλογία του Θεού. Είναι πάμπολλες οι μαρτυρίες εκείνες, που αναφέρονται σε Θείες Λειτουργίες που τελούνταν πριν από τις μάχες που δόθηκαν ή και Θείες Λειτουργίες που τελέστηκαν, κατά τη διάρκεια των επιθέσεων του εχθρού και κανένας δεν έπαθε τίποτα, καμία οβίδα, κανένας πυροβολισμός, καμία βόμβα, δεν τραυμάτισε κανέναν, λες και ένα χέρι από πάνω τους, σαν μια ασπίδα, σαν ένα τείχος, τους προστάτευε και τους άφηνε αμέριμνους στο να εναποθέσουν στα χέρια του Θεού, τον εαυτό τους και μετά πιο δυνατοί, να ριχτούν στην μάχη και πολλές φορές να επιτευχθεί το ακατόρθωτο.
Πάμπολλα είναι εκείνα τα στοιχεία, που έχουν διασωθεί μέχρι και σήμερα, μέσα από τις προσωπικές μαρτυρίες τόσο των Στρατιωτικών και όχι μόνο Ιερέων, αλλά και Αξιωματικών, μέσα από αναφορές που συνέτασσαν και τις απέστελλαν, στα προϊστάμενα κλιμάκια. Μέσα από τις αναφορές αυτές, πέραν της καταγραφής των γεγονότων και συμβάντων, εξυμνούσαν τον ηρωισμό, την γενναιότητα και αυταπάρνηση των Ιερέων. Κάτι το ξεχωριστό και μοναδικό είχαν οι πράξεις αυτές και γι’ αυτό τις κατέγραφαν, ώστε να αποτελέσουν, σημείο προβολής, προκειμένου να τονωθεί το ηθικό όλων. Κατέγραφαν επίσης αυτά τα μοναδικά γεγονότα και ως μια ακόμα προσωπική μαρτυρία και ομολογία πίστεως, σε μια περίοδο πολύ δύσκολη και ταραγμένη, όπως την ζούσαν και την βίωναν, μέσα ση φρίκη του πολέμου, όπου εκεί ο άνθρωπος δυστυχώς ξεχνά, παραληρεί και πολλές φορές ψάχνει απεγνωσμένα από κάπου να κρατηθεί, όταν βλέπει, ότι δεν έχει ελπίδα σωτηρίας ή ότι τον έχουν εγκαταλείψει οι πάντες και βρίσκεται πραγματικά στο έλεος του Θεού, όπως λέει ο λαός μας.
Βεβαίως οι Ιερείς, ότι έκαναν δεν το έκαναν για να εισπράξουν τους επαίνους της Ελληνικής Πολιτείας και του Στρατού. Το έκαναν γιατί αυτό πήγαζε μέσα από το αγωνιστικό, θυσιαστικό και ομολογιακό φρόνημα που διέθεταν, ως Ορθόδοξοι Κληρικοί, της Ανατολικής, Ορθοδόξου, Αποστολικής Εκκλησίας. Ότι έκαναν, το έκαναν διότι το πίστευαν και το ζούσαν και προσπαθούσαν να το μεταδώσουν και στους άλλους ως ένα προσωπικό και μόνο βίωμα. Ότι έκαναν το έκαναν από αγάπη προς τον Θεό και προς τον συνάνθρωπο εφαρμόζοντας την οριζόντια και κάθετη πλευρά του Σταυρού, ζώντας την σταυρωμένη αγάπη, μέσα στην προοπτική της αναστάσεως. Όμως και οι μαρτυρίες αυτές των απλών στρατιωτών, δεν υστερούσαν σε δυναμισμό, αναφέροντας αυτά τα μοναδικά γεγονότα, τα οποία άφησαν ανεξίτηλα σημάδια στις καρδιές και στο μυαλό τους.
Αυτοί οι απλοί στρατιώτες, που μετά την λήξη του πολέμου, γύρισαν στα σπίτια τους, κοντά στους δικούς τους ανθρώπους, κοντά στα πρόσωπα που αγαπούσαν και τους αγαπούσαν και καθημερινά αγωνιούσαν για την ζωή τους, προσευχόμενοι και κάνοντας αμέτρητες μετάνοιες, μπροστά στην εικόνα του Χριστού και της Παναγίας, είχαν κάτι να πουν για αυτούς τους διαφορετικούς παπάδες. Είχαν κάτι να πουν για το ήρεμο και πράο του χαρακτήρα τους, μέσα στην σύγχυση του πολέμου. Είχαν κάτι να πουν για την απλότητα και το μοίρασμα του ίδιου χώρου, του λιγοστού φαγητού, χωρίς προβολή του σχήματος του αξιώματος που είχαν. Μέσα στον πόλεμο ήταν όλοι το ίδιο και ο κίνδυνος μαζί με το θάνατο, δεν χαριζόταν σε κανέναν. Το δίδυμο αυτό, δημιουργούσε ένα κλίμα και μια ατμόσφαιρά πολύ αποπνικτική, που όμως άλλαζε μέσα από έναν ήρεμο και πολύ ζωντανό και αληθινό λόγο κάποιου παπά που μπορεί την επόμενη ημέρα να συναντούσε τον θάνατο, κατά την εκτέλεση της ποιμαντικής του διακονίας, μεταφέροντας πλέον ο ίδιος με την ψυχή του στο υπερουράνιο θυσιαστήριο τις προσευχές και τα αιτήματα των παιδιών του που αγωνίζονταν «υπέρ πίστεως και πατρίδος».
Αυτοί οι απλοί στρατιώτες είχαν κάτι να πουν, για αυτές τις διαφορετικές Θείες Λειτουργίες, που μαζί με το λιβάνι και τις προσευχές που ανέβαιναν στον ουρανό, αναμιγνυόταν με το μπαρούτι του πολέμου και τη φρίκη του θανάτου, που περίμενε να αρπάξει τον οποιοδήποτε. Είχαν να πουν ότι σε αυτές τις Λειτουργίες, μαζί με τις ψαλμωδίες και τους ύμνους, ακουγόταν τα πυροβόλα όπλα και οι ιαχές του πολέμου, σκορπίζοντας τον φόβο, τον τρόμο, τον πανικό, προκαλώντας το κλάμα και θέλοντας κάποιες φορές να φύγεις και να το βάλεις στα πόδια. Ανθρώπινα συναισθήματα και ανθρώπινες καταστάσεις. Όμως τίποτα από όλα αυτά δεν συνέβαινε εκείνες τις ώρες, γιατί η μυσταγωγία της Θείας Λειτουργίας, τους ανέβαζε στα ουράνια, ξεχνώντας τα επίγεια, τους έκανε επίγειους αγγέλους, που διακονούσαν το επίγειο θυσιαστήριο του Θεού και ουράνιους ανθρώπους, ζώντας τις καταστάσεις του ουρανού, όχι ως μια ψευδαίσθηση και αυταπάτη, αλλά ως καταστάσεις που τους βοηθούσαν και τους ενδυνάμωναν σε αυτή την αποστολή την οποία είχαν να φέρουν σε πέρας.
Η Λειτουργία τους συνέπαιρνε και τους ανέβαζε, «έως τρίτου ουρανού». Ξεχνούσαν τα πάντα. Δεν έβλεπαν γύρω τους. Δεν φοβόντουσαν από την γενικότερη κατάσταση. Δεν τους απασχολούσε το μετά, ζούσαν για το τώρα. Έβλεπαν μέσα από τις μορφές των Αγίων μας, τους δικούς τους ανθρώπους και ένοιωθαν την παρουσία τους, μέσα σε εκείνες τις Θείες Λειτουργίες. Ένοιωθαν την ενότητα της στρατευομένης με την θριαμβεύουσα Εκκλησία και γνώριζαν, ότι αυτή η προσευχητική κοινωνία, τους έκανε να γίνονται πιο δυνατοί, ώστε να καταφέρουν περισσότερα πράγματα, όχι για αυτούς, αλλά για τις οικογένειές τους, που τους περίμεναν και τους ήθελαν να γυρίσουν πίσω ζωντανοί.
Η ανάσταση ήταν το μήνυμα αυτών των Λειτουργιών και αυτή η ανάσταση είχε κυριαρχήσει στις ψυχές τους, που δεν τις ξέχασαν ποτέ και δεν τις ξαναέζησαν ποτέ, όσα χρόνια και αν έζησαν μετά. Μέσα από αυτές τις μοναδικές και ανεπανάληπτες Θείες Λειτουργίες, αν θα μπορούσαμε να τις χαρακτηρίσουμε, χωρίς να υπονοούμε τίποτε άλλο και χωρίς να θέλουμε να δημιουργήσουμε εικόνες και σκέψεις που θα μας οδηγήσουν στο να παρεξηγήσει κάποιος τα γραφόμενα, αυτοί οι άνθρωποι έζησαν καταστάσεις που δεν ήθελαν να τις κρατήσουν μόνο για τον εαυτό τους, αλλά ήθελαν να τις μοιραστούν με όλο τον κόσμο, ώστε να μείνουν μέσα στο διάβα του χρόνου χωρίς να χαθούν ή να ξεχαστούν.
Αυτοί οι άνθρωποι έζησαν μέσα σε αυτές τις Θείες Λειτουργίες, το μεγαλείο του Θεού, μέσα σε έναν διαφορετικό Ναό, που ήταν ο Ναός της δημιουργίας, που όμως ο άνθρωπος τον κατέστρεφε εκείνη την χρονική περίοδο, με τις λανθασμένες του επιλογές. Όσα και αν είπαν, όσα και αν έγραψαν, όσα και αν διηγήθηκαν, πιστεύω είναι λίγα σε αυτά που υπήρχαν στο μυαλό και προπάντων στην καρδιά τους και δεν μπορούν να αποτυπωθούν σε ένα χαρτί, με λίγες φτωχές λέξεις. Μέσα από αυτά τα οποία μας έδωσαν και έχουν μείνει, μας αποκάλυψαν για μία ακόμα φορά, την ουσιαστική παρουσία του Ιερέως μέσα στα πεδία των μαχών, μεταφέροντας την Θεία Κοινωνία, εξομολογώντας και αγιάζοντας Αξιωματικούς και στρατιώτες, που δεν γνώριζαν αν μετά από την μάχη στην οποία θα ρίχνονταν, θα γύριζαν ζωντανοί, ακέραιοι, σώοι και αβλαβείς ή αν δεν συνέβαινε τίποτα από όλα αυτά, θα σύρονταν αιχμάλωτοι, χωρίς προοπτική και τέλος.
Πάντως ότι και αν συνέβαινε, αυτοί ήθελαν να είναι έτοιμοι, έχοντας τα εφόδια της πίστεως. Και οι Ιερείς μας, με αυταπάρνηση και με κίνδυνο τη ζωή τους, αψηφώντας τις δυσκολίες και τον ίδιο τον θάνατο, κρατούσαν στα χέρια τους το εφόδιο της ζωής, κρατούσαν την ίδια τη ζωή. Προσέφεραν, «Σώμα και Αίμα Χριστού, εις άφεσιν αμαρτιών και ζωήν την αιώνιον». Προσέφεραν τον ίδιο τον Χριστό, προκειμένου με Αυτόν, να οδηγηθούν σε νίκες και επιτυχίες, αφού ο αγώνας τους, ήταν ιερός και άγιος. Ήταν αυτοί που κρατούσαν το Σταυρό και ενίσχυαν αυτούς, που σε λίγο θα ήταν ή στο στρατόπεδο των ζωντανών για να συνεχίσουν ή στο στρατόπεδο των πεθαμένων. Πάντως είτε ζωντανοί είτε πεθαμένοι αυτοί ζούσαν Χριστό και το μήνυμα το οποίο έδιδαν και δίνουν μέχρι και σήμερα είναι ότι αγωνίζομαι με την προοπτική ακόμα και αν πεθάνω, εγώ να συνεχίσω να ζω και μάλιστα να ζω ελεύθερος.
Όμως οι Ιερείς μας, είχαν και ένα άλλο χρέος και μια αποστολή, επίσης ιερή και επικίνδυνη. Μετά τις μάχες, ανέλαβαν να συγκεντρώσουν τα άψυχα σώματα των παιδιών της Ελλάδας. Ανέλαβαν να περισυλλέξουν, τα αιματοβαμμένα τίμια και αγιασμένα σώματά τους και να κάνουν όλα εκείνα που οφείλουμε να κάνουμε, στους τιμημένους νεκρούς μας, που πότισαν με το αίμα τους, την Αγία Ελληνική γη, κάνοντας ακόμα πιο κόκκινο το χώμα της.
Οι Ιερείς ήταν αυτοί, οι οποίοι εκείνοι τη στιγμή πέρα του καθήκοντός τους, να τελέσουν την νεκρώσιμη ιερά ακολουθία, έπαιζαν επιτρέψτε μου για τη λέξη που χρησιμοποιώ, το ρόλο του πατέρα, της μάνας, της γυναίκας, των παιδιών, που άφηνε ο τιμημένος νεκρός πίσω του. Ένα δάκρυ και μια προσευχή από τον παπά, ήταν το τελευταίο αντίο, ο τελευταίος ασπασμός, σε εκείνον που έδωσε «ως πιστός και φιλότιμος στρατιώτης μέχρι της τελευταίας ρανίδος του αιματός του», την ζωή.
Επίσης η παρουσία του Ιερέως σε εκείνη την πολύ διακριτική στιγμή του κάθε ανθρώπου, που καταλήγει εκεί από όπου πλάσθηκε, χωρίς την παρουσία των δικών του ανθρώπων, χωρίς να έχουν την δυνατότητα να του φτιάξουν ένα μνήμα, να αφήσουν ένα λουλούδι, να του ανάψουν ένα καντήλι και ένα κερί και βεβαίως ποτέ να μην πάρουν τα οστά του και να τα μεταφέρουν στον τόπο τους, αποτελούσε ένα βάλσαμο στις ψυχές τους, που ανακουφιζόντουσαν προσωρινά και ανέπαυαν την σκέψη τους, ότι ο δικός τους άνθρωπος, «πήγε διαβασμένος» και ότι κάποιος και όχι ένας τυχαίος, αλλά ο λειτουργός των Μυστηρίων του Θεού, ο παπάς τους, έκανε αυτό που έπρεπε να κάνει, σεβόμενος την ιερότητα του σώματος που αποτελεί Ναό του Αγίου Πνεύματος κατά την διδασκαλία της Εκκλησίας μας. Έτσι η προσευχή αυτών των ανθρώπων ήταν διπλή : πρώτον για τον δικό τους άνθρωπο, λέγοντας: « ο Θεός να τον αναπαύσει» και δεύτερον για εκείνον τον επώνυμο ή τις περισσότερες φορές ανώνυμο Ιερέα: « να χαίρεται την ιερωσύνη και την βασιλεία του».
Όμως και οι Ιερείς αυτοί, ποτέ δεν ξέχασαν την θυσιαστική τους αυτή διακονία, όσο ψηλά και αν ανέβηκαν, όσο και αν η Εκκλησία ανεγνώρισε το έργο και την προσφορά τους, μέσα στους αγώνες του Έθνους. Πάντοτε με πολύ διάκριση, κατέγραφαν και εξιστορούσαν καταστάσεις και εμπειρίες εκείνων των στιγμών, προς παραδειγματισμό και πρότυπο προσφοράς προς τους νεωτέρους. Δεν προέβαλλαν τον εαυτό τους. Δεν μιλούσαν γι’ αυτούς. Απέφευγαν να συζητούν για το τι έκαναν. Πάντοτε μιλούσαν για τους άλλους.
Αυτές οι καταστάσεις που έζησαν, αποτελούσαν γι’ αυτούς πολύτιμα μαθήματα ποιμαντικής διακονίας, σε καιρό ειρήνης. Αυτές οι καταστάσεις που βίωσαν μέσα στον πόλεμο, τους έκαναν να αγωνίζονται για έναν κόσμο που έπρεπε η δυστυχία, η ανέχεια, η φτώχεια, η ασθένεια και άλλα δεινά που μαστίζουν την ανθρωπότητα, να εξαφανιστούν ή τουλάχιστον να αντιμετωπιστούν, ώστε οι άνθρωποι, κάτω από φυσιολογικές συνθήκες και καταστάσεις, να ζουν και να προοδεύουν. Ποτέ δεν ξέχασαν αυτοί οι τίμιοι κι σεβάσμιοι Ιερείς και όσοι προήχθησαν και έγιναν και Αρχιερείς, ότι δεν υπάρχει πολυτιμότερο δώρο πάνω στη γη, από την ειρήνη στον κόσμο και στον άνθρωπο, από το να έχει την υγεία του.
Η ποιμαντική τους διακονία στον καιρό του πολέμου, τους έκανε να βλέπουν τη ζωή με ένα άλλο μάτι και πάντοτε να κηρύττουν, «την ειρήνη του σύμπαντος κόσμου», για να μπορεί έτσι ο κόσμος να προοδεύει. Αυτά τα βιώματα που απέκτησαν με τον προσωπικό τους αγώνα εκείνες τις δύσκολες στιγμές, προσπάθησαν να τις μετατρέψουν σε ευκαιρίες ενός ζωντανού κηρύγματος, που θα παραδειγματίζει όλους τους μεταγενεστέρους, που κάποιες φορές εφησυχάζουμε και αμελούμε πολύ σημαντικά πράγματα, επαναπαυόμενοι μόνο στις δάφνες του παρελθόντος, χωρίς να αγωνιζόμαστε για το παρόν και πολύ περισσότερο για το μέλλον. Τα κηρύγματά τους ήταν ζωντανά και προπαντός αληθινά, βγαλμένα μέσα από τη ζωή, χωρίς να χρειάζονται ωραιοποίηση τα λόγια τους ή η να χρησιμοποιήσουν κάποια ρητορικά σχήματα, προκειμένου να συνεπάρουν τον ακροατή ή τον αναγνώστη. Άλλωστε δεν ήταν και αυτός ο σκοπός του κηρύγματός τους.
Έτσι λοιπόν τα λειτουργικά σκεύη και άμφια στο καιρό του πολέμου, ήταν τα όπλα του Ιερέως. Επίσης στον καιρό της ειρήνης και πάλι με αυτά τα ίδια όπλα, που δεν είναι α[απαρχαιωμένα, σε οποιοδήποτε σημείο και αν βρεθεί, μόνιμα ή περιστασιακά, μπορεί να επιτελέσει το λειτουργικό του έργο απρόσκοπτα, προς δόξα Θεού και ενίσχυση και ευλογία πιστών. Γι’ αυτό μέχρι και σήμερα κάθε Στρατιωτικός Ιερέας, έχει χρεωμένη μια βαλίτσα, που περιέχει τα απαραίτητα λειτουργικά σκεύη, τα οποία πάντοτε τα μεταφέρει μαζί του, όπου κινείται, ώστε αν χρειαστεί να δώσει τη μαρτυρία της λειτουργικής μας παραδόσεως.
Έτσι βλέπουμε μια τακτική από το παρελθόν, κάτω από άλλες συνθήκες, να συνεχίζεται μέσα στο παρόν, με άλλη προοπτική, αλλά με το ίδιο πνεύμα και να εκπέμπει το ίδιο μήνυμα, μεταφέροντας μας, τις μνήμες και τα γεγονότα του παρελθόντος και ενώνοντας τον χρόνο μέσα στην λειτουργική προοπτική, που τα πάντα ξεκινούν και τα πάντα τελειώνουν στο πρόσωπο του Κυρίου μας. Αρχίζουν με την επίκληση του Αγίου Ονόματός Του και ολοκληρώνονται πάλι στο Όνομα Εκείνου του Οποίου είμαστε παιδιά και πολίτες της Βασιλείας Του.
Συνεχίζεται {72}