Aρχιμ. Αλεξίου Ιστρατόγλου Ανχη (ΣΙ)
Στρατιωτικού Ιερέως Αρχηγείου Στόλου – Ναυστάθμου Σαλαμίνας
Με την είσοδό μας στον νέο χρόνο, συνεχίζουμε την πορεία μας στο παρελθόν. Συνεχίζουμε να βλέπουμε προς τα πίσω, φέρνοντας σιγά σιγά τα μάτια μας στο παρόν, ώστε να μπορέσουμε, μέσα από αυτήν την ενότητα του χρόνου, να προχωρήσουμε απτόητοι στο έργο και στην αποστολή μας, συνεχίζοντας ο καθένας από όποια θέση και αν βρίσκεται, την προσφορά και την διακονία του, στο χώρο και στο χρόνο, μέσα στον οποίο καλείται να δραστηριοποιηθεί. Θα συνεχίσουμε με την βοήθεια του Θεού και όσο και οι δυνάμεις μας το επιτρέπουν, την προσπάθεια μας, να ανασύρουμε μέσα από το ιστορικό αρχείο που έχει διασωθεί, στοιχεία και πληροφορίες για τους Στρατιωτικούς Ιερείς και την πορεία τους, μέσα στο διάβα του χρόνου και δη την περίοδο της Βασιλείας του Όθωνα.
Η πορεία μας που ξεκινά από το παρελθόν και θα φτάσει μέχρι τις ημέρες μας και έχει να μας δείξει και να μας διδάξει πάρα πολλά, θα μπορούσαμε να τη χαρακτηρίσουμε σαν ένα ταξίδι μέσα στο χρόνο, όπου αυτό το ταξίδι είναι πολύ συναρπαστικό και έχει μέσα του πάρα πολύ αισιοδοξία και ελπίδα. Είναι συναρπαστικό αυτό το ταξίδι, διότι μαθαίνουμε και γνωρίζουμε πράγματα καινούρια. Γνωρίζουμε καινούρια πρόσωπα, συλλέγουμε καινούρια στοιχεία, μέσα από γεγονότα και καταστάσεις, μιας άλλης εποχής, ξένης και άγνωστης σε εμάς και αν θέλετε και πολύ μακρινής, από την εποχή στην οποία ζούμε, με διαφορετική κουλτούρα, με διαφορετικές μορφές, συνθήκες και προϋποθέσεις, για την δημιουργία μιας οργανωμένης κοινωνίας.
Επίσης το χαρακτηρίζουμε αυτό το ταξίδι και πολύ αισιόδοξο, έχοντας μέσα του αποτυπωμένη την ελπίδα, διότι βλέπουμε ότι μέσα από δυσκολίες, κακουχίες, κακοτοπιές, ατυχή περιστατικά, πειρασμούς και οτιδήποτε άλλο μπορεί να συμβεί παντού, το Σώμα των Στρατιωτικών Ιερέων εδραιώνεται, αυξάνεται, προχωρά, έχει υπόσταση, έχει φωνή, αποκτά μια δυναμική, κάνοντας την προσφορά του πολύτιμη και αναγκαία, όπως αυτό ομολογείται πολλές φορές, μέσα από τα σχετικά έγγραφα τα οποία έχουμε παρουσιάσει και θα παρουσιάσουμε και στην συνέχεια.
Βρισκόμαστε στο 1850 και το Υπουργείο των Στρατιωτικών, απευθυνόμενο στο Υπουργείο των Εκκλησιαστικών, στις 4 Μαΐου 1850, ζητά να προκαλέσει την Ιερά Σύνοδο, προκειμένου να προτείνει Ιερέα για να καλύψει την κενή θέση του Ιερέως του 2ου Τάγματος Πεζικού της Γραμμής, μετά την τοποθέτηση του Αρχιμανδρίτου Ρωμανίδη, στη θέση του Επισκοπικού Επιτρόπου της χηρεύουσας Επισκοπής Βοιωτίας. Αυτή η αναγκαιότητα για την κάλυψη αυτής της θέσεως προήλθε, όπως θα δούμε στη συνέχεια και έχουμε δει και στο παρελθόν, μέσα από το ενδιαφέρον αρκετών κληρικών, να τοποθετηθούν στην εν λόγω θέση.
Έχουμε αναφέρει και στο παρελθόν, ότι για αυτήν την θέση υπήρξαν πάρα πολλοί ενδιαφερόμενοι και είχαν καταθέσει σχετικές αναφορές, επιστολές, αιτήσεις και είχαν σταλεί συστατικές επιστολές, από πρόσωπα σημαίνοντα της εποχής. Σήμερα θα καταγράψουμε μεταξύ των άλλων και την επιθυμία του Αρχιμανδρίτου Κωνσταντίνου, ο οποίος στις 17 Φεβρουαρίου 1850, αποστέλλει μια αίτηση προς το Υπουργείο των Στρατιωτικών, με την οποία ζητά να τον διορίσουν στη θέση του Ρωμανίδη, ως Στρατιωτικό Ιερέα. Λίγες ημέρες νωρίτερα και συγκεκριμένα, στις 14 Φεβρουαρίου 1850, υπήρξε και μια άλλη αναφορά, από τον Ιερέα Μάρκο Μοσχάκο, ο οποίος και αυτός ζητά να καταλάβει την κενή θέση στο 2ο Τάγμα Πεζικού της Γραμμής.
Η αναφορά του Ιερέως Μάρκου, είναι πάρα πολύ ενδιαφέρουσα καθώς την διαβάζουμε, διότι βρίσκουμε πάρα πολλά προσωπικά στοιχεία του εν λόγω Ιερέως, σκιαγραφώντας μέσα σε αυτήν την προσωπικότητά του. Ο Ιερέας Μάρκος, ήταν 28 ετών, έγγαμος κληρικός και η οικογένεια του αποτελείτο από εννιά μέλη, εξ’ αυτών τρεις κόρες που βρίσκονταν σε ηλικία γάμου. Ο ίδιος χειροτονήθηκε και υπηρέτησε ως Εφημέριος για δώδεκα χρόνια στο Ναό της Ευαγγελιστρίας, ενώ την περίοδο που κατέθεσε την αναφορά του, βρισκόταν ως Εφημέριος στον Ιερό Ναό του Αγίου Νικολάου Ραγκαβά.
Πριν ακόμα από αυτές τις δύο αναφορές, υπήρξε και μια ακόμα στις 12 Φεβρουαρίου 1850, από τον Αρχιμανδρίτη-Πρωτοσύγκελο Μελέτιο, καταγόμενο από την Άνδρο. Βεβαίως από ότι φαίνεται, μέσα από το έγγραφο που ακολούθησε στις 8 Μαΐου 1850, από το Υπουργείο των Στρατιωτικών προς τον Βασιλέα, αυτή η αναφορά εξετάστηκε θετικά και μάλλον κατά τα κριτήρια του Υπουργείου, ο εν λόγω Ιερέας, πληρούσε τις προϋποθέσεις, για να καταλάβει την θέση που ζητούσε με την αναφορά την οποία κατέθεσε. Έτσι λοιπόν το Υπουργείο, προτείνει ως αντικαταστάτη του Ρωμανίδη, τον Πρωτοσύγκελο Μελέτιο, τον οποίο όμως δεν τον διορίζει, διότι πρέπει να υπάρξει και η σύμφωνη γνώμη της Ιεράς Συνόδου, προκειμένου να αποφευχθούν νέα προβλήματα με νέα πρόσωπα, όπως στο παρελθόν με παρόμοιες περιπτώσεις, που το Υπουργείο διόρισε Ιερέα και η Ιερά Σύνοδος, δεν τον ανεγνώρισε και η υπόθεση δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα αφού η Σύνοδος έμεινε αμετακίνητη στην απόφασή της.
Η θέση επομένως του Ρωμανίδη, στο 2ο Τάγμα Πεζικού της Γραμμής, μετά και το έγγραφο του Υπουργείου των Εκκλησιαστικών, στις 29 Απριλίου 1850, έμεινε κενή, αφού μέσα από αυτό το έγγραφο, κοινοποιείτο στο Υπουργείο των Στρατιωτικών, η απόφαση της Ιεράς Συνόδου, όπου ο εν λόγω Ιερέας, διορίστηκε Επισκοπικός Επίτροπος της χηρεύουσας Επισκοπής Βοιωτίας και ήδη είχε αναλάβει καθήκοντα, ευρισκόμενος στην νέα του θέση και διακονία.
Άρα, ο Αρχιμανδρίτης μέσα από το έγγραφο αυτό του Υπουργείου των Εκκλησιαστικών, που είναι απόρροια της αποφάσεως της Ιεράς Συνόδου, δεν ήταν πλέον Στρατιωτικός Ιερέας, δεν αποτελούσε πλέον αναπόσπαστο κομμάτι του Τάγματος στο οποίο είχε ενταχθεί με τον διορισμό του, αφού τώρα η νέα του θέση μέσα στην Εκκλησία ήταν καθαρά επιτελική, με απόφαση της ανωτάτης αρχής της Εκκλησίας, σε ένα άλλο διαφορετικό κομμάτι, με διαφορετική ποιμαντική μέριμνα και δραστηριότητα, μιας και η Επισκοπή στην οποία τοποθετήθηκε ως Επίτροπος, ήταν χηρεύουσα και αυτός εκτελούσε κατά κάποιο τρόπο χρέη Επισκόπου, μέχρι να καλυφθεί το κενό, είτε από τον ίδιον, αν τον έκρινε άξιο η Ιερά Σύνοδος ή από κάποιον άλλον, που θα τοποθετούσε, όταν έκρινε τον κατάλληλο καιρό.
Μετά από αυτό το έγγραφο, το Υπουργείο των Στρατιωτικών απευθυνόμενο στο 2ο Τάγμα Πεζικού της Γραμμής, στις 3 Μαΐου 1850, ζητά ο Ιερέας Ρωμανίδης, να φαίνεται ως αποσπασμένος στην νέα του θέση και άνευ αποδοχών. Αυτό το έγγραφο, όσο και αν μας προβληματίζει βλέποντάς το με μια πρώτη επιφανειακή ματιά και αποκομμένο από το παρελθόν ή το μέλλον, μας δημιουργεί εύλογα ερωτηματικά. Πέφτοντας στα χέρια μας όμως μια άλλη αναφορά που προηγήθηκε από τον Ρωμανίδη και διαβάζοντας την, θα μας λύσει τις οποιεσδήποτε απορίες και αν έχουμε και θα καταλάβουμε το σκεπτικό του Υπουργείου, που συμβαδίζει με τις αποφάσεις της κρατικής εξουσίας και δικαιολογεί τα γραφόμενα στο ανωτέρω έγγραφο.
Στις 19 Απριλίου 1850, ο Αρχιμανδρίτης Ρωμανίδης, αποστέλλει μια επιστολή στον Βασιλέα Όθωνα, στην οποία του αναφέρει την νέα του τοποθέτηση και εκκλησιαστική διακονία. Τονίζει ότι στη θέση του Στρατιωτικού Ιερέως και στην στρατιωτική αυτή υπηρεσία, υπηρέτησε για τριάντα ολόκληρα χρόνια. Ζητά από τον Βασιλέα, να μην διαγραφεί από την στρατιωτική θέση την οποία κατείχε, αλλά να φαίνεται αποσπασμένος στην νέα του θέση.
Στο πλάι αυτής της επιστολής, υπάρχουν διάφορα σχόλια, τα οποία έκαναν όλοι εκείνοι που έλαβαν στα χέρια τους αυτή την επιστολή μέχρι να φτάσει στον Όθωνα, την διάβασαν, την εξέτασαν και στη συνέχεια έπρεπε να κάνουν μια σχετική εισήγηση στον Βασιλέα, προκειμένου να πάρει την απόφαση εκείνος και στη συνέχεια να εκτελεστεί από τα αρμόδια όργανα. Αφού εξετάστηκε η αναφορά του κληρικού, που δεν την υπογράφει ως Επισκοπικός Επίτροπος, δηλαδή με την νέα ιδιότητα την οποία είχε και αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό και ουσιαστικό και χρειάζεται να το προσέξουμε, η εισήγηση την οποία έκαναν ήταν, ο εν λόγω Ιερέας να μην διαγραφεί από τις τάξεις του στρατού, αλλά να θεωρείται προσωρινά αποσπασμένος στη θέση του Επισκοπικού Επιτρόπου.
Γι’ αυτό λοιπόν το Υπουργείο ζητά να πράξει αυτό το 2ο Τάγμα Πεζικού, αφού αυτή ήταν η απόφαση του Βασιλέως, για έναν Ιερέα όχι τυχαίο, θα μπορούσα να πω, χωρίς να υποτιμώ τους άλλους προγενέστερους ή μεταγενέστερους αυτού. Ήταν μια απόφαση για έναν Ιερέα – στρατιώτη, με όλη τη σημασία της λέξεως, που είχε δώσει όλη του την ζωή στην στρατιωτική υπηρεσία ως ένας απλός, γνήσιος, αληθινός στρατιώτης, που αγωνιζόταν μέχρι το τέλος της ζωής του, για την πατρίδα του και την πίστη του.
Πιστεύω ότι ο Ρωμανίδης, πέρα από τα αξιώματα τα οποία κατέλαβε με την αξία του και με την τόσο δυναμική προσωπικότητα την οποία διέθετε, ήταν ένας κληρικός, ήταν ένας Ιερέας που ζούσε και βίωνε αυτό το οποίο κλήθηκε να κάνει, δηλαδή να υπηρετήσει Χριστό και Ελλάδα , όχι στα μετόπισθεν, αλλά στην πρώτη γραμμή. Τα αξιώματα δεν τον συγκίνησαν, δεν τον έθελξαν, δεν τον έβγαλαν από τον σκοπό του. Ζούσε και ανέπνεε στα χρόνια της ελευθερίας του Έθνους, την δυναμική του Στρατού, μέσα από την πίστη και προσήλωσή του, στα ιερά και στα όσια του λαού εκείνου, που αγωνίστηκε πολύ σκληρά για να κερδίσει και κέρδισε την ελευθερία και ανεξαρτησία του.
Τελειώνοντας, το 2ο Τάγμα Πεζικού της Γραμμής, στις 13 Μαΐου 1850, αποστέλλει αναφορά προς το Υπουργείο των Στρατιωτικών, στην οποία αναφέρει περί της προσωρινής υπηρεσίας αντικαταστάσεως του Ιερέως Ρωμανίδη. Η αναφορά αυτή έφτασε στο Υπουργείο και η αρμόδια υπηρεσία που είχε την ευθύνη να εξετάσει το εν λόγω θέμα στο σχόλιο που αναγράφει στο πλάι αυτής της αναφοράς είναι, ότι μέχρι να εξετασθεί το θέμα από την Ιερά Σύνοδο και να αποφανθεί, προτείνοντας πλέον εκείνη το πρόσωπο που κρίνει ότι είναι κατάλληλο για την θέση αυτή και αντάξιο της διαδοχής του προηγουμένου Ιερέως, η αναφορά αυτή να τεθεί στο αρχείο.
Έτσι λοιπόν αναμένουμε την απάντηση της Ιεράς Συνόδου, προκειμένου να γνωρίσουμε το νέο πρόσωπο που θα αποτελεί τον Ιερέα του 2ου Τάγματος Πεζικού, αλλά και να δούμε, σχόλια και τοποθετήσεις, γύρω από αυτό το νέο πρόσωπο, που καλείται όσο και αν δεν φαίνεται ξεκάθαρο στα χαρτιά, αλλά αυτό αφήνεται να εννοηθεί, να είναι αντάξιο της προσωπικότητας, του έργου και της προσφοράς του προκατόχου του, αφού ο προκάτοχός του εργάστηκε, η διακονία του αναγνωρίστηκε και απολάμβανε την εκτίμηση και τον σεβασμό όλων που συναναστρέφονταν μαζί του.
Συνεχίζεται {41}