Aρχιμ. Αλεξίου Ιστρατόγλου Ανχη(ΣΙ)
Στρατιωτικού Ιερέως Αρχηγείου Στόλου – Ναυστάθμου Σαλαμίνας
Το κείμενο της Ιεράς Συνόδου του 1837, το οποίο απευθυνόταν στους Στρατιωτικούς Ιερείς και τους έδινε πολύτιμες οδηγίες και κατευθύνσεις γύρω από το ποιμαντικό τους έργο, βρήκε πρόσφορο έδαφος από τους ανώτερους κύκλους των στρατιωτικών, ώστε εξέδωσαν ανάλογες διαταγές σχετικά με τη θρησκευτική διαπαιδαγώγηση του στρατεύματος, δίνοντας το στίγμα εκείνο που βοηθούσε να καλλιεργηθεί στις ψυχές των στρατιωτικών, η λατρεία και η αναγκαιότητα συμμετοχής σε αυτή, προκειμένου μέσα από αυτή να αποκα- λυφθεί ο πλούτος της μυστηριακής μας ζωής αλλά και να ωφεληθούν οι ψυχές των ανθρώπων μέσα από την καλλιέργεια του Θείου Λόγου.
Τα κείμενα τα οποία εξεδόθησαν από το Υπουργείο Στρατιωτικών και απευθύνονταν σε όλα τα Σώματα Στρατού και στους Ανώτερους και Κατώ- τερους Αξιωματικούς, έρχονται να βοηθήσουν και να συνδράμουν το έργο των Στρατιωτικών Ιερέων, έχοντας δίπλα τους όχι μόνο την Εκκλησία, αλλά και την Στρατιωτική Ηγεσία, η οποία αφουγκράζεται τα μηνύματα της εποχής, βλέπει την αναγκαιότητα της παρουσίας του Ιερέως μέσα στο στράτευμα, καταλαβαί- νει ότι η συμμετοχή μέσα στη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας μας θα βοηθήσει τους νέους μας και θα τους προσφέρει τα εφόδια εκείνα τα οποία χρειάζονται για την περαιτέρω πορεία, αλλά ακόμα και σταδιοδρομία τους και τέλος βλέπει ότι μέσα από την καλλιέργεια του θρησκευτικού φρονήματος, πολλά περισσότερα μπορούν να επιτευχθούν χάρη στην τροφοδοσία του πνεύματος με τη χάρη του Θεού.
Το Υπουργείο Στρατιωτικών, στις 15 Ιουλίου 1841, εκδίδει δύο διαταγές με θέμα ꞉ «Θρησκευτικά καθήκοντα» και απευθύνεται το πρώτο σε όλα τα Σώματα Στρατού Ξηράς και το δεύτερο στους Ανώτερους και Κατώτερους Αξιωματικούς του Στρατού, καθώς και στους Στρατιωτικούς υπαλλήλους που εργάζονται στην Στρατιωτική Γραμματεία. Το κείμενο αυτό είναι πάρα πολύ μικρό, αλλά πολύ περιεκτικό, όπου σε τρεις παραγράφους τονίζεται, αφ’ ενός η αναγκαιότητα συμμετοχής των στρατιωτικών στη Θεία Λειτουργία, ιδιαιτέρως στις Δεσποτικές εορτές, αλλά και η φυσική και ουσιαστική παρουσία των Ηγητόρων του Στρατεύματος στη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας, μέσα από το παράδειγμα το οποίο θα δίνουν.
Στο κείμενο του 1841, τονίζεται ότι οι πολίτες εκείνοι που άφησαν τις οικογέ- νειές τους και κατευθύνθηκαν στο Βασιλικό Στρατό, λαμβάνοντας όπλα για να
υπερασπιστούν τον υψηλό θρόνο και τους νόμους του Βασιλείου, μεταξύ των άλλων χρειάζεται ꞉ «να σέβεται και να υπεραγαπά την θρησκείαν των πατέρων του, ήτις είναι η βάσις και το πλήρωμα της ηθικής του ανθρώπου και η πηγή πάσης ατομικής και κοινωνικής αρετής.» Μέσα σε αυτή την πρόταση καθίσταται σαφές, πόσο βαθιά χαραγμένη είναι η πεποίθηση ή καλύτερα η πίστη εκείνων των ανθρώπων, ότι η θρησκεία είναι η βάση κάθε αρετής, που έρχεται να τελειοποιήσει τον άνθρωπο και να τον παραδώσει ολοκληρωμένο, ανακαινισμένο με τη χάρη του Θεού, όπως διδάσκει η Αγία μας Εκκλησία.
Σε αυτό το σημείο όμως χρειάζεται να κάνουμε μια επισήμανση, προκειμένου να δούμε ότι αυτή η «θρησκεία των πατέρων μας», για την οποία κάνει λόγο το κείμενο αυτό, δεν έχει να κάνει σε καμία περίπτωση και δεν ομοιάζει με τις άλλες θρησκείες που υπάρχουν, διότι η θρησκεία μας δεν είναι θρησκεία, αλλά είναι Εκκλησία, είναι Σώμα Χριστού, είναι ο ίδιος ο Χριστός αποκαλυπτόμενος μέσα στους αιώνες, μέσα από την επί γης παρουσία Του και στη συνέχεια μέσα από το Πάθος, τη Σταυρική Του θυσία και προσφορά και τέλος την Αγία Του Ανάσταση. Η πορεία του ανθρώπου μέσα στην Εκκλησία, όπως μας διδάσκουν οι Θεοφόροι Πατέρες μας, δεν έχει νομικίστικο πλαίσιο, ούτε κινείται σε ένα χώρο συναισθηματικό, αλλά κινείται προς το Θεό, κατακτώντας μέσα από τον αγώνα του την θέωση, αποβάλλοντας το εγώ, καλλιεργώντας το εμείς και το «γενηθήτω το θέλημά Σου».
Μέσα σε αυτή την επικοινωνία και συνεργασία, του Θείου και του ανθρώπινου παράγοντα, αλλά και την συμμετοχή των Αγίων μας, ο άνθρωπος δεν είναι πλέον άτομο, δεν λογίζεται ως άτομο, αλλά ως πρόσωπο, που καλείται να αξιοποιήσει τις δωρεές και τα χαρίσματα του Θεού, κάνοντας τον κόσμο του έναν κόσμο αγάπης, έναν κόσμο προσφοράς, έχοντας μέσα του αγωνιστικό και ηρωικό φρόνημα, για να αντιμετωπίσει κάθε κατάσταση της καθημερινό- τητάς του. Τα προβλήματα, οι δυσκολίες, οι αστοχίες, οι παραλείψεις, δεν αντιμετωπίζονται ως προβληματικές καταστάσεις, άλλα ως ευκαιρίες υπέρβα- σης του τετριμμένου και ασήμαντου, προχωρώντας σε άλλες καταστάσεις ουράνιες και μοναδικές.
Έτσι λοιπόν ένας άνθρωπος με κάθε λογής μόρφωση, με κάθε εφόδιο οπλισμένος, διαθέτοντας σπάνια χαρίσματα, έχοντας κατακτήσει αξιώματα, θέσεις, τιμές, τίτλους, στερούμενος όμως πνευματικών εφοδίων, τα οποία καλλιεργούν τη ψυχή και τον κάνουν να ξεχωρίζει και να υπερέχει, τον κάνουν πολύ εύκολα να είναι ευάλωτος σε κάθε δυσκολία και πειρασμό. Ένας άνθρωπος με εξωτερικά στοιχεία, προικισμένος με σπάνια ταλέντα και τάλαντα, αλλά κενός εσωτερικά, κινδυνεύει να χάσει την ουσία των πραγμάτων και να μείνει στην επιφάνεια, χωρίς κανένα αντίκρισμα και καμία ωφέλεια, κτίζοντας ένα οικοδόμημα, που εύκολα κινδυνεύει να καταποντιστεί, εξαιτίας του ότι λείπουν γερά θεμέλια.
Αυτά τα θεμέλια βρίσκονται στη «θρησκεία των πατέρων μας», μέσα στην Εκ-
κλησία μας, της οποίας μέλη είμαστε, καλλιεργώντας το πρόσωπο και ζώντας την κατάσταση του «σώματος του Χριστού», χωρίς να κινδυνεύουμε να χάσουμε την ελευθερία και τα δικαιώματά μας. Η συμμετοχή του πιστού μέσα στη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας, του δίνει την δυνατότητα να καλλιεργήσει την αγάπη του για τον Θεό, να μην υποκύπτει σε σκοπιμότητες και να μην κάνει συμβιβασμούς σε θέματα που δεν χωρούν διαπραγματεύσεις και συζητήσεις, διότι για αυτά τα θέματα η απάντηση δίνεται πάνω στο Σταυρό, αντικρίζοντας τη σταυρωμένη αγάπη που προσφέρει τον εαυτό Του, υπέρ της δικής μας σωτηρίας.
Όμως η διδασκαλία είναι καλή, οι διαταγές εύκολα μπορούν να εκδοθούν, να εφαρμοσθούν, όμως καλύτερο και ουσιαστικότερο αποτέλεσμα υπάρχει όταν μέσα σε ότι πρέπει να γίνεται, υπάρχει το παράδειγμα των μεγαλυτέρων προς τους μικρότερους, των υψηλόβαθμων προς τους χαμηλόβαθμους. Έτσι τονίζεται και εφιστάται η προσοχή «προς άπαντας τους ανωτέρους και κατωτέρους αξιωματικούς του Στρατού, και ιδίως τους κυρίους Αρχηγούς των σωμάτων και τους κυρίους φρουράρχους να επαγρυπνούν εις την ακριβήν εκπλήρωσιν των θρησκευτικών καθηκόντων, δίδοντας αυτοί πρώτοι το καλόν παράδειγμα». Άρα εδώ δεν πρόκειται για μια διαταγή που απλώς εκδίδεται και καλεί το Υπουργείο να την εφαρμόσουν οι πάντες, αλλά για μια ζωντανή μαρτυρία και ομολογία πίστεως, που ξεκινά από την κορυφή της πυραμίδας και καταλήγει στη βάση αυτής, εμπνέοντας και καθοδηγώντας τους νεωτέρους στην επίγνωση της αλήθειας, της πίστεως και της παραδόσεως.
Η συμμετοχή τόσο των Αξιωματικών, όσο και των Υπαξιωματικών, σύμφωνα με τις οδηγίες του παρόντος, είναι για όλους υποχρεωτική, πλην εκείνων που έχουν διατεταγμένη υπηρεσία και καλούνται να βρίσκονται στη θέση τους. Οι Υπαξιωματικοί συνοδευόμενοι από τους Αξιωματικούς, οφείλουν να βρίσκο- νται στην Εκκλησία ꞉ «δια να ακούσουν την θείαν λειτουργίαν, απ’ αρχής μέχρι τέλους με όλον το απαιτούμενον σέβας και την προσοχήν». Η συμμετοχή αυτών καταλαβαίνουμε ότι δεν πρέπει να είναι τυπική, δεν πρέπει να αποτελεί εκπλήρωση μιας τυπικής συμμετοχής ενός καλού χριστιανού σε μία Ακολουθία, αλλά να αποτελεί μία ευκαιρία ζωντανής βίωσης της παρουσίας του Θεού μέσα στη δύσκολή πραγματικότητα με τις αντιξοότητες και τους πειρασμούς της καθημερινότητας, που όμως ξεπερνιούνται μέσα από την εφαρμογή του Λόγου του Θεού, που δεν αποτελεί μια φιλοσοφία ή μια ιδεολογία, αλλά έναν τρόπο ζωής, απαλλαγμένο από εξωτερικά σχήματα και τυπικότητες.
Το κείμενο αυτό εκδόθηκε «Καθ’ υψηλήν διαταγήν της Β.Α. Μεγαλιότητος» και έπονται δυσανάγνωστες υπογραφές με ημερομηνία ꞉ «Αθήνα την 15 Ιουλίου 1841».
Συνεχίζεται {9}