Aρχιμ. Αλεξίου Ιστρατόγλου Ανχη (ΣΙ)
Στρατιωτικού Ιερέως Αρχηγείου Στόλου – Ναυστάθμου Σαλαμίνας
Όπως και άλλες φορές έχουμε αναφέρει, έτσι και σήμερα θα επαναλάβουμε, ότι με την πάροδο του χρόνου, πάρα πολλά αιτήματα κατατίθεντο προς το Υπουργείο των Στρατιωτικών, από τα Φρουραρχεία, τα Σώματα, ακόμα και από τα Τάγματα, όπου ζητούσαν να τοποθετηθεί μόνιμος Ιερέας, για την κάλυψη των πάσης φύσεως πνευματικών αναγκών των υπηρετούντων στο χώρο του Στρατού. Είχε καλλιεργηθεί η επιθυμία της αναγκαιότητας της παρουσίας του Ιερέως, σε έναν χώρο τόσο νευραλγικό και ευαίσθητο και η Εκκλησία έπρεπε αυτό να το αξιοποιήσει, όπως και το αξιοποίησε αμέσως, προκειμένου να προσφέρει συνεχώς λόγο Θεού, «παντί τω αιτούντι».
Λίγα χρόνια μετά την απελευθέρωσή του Έθνους από τον τουρκικό ζυγό, ζώντας και αναπνέοντας ελεύθερα πλέον ο λαός, ο Στρατιωτικός Ιερέας, καλείτο κατά το λόγο του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον: «πτερώσαι ψυχή, αρπάσαι του κόσμου και δούναι Θεώ». Καλείτο να επιτελέσει ένα έργο μεγάλο, υπεύθυνο και σοβαρό, με φόβο Θεού και αγάπη προς τον άνθρωπο. Μέσα σε μια κοινωνία, με πολλά προβλήματα και δυσκολίες, ο Ιερέας εμφανιζόταν σαν τον καλό Σαμαρείτη, που έρχεται με ενθουσιασμό, αγάπη και θυσιαστικό πνεύμα, να προσφέρει τον Θεό στον άνθρωπο, που πολεμά μέσα στην καθημερινότητά του, κάτω από αντίξοές συνθήκες και χωρίς τα απαιτούμενα μέσα πολλές φορές.
Ότι επιτυγχάνει, το κερδίζει με την αγάπη και την προσευχή. Η αγάπη είναι αυτή που θα ηρεμήσει τις ταραγμένες ψυχές των ανθρώπων, από τα ποικιλόμορφα προβλήματα. Η προσευχή είναι εκείνη που θα προσφέρει βάλσαμο και ανακούφιση, στη ψυχή εκείνη που καίγεται, από διάφορες μεριές. Μετέχει με την αγάπη και την προσευχή του στη χαρά και στη λύπη του συνανθρώπου του, που δεν είναι μόνο συνάνθρωπος, αλλά είναι πάνω από όλα πνευματικό του παιδί, για το οποίο θα δώσει λόγο και απολογία στο Θεό. Κάνοντας απλά, αλλά ουσιαστικά πράγματα, σώζει ψυχές, οδηγεί ταλαιπωρημένους και κουρασμένους ανθρώπους στην αγκαλιά της μητέρας Εκκλησίας, για τους ξεφορτώσει από τα δυσβάστακτα φορτία, τα οποία φέρουν. Και τέλος ήσυχα απλά και αθόρυβα, κινείται μέσα στην κοινωνία, στην οικογένεια, αναγνωρίζοντας πλέον όλοι την αξία και προσφορά του, που δεν κοστολογείται, δεν πουλιέται, δεν αγοράζεται, αλλά μόνο προσφέρεται.
Συνεχίζοντας την έρευνα μας στα αρχεία της περιόδου 1848-1853, βρίσκουμε ένα έγγραφο, με ημερομηνία 22 Ιουλίου 1848, που το εξέδωσε το Φρουραρχείο της Ναυπλίας και το αποστέλλει στο Υπουργείο των Στρατιωτικών, στο οποίο αναφέρει ότι ανέκαθεν στη Φρουρά αυτή υπήρχαν δύο Ορθόδοξοι Ιερείς και ένας Δυτικός, για την κάλυψη των πνευματικών αναγκών, τόσο των Ορθοδόξων, όσο και των ετεροδόξων. Ο ένας Ιερέας μετατέθηκε κάποια στιγμή και δεν αντικαταστήθηκε, με αποτέλεσμα ο ένας που έμεινε να μην επαρκεί, και έτσι να υπάρχουν πνευματικά κενά, αν θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε αυτή την έκφραση.
Έτσι λοιπόν, ζητάει το Φρουραρχείο της Ναυπλίας, να τοποθετηθεί και ο δεύτερος Ιερέας στη Φρουρά, χωρίς όμως να επιβαρυνθεί το Ελληνικό Δημόσιο με μία καινούρια πρόσληψη, προτείνοντας να τοποθετηθεί ο δεύτερος Ιερέας, στη θέση του Δυτικού, αφού δεν υπάρχουν πολλοί ετερόδοξοι, μόλις είκοσι άνθρωποι. Έτσι με αυτήν την πρόταση, κατά κάποιο τρόπο καταργείτο η θέση του ετεροδόξου, από τη Φρουρά εκείνη, που ενδεχομένως να ήταν και ανεπιθύμητος από κάποιους κύκλους εντός ή και εκτός του στρατεύματος και πλέον θα υπήρχε μόνο Ορθόδοξη παρουσία και μαρτυρία.
Το Φρουραρχείο στην πρόταση αυτή που καταθέτει, προτείνει να προσληφθεί στην κενή θέση που υπάρχει, ο Ιερομόναχος Στέφανος Σολίτης. Το Υπουργείο των Στρατιωτικών με έγγραφό του, στις 2 Αυγούστου 1848, απάντα εγκρίνοντας, τον διορισμό του ανωτέρω Ιερέως, καθορίζοντας και τον μηνιαίο μισθό του. Μετά από αυτό το έγγραφο του διορισμού του Ιερομονάχου Στεφάνου, στη Φρουρά της Ναυπλίας, ακολουθεί μια εκτενής αλληλογραφία, μεταξύ δύο Υπουργείων, για το κατά πόσο αυτός ο διορισμός είναι κανονικός και κάτω από ποιες συνθήκες και προϋποθέσεις έγινε και ποιες σκοπιμότητες εξυπηρετούσε, μπαίνοντας στη μέση και η Ιερά Σύνοδος του Βασιλείου της Ελλάδος, που είχε λόγο για τον διορισμό των Στρατιωτικών Ιερέων, βάση παλαιοτέρων εγκυκλίων που είχε εκδώσει και ίσχυαν.
Στις 12 Σεπτεμβρίου 1848, συναντούμε ένα έγγραφο το οποίο αποστέλλεται στο Φρουραρχείο της Ναυπλίας, με το οποίο ζητείται να αναφέρει η Φρουρά, εάν ο εν λόγω Ιερέας έχει γραπτή άδεια, του να τελεί τις Ιερές Ακολουθίες και λοιπές τελετές, προφανώς στο χώρο του Στρατού. Το Φρουραρχείο απαντά στις 9 Οκτωβρίου 1848, αναφέροντας στο Υπουργείο των Στρατιωτικών, ότι ο Ιερομόναχος, δεν διορίστηκε Ιερέας του Στρατού, αλλά μόνο προσωρινός βοηθός του Ιερέας της Φρουράς του Ναυπλίου.
Νωρίτερα της ανωτέρω απαντήσεως του Φρουραρχείου, το Υπουργείο των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως, στις 24 Σεπτεμβρίου 1848, με έγγραφό του, το οποίο το υπογράφει ο ίδιος ο Υπουργός και αποστέλλεται προς το Υπουργείο των Στρατιωτικών, ζητά να έχει μια σαφή απάντηση για τον Ιερομόναχο Σολίτη, καθώς για να γίνει ο διορισμός του και κατ’ επέκταση ο διορισμός του οποιουδήποτε επιθυμεί να διακονήσει στο Στρατό, πρέπει να υπάρχουν όλα τα απαιτούμενα στοιχεία-δικαιολογητικά, τα οποία θα διαβιβαστούν στην Ιερά Σύνοδο, η οποία και θα αποφανθεί, εάν και εφ’ όσον πληροί τις προϋποθέσεις ο εν λόγω Ιερέας, να διορισθεί στο Στρατό.
Στο έγγραφο του αυτό, το Υπουργείο των Εκκλησιαστικών, υπενθυμίζει στο Υπουργείο των Στρατιωτικών, δύο έγγραφα της Ιεράς Συνόδου, που αφορούν τους Στρατιωτικούς Ιερείς. Το πρώτο ήταν το έγγραφο, με αριθμό 4992/30/9/1836, στο οποίο τονίζεται, ότι για τον διορισμό των Ιερέων στο Στρατό, την έγκριση την δίνει πρώτα η Εκκλησία και μετά ακολουθεί η Πολιτεία, η οποία τον διορίζει και τον τοποθετεί στη Φρουρά που έχει ανάγκη. Το δεύτερο ήταν η Εγκύκλιος της Ιεράς Συνόδου προς τους Στρατιωτικούς Ιερείς, στην οποία αναφέρονται τα καθήκοντα και οι υποχρεώσεις του Στρατιωτικού Ιερέως, κατά την εκτέλεση του έργου και της αποστολής του.
Μετά το ανωτέρω έγγραφο, προφανώς το Υπουργείο των Στρατιωτικών, κάλεσε και πάλι το Φρουραρχείο της Ναυπλίας να απαντήσει στα νέα δεδομένα και ερωτήματα τα οποία θέτει το Υπουργείο των Εκκλησιαστικών, για τον προτεινόμενο πλέον και όχι διοριζόμενο Ιερέα, αφού δεν έχει αποφανθεί οριστικά η Ιερά Σύνοδος, ως το κατεξοχήν αρμόδιο όργανο σε αυτές τις περιπτώσεις, βάση και των δύο εγγράφων της, τα οποία η πολιτεία τα έχει αποδεχθεί και το Υπουργείο των Εκκλησιαστικών απαιτεί, την πιστή εφαρμογή αυτών, μέσα στην αγαστή συνεργασία Εκκλησίας και Πολιτείας.
Στις 12 Οκτωβρίου 1848, το Φρουραρχείο της Ναυπλίας προς το Υπουργείο των Στρατιωτικών, αναφέρει ότι ο Ιερομόναχος Στέφανος Σολίτης είχε άδεια από την Ιερά Σύνοδο να εξομολογεί. Η απάντηση αυτή προφανώς, όπως και οι προηγούμενες, διαβιβάστηκαν στο Υπουργείο των Εκκλησιαστικών, οι οποίες εστάλησαν στην Εκκλησία για να επεξεργαστούν και στη συνέχεια να αποφανθεί αρμοδίως, με βάση τα στοιχεία τα οποία είχε στην κατοχή της.
Η Ιερά Σύνοδος με αριθμό εγγράφου 16596, έχοντας επεξεργαστεί τα ανωτέρω στοιχεία, αλλά και άλλα, τα οποία συνέλλεξε, απέστειλε απάντηση στο αρμόδιο Υπουργείο και αυτό με τη σειρά του με έγγραφο του, προς το Υπουργείο των Στρατιωτικών, στις 24 Δεκεμβρίου 1848, αναφέρει ότι δια του Γενικού Επισκοπικού Επιτρόπου Αργολίδος, στον Ιερομόναχο Σολίτη είχε δοθεί άδεια: «να βοηθεί προσωρινώς τον εν Ναυπλίαν διωρισμένον Στρατιωτικόν Εφημέριον και συγχρόνως την άδεια του εξομολογείν τους εν τη υπηρεσία της φρουράς στρατιώτας».
Έτσι μετά τη σχετική αλληλογραφία την οποία παρουσιάσαμε και αφορούσε την εγκυρότητα και νομιμότητα, αν θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε αυτές τις λέξεις χωρίς υπερβολές, σχετικά με τον διορισμό του Ιερομονάχου Στεφάνου, για τη Φρουρά του Ναυπλίου, έληξε χωρίς προβλήματα, κατόπιν και της εγκρίσεως της Ιεράς Συνόδου και πλέον ο Στρατιωτικός Ιερέας, θα μπορούσε να εκτελεί τα ποιμαντικά του καθήκοντα, στο χώρο της ποιμαντικής του διακονίας και ευθύνης, με φόβο Θεού και προσήλωση στον άνθρωπο.
Συνεχίζεται {31}