Kάθε Σάββατο «Ἄκου ἕνα βιβλίο» μέ τόν ἀρχιμανδρίτη Ἰάκωβο Κανάκη
Εἶναι σειρά βιβλίων μέ τό ὄνομα αὐτό, τά ὁποῖα ἀποτελοῦν αὐτοτελῆ ἔργα, καί τό ὄνομά τους σχετίζεται ἀμέσως ἤ ἐμμέσως μέ τούς ἀγῶνες τῆς οἰκογένειας τοῦ ἱερέα Ματταθία, μιᾶς διακεκριμένης ἰουδαϊκῆς οἰκογενείας τῆς Ἰερουσαλήμ, ἡ ὁποία προασπίσθηκε σθεναρά τά θρησκευτικά καί ἐθνικά ἰδεώδη τῆς πατρίδας της καί προσέφερε σημαντικές ὑπηρεσίες στό ἔθνος της. Τό ὄνομα «μακκαβαῖος» (Α´Μακ.2,4) ἔλαβε ὁ Ἰούδας, ὁ τρίτος γιός τοῦ Ματταθία, ὁ ὁποῖος λόγῳ τοῦ γενναίου φρονήματός του καί τῶν κατορθωμάτων του ἀναδεικνύεται τό κεντρικό πρόσωπο τῆς ἱστορίας. Τό ὄνομα «μακκαβαῖος» προέρχεται ἀπό τήν ἑβραϊκή λέξη «μακαμπάχ» πού μεταφράζεται ὡς «σφύρα» δηλαδή «σφυρί» καί μεταφορικά δηλώνει αὐτόν πού σφυροκοπᾶ καί συντρίβει τόν ἐχθρό του. Γιά τήν περίπτωση τοῦ βιβλίου Α´ Μακκαβαίων οἱ ἐχθροί αὐτοί ὀνομάζονται Σελευκίδες καί ἐπικεφαλής τους εἶναι ὁ βασιλιάς τῆς Συρίας, Ἀντίοχος ὁ Δ´ ὁ Ἐπιφανής. Πρόκειται γιά διαδόχους τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, πού σάν στόχο εἶχαν τόν ἐξελληνισμό τοῦ κράτους μέ ταυτόχρονη βίαιη ἐκρίζωση ὅλων τῶν στοιχείων, πού συνέθεταν τήν θρησκεία τῶν ἰουδαίων.
Σημαντική διευκρίνιση εἶναι ὅτι ἀπό τά τέσσερα βιβλία «τῶν Μακκαβαίων» τά τρία εἶναι Δευτεροκανονικά καί τοποθετοῦνται στό τέλος τῶν Ἱστορικῶν Βιβλίων τοῦ ἑλληνικοῦ κανόνα, ἐνῶ τό Δ´εἶναι ἀπόκρυφο. Εἶναι δέ ἀκόμα σημαντικό ὅτι τό καθένα εἶναι αὐτοτελές ὡς πρός τό περιεχόμενο καί δέν ἀποτελοῦν συνέχεια μιάς ἱστορίας, ἔστω καί ἄν ἔχουν τήν ἴδια ὀνομασία.
Ἄς δοῦμε τό κάθε βιβλίο ξεχωριστά.
Τό πρῶτο βιβλίο ἔχει νά κάνει μέ τήν ἐξέγερση τῶν ἰουδαίων ἔναντι τῶν Σελευκιδῶν, ὅπως εἰπώθηκε. Ἡ ἐξέγερση αὐτή πραγματοποιήθηκε ἀπό τό 167-135 π.Χ. καί ὀνομάστηκε «Μακκαβαϊκή ἐπανάσταση». Τί ἤθελαν νά ἐπιβάλλουν οἱ Σελευκίδες; Ἀπό τήν μιά ἀπαγόρευσαν νά ἀναγινώσκεται ὁ Νόμος, νά προσφέρονται θυσίες, νά τελοῦνται ἑορτές, νά ἀναπέμπονται εὐχές καί ἀπό τήν ἄλλη ἐξανάγκαζαν τούς ἰουδαίους νά θυσιάζουν σέ εἰδωλολατρικούς θεούς. Τελικά, οἱ ἀγῶνες, οἱ προσπάθειες τῶν «Μακκαβαίων» ἔπιασαν τόπο καί διασφαλίστηκε ἡ «μακκαβαϊκή κυριαρχία» μέχρι καί τήν εἰσβολή τῶν Ρωμαίων στήν Παλαιστίνη τό 63 π.Χ.
Ὁ συγγραφέας τοῦ βιβλίου εἶναι ἄγνωστος, ἀλλά πιθανόν πρόκειται γιά διανοούμενο καί εὐσεβῆ ἰουδαῖο πού διέμενε στήν Ἰερουσαλήμ. Ὁ πιθανός χρόνος σύνθεσης τοῦ βιβλίου προσδιορίζεται στό 100 π.Χ.
Μέ ὅσα εἰπώθηκαν περί τοῦ περιεχομένου τοῦ Α´ Μακκαβαίων δύο θέματα ἔχουμε ὡς κύρια σημεῖα τῆς διδασκαλίας του: Τό πρῶτο τονίζει τήν ὑπερβατικότητα τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἐπεμβαίνει ὅταν ὁ λαός κινδυνεύει καί τόν διασώζει καί τό δεύτερο ἀφορᾶ στήν αὐστηρή τήρηση τῆς λατρείας καί τόν κίνδυνο ἀπό πιθανή ἀλλοίωσή της. Ἡ Μακκαβαϊκή ἐπανάσταση εἶναι καρπός τῆς πλήρους ἐμπιστοσύνης τῶν ἰουδαίων ὅτι ὁ Θεός θά βρεθεῖ ἀρωγός καί προστάτης τους.
Τό Β Μακκαβαίων δέν εἶναι μιά συνέχεια τοῦ προηγουμένου βιβλίου, ὅπως θά θεωροῦσε κάποιος λόγω τοῦ κοινοῦ ὀνόματος. Ἀφορᾶ καί πάλι στήν ἀντίσταση τῶν ἰουδαίων ἔναντι τοῦ βίαιου ἐξελληνισμοῦ τῶν Σελευκιδῶν. Σάν διαφορά μέ τό Α´ Μακκαβαίων μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι προέχει τό θρησκευτικό στοιχεῖο καί ὄχι τό πολιτικό στοιχεῖο. Περιλαμβάνει δεκαπέντε κεφάλαια πού σκοπό ἔχουν νά ἐνισχύσουν τήν πίστη τῶν ἀναγνωστῶν μέ τήν ἀναφορά ὅτι ὅλα ὅσα ἐπέτρεψε ὁ Θεός νά γίνουν ἔχουν καθαρά παιδαγωγικό χαρακτήρα. Ἐπίσης, διασαφηνίζεται ὅτι ἡ ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ μέσα στήν ἱστορία εἶναι δεδομένη καί ἀποδεικνύει τήν ὑπεροχή τῶν ἰουδαίων ἔναντι τῶν ἄλλων λαῶν. Τέλος, τό βιβλίο χρησιμοποιήθηκε ὡς ἕνα εὐκολομνημόνευτο ἀνάγνωσμα, πρός χρήση ὅλων, πού θά κέντριζε τό ἐνδιαφέρον τῶν ἁπανταχοῦ εὑρισκομένων ἰουδαίων.
Καί αὐτό τό βιβλίο δέν μποροῦμε νά ποῦμε μέ βεβαιότητα ποιόν ἔχει συγγραφέα ἀλλά τό πιθανότερο, κατά τούς εἰδικούς, εἶναι ὅτι πρόκειται γιά ἑλληνιστή ἰουδαῖο τῆς Διασπορᾶς, ὁ ὁποῖος ἔζησε στήν Ἀλεξάνδρεια. Ὡς πρός τήν σύνθεση τοῦ βιβλίου θά κινηθοῦμε ἐντός τοῦ 1ου αἰώνα π.Χ.
Αὐτό πού πραγματικά κάνει ἰδιαίτερη ἐντύπωση στό βιβλίο εἶναι τά πολλά καί σπουδαῖα θεολογικά θέματα πού θίγονται.
Σήμαντικό θέμα λοιπόν εἶναι ὁ ἀπώλυτος μονοθεϊσμός. Ὁ Θεός εἶναι ἰσχυρός, παντοκτάτορας ἀλλά καί ἐλεήμονας, προστάτης τῶν ἀδυνάτων. Ἐκτός αὐτοῦ τά ἀναφερόμενα στό βιβλίο προσφέρουν τήν βάση μιᾶς μεγάλης ἀλήθειας τῆς Πίστης, ὅτι δηλαδή ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου ἔγινε «ἐξ οὐκ ὄντων». Αὐτό τό μεγάλο θέμα πού θά ἀπασχολήσει τούς Μεγάλους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τόν Μ. Ἀθανάσιο καί Γρηγόριο τόν Θεολόγο, ἔχει τήν βάση του στό Β’ Μακκαβαίων 7,28.
Ἕνα ἀκόμα θέμα πού θίγεται εἶναι ἡ ἔννοια τῆς τιμωρίας ὡς παιδαγωγίας. Ἐνῶ ἡ συνέπεια τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἡ τιμωρία, ἡ δεύτερη ἀνήκει στό σχέδιο πρόνοιας τοῦ Θεοῦ γιά κάθε ἄνθρωπο. Μέ αὐτήν τήν προσέγγιση ἡ τιμωρία γίνεται εὐεργεσία.
Σημαντικό θέμα ἀποτελεῖ καί ἡ ἔννοια τῆς ἀνάστασης τῶν νεκρῶν, πού δέν τονίζεται τόσο στά πρώτα χρόνια τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, λόγῳ τῆς νεκρομαντείας, πού ἀσκούσαν ἄλλοι γειτονικοί λαοί τῶν ἰουδαίων. Ὁ Θεός εἶναι ὄχι μόνο δημιουργός τοῦ κόσμου ἀλλά ὁ Ἴδιος πού θά προσφέρει καί πάλι τήν ζωή μετά τόν θάνατο (Β´Μακ. 7,23). Καί κάτι συναφές ἀναφέρεται ὅτι ὑπάρχει σχέση μεταξύ ζώντων καί κεκοιμημένων. Οἱ ζῶντες προσεύχονται γιά τούς κεκοιμημένους καί θυσιάζουν ὑπέρ τῶν ἁμαρτιῶν τους.
Τό τελευταῖο θέμα πού μποροῦμε νά σταθοῦμε εἶναι περί τῆς ἀγγελολογίας. Οἱ ἄγγελοι πού ἐμφανίζονται στό βιβλίο ἐμφανίζονται μέ πανοπλίες ἔτοιμοι νά συνδράμουν στό ἔργο τοῦ Θεοῦ γιά τήν διάσωση τῶν ἰουδαίων. Εἶναι ἀρωγοί τοῦ Θεοῦ στό ἔργο Του.
Τέλος, προκαλεῖ ἐντύπωση ὅτι ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τούς ἑπτά μακκαβαίους παῖδες καί τήν μητέρα τους ὡς μάρτυρες καί τούς τιμᾶ τήν 1η Αὐγούστου. Τούς χαρακτηρίζει πρότυπα δέ θυσίας γιά τήν πίστη.
Τό βιβλίο Γ´ Μακκαβαίων δέν σχετίζεται καθόλου μέ τά δύο προηγούμενα βιβλία. Ἔλαβε αὐτό τό ὄνομα ἐπειδή πιθανόν ὑπάρχουν ὁρισμένες ἀναλογίες μέ αὐτά πού ἀναφέρονται στήν ἐποχή τῶν Μακκαβαίων. Εἶναι ἕνα μικρό βιβλίο ἀφοῦ περιέχει μόνο ἕνα περιστατικό στά ἑπτά κεφάλαια πού τό ἀπαρτίζουν. Τά σχετικά μέ τά γεγονότα προσδιορίζονται μετά τό ἔτος 217 π.Χ. Ἡ συγγραφή του ἀνήκει σέ κάποιον ἀλεξανδρινό ἰουδαῖο, ὁ ὁποῖος ἔγραψε στήν Ἀλεξάνδρεια μεταξύ τοῦ 1ου αἰ. π.Χ. καί τῶν ἀρχῶν τοῦ 1ου αἰ. μ.Χ. Πρωτότυπη γλῶσσα τοῦ κειμένου εἶναι ἡ ἑλληνική.
Ὁ σκοπός τοῦ βιβλίου εἶναι ἐποικοδομητικός καί διδακτικός. Θέλει νά τονώσει ψυχικά καί νά ἐνισχύσει τούς δοκιμαζόμενους ἰουδαίους τῆς διασπορᾶς. Τονίζεται ἀπό τήν μιά ἰδιαίτερα ἡ δύναμη τῆς προσευχῆς, ὅταν γίνεται θερμά καί μέ εἰλικρίνεια, καί ἀπό τήν ἄλλη γίνεται σαφές ὅτι ὁ τρόπος συμπεριφορᾶς τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν συνάνθρωπό του ἀντικατοπτρίζει τόν τρόπο συμπεριφορᾶς ἔναντι τοῦ Θεοῦ.